Η αποθέωση του Ηρακλή
β. Καλοβολεμενη στην ΤραχΙνα η Δηιάνειρα το είχε πάρει πια απόφαση ότι ο Ηρακλής συνήθιζε να έχει ερωμένες όταν γνώρισε μάλιστα την Ιόλη ως την πιο πρόσφατη, ένιωσε συμπόνια μάλλον παρά θυμό για τη μοιραία ομορφιά εξαιτίας της οποίας ερειπώθηκε η Οιχαλία. Δεν ήταν όμως αφόρητη η απαίτηση του Ηρακλή να ζήσουν εκείνη και η Ιόλη κάτω από την ίδια στέγη ; Επειδή δεν ήταν πλέον νέα, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τα υποτιθέμενα μάγια του Νέσσου για να εξασφαλίσει την αφοσίωση του συζύγου της. Έχοντας υφάνει έναν καινούριο χιτώνα θυσιών επειδή γύρισε σώος, η Δηιάνειρα αποσφράγισε μυστικά τη στάμνα, βούτηξε ένα κομμάτι μάλλινο ύφασμα στο μίγμα πού περιείχε και μ’ αυτό έτριψε το χιτώνα. Μόλις έφτασε ο Λίχας, τον έκλεισε σε ένα κιβώτιο και του το παρέδωσε λέγοντας:
- Σε καμία περίπτωση μην εκθέσεις το χιτώνα στο φως του ήλιου, ούτε και στη φωτιά προτού ο Ηρακλής τον φορέσει για τη θυσία.
Ο ΛΙχας είχε φύγει ολοταχώς πάνω στο άρμα του όταν πια η ματιά της Δηιάνειρας έπεσε πάνω στο κομμάτι του μάλλινου, πού είχε αφήσει χάμω στην ηλιόλουστη αυλή και διαπίστωσε ότι καιγόταν σαν πριονίδι ενώ πορφυροί αφροί ξεχύνονταν ανάμεσα από τις πλάκες του δαπέδου. Συνειδητοποιώντας ότι ο Νέσσος την ξεγέλασε, έστειλε γρήγορα έναν αγγελιαφόρο για να φέρει πίσω τον Λιχα ενώ καταριόταν την ευπιστία της και ορκίστηκε να μην επιζήσει ούτε και η ίδια αν πέθαινε ο Ηρακλής (2).
γ. Ο αγγελιαφόρος έφτασε πολύ αργά στο ακρωτήριο Κήναιο. Ο Ηρακλής είχε ήδη φορέσει το χιτώνα και θυσίαζε δώδεκα άψεγάδίαστους ταύρους ως «απαρχές» των λαφύρων του , συνολικά είχε οδηγήσει στο βωμό ένα κοπάδι από εκατό διάφορα ζώα. Έχυνε κρασί από ένα κύπελλο στους βωμούς και λιβάνι στις φλόγες όταν ξαφνικά αναφώνησε λες και τον είχε δαγκώσει φίδι. Από τη θερμότητα είχε λιώσει το δηλητήριο της Ύδρας πού περιείχε το αίμα του Νέσσου και περιβρέχοντας τα άκρα του Ηρακλή κατέτρωγε τις σάρκες του. Σύντομα ο πόνος ξεπέρασε τα όρια της αντοχής και ο Ηρακλής ουρλιάζοντας από την αγωνιά άναπόδογύρισε τούς βωμούς. Προσπάθησε να ξεσκίσει το χιτώνα, εκείνος όμως ήταν τόσο εφαρμοστός ώστε το κρέας έβγαινε μαζί με το ύφασμα και ξεπρόβαλαν τα κόκαλά του. Το αίμα του τσιτσίριζε και κόχλαζε σαν το νεράκι της πηγής όταν πέσει στο πυρακτωμένο σίδερο. Ο Ηρακλής ρίχτηκε στο κοντινότερο ποτάμι, άλλά το φαρμάκι τον έκαιγε όλο και περισσότερο , από τότε αυτά τα νερά εξακολουθούν να καινέ σαν τη φωτιά και ονομάζονται Θερμοπύλες, δηλαδή «καυτό πέρασμα» (3).
δ. Καλπάζοντας πάνω κάτω στο βουνό και ξεριζώνοντας δέντρα ολόκληρα, ο Ηρακλής αντίκρισε τον τρομοκρατημένο Λιχα καθισμένο ανακούρκουδα να σφιχταγκαλιάζει τα γόνατα του. Μάταια προσπαθούσε να αποδείξει την αθωότητα του, ο Ηρακλής τον άρπαξε, τον στριφογύρισε τρεις φορές πάνω από το κεφάλι του και τον έριξε στον Ευβοϊκό Κόλπο. Ο Λιχας μεταμορφώθηκε σε ανθρωπόμορφο βράχο πού εξείχε από τα κύματα , ακόμα και πολύ αργότερα άποκαλειτο Λιχας από τούς ναυτικούς οι οποίοι δεν τολμούσαν να τον πατήσουν θεωρώντας τον ζωντανό . Ο στρατός παρατηρούσε τον Ηρακλή από μακριά ξεσπώντας σε γοερά κλάματα, κανείς όμως δεν τολμούσε να τον πλησιάσει, ενώ εκείνος σφαδάζοντας από την αγωνιά φώναξε τον Ύλλο και τον παρακάλεσε να τον πάει κάπου όπου θα μπορούσε να πεθάνει μόνος . Ο Υλλος τον μετέφερε στην Τραχίνα, στα ριζά της Οίτης (τόπο φημισμένο για τούς λευκούς ελλέβορους), επειδή το μαντείο των Δελφών την είχε ήδη υποδείξει στον Λικύμνιο και στον Ιόλαο ως προκαθορισμένο τόπο θανάτου του φίλου τους.
ε. Εμβρόντητη η Δηιάνειρα ακούγοντας τα νέα κρεμάστηκε ή – κατ’ άλλους – χτυπήθηκε μόνη της με σπαθί στην καρδιά μέσα στη συζυγική παστάδα . Η μοναδική έγνοια του Ηρακλή ήταν να την τιμωρήσει προτού πεθάνει , όταν όμως ο Υλλος τον διαβεβαίωσε για την αθωότητα της, πράγμα πού αποδείκνυε και η αυτοκτονία της, αναστέναξε συγχωρώντας τη και εξέφρασε την επιθυμία να μαζευτούν γύρω του η Αλκμήνη και όλοι οι γιοι του για να ακούσουν τις τελευταίες επιθυμίες του . Η Αλκμήνη όμως και μερικοί από τούς γιους του βρίσκονταν στην Τίρυνθα, και οι περισσότεροι από τούς υπόλοιπους ήταν εγκαταστημένοι στη Θήβα. Έτσι στον Ηρακλή απέμεινε μόνον ο Ύλλος για να του αποκαλύψει το χρησμό του Δία πού τώρα επαληθευόταν:
- Κανείς ζωντανός δεν θα σκοτώσει ποτέ τον Ηρακλή· νεκρός εχθρός θα γίνει το πεπρωμένο του.
Ύστερα ο Ύλλος του ζήτησε οδηγίες κι εκείνος απάντησε:
- Ορκίσου στο κεφάλι του Δία ότι θα με κουβαλήσεις στην ψηλότερη κορφή του όρους κι εκεί θα με κάψεις, χωρίς να με θρηνήσεις, σε πυρά από κλαδιά βελανιδιάς και ρίζες αγριελιάς . Ορκίσου μου κι ότι θα παντρευτείς την Ιόλη μόλις ενηλικιωθείς !
Μολονότι σκανδαλίστηκε ακούγοντας τις επιθυμίες του πατέρα του, ο Ύλλος υποσχέθηκε να τις εκπληρώσει (5).
ζ. Αφού έγιναν όλες οι προετοιμασίες ο Ιόλαος και οι σύντροφοί του απομακρύνθηκαν σε κάποια απόσταση. Ο Ηρακλής ανέβηκε στην πυρά και πρόσταξε να την ανάψουν. Κανείς όμως δεν τόλμησε να υπακούσει ώσπου κάποιος περαστικός ποιμένας αιολος, ονόματι Ποιας, πρόσταξε τον Φιλοκτήτη, γιο του άποτη Δημώνασσα, να κάνει ό,τι είχε ζητήσει ο Ηρακλής. Από ευγνωμοσύνη ο Ηρακλής άφησε τη φαρέτρα, το τόξο και τα βέλη του στον Φιλοκτήτη , μόλις οι φλόγες άρχισαν να γλείφουν την πυρά, άπλωσε πάνω της τη λεοντή και, ακουμπώντας το κεφάλι πάνω στο ρόπαλο λες και ήταν μαξιλάρι, ξάπλωσε με το ύφος ευδαιμονίας κάποιου φιλοξενούμενου πού περιστοιχίζεται από κύπελλα κρασιού. Ύστερα έπεσαν από τον ουρανό μερικοί κεραυνοί και η πυρά μεμιάς έγινε, στάχτη (6).
η. Πάνω στο Όλυμπο ο Ζευς καμάρωνε πού ο ευνοούμενός γιος του φέρθηκε τόσο γενναία.
- Η αθάνατη πλευρά του Ηρακλή είναι εξασφαλισμένη από το θάνατο, ανακοίνωσε, και σε λίγο θα τον καλωσορίσω σε τούτο τον ευλογημένο τόπο. Κι όποιος έχει αντιρρήσεις για την αποθέωση του, πού την αξίζει με το παραπάνω, θέλει δεν θέλει θα το χωνέψει για καλά !
Όλοι οι Ολύμπιοι συγκατένευσαν και η Ήρα αποφάσισε να καταπιεί την προσβολή η οποία αναμφιβόλως προοριζόταν για κείνη , είχε κιόλας όμως σχεδιάσει να τιμωρήσει τον Φιλοκτήτη για την καλή του πράξη: να τον δαγκώσει λημναία οχιά.
θ. Οι κεραυνοί καταβρόχθισαν το θνητό μέρος του Ηρακλή. Δεν έμοιαζε πλέον στην Αλκμήνη, άλλά – όπως το φίδι πού άλλαζε δέρμα – λαμποκοπούσε σε όλη τη μεγαλειότητα του θεϊκού πατέρα του. Ένα σύννεφο τον έκρυψε από το βλέμμα των συντρόφων του όσο ο Ζευς τον μετέφερε με το τέθριππο άρμα του μέσα στα μουγκρητά των κεραυνών πάνω στους ουρανούς όπου πιάνοντας τον από το χέρι η Αθηνά τον συνέστησε στους θεϊκούς συντρόφους της (7).
ι. Ο Ζευς προόριζε τον Ηρακλή για έναν από τούς Δώδεκα Ολύμπιους, δεν θα απέκλειε όμως κανέναν ευχαρίστως από την υπάρχουσα θεϊκή συντροφιά ώστε να κάνει τόπο για τον Ηρακλή. Έπεισε λοιπόν την Ήρα να τον υιοθετήσει με μια τελετή αναγέννησης: να πέσει στο κρεβάτι παριστάνοντας ότι κοιλοπονάει και να εμφανίσει τον Ηρακλή τραβώντας τον κάτω από τις φούστες της – σε πολλές βάρβαρες φυλές ο τρόπος αυτός εφαρμοζόταν ακόμα πολύ αργότερα στην τελετή υιοθεσίας. Έκτοτε η Ήρα θεωρούσε δικό της παιδί τον Ηρακλή, αγαπώντας τον σχεδόν όσο και τον Δία. Όλοι οι αθάνατοι τον καλωσόρισαν εγκάρδια και η Ήρα τον πάντρεψε με την κόρη της, την όμορφη Ήβη, η οποία του γέννησε δύο γιους: τον Αλεξιάρη και τον Ανίκητο . Ωστόσο από τη μεριά του και ο Ηρακλής κέρδισε επάξια την ευγνωμοσύνη της Ήρας σκοτώνοντας στη Γιγαντομαχία τον Προνομο ο οποίος προσπάθησε να τη βιάσει (8).
Κ. Ο Ηρακλής έγινε ο θυρωρός των ουρανών και δεν κουράζεται ποτέ να στέκεται κατά το σούρουπο μπροστά στις ολύμπιες πύλες περιμένοντας την επιστροφή της Άρτεμης από το κυνήγι. Την καλωσορίζει κεφάτος, κατεβάζει τούς σωρούς της λείας από το άρμα και συνοφρυωμένος την απειλεί κουνώντας το δάχτυλο όταν βρει μονάχα αθώες κατσίκες και λαγούς:
- Αγριογούρουνα να χτυπάς, της λέει, πού σαρώνουν τα σπαρτά και ξεσκίζουν τη φλούδα των οπωροφόρων δέντρων. Φονιά ταύρο να χτυπάς, λιοντάρι και λύκο! Σε τι μας έβλαψαν αυτές οι κατσίκες και οι λαγοί ;
Ύστερα γδέρνει τα κουφάρια και καταπίνει λαίμαργα οποία μπουκιά βρει του γούστου του (9). Όσο όμως ο αθάνατος Ηρακλής συμποσιάζεται στο τραπέζι των θεών, το θνητό είδωλό του περιπλανάται ανάμεσα στους τρεμάμενους νεκρούς στον Ταρταρο με τεντωμένο τόξο και με το βέλος στη χορδή. Πάνω στον ωμό του ο μαλαματένιος Τελαμώνας κατάσπαρτος με τρομακτικά ανάγλυφα : λιοντάρια, αρκούδες, αγριόχοιροι και σκηνές μαχών και σκοτωμών (10).
λ. Όταν ο Ιόλαος και οι σύντροφοι του επέστρεψαν στην ΤραχΙνα, ο γιος του Ακτορα, ο Μενοιτιος, θυσίασε ένα κριάρι, ένα ταύρο και έναν αγριόχοιρο προς τιμήν του Ηρακλή και καθιέρωσε τη λατρεία του ως ήρωα στην Οπούντα της Λοκρίδας σύντομα τούς ακολούθησαν οι Θηβαίοι, ως θεό όμως τον λάτρεψαν πρώτα οι Αθηναίοι και μεταξύ τους πρώτοι οι Μαραθώνιοι, και τώρα πια ολόκληρη η ανθρωπότητα ακολουθούσε το ένδοξο παράδειγμά τους (11) . Ο γιος του Ηρακλή Φαιστός αντιλήφθηκε ότι οι Σικυώνιοι προσέφεραν απλώς τιμές ήρωα στον πατέρα του, εκείνος όμως επέμενε να θυσιάζει όπως έκαναν στους θεούς. Γι’ αυτό το λόγο οι Σικυώνιοι σφάζοντας αρνί μέχρι και πολύ αργότερα έκαιγαν τα μπούτια στους βωμούς για τον Ηρακλή θεό, ενώ προσέφεραν ένα μέρος από το υπόλοιπο κρέας του στον Ηρακλή ήρωα. Στην Οίτη τον λάτρευαν με την επωνυμία Κορνοπίων, επειδή εξόντωσε τις ακρίδες πού απειλούσαν την πόλη , οι Ίωνες των Ερυθρών πάλι τον τιμούσαν με το όνομα Ηρακλής ίποκτονος, επειδή εξόντωσε τις ίπες, σκουλήκια πού προσβάλλουν τα αμπέλια σχεδόν σε όλες τις άλλες περιοχές της χώρας.
μ. Λέγεται ότι ένα άγαλμα του Ηρακλή από την Τύρο, το οποίο αργότερα βρισκόταν στο Ιερό του στις Ερυθρές, απεικόνιζε τον Ηρακλή τον Δάκτυλο. Το άγαλμα είχε βρεθεί πάνω σε μια σχέδια, κοντά στο ακρωτήριο Μεσάτη της , Ιωνικής Θάλασσας, ακριβώς στη μέση μεταξύ του λιμανιού των Ερυθρών και της Χίου. Από τη μια ακτή οι Ερυθραιοι και από την άλλη οι Χιώτες προσπαθούσαν με όλες τους τις δυνάμεις να τραβήξουν τη σχέδια, μάταια όμως. Τελικά ένας ψαράς από τις Ερυθρές πού είχε χάσει το φως του είδε στο
Όνειρο του ότι οι γυναίκες των Ερυθρών έπρεπε να πλέξουν με τα μαλλιά τους σκοινιά, με τα οποία οι άντρες δεν θα δυσκολεύονταν πια να τραβήξουν τη σχεδία. ΟΙ γυναίκες μιας θρακιώτικης φυλής πού ήταν εγκαταστημένη στις Ερυθρές έπλεξαν πράγματι το σκοινί και τελικά η σχεδία τραβήχτηκε στην ακτή , έτσι έκτοτε μόνο στους δικούς τους απόγονους επιτρεπόταν να μπαίνουν στο Ιερό όπου βρισκόταν το σκοινί αυτό. Ο Φορμίων ξαναβρήκε την όραση του και δεν την ξαναχασε όσο ζούσε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου