https://www.facebook.com/artemissky.blogspot?ref_type=bookmark

ΑΡΤΕΜΙΣ

ΑΡΤΕΜΙΣ
Ήταν θεά του κυνηγιού,”πότνια θηρών” κατά τον Όμηρο,θεά των αγριμιών και της Σελήνης.

ΕΛΛΑΣ - HELLAS

'' Επιόντος άρα θανάτου επί τον άνθρωπον, το μεν θνητόν, ως έοικεν, αυτού αποθνήσκει, το δ' αθάνατον, σώον και αδιάφθορον, οίχεται απιόν. `Οταν επέρχεται ο θάνατος στον άνθρωπο, το μεν θνητό μέρος αυτού, καθώς φαίνεται, πεθαίνει, το δε αθάνατο, η ψυχή, σηκώνεται και φεύγει σώο και άφθαρτο '' ΠΛΑΤΩΝΑ

ΕΛΛΑΣ - HELLAS .

ΕΛΛΑΣ - HELLAS .
ΑΝΟΙΚΩ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

Αριστοτέλης, το Έργο του -ΜΕΡΟΣ 3ο Οντολογία

Οντολογία
(μεταφυσική-μορφολογία-αισθητική).

Στο πρόβλημα της ουσίας ο Αριστοτέλης ξεκίνησε με την κριτική της πλατωνικής θεωρίας των ιδεών. Παρατήρησε ότι η πρωτοβουλία του Πλάτωνα να εξηγήσει την αισθητή πραγματικότητα σαν έκτυπο μιας νοητής είχε το μειονέκτημα ότι χώριζε την πραγματικότητα σε δυο επίπεδα και ότι, αντί να λύσει το πρόβλημα της ουσίας καθαυτό, το μετέθεσε σε ένα άλλο επίπεδο, που θα έπρεπε επίσης να εξηγηθεί από ένα τρίτο κ.ο.κ. ως το άπειρο. Έτσι ο Αριστοτέλης, βλέποντας τη ματαιοπονία μιας τέτοιας προσπάθειας, προτίμησε να επιστρέψει στην αισθητή πραγματικότητα και να αναζητήσει την ουσία των όντων μέσα στα συγκεκριμένα αντικείμενα.
Με προϋπόθεση τη γνώση της φυσικής φιλοσοφίας των προσωκρατικών και τα πορίσματά του από προσωπικές φυσιογνωστικές και βιολογικές έρευνες, ο Αριστοτέλης ανέλυσε τη γένεση των όντων και έφτασε στο συμπέρασμα ότι τα συστατικά στοιχεία κάθε όντος είναι η ύλη και η μορφή. Έπειτα παρατήρησε ότι η ύλη και η μορφή ως συστατικά στοιχεία των όντων δεν υπάρχουν ποτέ χωρισμένα στην πραγματικότητα, όπως δεν υπάρχει ποτέ σώμα χωρίς ψυχή ή ψυχή χωρίς σώμα. Συνεπώς κατανόησε την ύπαρξη κάθε όντως ακριβώς ως σύνδεσμο ύλης και μορφής και εξήγησε την πραγματικότητα ως ενότητα σύνθετη.
Βασισμένος στη γενικά αποδεκτή διδασκαλία της προηγούμενης φιλοσοφίας για τη γένεση και το θάνατο ως σύνθεση και διάλυση των όντων στα συστατικά τους, που καθαυτά θεωρούνται αιώνια και αμετάβλητα, θεώρησε επίσης την ύλη και τη μορφή ως συστατικά των όντων καθαυτά αιώνια και αμετάβλητα. Κατά τον Αριστοτέλη, σε κάθε γένεση, δηλαδή σε ό,τι παίρνει μορφή είτε από τη φύση είτε από χέρι ανθρώπου, υπόκειται πάντα ως βάση κάποιο υλικό, που χωρίς αυτό η γένεση είναι αδιανόητη. Με τη θέση του αυτή συμφωνούσε εξάλλου με την γενικότερη ελληνική σκέψη, τη μυθική και την επιστημονική, που είχε αποκλείσει την γένεση από το μηδέν. Έτσι ο Αριστοτέλης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτό που γίνεται κάθε φορά με τη γένεση ενός όντος φυσικού ή τεχνητού δεν είναι ούτε ύλη ούτε μορφή, αλλά μόνο ο συγκεκριμένος σύνδεσμος ύλης και μορφής.
Σύμφωνα με τις παραπάνω γενικές διατυπώσεις του, ο Αριστοτέλης δίδαξε τα ακόλουθα. Για την ύπαρξη ενός όντος η ύλη αποτελεί τη δυνατότητα της πραγμάτωσής του και η μορφή την ενεργό παρουσία του. Η γένεση ενός όντος είναι μετάβαση από τη δυνατότητα της πραγμάτωσής του στην ενεργό παρουσία του. Κατά τη γένεση ενός όντος ορισμένη μορφή παρεμβαίνει πάνω σε ορισμένο υλικό, οπωσδήποτε δεκτικό της μορφής που το πλησιάζει, και τότε αυτό αποδεσμεύεται από την παλιά του μορφή, αποδέχεται το σύνδεσμό του με τη νέα, με αποτέλεσμα τη γένεση ενός νέου όντος. Η ύπαρξη δεν είναι κάτι που υπάρχει καθαυτό, αλλά η παρουσία της μορφής μέσα στα πράγματα σε δεδομένο χώρο και χρόνο, συνεπώς ένα πράγμα υπάρχει, όταν από την κατάσταση της δυνατότητας περνάει στην κατάσταση της πραγματικότητας σε δεδομένο τόπο και χρόνο.
Εξηγώντας ο Αριστοτέλης ότι κάθε γένεση πραγματώνεται ή από τη φύση ή από την τέχνη, παρατήρησε και τη βασική διαφορά ανάμεσα στη φυσική γένεση και στη γένεση μέσο της τέχνης. Η γένεση ενός οργανικού όντος προσδιορίζεται πάντα από την προηγούμενη παρουσία και την ενεργητική επίδραση ενός όμοιου με αυτό όντος, αφού το σπέρμα που προκύπτει από αυτό ως υποκείμενο έχει μέσα του «δυνάμει» τη μορφή του νέου όντος. Αντίθετα, στη γένεση του τεχνητού όντος η μορφή είναι από πριν παρούσα μέσα στο πνεύμα του δημιουργού του, ενώ η μετάβαση από τη δυνατότητα της ύλης στην πραγμάτωση της μορφής γίνεται μόνο ύστερα από συνειδητή εργασία του τεχνίτη πάνω στην οπωσδήποτε επιδεκτική ύλη (πέτρα, χαλκό κτλ.).
Έτσι για την πραγμάτωση της μορφής ο Αριστοτέλης διευκρίνισε ακόμη ότι στην τέχνη η μορφή, που προϋπάρχει μέσα στο πνεύμα του δημιουργού, επιβάλλεται στην ύλη απέξω, ενώ στη φύση η μορφή ενεργεί η ίδια σκόπιμα μέσα στο φυσικό όν για την πραγμάτωση του εαυτού της, γιατί είναι σύμφυτη με την ύλη που αυτή δεσμεύει και η αιτία της ύπαρξής της ταυτίζεται με το σκοπό της πραγμάτωσής της. Από αυτό το σημείο εισηγήθηκε τη θεμελιακή για το σύστημά του έννοια της «εντελέχειας», δηλαδή του αυτοσκοπού στην πραγμάτωση του όντος, έννοια που είχε την ευχέρεια να τη στηρίξει όχι μόνο μεταφυσικά αλλά και γενικότερα οντολογικά, ακόμη και λογικά και προπαντός βιολογικά. Από γενικότερη άποψη, για τη γένεση των όντων και στο φυσικό πεδίο και στο τεχνικό, ο Αριστοτέλης πέρα από τις διαφορές, θεωρούσε τη μορφή όχι ως απλό αισθητό τύπο του όντος αλλά ως αρχή που προσδιορίζει ποιοτικά το όν και που ενεργεί για να είναι αυτό έτσι που είναι. Με τη θέση αυτή κατέστησε τη δική του έννοια της μορφής (του «είδους») κατά κάποιο τρόπο αντίστοιχη της πλατωνικής «ιδέας», ακόμη και στο ότι η μορφή ως λογικά καταληπτή παρουσία παρέχει τη δυνατότητα να γνωρίσουμε το όν.
Μελετώντας το πρόβλημα της ουσίας, ο Αριστοτέλης δεν αρκέστηκε στις γενικότερες μορφολογικές θεωρήσεις του αλλά ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την «ποίηση» ως γενική μορφοπλαστική ικανότητα του ανθρώπου, φανερή στα έργα του από τις πιο ταπεινές κατασκευές ως τα μνημειώδη έργα τέχνης. Έτσι παρατήρησε ότι με την «ποίηση» ο άνθρωπος δημιουργεί σε δύο επίπεδα, στο τεχνολογικό και στο καλλιτεχνικό.
Συγκεκριμένα στο τεχνολογικό επίπεδο κατασκευάζει αντικείμενα που δε γίνονται από τη φύση και που τείνουν να τη συμπληρώσουν (σκεύη, όργανα κτλ.), ενώ στο καλλιτεχνικό δημιουργεί πράγματα που απομιμούνται αντικείμενα, φαινόμενα και γεγονότα που υπάρχουν στη φύση και που τείνουν να την εξηγήσουν (έργα τέχνης). Ειδικότερα ξεχώρισε το ωραίο από το ευχάριστο και από το καλό, παρατηρώντας ότι ένα πράγμα μπορεί να είναι ευχάριστο με την καταλληλότητά του για την εξυπηρέτηση κάποιας ανάγκης, χωρίς να είναι ωραίο από μαθηματική άποψη, χωρίς να είναι καλό από ηθική άποψη. Σχετικά αναγνώρισε ως στοιχεία του ωραίου την τάξη, τη συμμετρία και την οριστικότητα.
Για τα μορφώματα του ανθρώπινου λόγου ο Αριστοτέλης έκανε επίσης ειδικές έρευνες. Από αυτές έχουν προέλθει τα συγγράμματά του «Ρητορική τέχνη», που σώθηκε ακέραιη και το «Περί ποιητικής», που σώθηκε κατά ένα μεγάλο μέρος. Στο πρώτο εξέτασε τη γλωσσική έκφραση των σκέψεων, το «πρέπον της λέξεως» και τη «διάνοιαν του λεγομένου» σε συνάρτηση με την ψυχολογία του ακροατή και σύμφωνα βέβαια με τις προϋποθέσεις αυτού του είδους σπουδής, που είχαν καλλιεργήσει πρώτοι οι σοφιστές. Με το δεύτερο εξέτασε την ποίηση ως μίμηση, σύμφωνα βέβαια με το γενικότερο κριτήριο της θεωρίας του για την τέχνη. Από τις μορφές της ποίησης την πιο σύνθετη, την τραγωδία, την όρισε με τα παρακάτω λόγια «Έστιν ουν τραγωδία μίμησης πράξεως σπουδαίας και τελείας, μέγεθος εχούσης, ηδυσμένω λόγω χωρίς εκάστου των ειδών εν τοις μορίοις, δρώντων και ου δι’ απαγγελίας, δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσης». («Τραγωδία είναι μίμηση αξιοσπούδαστης και τελειωμένης, που έχει μέγεθος, με λόγο καλλιτεχνικό, χωριστό για τη μορφή του κάθε μέρους της, με δράση και όχι με απαγγελία, που περαίνει με έλεος και φόβο την κάθαρση τέτοιων παθημάτων»).
Σύμφωνα με τα παραπάνω κριτήριά του ο Αριστοτέλης ήταν επόμενο να αρνηθεί τη θέση του Πλάτωνα ότι η τέχνη είναι «τρίτον από της αληθείας» και να διδάξει ότι η τέχνη, όντας μίμηση πραγμάτων, δεν παύει να είναι πραγματική γένεση, ότι ο καλλιτέχνης προσκομίζει με άλλον τρόπο πραγματική γνώση και ότι με το έργο του ανταποκρίνεται στα πιο καίρια προβλήματα του ανθρωπίνου βίου. Διευκρίνισε ότι ο καλλιτέχνης, μιμούμενος τη φύση, δεν επαναλαμβάνει το πράγμα ακριβώς όπως έγινε αλλά το παρουσιάζει έτσι όπως αυτό, σύμφωνα με τη φύση του, θα μπορούσε να είχε συμβεί. Και γι’ αυτό υποστήριξε ότι η «ποίησις», είναι «φιλοσοφώτερον ιστορίας», γιατί η πρώτη συλλαμβάνει το γενικό, ενώ η δεύτερη μόνο το ειδικό.
http://www.metafysiko.gr/

Αριστοτέλης, το Έργο του - ΜΕΡΟΣ 2ο Λογική

Το έργο του.
Το συγγραφικό έργο του Αριστοτέλη μπορεί να χωριστεί σε τρεις βασικές κατηγορίες. Η πρώτη περιλαμβάνει έργα εκλαϊκευμένου χαρακτήρα που τα είχε δημοσιεύ.σει ο ίδιος. Η δεύτερη, σημειώσεις και συλλογές υλικού που προορίζονταν για επιστημονικές πραγματείες και η τρίτη, τα ίδια τα επιστημονικά έργα. Με μόνη εξαίρεση την «Αθηναίων Πολιτεία», ολόκληρο τα σώμα των σωζόμενων έργων του- αν είναι αυθεντικό- ανήκει στην τρίτη κατηγορία Η γνώση μας για τα υπόλοιπα συγγράμματα στηρίζεται σε αποσπάσματα τα οποία μνημονεύουν αρχαίοι συγγραφείς, και σε τρεις καταλόγους που έχουν περισωθεί από την αρχαιότητα. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα εκτενέστερα από τα σωζόμενα έργα του δεν αποτελούν ενιαία σύνολα, αλλά συλλογές κειμένων για συναφή θέματα, και ότι τα επιμέρους κείμενα είναι οι αρχικές ενότητες που συνδέθηκαν έπειτα μεταξύ τους, άλλοτε από τον ίδιο τον Αριστοτέλη και άλλοτε από τους εκδότες του.

Σωζόμενες πραγματείες.

1) Λογικές (Όργανον κατά τον Αριστοτέλη), που περιλαμβάνονται οι Κατηγορίες, το Περί ειρήνης, το Περί ψυχής, τα Αναλυτικά, τα Αναλυτικά Ύστερα, τα Τοπικά και οι Σοφιστικοί έλεγχοι.
2) Φυσικές που περιλαμβάνουν τα Φυσικά, το Περί ουρανού, το Περί Γενέσεως και Φθοράς και τα Μετεωρολογικά.
3) Ψυχολογικά που περιλαμβάνουν το Περί ψυχής (Μικρά Φυσικά), τα Περί αισθήσεως και αισθητών, Περί μνήμης και αναμνήσεως, Περί ύπνου, Περί εγρηγόρσεως, Περί της μαντικής της εν τοις ύπνοις, Περί μακροβιότητος και βραχυβιότητος, Περί ζωής και θανάτου και τέλος το Περί αναπνοής.
4) Βιολογικά τα οποία ακολουθούνται από κάποια νόθα έργα. Το μόνο που γνωρίζουμε από τον ίδιο το φιλόσοφο και από τις αναφορές του είναι το ευχάριστο έργο με τον τίτλο Περί θαυμασίων ακουσμάτων.
5) Ηθικά τα οποία περιλαμβάνουν τα Ηθικά Νικομάχεια και τα Ηθικά Ευδήμεια.
6) Πολιτικά, που είναι χωρίς καμιά αμφιβολία, έργο του Αριστοτέλη. Σ’ αυτά εντάσσονται το βιβλίο των Οικονομικών, έπειτα μια συλλογή από ιστορικά γεγονότα που, με μορφή παραδειγμάτων επεξηγούν διάφορα οικονομικά σχήματα και τέλος το τρίτο βιβλίο με τίτλο Νόμοι ανδρός και γαμετής.
7) Ρητορική: Στα έργα του Αριστοτέλη σημειώνεται μια πορεία που ξεκινά από τα μη εγκόσμια για να καταλήξει στη συνέχεια σ’ ένα έντονο ενδιαφέρον για τα συγκεκριμένα γεγονότα της φύσης και της ιστορίας, καθώς και στην πεποίθηση ότι η μορφή και το νόημα του κόσμου δεν βρίσκονται έξω από αυτόν αλλά μέσα στο ίδιο το περιεχόμενό του.
Λογική
(γνωσιολογία-αναλυτική).

Οι επιστήμες κατά τον Αριστοτέλη διακρίνονται σε θεωρητικές, πρακτικές και ποιητικές. ’μεσος σκοπός κάθε ομάδας είναι το ειδέναι, αλλά απώτεροι σκοποί τους είναι αντίστοιχα η γνώση, η συμπεριφορά και η κατασκευή χρήσιμων ή ωραίων αντικειμένων. Η λογική, αν κατατασσόταν σύμφωνα με αυτή την ταξινόμηση, θα έπρεπε να συμπεριληφθεί στις θεωρητικές επιστήμες. Αλλά οι μόνες θεωρητικές επιστήμες που κατονομάζονται είναι τα μαθηματικά, η φυσική και η θεολογία ή μεταφυσική, και η λογική δεν μπορεί να υπαχθεί σε καμία από αυτές. Στην πραγματικότητα η λογική, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, δεν είναι αυθύπαρκτη επιστήμη, αλλά μέρος μιας γενικής παιδείας, απαραίτητος σε κάθε άτομο που προτίθεται να μελετήσει οποιαδήποτε επιστήμη. Μόνη αυτή θα του επιτρέψει να γνωρίσει ποιών προτάσεων πρέπει να ζητά την απόδειξη και τι είδους απόδειξη να ζητά. Σε παρόμοια αντίληψη οφείλεται η χρήση της λέξης Όργανον (της επιστήμης) για να δηλωθεί η λογική θεωρία και τελικά η συλλογή των λογικών έργων του Αριστοτέλη. Ο όρος λογική είναι άγνωστος για τον Αριστοτέλη και δεν απαντά πριν από την εποχή του Κικέρωνα. Η ονομασία που δίνει ο ίδιος σ’ αυτό τον κλάδο της γνώσης ή τουλάχιστον στη μελέτη του συμπερασμού, είναι Αναλυτικά. Αυτή η λέξη αναφέρεται κατά βάση στην ανάλυση του συμπερασμού στα σχήματα του συλλογισμού, αλλά μπορούμε ίσως να επεκτείνουμε τη σημασία της ώστε να συμπεριλάβει την ανάλυση του συλλογισμού σε προτάσεις και τις προτάσεις σε όρους. Η λογική δεν είναι γι’ αυτόν η μελέτη των λέξεων, αλλά της σκέψης, της οποίας σημεία αποτελούν οι λέξεις, της σκέψεις που δεν νοείται ως όργανο για τη συγκρότηση της φύσης, των πραγμάτων, αλλά για την κατανόησή της.
Με τη συλλογιστική του, δηλαδή τη γενική θεωρία για το συλλογισμό, ο Αριστοτέλης επισήμανε τα συστατικά στοιχεία της σκέψης και τις λειτουργικές σχέσεις τους κατά τις διεργασίες που επιτελεί ο ανθρώπινος νους στην προσπάθειά του να κατανοήσει την πραγματικότητα.
Έτσι όρισε την «έννοια» ως υποκειμενικό αντίκρισμα της ουσίας ενός πράγματος και διέκρινε έννοιες «ιδιότητας» και «είδους», όρισε την «κρίση» ως πρόταση που συνδέει ή χωρίζει τις έννοιες με τρόπο που να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αναγκαιότητα ή δυνατότητα και διέκρινε κρίσεις θετικές και αρνητικές, κρίσεις που δηλώνουν πραγματικότητα, αναγκαιότητα ή δυνατότητα και κρίσεις γενικές, μερικές και απροσδιόριστες. Πρόσεξε επίσης την μετατρεψιμότητα των κρίσεων και προσδιόρισε τους κανόνες που τη ρυθμίζουν. Ακόμη πραγματεύτηκε την αντίφαση και στις δύο μορφές της, την αντίθεση και την εναντίωση και διατύπωσε το νόμο της αντίφασης και του αποκλεισμού του τρίτου ή του μέσου.
Ο Αριστοτέλης παρατήρησε ότι στην ανθρώπινη σκέψη κάθε συνάφεια και πρόοδος συντελείται μέσα από συλλογιστικές συναρτήσεις. Με βάση αυτή τη γενική διαπίστωση, όρισε το συλλογισμό ως μορφή σκέψης, όπου από ορισμένες δεδομένες προτάσεις προκύπτει κάτι νέο, διαφορετικό από τα δεδομένα, αλλά και αυτό δεδομένο και υποχρεωτικό για τη νόηση, χωρίς να χρειάζεται θεμελίωση από την αρχή. Συγκεκριμένα στο συλλογισμό διέκρινε τρεις προτάσεις: την πρώτη και τη δεύτερη, δηλαδή τους όρους, και την τρίτη, δηλαδή το συμπέρασμα. Επίσης, διέκρινε τρεις διαφορετικές έννοιες. Από αυτές η μία περιέχεται σε μια δεύτερη και περιέχει μια τρίτη, π.χ. η έννοια Έλληνας περιέχεται στην έννοια άνθρωπος και περιέχει την έννοια Αθηναίος.
Ο Αριστοτέλης ξεχώρισε από το συμπέρασμα την απόδειξη, αυτή την όρισε ως συμπέρασμα που βγαίνει από προηγούμενες αναγκαίες προτάσεις και διέκρινε τη σχετική διαδικασία σε «αποδεικτική», «διαλεκτική» και «εριστική» τονίζοντας ότι για την επιστήμη σημασία έχει μόνο η πρώτη. Στη συνέχεια παρατήρησε ότι η απόδειξη στηρίζεται σε μια υπόθεση, που δεν μπορεί να αποδειχτεί καθαυτή, αλλά στηρίζεται σε μια άλλη υπόθεση επίσης αναπόδεικτη, που και αυτή στηρίζεται σε άλλη και αυτό ως το άπειρο. Έτσι διαπίστωσε ότι η αποδεικτική διαδικασία αναγκαστικά σταματά σε ορισμένα «αξιώματα», που αν και καθαυτά είναι αναπόδεικτα, είναι φανερά από μόνα τους και πιο βέβαια από την έμμεση γνώση. Τέτοιο αξίωμα είναι η αντίφαση, ο αποκλεισμός του τρίτου κτλ. Τα «αξιώματα», κατά τον Αριστοτέλη, τα καταλαβαίνει ο νους ενορατικά, δηλαδή άμεσα. Γενικότερα υποστήριζε ότι κάθε γνώση στηρίζεται σε αναγωγή των φαινομένων στις αιτίες τους και του μερικού στο γενικό, με την προϋπόθεση ότι το γενικό κατοχυρώνεται από την εμπειρία του πλήθους των επιμέρους.
Στη θεωρία του για τη γνώση ο Αριστοτέλης, όπως φάνηκε από τα παραπάνω, δεν ήταν ούτε μόνο εμπειρικός ούτε μόνο λογοκριτικός. Πίστευε δηλαδή ότι οι εντυπώσεις μας διαμορφώνονται πάντα από τις ιδιότητες των πραγμάτων και ότι τα λάθη μας οφείλονται ή σε ελαττωματικές συνδέσεις ή σε ελαττωματικά παρακόλουθα. Τη δυσκολία για την εξακρίβωση του λάθους την είχε εντοπίσει και στην πολυπλοκότητα των πραγμάτων και στην πολυσημία των λέξεων που τα ορίζουν.
Έτσι δίδασκε ότι οι λογικές κατηγορίες αντιστοιχούν κανονικά στα πράγματα και ότι οι έννοιες δηλώνουν την ουσία των πραγμάτων. Γι’ αυτό θεωρούσε ως πραγματική τη γνώση που βασίζεται στις έννοιες με προϋποθέσεις που βέβαια βρίσκονται στις αισθήσεις. Στη συνέχεια χώρισε τη γνώση σε «άμεση¨, την οποία ο άνθρωπος αποκτά ενορατικά και σε «έμμεση», που την αποκτά με την παρατήρηση, την εμπειρία και την αφαίρεση. Δε δεχόταν προϋπάρχουσες στον κόσμο ιδέες, όπως ο Πλάτων, αλλά μόνο τη γενική ιδιότητα του ανθρώπινου πνεύματος να δημιουργεί έννοιες και με αυτές να αναγνωρίζει την πραγματικότητα. Σχετικά εξηγούσε τη γνώση από το «συγκεχυμένο» προς το «γνώριμον» στον άνθρωπο και το «γνώριμον» γενικά.
Ο Αριστοτέλης ταξινόμησε τις έννοιες σε 10 «κατηγορίες» με κριτήριο τη συγκεκριμένη πραγματικότητα χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα έναν άνθρωπο γνωστό, τον πλατωνικό Κορίσκο.
1. Ουσία (άνθρωπος).
2. Ποσότητα (τρεις πήχες).
3. Ποιότητα (λευκός, μορφωμένος).
4. Σχέση (μεγαλύτερος).
5. Τόπος (στην αγορά).
6. Χρόνος (χθες).
7. Θέση (κάθεται).
8. Κατάσταση (ντυμένος).
9. Ενέργεια (κόβει).
10. Πάθημα (κόπηκε).
Δεν είναι φανερό αν ο Αριστοτέλης θεωρούσε τις «κατηγορίες» ως ανώτατες έννοιες ή ως μαρτυρίες για την πραγματικότητα στις ποικίλες μορφές της. Η δεύτερη φαίνεται πιο πιθανή. Σ’ αυτή την περίπτωση ο Αριστοτέλης με τις «κατηγορίες» μεταβαίνει από τη λογική στην οντολογία.
http://www.metafysiko.gr/

Αριστοτέλης, η Ζωή του - MEΡΟΣ 1ο


Αρχικός Τίτλος: Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης, Η ζωή και το έργο του.

Ο Αριστοτέλης ήταν ένας από τους κορυφαίους φιλοσόφους και επιστήμονες της Κλασσικής εποχής. Ιδρυτής της περιπατητικής φιλοσοφίας, ο συστηματικότερος, μεθοδικότερος νους του αρχαίου κόσμου και ένας από τους μεγαλύτερους στοχαστές όλων των εποχών. Όπως επίσης και θεμελιωτής και πρόδρομος πλήθους παλαιότερων όσο και νεότερων κλάδων της επιστήμης.
Ο φιλόσοφος Αριστοτέλης γεννήθηκε το 384 π.Χ. στα Στάγιρα, το σημερινό Σταυρό στη βορειοανατολική ακτή της Χαλκιδικής (η οποία ήταν γνήσια ελληνική πόλη που την είχαν ιδρύσει άποικοι από την ’νδρο και η Χαλκίδα 665 π.Χ., οι οποίοι μιλούσαν μια παραλλαγή της ιωνικής διαλέκτου) και πέθανε στο κτήμα της μητέρας του στη Χαλκίδα το 322 π.Χ. Οι γονείς του, Νικόμαχος και Φαιστίδα, κατάγονταν από τους οικιστές της Χαλκιδικής. Συγκεκριμένα, ο πατέρας του, ανήκε στο γένος ή τη συντεχνία των Ασκληπιαδών και πολλοί λένε ότι η οικογένειά του είχε μετοικήσει από τη Μεσσηνία κατά τον 8ο ή 7ο αιώνα. Επίσης λένε ότι θεωρούσε πρόγονό του τον ομηρικό ήρωα και γιατρό Μαχάονα, γιό του Ασκληπιού. Ο Νικόμαχος ήταν γιατρός, εύκολα λοιπόν αντιλαμβανόμαστε από που πήγαζε το ενδιαφέρον του Αριστοτέλη για τις φυσικές επιστήμες και κυρίως τη βιολογία. Ο Γαλήνιος μας πληροφορεί ότι οι Ασκληπιάδες δίδασκαν στους γιους τους ανατομία, έτσι ο Αριστοτέλης είχε σίγουρα αποκτήσει σχετικές γνώσεις. Δεν πρέπει να αποκλείουμε το να έχει βοηθήσει τον πατέρα του στη χειρουργική και από εκεί να πλάστηκε ο θρύλος που θέλει τον φιλόσοφο ψευτογιατρό. Όσον αφορά τη μητέρα του, πίστευαν πως είχε θεϊκή καταγωγή. Η Φαιστίς, είχε έρθει με Χαλκιδείς αποίκους στα Στάγιρα και άνηκε στο γένος των Ασκληπιαδών. Το γεγονός ότι και οι δύο γονείς του ανήκαν σε μεγάλες ιατρικές οικογένειες, συντέλεσε στη σταθερή κλίση του Αριστοτέλη για την εμπειρική γνώση. Ο ρόλος που ανέλαβε αργότερα ο Αριστοτέλης ως παιδαγωγός του μικρού τότε Αλεξάνδρου, είχε κατά κάποιο τρόπο προετοιμαστεί από το ότι ο πατέρας του ήταν προσωπικός γιατρός και φίλος του Αμύντα Γ΄, βασιλιά της Μακεδονίας και παππού του Μεγάλου Αλεξάνδρου.Σε πολύ μικρή ηλικία ο Αριστοτέλης έχασε τη μητέρα του και πριν γίνει έφηβος χάνει και τον πατέρα του, για το λόγο αυτό ανατράφηκε μακριά από την ιδιαίτερη πατρίδα. Μετά το θάνατο και των γονέων του, την κηδεμονία του ανέλαβε ο φίλος και γαμπρός του πατέρα του Πρόξενος (του οποίου το γιο, Νικάνορα, υιοθέτησε αργότερα ο Αριστοτέλης), ο οποίος ήταν εγκατεστημένος με την οικογένειά του στον Αταρνέα της μικρασιατικής Αιολίδας, απέναντι από τη Λέσβο. Ο Πρόξενος φρόντισε τον μικρό Αριστοτέλη σαν δικό του παιδί, τον δίδαξε ελληνικά, ρητορική, ποίηση και γενικά του προσέφερε την καλύτερη δυνατή μόρφωση, σε ένα περιβάλλον πολύ ανεπτυγμένο.
Το 367 π.Χ. σε ηλικία 17 ετών, ο Αριστοτέλης έχοντας πια την διαχείριση της πατρικής και της μητρικής του κληρονομιάς,
Όπως και πολλοί άλλοι μεγάλοι άνδρες της αρχαιότητας έτσι και ο Αριστοτέλης, δεν έμειναν χωρίς εχθρούς και αντιπάλους. Κατηγορήθηκε από κάποιους για απρεπή συμπεριφορά προς το δάσκαλό του. Έπειτα, λόγω του ότι ο Αριστοτέλης πάντα εξέφραζε θαρραλέα τις σκέψεις του, προκάλεσε και κάποιες αντιπάθειες, που εντάθηκαν μέσα στο κλίμα της γενικότερης ψυχρότητας για το «μακεδονίζοντα» Αριστοτέλη. Όταν το 347 οι «αντιμακεδονίζοντες» της Αθήνας ανέβηκαν στην εξουσία. Εκτός αυτού όμως, μετά τη διαδοχή του Πλάτωνα στη σχολή από τον Σπεύσιππο, ο οποίος εκπροσωπούσε τις τάσεις του πλατωνισμού με τις οποίες ο Αριστοτέλης διαφωνούσε -ειδικότερα με την τάση «να γίνουν τα μαθηματικά η φιλοσοφία»-, ασφαλώς θα αισθάνθηκε απροθυμία να συνεχίσει στη σχολή. Τότε ο Αριστοτέλης αποφάσισε να φύγει από την Αθήνα. Στη μετανάστευση του αυτή τον συνόδευσε ο Ξενοκράτης, που ήταν συνάδελφός του στη σχολή. Από την Αθήνα, πήγε στην ’σσο (πόλη της μικρασιατικής παραλίας, απέναντι από τη Λέσβο) δεχόμενος την πρόσκληση του Ερμιά, ενός πρώην συμφοιτητή του στη σχολή, ο οποίος είχε κατορθώσει από δούλος να γίνει τύραννος του Αταρνέως και της Άσσου στη Μυσία. Την ’σσο κυβερνούσαν τότε δυο πλατωνικοί φιλόσοφοι, ο Έραστος και ο Κορίσκος, στους οποίους είχε χαρίσει την πόλη ο ηγεμόνας του Αταρνέα και παλιός μαθητής του Πλάτωνα και του Αριστοτέλης , Ερμιάς. Οι κυβερνήτες της Άσσου, είχαν ιδρύσει εκεί μια φιλοσοφική σχολή, ως «παράρτημα» της Ακαδημίας. Στην ’σσο ο Αριστοτέλης έμεινε και δίδαξε για 2 ή 3 χρόνια (347-345/344), όπου ήταν η κεντρική μορφή ανάμεσα σε ένα κύκλο από φίλους της Ακαδημίας. Επιπλέον, εκεί ο φιλόσοφος με τους φίλους του κατόρθωσε ό,τι δε μπόρεσε ο Πλάτωνας.Στην Άσσο λέγετε πως γνώρισε και το Θεόφραστο, το σπουδαιότερο μαθητή, συνεργάτη και φίλο του, ο οποίος τον προσκάλεσε να εγκατασταθεί στη δική του ιδιαίτερη πατρίδα, τη Μυτιλήνη. Το 345 π.Χ. ο Αριστοτέλης, ακολουθώντας τη συμβουλή του Θεόφραστου, πέρασε απέναντι στη Λέσβο και εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη, όπου έμεινε και δίδαξε μέχρι το 342 π.Χ. Αυτή την περίοδο χρονολογούνται πολλές έρευνές του στο χώρο της βιολογίας. Τα έργα αυτής της περιόδου, αναφέρονται πολύ συχνά σε συμβάντα της φυσικής ιστορίας, που είχε παρακολουθήσει στις γύρω περιοχές και ειδικότερα στη λιμνοθάλασσα της Πύρρας. Στο μεταξύ είχε παντρευτεί την ανιψιά και θετή κόρη του Ερμία, την Πυθιάδα, από την οποία απέκτησε κόρη, που πήρε το όνομα της μητέρας της. Μετά το θάνατο της πρώτης του συζύγου, ο Αριστοτέλης είχε έναν μόνιμο και τρυφερό δεσμό- που δεν νομιμοποίησε ποτέ- με μια συμπατριώτισσά του, Σταγειρίτισσα, την Ερπυλλίδα, από την οποία απέκτησε ένα γιο, το Νικόμαχο. Σ’ αυτόν έχει αφιερώσει το μεγαλύτερο και ωριμότερο από τα ηθικά του συγγράμματα, τα «Ηθικά Νικομάχεια». Όμως η παραμονή και η σχετική διδακτική και ερευνητική δραστηριότητά του μεγάλου φιλόσοφου στη Μυτιλήνη ήταν σύντομη, γιατί ένα ή δυο χρόνια αργότερα (343/342) τον προσκάλεσε ο Φίλιππος Β΄ της Μακεδονίας, για να αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση του γιού του Αλέξανδρου, που ήταν τότε μόλις 13 χρόνων. Είναι ευνόητο ότι γι’ αυτή την τιμητική πρόσκληση είχαν συντελέσει, εκτός από την ήδη αναγνωρισμένη σοφία του Αριστοτέλη, η προέλευση του από τη γειτονική στο Βασίλειο της Μακεδονίας Χαλκιδική, ο δεσμός της οικογένειας του με τη μακεδονική αυλή, όπως έχω ήδη αναφέρει και ο προστάτης του Ερμίας, ο οποίος είχε φροντίσει να ακούσει πολλά καλά γι’ αυτόν ο Φίλιππος ο Μακεδών. Ο Αριστοτέλης παρ’ όλα αυτά δέχθηκε με μεγάλη προθυμία την πρόταση που του έγινε. Ήταν η καταλληλότερη ευκαιρία να αναθερμάνει τις παλαιές σχέσεις με τη μακεδονική αυλή και, όπως διαπιστώνουμε στα Πολιτικά του, έδινε μεγάλη σημασία στην εκπαίδευση μελλοντικών ηγεμόνων. Από τη θέση αυτή απέκτησε μεγάλη επιρροή στην αυλή και κατόρθωσε να μεσολαβήσει επιτυχώς υπέρ των Σταγίρων, των Αθηνών και της Ερεσού. Σχετικά με τη μόρφωση που έδωσε στον μαθητή του δεν έχουμε πολλές πληροφορίες. Κύριο θέμα της διδασκαλίας του πρέπει να ήταν ο Όμηρος και οι τραγικοί ποιητές, που αποτελούσαν τη βάση της ελληνικής εκπαίδευσης. Λέγεται μάλιστα ότι αναθεώρησε το κείμενο της Ιλιάδας, για τον Αλέξανδρο. Φρόντισε συγκεκριμένα, να του μεταδώσει το πανελλήνιο πνεύμα και θεωρείται βέβαιο ότι ο Αριστοτέλης συζητούσε μαζί του τα καθήκοντα των ηγεμόνων και την τέχνη της διακυβέρνησης. Η εκπαίδευση του παιδιού γινόταν άλλοτε στην Πέλλα και άλλοτε στη Μίεζα (μια κωμόπολη της οποίας τα ερείπια έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη), η οποία βρισκόταν στους πρόποδες του βουνού πάνω στο οποίο είναι χτισμένη η σημερινή Νάουσα της Μακεδονίας. Για το μαθητή του συνέθεσε ένα σύγγραμμα «Περί βασιλείας» και ένα ακόμη με τίτλο «περί αποικιών», δύο θέματα που ήταν ιδιαίτερα χρήσιμα για έναν άνθρωπο ο οποίος θα γινόταν ο μεγαλύτερος έλληνας βασιλέας και αποικιστής. Ήταν φυσικό όλο αυτό το διάστημα ο μεγάλος φιλόσοφος να ασχοληθεί με πολιτικά ζητήματα και τότε ήταν που συνέγραψε τη μεγάλη συλλογή του, τα «Των  Πολιτειών». Παρ’ όλα αυτά, η μεγαλοφυΐα οδήγησε τον Αλέξανδρο στον δύσκολο δρόμο της δράσης και όχι της μελέτης. Όμως οι σχέσεις των δύο ανδρών φαίνεται ότι ποτέ δεν διακόπηκαν εντελώς, αλλά δεν έχουμε καμιά ένδειξη για πραγματική φιλία στενή φιλία ανάμεσά τους αφότου έληξε η κηδεμονία του Αλεξάνδρου το 340, όταν ορίστηκε αντιβασιλέας. Επιπρόσθετα, την εποχή που έμεινε κοντά στον Αλέξανδρο πρέπει να δημιουργήθηκε και ο στενότερος δεσμός που είχε ποτέ με Μακεδόνα – η φιλία του με τον Αντίπατρο.Μετά τη διαπαιδαγώγηση του Αλεξάνδρου, ο Αριστοτέλης εγκαταστάθηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τα Στάγιρα (341). Εκεί, έχοντας πάντα κοντά του το μαθητή και συνεργάτη του Θεόφραστο, συνέχισε τις ερευνητικές του επιδόσεις. Αργότερα, μαζί με τον ανιψιό του Καλλισθένη, πέρασε ένα διάστημα στους Δελφούς, ασχολούμενος με τη μελέτη ιστορικού αρχείου του μαντείου και με τη σύνταξη του καταλόγου των Πυθιονικών. Το 335 ή 334, ο φιλόσοφος εγκαταστάθηκε και πάλι, στην Αθήνα, ύστερα από 12 χρόνια απουσίας, όπου και αρχίζει η πιο γόνιμη περίοδος της ζωής του.
Η δεύτερη, θα λέγαμε, αθηναϊκή περίοδος του Αριστοτέλη κράτησε 12 χρόνια, περίπου (334-323). Στο διάστημα αυτό δίδαξε την ωριμότερη φιλοσοφία του, επεξεργάστηκε τα μεγαλύτερα συγγράμματα του, δίνοντας τους οριστικότερη μορφή και συμπλήρωσε τις επιστημονικές έρευνές του. Ο χώρος που δίδασκε ήταν το «Λύκειον», δημόσιο γυμναστήριο, που βρισκόταν στα βορειοανατολικά περίχωρα της πόλης μεταξύ Λυκαβηττού και Ιλισσού. Εκεί υπήρχε ένα άλσος αφιερωμένο στον Λύκειο Απόλλωνα και στις Μούσες, όπου σύχναζε πιο παλιά και ο Σωκράτης. Στην περιοχή αυτή μίσθωσε ο Αριστοτέλης ορισμένα οικήματα (μουσείον, ιερόν και μια μικρή και μια μεγάλη στοά)- ως ξένος δεν είχε δικαίωμα να τα αγοράσει- και ίδρυσε τη σχολή του. Αργότερα με τα χρήματα που του έδωσε άφθονα ο Αλέξανδρος, ο Αριστοτέλης έχτισε μεγαλόπρεπα οικήματα και στοές, που ονομάζονταν «περίπατοι» γι’ αυτό και η σχολή του ονομάστηκε «Περιπατητική» και οι μαθητές του «περιπατητικοί φιλόσοφοι». Έγινε ο αρχηγός της περιπατητικής φιλοσοφίας αν και τον Περίπατο ως εκπαιδευτήριο και κέντρο έρευνας δεν τον ίδρυσε ο ίδιος. Ο Περίπατος ιδρύθηκε μετά το θάνατο του Αριστοτέλη από το Θεόφραστο.
Η οργάνωση της σχολής είχε γίνει κατά τα πρότυπα της Πλατωνικής Ακαδημίας. Τα μαθήματα για τους προχωρημένους μαθητές γίνονταν το πρωί («εωθινός περίπατος») και για τους αρχάριους το απόγευμα («περί το δειλινόν», «δειλινός περίπατος»). Η πρωινή διδασκαλία ήταν καθαρά φιλοσοφική «ακροαματική», ενώ η απογευματινή «ρητορική» και «εξωτερική». Πηγές μας πληροφορούν ακόμα, ότι ο Αριστοτέλης είχε επιβάλει στη σχολή έναν κανονισμό, σύμφωνα με τον οποίο, οι μαθητές «διοικούσαν» με τη σειρά, επί δέκα ημέρες ο καθένας. Επίσης, λένε ότι οι μαθητές δειπνούσαν μαζί και ότι μια φορά το μήνα γινόταν ένα συμπόσιο, σύμφωνα με κανόνες που είχε ορίσει ο Αριστοτέλης. όμως για τον καταμερισμό των καθαυτό εργασιών της σχολής μας έχουν διασωθεί ελάχιστα στοιχεία. Η σχολή είχε μεγάλη βιβλιοθήκη και πολύ καλά οργανωμένη, ώστε αργότερα χρησίμευσε ως πρότυπο για την ίδρυση των βιβλιοθηκών της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου. Ο Αριστοτέλης μάζεψε χάρτες και όργανα χρήσιμα και οργάνωσε ένα μουσείο αντικειμένων για να επεξηγεί με παραδείγματα τη διδασκαλία του και κυρίως τη φυσική ιστορία. Λένε πως ο Αλέξανδρος του είχε δώσει 800 τάλαντα, ώστε να μπορέσει να φτιάξει αυτή τη συλλογή και πως είχε δώσει εντολή σε όλους τους κυνηγούς και τους ψαράδες του μακεδονικού βασιλείου, να αναφέρουν στον Αριστοτέλη ό,τι αξιοσημείωτο, από επιστημονική άποψη βέβαια παρατηρούσαν. Με αποτέλεσμα σύντομα η σχολή να γίνει περίφημο κέντρο επιστημονικής έρευνας. Την ίδια εποχή ο φιλόσοφος συνέλαβε τη βασική ταξινόμηση των επιστημών που ισχύει ως τις μέρες μας και προώθησε τις περισσότερες από αυτές σε υψηλότερο επίπεδο. Όπως για παράδειγμα τη λογική και στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι δεν είχε κανένα πρόδρομο και ούτε (για πολλούς αιώνες) αντάξιο διάδοχο. Ταυτόχρονα η σχολή, με το ενδιαφέρον της για πρακτικούς τομείς, όπως η ηθική και η πολιτική, επιδρούσε τόσο στην καθημερινότητα, όσο και οι μεγάλοι διδάσκαλοι, ο Σωκράτης και ο Πλάτων.Το 323 π.Χ. με την είδηση του θανάτου του Μ. Αλεξάνδρου και με την επαναφορά των αντιμακεδονιζόντων στην εξουσία της Αθήνας, ο Αριστοτέλης αντιμετώπισε ένα έντονα εχθρικό περιβάλλον, γιατί οι οπαδοί του αντιμακεδονικού κόμματος θεώρησαν, ότι βρήκαν την ευκαιρία να εκδικηθούν τους Μακεδόνες στο πρόσωπο του Αριστοτέλη. Γι’ αυτό το ιερατείο, με εκπρόσωπο του τον ιεροφάντη της Ελευσίνιας Δήμητρας Ευρυμέδοντα και η σχολή του Ισοκράτη, με το Δημόφιλο, κατηγόρησαν τον Αριστοτέλη για ασέβεια. Όμως ο Αριστοτέλης, επειδή κατάλαβε τα πραγματικά κίνητρα και τις αληθινές προθέσεις των πολιτικών του αντιπάλων και επειδή ήταν αποφασισμένος να εμποδίσει τους Αθηναίους «να διαπράξουν και δεύτερο αδίκημα κατά της φιλοσοφίας», παρέδωσε τη σχολή στον Θεόφραστο, αποσύρθηκε στη Χαλκίδα, πριν δικαστεί (323 π.Χ.). Εκεί, έμεινε στο σπίτι της μητέρας του, μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του Ερπυλλίδα και τα δύο του παιδιά, το Νικόμαχο και την Πυθιάδα. Λίγους μήνες αργότερα πέθανε από στομαχικό νόσημα, που τον ταλαιπωρούσε για πολλά χρόνια, μέσα σε θλίψη και μελαγχολία. Τα σώμα του μεταφέρθηκε στα Στάγιρα, όπου θάφτηκε με εξαιρετικές τιμές. Οι συμπολίτες του τον ανακήρυξαν «οικιστή» της πόλης και έχτισαν βωμό πάνω στον τάφο του. Στη μνήμη του καθιέρωσαν γιορτή, τα «Αριστοτέλεια» και ονόμασαν έναν από τους μήνες «Αριστοτέλειο». Η πλατεία όπου θάφτηκε ορίστηκε ως τόπος των συνεδρίων της βουλής. Ακόμη και μετά το θάνατο του λαμπρού φιλοσόφου, η σχολή εξακολούθησε να ακμάζει και να ακτινοβολεί, έχοντας στη διεύθυνση το Θεόφραστο, που ο Αριστοτέλης θεώρησε καταλληλότερο.




εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, που θεωρούνταν το σπουδαιότερο και περιφημότερο πνευματικό, καλλιτεχνικό και αστικό κέντρο του τότε πολιτισμένου κόσμου. Μετά την εγκατάσταση του φιλόσοφου στην Αθήνα, είναι πιθανόν ότι είχε, όχι μόνο αξιόλογη προκαταρκτική μόρφωση, ώστε να μπορεί να φοιτήσει κοντά στους ρήτορες ή τους φιλόσοφους, αλλά και, σαν γόνος Ασκληπιαδών, που κατείχε μερικές ιατρικές γνώσεις, κυρίως στην ανατομία. Επιπρόσθετα, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από πληροφορίες των βιογράφων του, υπήρξε ακροατής του Ευδόξου, ενός φιλοσόφου και ιδίως μαθηματικού από την Κνίδο. Δυστυχώς δεν έχουμε πληροφορίες ότι υπήρξε μαθητής του Ισοκράτη, μολονότι ¨το στρωτό και λυμένο ύφος του, που με τόση ακρίβεια και λιτότητα αποδίδει το νόημα, και παράλληλη μπορεί να υψώνεται σε τόνους εντυπωσιακής μεγαλοπρέπειας», οφείλει πολλά σ’ αυτόν τον «ευφράδη γέροντα» που επηρέασε το ελληνικό και λατινικό ύφος τόσο πολύ. Έπειτα, έγινε δεκτός στην Ακαδημία του Πλάτωνα (πρέπει να σημειωθεί ότι στην Ακαδημία δεν τον οδήγησε η γοητεία της φιλοσοφικής ζωής, αλλά το ότι η σχολή του εξασφάλιζε την καλύτερη μόρφωση στην Ελλάδα), όπου και διέμεινε για 20 χρόνια (367-347), δηλαδή μέχρι το θάνατο του δάσκαλου του. Θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι σε αυτά τα είκοσι χρόνια ο Αριστοτέλης δεν ήταν απλώς μαθητής. Ως γνωστόν, οι τότε φιλοσοφικές σχολές ήταν όμιλοι ανθρώπων που τους ένωσε το κοινό πνεύμα και οι ίδιες βασικές θέσεις, αλλά όπου ο καθένας ακολουθούσε τη δική του ανεξάρτητη ερευνητική πορεία. Στο περιβάλλον της Ακαδημίας και όχι μόνο, τους άφηνε όλους κατάπληκτους ακόμα και τον ίδιο το δάσκαλο του, εξαιτίας της ευφυΐας και της φιλοπονίας του, γι’ αυτό και προκαλούσε τη ζήλια και το φθόνο άλλων φιλοσόφων. Οι οποίοι τον κατηγορούσαν με πάθος, όπως για παράδειγμα ο Επίκουρος. Παρ’ όλα αυτά η διαύγεια του πνεύματος του Αριστοτέλη, ήταν εμφανής, γι’ αυτό και ο δάσκαλος του Πλάτωνας τον ονόμαζε «νουν της διατριβής» και το σπίτι του «οίκον αναγνώστου». Στα χρόνια που διέμεινε στην Ακαδημία, συναναστράφηκε και κατανόησε τον Πλάτωνα της γεροντικής ηλικίας, το φιλόσοφο δηλαδή με τη μετριασμένη ιδεοκρατία και τη βαθύτερη αυτοκριτική, γεγονός που, σε συνδυασμό με την προέλευση του Αριστοτέλη από περιβάλλον εμπειρικό, εξηγεί ικανοποιητικά τη διαφορά της αριστοτελικής από την πλατωνική φιλοσοφία. Όμως ένα τόσο ισχυρό πνεύμα σαν του Αριστοτέλη, δεν θα μπορούσε ποτέ να δεχθεί ανεπιφύλακτα όλες τις θεωρίες του Πλάτωνα. Ωστόσο, στο φιλοσοφικό του έργο, αντίθετα από τις επιστημονικές πραγματείες του, δεν υπάρχει σημείο-σελίδα, που να μην διακρίνεται η σφραγίδα του πλατωνισμού.
Η προσωπικότητα του Αριστοτέλη. Πολύτιμη πηγή πληροφοριών για το χαρακτήρα του Αριστοτέλη και γενικά τις σχέσεις του με τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του, συγγενείς, φίλους, ελεύθερους και δούλους, αποτελεί το κείμενο της διαθήκης του, που διασώθηκε από το Διογένη. Σ’ αυτό διαφαίνεται πως ήταν άνθρωπος που είχε αισθανθεί έντονα τη μοναξιά της ζωής και που ένιωθε ευγνωμοσύνη για όσους ανθρώπους συντέλεσαν αποτελεσματικά με τις φροντίδες τους, ώστε να απαλυνθεί εάν όχι εξαλειφθεί το αίσθημα του αυτό. Με τη διαθήκη του ζητούσε : να τον θάψουν δίπλα στη γυναίκα του Πυθιάδα, που είχε πεθάνει πριν. Στην Ερπυλλίδα, που είχε φροντίσει τον ίδιο προσωπικά, την οικογένειά του και το σπιτικό τους, να την αφήσουν να διαλέξει το καλύτερο από τα κτήματα του στη Χαλκίδα ή στα Στάγιρα και να ξαναφτιάξει τη ζωή της, αν η ίδια το θελήσει. Ήθελε την κόρη του να πάρει για γυναίκα του ο Νικάνωρ, ο γιός του Πρόξενου, του κηδεμόνα του. Όσον αφορά τους δούλους, επιθυμούσε να τους προστατέψουν και να τους αποκαταστήσουν οικονομικά και κοινωνικά. Τις δούλες συγκεκριμένα, να τις προικίσουν και να τις παντρέψουν με πρόσωπα που να έχουν καλό όνομα. Και τέλος, τα παιδιά των δούλων του ζήτησε «μη πωλείν όταν εν ηλικία γένωνται, ελεύθερους αφείναι κατ’ αξίαν», και μάλιστα για κάποιους προβλέπει την απελευθέρωση. Ακολουθώντας με τον τρόπο αυτό έμπρακτα μια από τις συστάσεις των «Πολιτικών» του.
’λλες πηγές μας πληροφορούν, ότι ο Αριστοτέλης ως άνθρωπος είχε πιστούς φίλους, αλλά και φοβερούς αντιπάλους (Επίκουρος, Τίμαιος, Ευβουλίδης κ.ά.), γιατί έβλεπαν με φθόνο την ανωτερότητά του και αισθάνονταν ότι η παρουσία του τους μηδένιζε. Γι’ αυτό τον διέβαλλαν με κάθε είδους συκοφαντίες. Τον παρουσίαζαν ως φιλάργυρο, φιλήδονο, ραδιούργο, μηχανορράφο, ακόμα ως οργανωτή δολοφονίας του Αλεξάνδρου κλπ. Όμως, όλα αυτά αναιρούνται από πολύ αξιόπιστες πηγές, που αποδεικνύουν τόσο ότι ο Αριστοτέλης υπήρξε η ενσάρκωση του ορθού μέτρου σ’ όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του, όσο και την έμφυτη ευγένεια και τρυφερότητα της ψυχής του. κάποιοι τον θεωρούσαν απλώς «ένσαρκη διάνοια», όμως η διαθήκη του δεν αφήνει αμφιβολία ότι υπήρξε ευγνώμων και στοργικός προς τους συνανθρώπους του άνθρωπος.
Για την εμφάνιση και τον τρόπο ζωής του φιλοσόφου, δεν μπορούμε ένα μιλήσουμε με σιγουριά. Μια αξιόπιστη παράδοση όμως, τον θέλει φαλακρό, με αδύνατα πόδια, μικρά μάτια και τραύλισμα στην ομιλία, αλλά ιδιαίτερα καλοντυμένο. Ορισμένοι κακόβουλοι εχθροί του τον παρουσιάζουν θηλυπρεπή και μαλθακό. Το μόνο που μπορούμε να πούμε με σιγουριά με βάση τις ρητές του απόψεις, είναι το ότι δεν υπήρξε ασκητικός στις συνήθειές του. Λέγεται ακόμη, ότι είχε ειρωνική διάθεση που καθρεφτιζόταν στην έκφρασή του. Τέλος ο Διογένης Λαέρτιος μνημονεύει πολλά ρητά που φανερώνουν το ετοιμόλογο πνεύμα του.  
http://www.metafysiko.gr/

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ



  • «Άμιλλα είναι η τάση να φτάσει κανένας τον άλλον που τον θαυμάζει ή και να τον ξεπεράσει, χωρίς να αισθάνεται φθόνο αν ο άλλος τον ξεπερνάει.»
  • «Αναγκαστικά όλοι είναι φίλαυτοι, περισσότερο ή λιγότερο.»
  • «Αυτοί που δίνουν καλή εκπαίδευση στα παιδιά, πρέπει να τιμώνται περισσότερο από εκείνους που τα γέννησαν, γιατί οι γονείς τους έδωσαν μόνο τη ζωή, οι παιδαγωγοί όμως την ικανότητα να ζουν καλά.»
  • «Αυτοί που μελέτησαν προσεκτικά τον τρόπο διακυβέρνησης των ανθρώπων, πρέπει να έχουν πεισθεί ότι πως η τύχη των εθνών εξαρτάται από την εκπαίδευση των νέων.»
  • «Για να γίνει κανείς ικανός σ' οποιοδήποτε επάγγελμα τρία πράγματα χρειάζονται: φύση, μελέτη και πρακτική εξάσκηση.»
  • «Δεν είναι αυταπάτη η αγάπη του εαυτού μας: αυτό το αίσθημα είναι ολότελα φυσικό. Ο εγωισμός, να το είδος της αγάπης που δίκαια δυσφημίστηκε, γιατί δεν είναι η αγάπη προς τον εαυτό μας, μα ένα πάθος αχαλίνωτο απ' τον εαυτό μας, πάθος ολέθριο που παρασέρνει τον φιλάργυρο προς το χρήμα του, κι όλους τους ανθρώπους προς το αντικείμενο των επιθυμιών τους.»
  • «Δεν είναι κακό να νομίζει ο άνθρωπος ότι έχει κατιτί δικό του. Είναι φυσικό να αγαπάει κανείς τον εαυτό του, μόνο δε ο εγωισμός πρέπει να κατακρίνεται. Δηλαδή όχι το να αγαπάς απλώς τον εαυτό σου, αλλά το να τον αγαπάς περισσότερο απ' ό,τι πρέπει.»
  • «Δεν θυμώνουμε με τους πεθαμένους, γιατί αυτοί έπαθαν το μεγαλύτερο κακό.»
  • «Δεν ταιριάζει στη γυναίκα να είναι πολύ γενναία ή πολύ εύγλωττη.»
  • «Είναι μια αρχαία παράδοση, που παντού έχει μεταφερθεί απ' τους πατέρες στα παιδιά, ότι όλα πηγάζουν απ' τον Θεό και ότι όλα έγιναν απ' αυτόν για μας.»
  • «Εκείνος που διατάσσει η σύνεση να είναι η υπέρτατη εξουσία, νομίζει πως κυβερνούν ο Θεός και οι νόμοι. Εκείνος όμως που δίνει την εξουσία στον άνθρωπο την παραδίνει σε θηρίο. Γιατί η εμπάθεια αυτών που ανεβαίνουν στην εξουσία φέρνει την καταστροφή και στην περίπτωση ακόμα που είναι οι καλύτεροι άνθρωποι. Γι' αυτό, ο νόμος είναι λογική χωρίς εμπάθεια.»
  • «Επειδή οι άνθρωποι ως επί το πλείστον είναι φιλόδοξοι, αναγκαστικά τους αρέσει να κακολογούν τον πλησίον τους.»
  • «Η ανώτερη εξουσία βρίσκεται αναγκαστικά στα χέρια ενός ή μερικών ή και πολλών. Όταν όλοι αυτοί κατευθύνουν όλες τους τις προσπάθειες προς το γενικό καλό, τούτο το κράτος διοικείται καλά, αλλά όταν ο ένας, οι λίγοι ή οι πολλοί αποβλέπουν μόνο προς το δικό τους συμφέρον, πρέπει να περιμένουμε μια εξέλιξη προς το χειρότερο.»
  • «Η αποστολή του άντρα είναι να κερδίζει και της γυναίκας να αποταμιεύει.»
  • «Η αρετή είναι ανώτερη απ' τον πλούτο και χρησιμότερη απ' την υψηλή καταγωγή, γιατί όσα είναι αδύνατα για τους άλλους αυτή τα καθιστά δυνατά, κι όσα προκαλούν φόβο στους πολλούς τα υπομένει με θάρρος, και γιατί νομίζει ότι ο μεν δισταγμός είναι μομφή και κατάκριση, η δε εργατικότητα έπαινος.»


ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/quotes/authors/1#ixzz3r0AhiIOP

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

Αριστοτέλης – Ο διασημότερος άνθρωπος όλων των εποχών

Η διασημότερη προσωπικότητα όλων των εποχών στην ιστορία της ανθρωπότητας είναι ο Αριστοτέλης, σύμφωνα με την κατάταξη του Tεχνολογικού Iνστιτούτου της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ), το οποίο συγκέντρωσε και ανέλυσε δεδομένα σχετικά με την ιστορία και τον πολιτισμό σε όλο τον πλανήτη από το 4.000 π.Χ. έως το 2010.
Στο πλαίσιο του προγράμματος Pantheon, έγινε η ανάλυση των δεδομένων, που αξίζει να σημειωθεί πως λειτουργεί με την ευθύνη του Media Lab του ΜΙΤ. Στον κατάλογο κυριαρχούν οι Έλληνες -είναι χαρακτηριστικό ότι στην πρώτη δεκάδα βρίσκονται έξι πρόσωπα από την Ελλάδα. Στη δεύτερη θέση βρίσκεται ο Πλάτων και στην τρίτη ο Χριστός.
Με μερικά κλικ στο σάιτ του προγράμματος ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να περιηγηθεί μέσα στο χρόνο και τη γεωγραφία, μαθαίνοντας, για παράδειγμα, ποιες είναι οι επιδόσεις της Βραζιλίας (κυρίως σε παραγωγή ποδοσφαιριστών) ή της Λευκορωσίας (σε πολιτικούς).
Το Pantheon διαθέτει, επίσης, λίστα με επαγγέλματα: Από επιστήμονες μέχρι πορνοστάρ (στην πρώτη θέση βρίσκεται η Τζένα Τζέιμσον). Σύμφωνα με το ΜΙΤ, κάποιος θεωρείται διάσημος αν υπάρχει σελίδα της Wikipedia με το όνομά του σε περισσότερες από 25 γλώσσες.
Οι πιο διάσημοι άνθρωποι των τελευταίων 6.000 ετών:
1. Αριστοτέλης
2. Πλάτων
3. Χριστός
4. Σωκράτης
5. Μέγας Αλέξανδρος
6. Λεονάρντο Ντα Βίντσι
7. Κομφούκιος
8. Ιούλιος Καίσαρας
9. Όμηρος
10. Πυθαγόρας
http://www.defencenet.gr/

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

Σωκράτης, Πλάτων και Αριστοτέλης για την θρησκεία και τους θεούs



Η δράση του Σωκράτη τον 5ο αι, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη στον 4ο αι, έβαλε τη φιλοσοφία στην πρώτη γραμμή υπεράσπισης των ηθικών αξιών του αρχαίου κόσμου, που κλονίζονταν κάτω από τη φθοροποιό δράση των υλιστών φιλοσόφων και κυρίως του ατομισμού των Σοφιστών με τους οποίους, η φιλοσοφική αντιπαράθεση των τριών μεγάλων φιλοσόφων ήταν κοινός τόπος. Ο Σωκράτης δεν ανήκε, φυσικά, ποτέ στη σχολή των σοφιστών, το αντίθετο μάλιστα ήταν σφοδρός επικριτής τους. Αλλά ούτε ήταν άθεος και ασεβής, ούτε υπεύθυνος για τη θρησκευτική κρίση της εποχής του, όπως μαρτυρεί ο μαθητής του Ξενοφώντας. Στις κατηγορίες των εχθρών του αναγνωρίζει κανείς το αχαλίνωτο μίσος των φανατικών οπαδών της παραδόσεως εναντίον του ορθολογιστή, που προσπάθησε να συμβιβάσει τις δυνάμεις της φύσεως με τον καθιερωμένο κόσμο των θεών.
Ο Πλάτων συνδέθηκε με το Σωκράτη σε μια εποχή όπου η σοφιστική διδασκαλία διασάλευε τις παραδεδεγμένες αξίες και κλόνιζε με την ανάπτυξη δεινής αντιλογικής τέχνης, τις παγιωμένες αντιλήψεις και το αίσθημα βεβαιότητας που αυτές γεννούσαν. Ο Σωκράτης συνέλαβε την αναγκαιότητα της καταφυγής σε αξίες ασφαλέστερες από τις τρέχουσες και μεταβαλλόμενες αντιλήψεις, δομώντας την ηθική διδασκαλία του στην αναζήτηση της αληθινής γνώσης, της οποίας η κατάκτηση είναι όρος για την πραγματική ευδαιμονία. Ο Σωκράτης δεν ήταν ικανοποιημένος από τη βολική ζωή που εξασφάλιζε η προστασία των Ελλήνων θεών, που εξουσίαζαν τη μοίρα των ανθρώπων. Εκείνος ήθελε ο καθένας να μπορεί να διακρίνει το «καλό» και το «κακό» σύμφωνα με τη δική του συνείδηση που πάντα κατευθυνόταν από τον ηθικό νόμο. Ανώτατος σκοπός ήταν η αλήθεια και όσο πιο κοντά σε αυτή βρίσκεται κανείς, τόσο οι πράξεις του θα είναι καλύτερες και πιο ενάρετες. Στο δρόμο του προς την αλήθεια τον βοηθούσε μια εσωτερική θεϊκή φωνή «το δαιμόνιον» του. Η εκτέλεση του μεγάλου ηθικού φιλοσόφου το 399 π.Χ, από το δημοκρατικό πολίτευμα των Αθηνών, σφράγισε το τέλος του 5ου αι. Η επίκληση των προσχηματικών κατηγοριών της ασέβειας προς τους θεούς, βάσει των οποίων παραπέμφθηκε ο Σωκράτης σε δίκη, μας δείχνει το νομικό πλαίσιο της Αθηναϊκής συντηρητικής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας, που κάλυπτε με νόμους ευσεβιστικής υποκρισίας μιαν υποβόσκουσα κρίση θρησκευτικής πίστης.
Ο Πλάτων αντιτίθεται προς τον οντολογικό και γνωσιολογικό μηδενισμό των σοφιστών και υποστήριξε την πραγματικότητα του όντος. Με κανένα τρόπο δεν είναι σύμφωνος με τον ασεβή και άθεο ορθολογισμό που είχαν απλώσει στην Αθήνα του 4ου αι. οι διδασκαλίες των σοφιστών. Δεν υπάρχει θεολογία μετά τον Πλάτωνα, η οποία να μη βασίζεται στη σκιά του. Η Θρησκεία μετά τον Πλάτωνα και χάρη σε αυτόν είναι ουσιαστικά διαφορετική από αυτό που ήταν προηγουμένως. Από την εποχή του Ομήρου, θρησκεία σήμαινε η αποδοχή της πραγματικότητας με τρόπο απλό και ώριμο. Με τον Πλάτωνα η πραγματικότητα γίνεται μη πραγματική προς χάριν ενός άυλου, αμετάβλητου κόσμου, ο οποίος πρέπει να θεωρηθεί ως πρωταρχικός. Σε ολόκληρο το φιλοσοφικό σύστημα του Πλάτωνα βρίσκουμε μια μεταφυσική δυαρχία του οντολογικώς πραγματικού και του πραγματικώς υπάρχοντος. Το ΄Ον (η οντολογική πραγματικότητα) διακρίνεται από το φαινόμενο (τη φανέρωσή του). Ο φαινομενικός κόσμος που συνίσταται από ύλη, περιορίζεται στα όρια του χρόνου και του χώρου, ενώ ο οντολογικός πραγματικός κόσμος υπερβαίνει τον χρόνο και το χώρο και είναι ελεύθερος από τους περιορισμούς τους. Ο φαινόμενος κόσμος είναι απτός και γίνεται αντιληπτός από τις αισθήσεις. Ο ιδεώδης κόσμος είναι άπιαστος και συλλαμβάνεται μόνον από το νου. Ο φαινόμενος κόσμος είναι μια παράσταση του πραγματικού κόσμου και προσπαθεί να μοιάσει όσο γίνεται καλύτερα προς τον οντολογικώς πραγματικό κόσμο. Συνεπώς ο φαινόμενος κόσμος τελεί σε κατάσταση συνεχούς εξέλιξης- πάντοτε «εν τω γίγνεσθαι».
Ο Περί Φύσεως διάλογος στον «Τίμαιο» αποτελεί ύμνο του έμψυχου, θεϊκού κόσμου. Ο ορατός και νοητός κόσμος έχει την αρχή του στο ανώτερο, αληθινό, αμετάβλητο Είναι. Ο Πλάτωνας τον παρουσιάζει να έχει δημιουργηθεί από ένα «τεχνίτη» δημιουργό. Αυτός ο θεός για το δημιούργημα του έλαβε υπ΄ όψη του το νοητό ζώον, τον κόσμο των ιδεών. Ο κόσμος είναι ένας θεός με τη μορφή της τέλειας σφαίρας, που έγινε σύμφωνα με τη θέληση του δημιουργού . Ο κόσμος δηλαδή δεν είναι προϊόν τυχαιότητας, αλλά καθολικό, μοναδικό, ωραιότατο και τέλειο δημιούργημα σκόπιμης θείας δραστηριότητας, από το οποίο παράγονται όλα τα επιμέρους γεγονότα. Υπάρχουν τέσσερα στοιχεία, αέρας, γη, νερό και φωτιά, προϊόντα της ύλης, η οποία δεν έχει ποιοτικά χαρακτηριστικά. Το σύμπαν είναι απεικόνιση του αιώνιου και αναλλοίωτου υποδείγματος, χωρίς να είναι το ίδιο αιώνιο και αναλλοίωτο. Βρίσκεται μέσα στις διαστάσεις του χρόνου στο παρελθόν, στο παρόν, και στο μέλλον και υπόκειται στη φθορά. Η κατά τον Πλάτωνα διάκριση των περιοχών του όντος τοποθετεί κορυφαίο το αγαθό, το Έν. Ακολουθούν οι ιδέες και στη συνέχεια κατά σειρά τα μαθηματικά όντα, τα τεχνητά (σκευαστά) και τελικά η ύλη. Η μεταφυσική φιλοσοφική διάσταση του Πλάτωνα επηρέασε και την ηθική θεωρία του. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, στο διάλογο του «Φαίδων», η μεταβατική αισθητηριακή ζωή του ατόμου παύει με το θάνατο και επιστρέφει στην ύπαρξη του κόσμου των ιδεών απ΄ όπου είχε έρθει και προς τον οποίο πρέπει να συμμορφωθεί. Ο άνθρωπος έχει δημιουργηθεί με σκοπό να επιτύχει τη μίμηση του αγαθού. Η ψυχή είναι αιώνια και αθάνατη και πρέπει να είχε προϋπάρξει στον κόσμο των ιδεών. Δέχθηκε την πυθαγόρεια θεωρία της μετεμψύχωσης. Ο ηθικός σκοπός του ανθρώπου είναι το καθ΄ ομοίωσιν προς το θεό. Αυτή η επιτυχής προσπάθεια να ομοιωθεί προς τον θεό του ανταποδίδεται με την ύψιστη κατάσταση ευδαιμονίας. Αυτή η ταύτιση προς το αγαθό είναι η ύψιστη πλατωνική αρετή, δηλαδή η ιερότητα. Η νοησιαρχία του Πλάτωνα είναι στην πραγματικότητα βαθιά ποτισμένη από θρησκευτικό πνεύμα .

Για τον Αριστοτέλη όλες οι κινήσεις στον κόσμο προέρχονται από το «ακίνητο πρώτο κινούν», την (καθαυτήν ακίνητη και αιώνια ουσία) δηλαδή το Θεό, γύρω απ΄ τον οποίο οφείλει να κινείται το παν. Ο νους για εκείνον είναι θεϊκός και πίστευε στην αθανασία της ψυχής, καθώς ο άνθρωπος διαθέτει μια πλήρως άυλη και αθάνατη ψυχή. Η ψυχή είναι εκ φύσεως αθάνατη, δηλαδή υπήρχε πριν από τη γέννηση και θα επιβιώσει του θανάτου. O Αριστοτέλης βαθμιαία μόνο θα απομακρυνόταν από τις διδασκαλίες του Πλάτωνα για την ψυχή και τις ιδέες. Οπαδός του Πλάτωνα, που σε μεγάλη ηλικία αφέθηκε στις επιρροές της θρησκευόμενης Ανατολής, ο μεθοδικός ορθολογισμός δεν του επιτρέπει να ενταχθεί στο σοφιστικό στρατόπεδο του Διαφωτισμού…είναι εκείνος που ομολογεί την πίστη του σε ένα νόμο, στον οποίο όχι μόνο θα βασιστεί η απολογητική του Πασκάλ, αλλά και που θα αποτελέσει στους νεώτερους χρόνους την ψυχή των θρησκευτικών δραμάτων του Κλωντέλ». Άλλωστε για τον Αριστοτέλη, «Η αντίληψη των ανθρώπων για τους θεούς έχει διπλή πηγή: Τα βιώματα της ψυχής και τη θέαση των άστρων». Καταλήγει δε σχετικά με την θρησκευτική αντίληψη του Αριστοτέλη, «Ασφαλώς ο Αριστοτέλης δέχεται το αρχαιοελληνικό θρησκευτικό τυπικό με μια διακριτική σύνεση. Σέβεται απλώς τα έθιμα. Δεν μπορεί να υπολογιστεί στους επιγόνους του Πρωταγόρα. Ο Αριστοτέλης φιλοσόφησε για τους θεούς, μάλιστα ανακήρυξε τη θεολογία σε ένα από τα σημαντικότερα τμήματα της φιλοσοφίας. Ο θεός κατέχει στην τελειότητά του το Είναι και γι΄ αυτό είναι κατά τον πληρέστερο τρόπο υποκείμενο της φιλοσοφίας, ύψιστο μέτρο όλων των πραγμάτων. Το σημείο στήριξης, όπως ο μοχλός στον Αρχιμήδη, για να σηκώσει τον κόσμο ήταν η έννοια του θεού». Ο Αριστοτέλης γράφει: «Θεός είναι είτε πνεύμα είτε ένα όν, που βρίσκεται πιο πάνω απ΄ το πνεύμα». Επίσης: «Κατά την είσοδό μας στο ναό συγκεντρωνόμαστε στον εαυτό μας» και ακόμη: «Η πόλη πρέπει να φροντίζει για τη λατρεία των θεών». Η Ηθική συμπεριφορά είναι ένα μέρος του ανθρώπινου Είναι. Η Ηθική γίνεται επομένως ανάπτυξη της «φύσεως» του ανθρώπου. Σ΄ αυτή τη μετατόπιση των προοπτικών, όπως παρουσιάζεται στην Ηθική, δεν διαφαίνεται καμιά αποστροφή από το θρησκευτικό στοιχείο, αλλά μάλλον μια αυξανόμενη φιλοσοφική συγκέντρωση.www.facebook.com

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

Ἀθηναίων Πολιτεία, Ἀριστοτέλους


Ὁ συνολικὸς ἀριθμὸς τῶν πολιτειῶν τοῦ Ἀριστοτέλους ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὰ ἀποσπάσματα, ποὺ διασώθηκαν σὲ διάφορους συγγραφεῖς, εἶναι 99. Στὰ 51 ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἀποσπάσματα τὸ ὄνομα τοῦ Ἀριστοτέλους καὶ ὁ τῖτλος τῶν Πολιτειῶν ἀναφέρονται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἔτσι:
«Ἀριστοτέλης ἐν τῇ ……..ων πολιτεία». Σὲ ἄλλα 16 ἀναφέρεται ὁ Ἀριστοτέλης, ἀλλὰ ὄχι καὶ τὸ ὄνομα τῆς πολιτείας. Καὶ στὰ ὑπόλοιπα εἶναι πρόδηλα ἀπὸ τὸ περιεχόμενο, καὶ τοῦ Ἀριστοτέλους τὸ ὄνομα καὶ τῆς πολιτείας. Ἔτσι, καταρτίσθηκε ὁ κατάλογος τῶν πολιτειῶν τοῦ Ἀριστοτέλους:
θηναίων
Κυρηναίων
ντανδρίων
πιδαμνίων
Αγινητν 
Λακεδαιμονίων
δραμυτηνν
ρετριέων
Ατωλν
Λευκαδίων
πιδαυρίων
ρυθρέων
καρνάνων
Λοκρν
Θηβαίων
στιαίων
καγαντίνων
Λυκίων
ασέων
Ζαγκλαίων
μβρακιωτν
Μασσαλιωτν
Κρητν
ραιέων
ργείων
Μεγαρέων
Κροτωνιατν
ρακλεωτν
ρκάδων
Μεθωναίων
Κυθηρίων
Θηραίων
χαιών
Μηλιέων
Μηλίων
στιαίων
Βοττιαίων
Ναξίων
Μιλησίων
Καρχηδονίων
Γελώων
Νεαπολιτν
Ρηγίνων
Καταναίων
Δελφν
πουντίων
Ροδίων
Κλαζομενίων
Δηλίων
ρχομενίων
Σολέων
Κώων
λείων
Παρίων
Συβαριτν
Λαρισαίων
πειρωτν
Πελληναίων
Τηνίων
Λεοντίνων
Θετταλν
Σαμίων
Χαλκηδονίων
Μαγνήτων
θακησίων
Σαμοθρακν
(16)
Μαντινέων
μεραίων
Σικυωνίων
Μολοσσν
Κίων
Σινωπαίων
μφιπολιτν
Μυτιληναίων
Κερκυραίων
Συρακοσίων
ντισσαίων
οδίων
Κιανν
Ταραντίνων
πολλωνιστν
Φαρσαλίων
Κολοφωνίων
Τεγεατν
        ν Πόντ
Χαλκιδέων
Κορινθίων
Τενεδίων
ρυδηνν
Χίων
Κυθνίων
Τροιζηνίων
φυταίων
ρειτν
Κυμαίων
Φωκαέων
Βυζαντίων
Κυπρίων
(51)
Γιὰ τὴν προπαρασκευὴ τοῦ συγγράμματος ὁ Ἀριστοτέλης θὰ χρησιμοποίησε βέβαια πολλοὺς συνεργάτες καὶ μάλιστα τοὺς ἐπιδεξιώτερους ἀπὸ τοὺς μαθητάς του. Τὴν συγγραφή ὅμως μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε ὅτι τὴν ἔκανε ὁ ἴδιος.
Πρώτη στὸ ὅλο ἔργο ἦταν ἡ Ἀθηναίων Πολιτεία, σὰν αὐθεντικὴ ἀλλὰ ἡ ὁποία χάθηκε καὶ πιὸ νωρὶς ἀπὸ τὰ ἄλλα ἒργα. Γιατὶ καὶ ὁ Φώτιος ποὺ τὴ γνώρισε ἀπὸ κάποια ἐπιτομὴ, καὶ ὁ παλαιότερός του Ἠσύχιος, δὲν ἀναφέρουν κανένα ἀκριβὲς της ἀπόσπασμα. Εἶναι δε περίεργο ὅτι συνέβη τόσο νωρὶς ἡ ἀπώλειά της, γιατὶ βέβαια ὑπῆρχαν πολλὰ ἀντίγραφά της, καὶ τῆς ἀποδιδόταν πολὺ μεγάλη σημασία διότι εἶχε γραφτεῖ ἀπὸ ἴδια καὶ προσωπικὴ ἀντίληψη τοῦ Ἀριστοτέλους, ὁ ὁποῖος τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς του ἔμεινε στὴν Ἀθήνα.
Ἀπὸ τὸ ἔργο του αὐτό, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἐπόμενους συγγραφεῖς δανείζονταν πληροφορίες, κρίσεις καὶ περικοπές. Ὁ Κικέρων εἶχε τὸ ἔργο αὐτὸ στὴν βιβλιοθήκη του, ὁ Πλούταρχος ἀπὸ αὐτὸ ἰδίως ἄντλησε τὸν βίο τοῦ Σόλωνα καὶ μὲ αὐτὸ διευκρίνησε πολλὰ στοὺς βίους τοῦ Θησέως, τοῦ Περικλέους καὶ τοῦ Νικίου. Ὁ Ἀρποκρατίων δὲ τέλος καὶ ὅλοι οἱ λεξικογράφοι ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἔργο πῆραν σαφεῖς πληροφορίες γιὰ τοὺς Ἀθηναϊκοὺς θεσμούς.
Αὐτὴν τὴν χρησιμοποίηση τοῦ ἔργου ἀπὸ πολλοὺς συγγραφεῖς, ἀναφέρει καὶ ὁ Th. Reinach σὰν αἰτία τῆς ἀπώλειάς του, ἰσχυριζόμενος ὅτι οἱ Βυζαντινοὶ ἀντιγραφεῖς θεωροῦσαν ἀνωφελὲς νὰ ἐπιχειρήσουν τὴν ἀντιγραφὴ ἔργου τὸ ὁποῖο ὁλόκληρο σχεδόν, κατὰ τὴν ἀντίληψή τους, περιλαμβανόταν ἀποσπασματικὰ σὲ ἄλλα συγγράματα.
Βέβαιο εἶναι ὅτι ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Ἀναγεννήσεως ἡ Ἀθηναίων Πολιτεία θεωρεῖτο ἀπωλεσθεῖσα ὀριστικὰ, καὶ ἀπὸ τότε μόνο τὰ συλλεγέντα ἀπὸ ἄλλες μεριὲς αὐθεντικὰ ἢ ἀλλοιωμένα ἀποσπάσματα, 90 περίπου, καὶ ἡ δισέλιδη περίληψη τῶν περιεχομένων της, ἡ γνωστὴ μὲ τὸν τῖτλο «ἐκ τῶν Ἠρακλειδῶν περὶ πολιτείας Ἀθηναίων», ἒδιναν κάποια ἰδέα αὐτῆς καὶ τῆς ὅλης πραγματείας τῶν πολιτευμάτων ἀπὸ τὸν Ἀριστοτέλη.
  
Ἀριστοτέλης,  Francesco Hayez, 1811.
Τὸ 1885 ὅμως σὲ φθαρμένο πάπυρο τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Βερολίνου ἀνέγνωσαν ἀποσπάσματα ἱστορικῆς ὕλης, τὰ ὁποῖα ἀναγνωρίσθηκαν ὅτι ἀνῆκαν στὴν Ἀριστοτελικὴ Ἀθηναίων Πολιτεία. Ἐπειδὴ δὲ ὁ πάπυρος προερχόταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, ὅπου εἶχαν ἤδη βρεθεῖ οἱ λόγοι τοῦ ρήτορα Ὑπερείδους καὶ τὸ Παρθένιον τοῦ ποιητοῦ Ἀλκμάνους, γεννήθηκε ἡ ἐλπίδα ὃτι ἐκεῖ θὰ βρισκόταν καὶ ἡ Ἀθηναίων Πολιτεία, καθῶς μάλιστα σὲ κάποιον κατάλογο Αἰγυπτιακῆς βιβλιοθήκης, ὁ ὁποῖος βρισκόταν στὴν Πετρούπολη, βεβαιωνόταν πῶς τὸ ἔργο βρισκόταν στὴν Αἴγυπτο κατὰ τὸν 3ο μ.Χ. αἰώνα.
Καὶ ἡ ἐλπίδα ἔγινε πραγματικότητα μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό. Τὸ 1891 ἀναγγέλθηκε στὸ Λονδῖνο, ὃτι μεταξὺ δέσμης παπύρων, ἄγνωστο πῶς καὶ πότε εἰσαχθέντων στὸ Βρετανικὸ Μουσεῖο, ἀνευρέθῃ ἡ Ἀθηναίων Πολιτεία τοῦ Ἀριστοτέλους. Μετὰ ἀπὸ λίγες ἐβδομάδες ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸν Kenyon κατὰ πρώτη φορὰ.
Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸ κείμενο, ἀναγνωρίσθηκε ὡς αὐθεντικό, διαπιστώθηκε μάλιστα καὶ ἡ μεγάλη ἀρχαιότητα τοῦ ἐγγράφου, ποὺ ἀναγόταν στὸν 1ο μ.Χ. αἰώνα…
Νέα Ἐφημερίςἀρ. φύλ. 15, 15.01.1891
ΣΠΟΥΔΑΙΑ ΑΝΑΚΑΛΥΨΙΣ
ΤΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ
ΠΑΠΥΡΟΣ ΕΚ ΤΩΝ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
ἄρτι εὑρεθεὶς καὶ ἀποκτηθεὶς
Ενε γνωστόν, τι τ πολιτικ το μεγάλου φιλοσόφου τς ρχαιότητος το ριστοτέλους εσ τ πόρισμακατοντάδος κα πλέον πολιτευμάτων τν ρχαίων καιρν, τινα εχε φροντίσει κα συλλέξει πρς μελέτην κασυμπεράσματα. Κα τατα μν κτοτε θεωρονται πολεσθέντα, μένουσι δ μόνον τ θάνατα πολιτικκαρπς τς τοσαύτης πεξεργασίας, κ μελέτης π το τρόπου, καθ’ ν πολιτεύοντο ο διάφοροι τότε λαο.λλ μετ χαρς  κόσμος μαθεν π’ σχάτων, κα δίως  τν πολιτικν νδρν τς ποχς κόσμος, τι μεταξ διαφόρων παπύρων, ος ν Αγύπτ τελευταον γόρασεν, δηλον πς περιελθόντας ες γνσίν του, τ Βρεττανικν Μουσεον, ερέθη κα  περιέχων ν κ τν πολιτευμάτων, φ’ ος κοδόμησε τ θάνατα πολιτικ  περικλες πάνσοφος λλην ριστοτέλης, τοτο δ κριβς ενε τ πολίτευμα τν θηναίων, δι’ γάλλεται πσα ψυχ συμπολίτου μας σήμερον. Α σπουδααι φημερίδες τς γγλίας, ο Καιρο κα λλαι,φιερόνουν μακρότατα ρθρα ες τν πολύτιμον ταύτην ερεσιν, ς δν μφιβάλλομεν, τι ταχέως θ χωμεν τκείμενον δημοσιευμένον πρς χαράν μας μετρον τν φιλολόγων, πόλαυσιν δ’ νέκφραστον τν πολιτικννδρν πάσης τς γς.