Περίφημος εκ Λέσβου λυρική ποιήτρια, ή και άλλως αιολιστί ονομαζόμενη Ψάπφα. Γεννήθηκε λήγοντος του Ζ΄ αιώνος π. Χ., πιθανότερο στην Μυτιλήνη, όπου παιδεύθηκε και έζησε και καθ’ όλες τις ενδείξεις πέθανε άγνωστο ακριβώς πότε, πάντως όχι πέρα του πρώτου ημίσεως του ΣΤ΄ π. Χ. αιώνος. Η παράδοση την σχετίζει και με την άλλην πόλη της Λέσβου Ερεσσόν, η οποία νωρίς χάραξε στα νομίσματα της την εικόνα της ποιήτριας. Κατάγονταν εξ οικογενείας αριστοκρατικής αν όχι πλούσιας και εξαετείς έμεινε ορφανή πατρός. Ούτος ονομάζονταν καθ’ Ηρόδοτο Σκαμανδρώνυμος, παρά τους μεταγενέστερους όμως, εκ συγχύσεως με συνώνυμους της, φέρεται με διάφορα πατρικά ονόματα, απαριθμούμενα υπό του Σουΐδα. Γνωρίζουμε τρεις αδελφούς της, τον Χάραξο, ο οποίος μετέρχονταν την εμπορία οίνου, όπως και πλείστοι άλλοι Λέσβιοι κατά την εποχή εκείνη, στην Αίγυπτο, όπου κατασπατάλησε την περιουσία του δι’ εταίρα τινά Ροδώπη ή Δωρίχα, η οποία ήταν δούλα και απελευθέρωσε, τον Λάριχο, ο οποίος εκτελούσε καθήκοντα οινοχόου εις το πρυτανείο της Μυτιλήνης, υπούργημα συγχωρούμενο μόνον εις ευπρεπείς και ευπατρίδες νέους, και τον Ευρύγιο, περί του οποίου ουδέν είναι γνωστό. Ήταν σύγχρονος του Πιτακού και του ομοτέχνου της Αλκαίου, με τον οποίον συνεδέθη ή ποιήτρια δια χαριεστάτου επεισοδίου. Εκ τούτον έχουμε την εισαγωγή ερωτικής εκμυστηρεύσεως του Αλκαίου προς την Σαπφώ και την έξυπνη και αποστομωτική απάντησή της.
Η Σαπφώ άκμασε σε χρόνους πολιτικών ανωμαλιών και κοινωνικών ταραχών τής πατρίδος. Την απώλεια του Σιγείου διαδέχθηκαν εκτάκτως φανατικές συγκρούσεις μεταξύ αριστοκρατικών και δημοκρατικών και η ποιήτρια, καθ’ όλες τις ενδείξεις, συμμερίσθηκε την τύχη της ηττημένης μερίδας των ευπατριδών. Ακαθόριστος όμως τυγχάνει η διάρκεια και ο τόπος της εξορίας της. Αναφέρεται εις το Πάριο χρονικό ότι έφυγε στην Σικελία, όπου μάλιστα, κατ’ άλλους, νυμφεύθηκε
κάποιο πλούσιο Άνδριο Κερκόλα, από τον οποίο απέκτησε και θυγατέρα την εν τοις ποιήμασί της συναντημένη λατρευτή της Κλείδα, όνομα αποδιδόμενο και εις την μητέρα της ποιήτριας.
κάποιο πλούσιο Άνδριο Κερκόλα, από τον οποίο απέκτησε και θυγατέρα την εν τοις ποιήμασί της συναντημένη λατρευτή της Κλείδα, όνομα αποδιδόμενο και εις την μητέρα της ποιήτριας.
Η εξορία αυτή της Σαπφούς μας μεταφέρει στο ζήτημα της θέσεως της γυναίκας στην λεσβιακή πολιτεία. Αι προς τούτο μαρτυρίες και ενδείξεις, ανεπαρκείς και συγκεχυμένοι μέχρι τούδε, είναι ικανές πάντως να μας πείσουν ότι η γυναίκα κατά τους χρόνους της Σαπφούς στην Λέσβο μετείχε του πολιτικού και κοινωνικού βίου και απόλαυε ελευθερίας και δικαιωμάτων, ων όμοια δεν γνώρισε έκτοτε η γυνή σε καμία εποχή. Ενταύθα, κατ’ εξαίρεση εξ όλης της Ελλάδος, η γυνή έτυχε αγωγής και παιδείας και αφέθηκε ελεύθερη στην ανάπτυξη των ατομικών της δεξιοτήτων. Βρίσκουμε θιάσους γυναικών αριστοκρατίδων με σκοπούς και με δράση μορφωτική, κοινωνική και καλλιτεχνική. Η Σαπφώ φαίνεται ανήκουσα και ίσως ηγουμένη τοιούτου τινός ομίλου γυναικών, του οποίου γνωρίζουμε εκ της ποιήσεώς της και τίνας μετόχους, την Ατθίδα, την Μεγάρα, την Τελέσππα κ.ά. Ανάλογη ήταν και η επιμέλεια δια την μόρφωση της γυναίκας. Λειτουργούσαν στην Λέσβο σχολές μουσικής, ποιήσεως και ορχηστικής, που παρείχαν και ευρύτερη μόρφωση κοινωνική στις μαθήτριες τους. Κάποια τέτοια σχολή καταφαίνεται διευθύνουσα και η Σαπφώ, την οποίαν συναγωνίζονταν οι της Ανδρομέδας, Γοργούς κ. ά. Η φήμη της σχολής αυτής ήταν διαδεδομένη σε όλη την Ελλάδα· έρχονταν μαθήτριες όχι μόνο από τις άλλες πόλεις της Λέσβου, άλλα και από την Φρυγία, την Λυδία και λοιπή Μικρασία, την Σαλαμίνα, Αττική κλπ. Εκατόν κατ’ Όβίδιον ήσαν αι τρόφιμοι της σχολής της Σαπφούς, εξ ων γνωρίζομε μερικά εκ των «ποιημάτων της, όπως την Αναγόρα την Μιλήσια, την Γογγύλα Κολοφωνία, την Ευνείκα Σαλαμινία, την Κυδνώ, Ανακτορία κ.ά. Ως μαθήτριές της αναφέρονται και η Δαμοφίλα η εκ Παμφυλίας, η οποία μιμήθηκε την Σαπφώ στην ποίησή της, και η Ήριννα απίθανης όμως.
Τα ποιήματα της Σαπφούς, που διαιρέθηκαν από τους Αλεξανδρινούς σε 9 βιβλία, ήσαν καθαρώς λυρικά, ωδές και ύμνοι προς την Ήρα, την Αφροδίτη, κλπ., επιθαλάμια και υμέναιοι, επιγράμματα, από τα οποία σώζονται υπό το όνομά της δύο και ελεγείες άγνωστοι αλλού. Εκ τούτων δεν διασώθηκαν μέχρις ημών εκτός από ικανά αποσπάσματα και μερικές ωδές, από τις οποίες μόνο μία άρτια.
Οι Μούσες τίμησαν την ποιήτρια «τὰ σφὰ ἔργα δοῖσαι» και το δώρο να υπηρετεί αποκλειστικά και μόνο αυτές στο «μουσοπόλῳ οἴκῳ» της, όπου θρήνοι και οι βαρυθυμίες είναι απαγορευμένες και δυσπρόδεκτες. Η απασχόληση αυτή με τις μούσες είναι η μόνη σταθερή αξία της ζωής. Χωρίς αυτή τίποτα δεν ισχύει ο πλούτος και το κάλλος, τα οποία είναι πρόσκαιρα εις τον άνθρωπο τον «εἰς ὕστερον ἔρωτα», την υστεροφημία. Σαρκαστικώτατα ταλανίζει κάποια άμουσο πλούσια και επιφανή γυναίκα, η οποία παραμελεί την «τῶν ἐκ Πειρίας βρόδων». Κάθε μεμουσωμένης ψυχής ο έρως είναι το μόνο και κάλλιστο εντρύφημα· αυτός έρχεται άλλοτε βίαιος και λαύρος, άλλοτε ήπιος και λυσιμελής και αναπτερώνει την ψυχή της· ενώπιον του αδρανεί το λογικό και η ανθρώπινη καρδιά είναι πάντοτε εύκαμπτος. Η Σαπφώ ερώσα «ποθήει καὶ μάεται κατὰ στάλαχμον», περιπίπτουσα εις παντελή απραξία και ψυχική αμηχανία, κατά την οποία «οὐκ οἶδ’ ὄττι θέω· δίχα μοι τὰ νοήματα». Πολλάκις δεν ευρίσκει ανταπόκριση και παραπονείται ότι «ὅττινας γὰρ εὖ θέω, κεῖνοι με μάλιστα σίννονται» εις την εγκατάλειψη και την μόνωσή της, όταν η σελήνη και η πλειάς έχει δύσει, παρέρχονται δε κενές οι μεσονύκτιες ώρες, επικαλείται την Αφροδίτη να έλθει ως βοηθός και σύμμαχος της, όπως και άλλοτε. Η επίκλησή της φαίνεται να εισακούγεται από την θεά, διότι ο έρως προσήλθε μεγαλοπρεπέστατα «πορφυρίαν περθέμενος χλάμυν» και δρόσισε την ψυχή της, την «καιομένη πόθῳ». Ο έρως αυτός, πάντοτε φλογερός και με όλες τις διακυμάνσεις ενός ισχυρότατου αισθήματος, από το χαρούμενο παιχνίδι μέχρι το παράφορου πάθος, αναφέρεται ως επί το πλείστο εις τις περί αυτού γυναίκες. Τον ερωτά της προς την απούσα Ανακτορία παραβάλλει με την του Πάριδος και Ελένης και νοσταλγεί βαθύτατα να επανειδεί την διάχυτη λαμπρότητα της μορφής της και το ερατό βάδισμα της, θέαμα απολαυστικότερο δι’ αυ-
τήν και της μεγαλοπρέπειας των λυδικών πολέμων. Αυτή όμως λησμόνησε την ποιήτρια και την ωραία ζωή των, όταν έτρεχαν μαζί και συνέλλεγαν άνθη και στεφανωμένες χόρευαν. Αντιθέτως, η Αριγνώτα, κατά την ποιήτρια, πνίγεται από τον αλγεινό πόθο της Σαπφούς και των φίλων της, και στεντορείως από την Λυδία τις προσκαλεί πλησίον της, αλλ’ η νύξ δεν μεταδίδει την φωνή της. Κατά τρόπον απροσδιόνυσο, δι’ ημάς, μια γυναίκα, εκφράζει το ερωτικό της αίσθημα προς την Αγαλλίδα, με ζηλοτυπία και πάθος και περιγράφει την επί τη θέα της κατάστασή της, καθ’ την οποία την καταλαμβάνει αφασία, νευρική υπερδιέγερση, διανοητική συσκότιση, εφίδρωση, ρίγη, ωχρίανση προσώπου και τελεία κατάπτωση σωματική και ψυχική, ώστε «τεθνάκην ὀλίγον πιδεύῃς». Αλλαχού διαπιστώνει ότι είναι συνεπής προς τις σχέσεις με τις μαθήτριές της, εις την μετ’ αυτών δε αναστροφή επικαλείται την Αφροδίτη να οινοχοήσει «ἄβρως ἐν χρυσίαισιν κυλίκεσσιν» και να δεχθεί το θύμα του «λευκοῦ τράγου» των εύθυμων συμποσιαστριών, δια να ευδοκήσει, στους αγώνες του κάλλους, την επιτυχία των. Εις την ομήγυρη ταύτη η ποιήτρια άδει υποκρούουσα τα υπ’ αυτής «κασπολημένα μέλεα» και εξάρχει του προ του βωμού της Ήρας «πολιγηθέος ὀρχηθμοῦ».
τήν και της μεγαλοπρέπειας των λυδικών πολέμων. Αυτή όμως λησμόνησε την ποιήτρια και την ωραία ζωή των, όταν έτρεχαν μαζί και συνέλλεγαν άνθη και στεφανωμένες χόρευαν. Αντιθέτως, η Αριγνώτα, κατά την ποιήτρια, πνίγεται από τον αλγεινό πόθο της Σαπφούς και των φίλων της, και στεντορείως από την Λυδία τις προσκαλεί πλησίον της, αλλ’ η νύξ δεν μεταδίδει την φωνή της. Κατά τρόπον απροσδιόνυσο, δι’ ημάς, μια γυναίκα, εκφράζει το ερωτικό της αίσθημα προς την Αγαλλίδα, με ζηλοτυπία και πάθος και περιγράφει την επί τη θέα της κατάστασή της, καθ’ την οποία την καταλαμβάνει αφασία, νευρική υπερδιέγερση, διανοητική συσκότιση, εφίδρωση, ρίγη, ωχρίανση προσώπου και τελεία κατάπτωση σωματική και ψυχική, ώστε «τεθνάκην ὀλίγον πιδεύῃς». Αλλαχού διαπιστώνει ότι είναι συνεπής προς τις σχέσεις με τις μαθήτριές της, εις την μετ’ αυτών δε αναστροφή επικαλείται την Αφροδίτη να οινοχοήσει «ἄβρως ἐν χρυσίαισιν κυλίκεσσιν» και να δεχθεί το θύμα του «λευκοῦ τράγου» των εύθυμων συμποσιαστριών, δια να ευδοκήσει, στους αγώνες του κάλλους, την επιτυχία των. Εις την ομήγυρη ταύτη η ποιήτρια άδει υποκρούουσα τα υπ’ αυτής «κασπολημένα μέλεα» και εξάρχει του προ του βωμού της Ήρας «πολιγηθέος ὀρχηθμοῦ».
Με ψυχολογία αυτόχρημα μικροαστική παρθένου με αυστηρές οικογενειακές παραδόσεις αναμένει στην προς Νηρηίδας ωδή της την επάνοδο του Χαράξου εξ Αιγύπτου, τον οποίο αλλαχού αυστηρότατα επιτιμά δια την ερωτική του περιπέτεια, εσεμνύνετο δε δια την θέση και διαγωγή του Ααρίχου, τον οποίο εξυμνεί και υπερεπένει στα ποιήματα της.
Στα επιθαλάμια, εκτελούμενα διαλογικώς υπό χορών παρθένων και νέων, υμνεί τους νυμφίους, την προσέλευση του γαμπρού, την παρθενία, τον υμέναιαον κτλ.
Τα μη διασωθέντα ποιήματα της Σαπφούς είχαν ως θέματα τον θάνατον του Αδώνιδος, την εξύμνηση της πολιούχου Ήρας, τους Έρωτες του Ενδυμίωνος και της Σελήνης, τους μύθους της Νιόβης, Θησέα, Προμηθέα, τον Απόλλωνα συγχορεύοντα με Μούσες και με Χάριτες και τον μυθολογικό δαίμονα της συνοδείας της Αφροδίτης, ο οποίος έτυχε ως δώρο της, την αιώνια νεότητα και το άφθαστο κάλλος.
Η περί της Σαπφούς Παράδοση
Εκ των μελών τούτων της Σαπφούς προς Φάωνα, γνωστών μόνον εκ πληροφοριών των αρχαίων συγγραφέων και πεποιημένων με την ζωηρότητα και ενάργεια της τέχνης της, έδωσαν κάποια αφορμή να πλάσει η αττική κωμωδία τους ρομαντικούς θρύλους του περιφρονουμένου προς τον Φάωνα, πραγματικό πρόσωπο, έρωτος της και του συνεπεία τούτου και με σύγχυση προς την αποδημία της εις Σικελία άγνωστου δ’ εκβάσεως πηδήματος της από την πέτρα της Λευκάδας, το οποίον άλλως φαίνεται θρησκευτικό εξιλαστικό έθιμο και κοινός ποιητικός τόπος της αρχαίας λυρικής ποιήσεως. Οι όψιμοι αυτοί θρύλοι προσέδωσαν στην ποιήτρια μυθολογικό χαρακτήρα και χρησιμοποιήθηκαν δαψιλώς και ποικιλοτρόπου και από την αττική κωμωδία και από την μεταγενέστερη ποίηση και τέχνη. Του Μενάνδρου, του Διφίλου και ετέρων τέσσερις ή πέντε κωμωδίες παρωδούν το θέμα αυτό, από το οποίο εμπνεύστηκαν πολλοί των νεωτέρων, ως ο Ιταλός Giovanni Meli εις το αριστουργηματικότατο ποίημα του «La morte di Saffi» (μετ. Στ. Δάφνη, «Αττική Ίρις» 1898), ο Fr. Grillparzer στο δράμα του «Σαπφώ» (μετ. Εμμ. Δαυΐδ, 1926), ο Λαμαρτίνος, ο Φώσκολος, Λεοπάρδης κ.α., εκ των ημετέρων ο Δημ. Καλαποθάκης, εις δράμα του «Σαπφώ» κ.α., και εις το μελόδραμα οι Empis-Keicha (1822), ο J. Papini (1942), ο Em. Augier (1851) κ.α., πλείστοι δε εις την καλλιτεχνία. Κατά όμοιο τρόπο, παρερμηνευμένα χωρία της ποιήσεως της Σαπφούς γίνηκαν αφορμή να της αποδοθούν από τον Δίφιλο ερωτικές σχέσεις με τον Ανακρέοντα, Ιππώνακτα κατά πολύ μεταγενέστερούς της.
Αριστερά: Μαρμάρινη προτομή του Μουσείου Βατικανού θεωρούμενη ως προτομή τής Σαπφούς. (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Κα΄, σελ. 549)
Δεξιά: Σαπφώ και Αλκαίος. (Παράσταση επί ερυθρόμορφου κρατήρα εξ Ακράγαντος του Ε΄ π. Χ. αιώνα. Μουσείο Μονάχου.) (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Κα΄, σελ. 549)
Ζήτημα όμως απασχόλησαν μεν ενωρίς τους αρχαίους (Χαμαιλέοντα, Δίδυμο, Καλλία) και ποικίλως αντιμετωπισθέν υπ’ αυτών, δημιούργησαν δε κατά τους νεότερους χρόνους ολόκληρη φιλολογία, απετέλεσαν οι εκ των συλλήψεων της αττικής κωμωδίας και του χαρακτήρα της ποιήσεως της Σαπφούς κατηγορίες επί εταιρισμό, ανηθικότητα και ομοφυλοφιλία. Αυτές, διακονισθείσες από τους μεσαιωνικούς συγγραφείς και συντελέσασαι εις την απώλεια των ποιημάτων της, επιστεύθησαν και υποστηρίχθηκαν από του ΙΕ΄ αιώνος υπό πολλών φιλολόγων (Domitius, Galderinus, Britanius, Lambinus, Belloch κ. ά). Το ζήτημα τούτο, λαμβάνοντας ποικίλες μορφές, κατέληξε εις την παλαιά και ήδη από τον Σουΐδα υιοθετημένη λύση, της παραδοχής δηλαδή και δεύτερης Σαπφούς, η οποία επιφορτίσθηκε όλα τα κακά της μιας και μόνης, έως ότου ο Γερμανός Welcker και ο Γάλλος Reinach έθεσαν τις βάσεις νέων απόψεων. Έκτοτε άρχεται και η πολυμερής μελέτη της ποιήσεώς της, πλουτισθείσης και υπό νέων παπυρολογικών ευρημάτων της τελευταίας τεσσαρακονταετίας και η αποκατάστασή της ως μεγάλης ποιήτριας.
Η Σαπφώ αποτεινόμενη, πράγματι, προς τις μαθήτριές της μεταχειρίζεται την αυτή γλώσσα και τρόπο έκφρασης με τον του Αλκαίου προς τους Εφήβους. Είχε ακμάσει ακόμη εις εποχή μεγάλης γυναικείας εξελίξεως και κινήσεως, καθ’ ην η γυνή διεκδικούσε τις επιδόσεις και τα δικαιώματα του ανδρός. Το ηθικό και κοινωνικό περιβάλλον, το οποίον ήγαγε τον Πλάτωνα αργότερα να επινοήσει το ομώνυμό του έρωτα, υπήρχε ήδη τότε εις την Λέσβο. Προς τους θιάσους των ολιγαρχικών εταίρων και συμποσιαστών, εις τους οποίους λατρεύονταν το κάλλος και η αρμονία των εφηβικών σωμάτων, βρίσκουμε στην Λέσβο ανάλογους γυναικείους, συμμετέχοντας εξ ίσου με τους των ανδρών εις την κοινωνική ζωή και αναμφισβήτητα διαπνεόμενους από τις αυτές ηθικές αντιλήψεις. Άλλωστε η λατρεία του σωματικού κάλλους κατά την εποχή εκείνην στην Λέσβο είχε αποβεί αληθής ψύχωση, με θρησκευτική δικαίωση και καλλιτεχνική μορφή. Ο Μάξιμος ο Τύριος παραβάλλει τις σχέσεις της Σαπφούς με τις μαθήτριες της προς τις του Σωκράτους και των μαθητών του. «δοκοῦσι γάρ μοι τὴν κατὰ ταὖτὸ ἑκάτερος φιλίαν, ἡ μὲν γυναικῶν, ὁ δὲ ἀρρένων ἐπιτηδεῦσαι· καὶ γὰρ πολλῶν ἐρᾶν ἔλεγον καὶ ὑπὸ πάντων ἀλίσκεσθαι τῶν καλῶν· ὅ,τι γὰρ ἐκείνω Ἀλκιβιάδης καὶ Χαρμίδης καὶ Φαῖδρός, τοῦτο τῇ Λεσβίᾳ Μύριννα καὶ Ἀτθὶς καὶ Ἀνακτορία· καὶ ὅ,τι Σωκράτει οἱ ἀντίτεχνοι Πρόδικος καὶ Γοργίας καὶ Θρασύμαχος καὶ Πρωταγόρας, τοῦτο τῇ Σαπφοῖ Γοργὼ καὶ Ἀνδρομέδα». Με τις προϋποθέσεις της διαφοράς γλώσσας και τρόπου εκφράσεως, δραματικού ή
επαγγελματικού χαρακτήρα, της ποιήσεώς της, η Σαπφώ εξέφρασε τα προς τις μαθήτριες της αισθήματα χωρίς πρόσχημα και προκατάληψη, αφελώς και ελευθέρως, πάντως εντός των κοινωνικών αντιλήψεων και της ηθικής ανεκτικότητας των συγχρόνων της, οι οποίοι την χρησιμοποίησαν ως διδάσκαλό τους και ως ποιήτρια των γαμήλιων και θρησκευτικών εορτών των, την τίμησαν δε και ζώσα και θανούσα διά νομισμάτων φερόντων την εικόνα της και άλλων τιμών. Η δε άλλη κλασσική αρχαιότητα ουδέν γνώριζε περί των κατηγοριών των μεταγενεστέρων. Ο Σόλων ακούσας ζήτησε να διδαχθεί τα μέλη της, οΠλάτων την αποκαλούσε «δεκάτην Μοῦσαν», ο δε Στράβων, απηχών ίσως αρχαιότερης αντιλήψεις, την αποκαλεί «θαυμαστὸν χρῆμα» και μοναδική στον κόσμο γυναίκα.
επαγγελματικού χαρακτήρα, της ποιήσεώς της, η Σαπφώ εξέφρασε τα προς τις μαθήτριες της αισθήματα χωρίς πρόσχημα και προκατάληψη, αφελώς και ελευθέρως, πάντως εντός των κοινωνικών αντιλήψεων και της ηθικής ανεκτικότητας των συγχρόνων της, οι οποίοι την χρησιμοποίησαν ως διδάσκαλό τους και ως ποιήτρια των γαμήλιων και θρησκευτικών εορτών των, την τίμησαν δε και ζώσα και θανούσα διά νομισμάτων φερόντων την εικόνα της και άλλων τιμών. Η δε άλλη κλασσική αρχαιότητα ουδέν γνώριζε περί των κατηγοριών των μεταγενεστέρων. Ο Σόλων ακούσας ζήτησε να διδαχθεί τα μέλη της, οΠλάτων την αποκαλούσε «δεκάτην Μοῦσαν», ο δε Στράβων, απηχών ίσως αρχαιότερης αντιλήψεις, την αποκαλεί «θαυμαστὸν χρῆμα» και μοναδική στον κόσμο γυναίκα.
Η τέχνη της Σαπφούς.
Η Σαπφώ βρήκε και προήγαγε επιτόπια καλλιτεχνική παράδοση, καλλιεργηθείσα και αχθείσα σε προσωπική τέχνη, από των θρησκευτικών και οργιαστικών προλυρικών μορφών, θρακικής πιθανότατα προελεύσεως, υπό μακρές σειρές μουσικών και ποιητών. Αναφέρεται ότι εφεύρε την πυκτίδα και την μιξολυδιστί αρμονία, ο δε φερώνυμος στίχος της, αν δεν είναι δημιούργημα της, είναι πάντως μετρική μορφή καλλιεργηθείσα και επιβληθείσα υπ’ αυτής. Η ποίηση της Σαπφούς είναι καθαρώς λυρική- εκφράζει και πραγματώνει αισθητικώς εσωτερικές καταστάσεις, εξ αντιδράσεων ή επιδράσεων του ανήσυχου κοινωνικώς και ευεπίφορου προς τον λυρισμό περιβάλλοντος της. Κινείται ως βάθος αισθησιακό και αφορμάται από την πραγματικότητα της ζωής της μεταξύ των νεαρών φίλων της. Αλλά είναι πάντοτε αισθητική προβολή στα αποτελέσματα της πραγματικότητας ταύτης, τις λεπτότατες και λεπτομερειακές ψυχικές καταστάσεις, και ουδέποτε κατέρχεται στην εξυπηρέτηση των αφορμών της. Διασώζεται διά τούτο στα ποιήματα της μόνον η απώτερη και ευγενή απήχηση ενός ζωηρότατου αισθησιακού οργασμού, προεκτεινόμενου σε ψυχικές καταστάσεις και εκδηλωμένου μόνον στα μέσα της εκφράσεως των, την σύγκλιση και πυκνότητα της συνθέσεως, την δύναμη της διαθέσεως, την χρήση της γλώσσας, η οποία ουδέποτε διασπάται υπό ξένων διαλεκτικών στοιχείων και έχει την εκφραστικότητα και το αισθητικό βάρος της μητρικής γλώσσας, την ανάγλυφη γραφικότητα και υποβλητικότητα των εικόνων και μεταφορών και αντιθέσεων, αλλά προ παντός την ζωηρότητα και ευρηματικότητα των παρομοιώσεων· η σφοδρότητα του έρωτος παραβάλλεται με «ἄνεμον δρυσὶν» εμπεσόντα, η υπεροχή της Αριγνώτας μεταξύ των γυναικών της πατρίδος προς σελήνη μεταξύ των άστρων, ο γαμβρός προς ραδινό βλαστό κ. ά. Ουδέποτε θηρεύει τον κόσμο και την περίσσεια των επιθέτων, απαιτούντων νοητική συμμετοχή και ικανών να διασπάσουν την ρέουσα ενάργεια της εκφράσεως της· τα χρησιμοποιούμενα επίθετα της είναι απλά, κοινά και ως επί το πλείστον ενεργητικά- η θάλασσα είναι αλμυρά, η νυξ πολύωτος, ο έρως λυσιμελής και αλγεσίδωρος, η αηδών ιμερόφωνος, οι φίλες της αγαύες και ροδαλές και ουδέν πλέον. Διά τούτο η ποίηση της διαφέρει της των άλλων λυρικών, συγχρόνων και μεταγενεστέρων· δεν έχει την βαρύτητα και διανοητικότητα της πινδαρικής, το εξεζητημένο και περίτεχνο της του Βακχυλίδου, την διάχυση και τον στόμφον της του Ανακρέοντος και άλλων λυρικών. Είναι καθαρά λυρική στην σύλληψη της, αφελής και ζωηρότατη στην έκφραση της, πνευματική και απέριττος, πάντοτε δ’ υποβλητική και αξιωματική στην διάθεσή της, αυστηρή και σχεδιασμένη στην σύνθεσή της, τείνουσα στις κορυφώσεις, «τὴν σύνδεση πρὸς ἄλληλα εἰς ἑνότητα τῶν ἄκρων καὶ ὑπερτεταμένων παθημάτων» κατά Λογγίνο. Ο Διονύσιος Αλικαρνασσεύς την κατατάσσει μεταξύ των διδασκάλων του ρέοντος και μελωδικού ύφους. Διά τούτο ενωρίς είχε εκτιμηθεί η τέχνη της· την μιμήθηκε ο Θεόκριτος και ο Οράτιος και την μετάφρασε ο Κάτουλλος.http://www.apologitis.com