https://www.facebook.com/artemissky.blogspot?ref_type=bookmark

ΑΡΤΕΜΙΣ

ΑΡΤΕΜΙΣ
Ήταν θεά του κυνηγιού,”πότνια θηρών” κατά τον Όμηρο,θεά των αγριμιών και της Σελήνης.

ΕΛΛΑΣ - HELLAS

'' Επιόντος άρα θανάτου επί τον άνθρωπον, το μεν θνητόν, ως έοικεν, αυτού αποθνήσκει, το δ' αθάνατον, σώον και αδιάφθορον, οίχεται απιόν. `Οταν επέρχεται ο θάνατος στον άνθρωπο, το μεν θνητό μέρος αυτού, καθώς φαίνεται, πεθαίνει, το δε αθάνατο, η ψυχή, σηκώνεται και φεύγει σώο και άφθαρτο '' ΠΛΑΤΩΝΑ

ΕΛΛΑΣ - HELLAS .

ΕΛΛΑΣ - HELLAS .
ΑΝΟΙΚΩ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ 199. – Ἐπιστολὴ πρὸς Μενοικέα §§ 121-128

Ο Επίκουρος στέλνει στον Μενοικέα τον χαιρετισμό του!

[122] Δεν πρέπει κανείς ούτε όταν είναι νέος να διστάζει να φιλοσοφεί, ούτε πάλι σαν είναι γέροντας να βαριεστίζει και να μη φιλοσοφεί. Κανένας δεν είναι άγουρος ακόμη, και για κανέναν δεν είναι πια πολύ αργά να φροντίσει για την υγεία της ψυχής του. Κι όποιος λέει ότι δεν ήρθε ακόμη ο καιρός να φιλοσοφήσει ή ότι ο καιρός αυτός έχει περάσει πια, μοιάζει σ᾽ εκείνον ο οποίος λέει ότι δεν έχει έρθει ακόμη ο καιρός για την ευτυχία ή ότι δεν είναι πια καιρός γι᾽ αυτήν. Πρέπει, επομένως, και ο γέροντας να φιλοσοφεί και ο νέος: ο ένας για να μείνει, κι όταν γερνά, νέος χάρη στα όμορφα πράγματα, καθώς με χαρά θα ανατρέχει στα περασμένα, ο άλλος για να ᾽ναι και ως νέος συνάμα γέροντας, καθώς δεν θα τον κυριεύσει φόβος για τα μελλούμενα.1 Είναι λοιπόν ανάγκη να στοχαζόμαστε τα πράγματα που φέρνουν την ευτυχία, αφού όταν υπάρχει ευτυχία έχουμε τα πάντα, ενώ όταν αυτή λείπει κάνουμε τα πάντα για να την έχουμε.
[123] Τα πράγματα, που συνεχώς σου συνιστούσα, να τα πράττεις και να τα στοχάζεσαι ξεχωρίζοντάς τα ως θεμελιώδεις αρχές της ευτυχισμένης ζωής. Πρώτ᾽ απ᾽ όλα, πιστεύοντας ότι ο θεός είναι ον ζωντανό, αθάνατο και ευτυχισμένο, σύμφωνα με την παράσταση του θεού που έχει αποτυπωθεί στον νου των ανθρώπων, να μην αποδίδεις σ᾽ αυτόν τίποτε ξένο προς την αφθαρσία του, τίποτε αταίριαστο στη μακαριότητά του· απεναντίας, να πιστεύεις γι᾽ αυτόν οτιδήποτε είναι ικανό να διαφυλάξει τη μακαριότητά του, τη διαπλεγμένη με αθανασία. Οι θεοί υπάρχουν· πρόδηλη είναι η γνώση γι᾽ αυτούς. Ωστόσο δεν είναι, οι θεοί, όπως τους πιστεύει ο πολύς κόσμος· γιατί δεν υπάρχει λογική συνοχή σε όσα πρεσβεύει ο πολύς κόσμος γι᾽ αυτούς. Και ασεβής δεν είναι όποιος αρνείται τους θεούς των πολλών ανθρώπων αλλά όποιος [124] αποδίδει στους θεούς όσα οι πολλοί πιστεύουν γι᾽ αυτούς. Γιατί δεν είναι στέρεες παραστάσεις όσα οι πολλοί λένε για τους θεούς αλλά εικασίες δίχως αλήθεια -ότι δηλαδή οι μεγαλύτερες συμφορές και τα μεγαλύτερα ωφελήματα προέρχονται από τους θεούς. Γιατί οι άνθρωποι, εξοικειωμένοι πέρα για πέρα με τις δικές τους αρετές, αποδέχονται μόνο τους όμοιούς τους, θεωρώντας ξένο ό,τι δεν είναι τέτοιας υφής.
Να συνηθίζεις στην ιδέα ότι ο θάνατος είναι για μας ένα τίποτα· γιατί κάθε καλό και κάθε κακό έγκειται στον τρόπο με τον οποίο γίνεται αισθητό -και ο θάνατος είναι στέρηση της αίσθησης. Η επίγνωση, έτσι, ότι ο θάνατος είναι για μας ένα τίποτα μας κάνει ευχάριστη τη θνητή ζωή μας, όχι γιατί προσθέτει άπειρο χρόνο σ᾽ αυτήν αλλά [125] γιατί αφαιρεί τον πόθο της αθανασίας. Γιατί τίποτε μέσα στη ζωή δεν είναι φοβερό για όποιον έχει στ᾽ αλήθεια κατανοήσει ότι τίποτε φοβερό δεν υπάρχει στο να μη ζει κανείς. Είναι ως εκ τούτου ανόητος όποιος λέει ότι φοβάται τον θάνατο όχι επειδή θα υποφέρει σαν έρθει ο θάνατος, αλλά επειδή του είναι δυσάρεστη η ιδέα ότι πρόκειται νά ᾽ρθει ο θάνατος. Γιατί αδίκως θλιβόμαστε περιμένοντας ένα πράγμα που σαν το ᾽χουμε δίπλα μας δεν ενοχλεί. Το πιο φρικτό λοιπόν απ᾽ όλα τα άσχημα πράγματα, ο θάνατος, είναι για μας ένα τίποτε, ακριβώς γιατί όταν εμείς υπάρχουμε ο θάνατος δεν είναι κοντά μας, κι όταν πάλι έρθει ο θάνατος δίπλα μας, τότε πια δεν υπάρχουμε εμείς. Ούτε τους ζωντανούς λοιπόν αφορά ο θάνατος ούτε τους πεθαμένους, αφού για εκείνους δεν υπάρχει, ενώ αυτοί οι τελευταίοι δεν έχουν πια υπόσταση. Βέβαια, οι πολλοί από τη μια πασχίζουν να αποφύγουν τον θάνατο ως την πιο μεγάλη, κατ᾽ αυτούς, συμφορά, κι από την άλλη τον αναζητούν ως ανάπαυση από τα δεινοπαθήματα [126] της ζωής. Ωστόσο ο σοφός ούτε τη ζωή απαρνιέται ούτε την ανυπαρξία φοβάται. Γιατί ούτε αποτελεί γι᾽ αυτόν ενόχληση το ότι ζει ούτε πάλι νομίζει ότι είναι κακό να μη ζει κανείς. Κι όπως στο φαγητό δεν προτιμά με κανέναν τρόπο τη μεγαλύτερη ποσότητα αλλά το πιο εύγευστο, όμοια κι εδώ δεν απολαμβάνει τον διαρκέστερο χρόνο αλλά τον όσο το δυνατόν πιο ευχάριστο. Κι αυτός2 πάλι που προτρέπει τον νέο να ζει όμορφα και τον γέροντα να δώσει όμορφο τέλος στη ζωή του είναι ανόητος, όχι μόνο επειδή η ζωή είναι κάτι επιθυμητό αλλά και επειδή το να ζει κανείς όμορφα και να πεθαίνει όμορφα είναι ένα και το αυτό εγχείρημα. Πολύ χειρότερος όμως είναι αυτός που λέει πως καλό είναι να μη γεννηθεί κανείς.
κι άμα γεννηθεί, γοργά
τις πύλες του Άδη να διαβεί.3
[127] Αν το λέει από πεποίθηση, γιατί δεν φεύγει από τη ζωή; Στο χέρι του είναι να το κάνει, αν αυτό αποτελεί εδραία πεποίθησή του. Αν πάλι το λέει έτσι στ᾽ αστεία, δείχνει ελαφρόμυαλος σε πράγματα που δεν το σηκώνουν.
Κι ακόμη πρέπει να θυμόμαστε ότι το μέλλον δεν είναι εντελώς δικό μας αλλά ούτε κι εντελώς όχι δικό μας, ώστε μήτε να το προσμένουμε ως εντελώς βέβαιο μήτε πάλι να απελπιζόμαστε πως δεν πρόκειται νά ᾽ρθει ποτέ!
Ας αναλογιστούμε ότι από τις επιθυμίες άλλες είναι φυσικές κι άλλες χωρίς ουσία, και ότι από τις φυσικές επιθυμίες άλλες είναι αναγκαίες κι άλλες απλώς φυσικές· από τις αναγκαίες, τέλος, επιθυμίες άλλες είναι αναγκαίες για την ευδαιμονία, άλλες για την αποφυγή [128] σωματικών ενοχλήσεων, και άλλες για την ίδια τη ζωή. Η σωστή θεώρηση αυτών των πραγμάτων ξέρει να ανάγει καθετί που επιλέγουμε και καθετί που αποφεύγουμε στην υγεία του σώματος και την ηρεμία της ψυχής, αφούσε τούτο συνίσταται ο σκοπός της ευτυχισμένης ζωής. Για χάρη αυτού του στόχου κάνουμε ό,τι κάνουμε: για να μην αισθανόμαστε πόνο και να μη μας κυριεύει ο φόβος. Κι όταν κάποια στιγμή το κατορθώσουμε αυτό, αμέσως καταλαγιάζει όλη η θύελλα της ψυχής, αφού το ζωντανό πλάσμα δεν έχει πια ανάγκη να κατευθύνει τα βήματά του σε κάτι που του λείπει και να αναζητήσει κάτι με το οποίο θα ολοκληρώσει το καλό της ψυχής και του σώματος. Την ηδονή, βλέπεις, την χρειαζόμαστε όταν η στέρησή της μας προξενεί πόνο· όταν δεν αισθανόμαστε πόνο, δεν χρειαζόμαστε πια την ηδονή.

(μετάφραση Νίκος Σκουτερόπουλος)


Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

Όταν ο Σωκράτης περιέγραφε την γή ..από ψηλά - 23 αιώνες πριν την πρώτη πτήση του ανθρώπου


Στο παρακάτω απόσπασμα θα δείτε το Σωκράτη να αναφέρει για την στρογγυλή Γη σαν να την είχε δει από ψηλά. Κάποτε οι ιστορικοί θα πρέπει να μας εξηγήσουν πως διέθεταν αυτές τις γνώσεις οι Αρχαίοι Έλληνες. Σίγουρα κάτι δεν πάει καλά με την συμβατική ιστορία που μας διδάσκουν.
[110b]έγεται τοίνυν, ἔφη, ὦ ἑταῖρε, πρῶτον μὲν εἶναι τοιαύτη ἡ γῆ αὐτὴ ἰδεῖν, εἴ τις ἄνωθεν θεῷτο, ὥσπερ αἱ δωδεκάσκυ- τοι σφαῖραι, ποικίλη, χρώμασιν διειλημμένη, ὧν καὶ τὰ ἐνθάδε εἶναι χρώματα ὥσπερ δείγματα, οἷς δὴ οἱ γραφῆς [110c] καταχρῶνται. ἐκεῖ δὲ πᾶσαν τὴν γῆν ἐκ τοιούτων εἶναι, καὶ πολὺ ἔτι ἐκ λαμπροτέρων καὶ καθαρωτέρων ἢ τούτων∙ τὴν μὲν γὰρ ἁλουργῆ εἶναι [καὶ] θαυμαστὴν τὸ κάλλος, τὴν δὲ χρυσοειδῆ, τὴν δὲ ὅση λευκὴ γύψου ἢ χιόνος λευκοτέραν, καὶ ἐκ τῶν ἄλλων χρωμάτων συγκειμένην ὡσαύτως, καὶ ἔτι πλειόνων καὶ καλλιόνων ἢ ὅσα ἡμεῖς ἑωράκαμεν. καὶ γὰρ αὐτὰ ταῦτα τὰ κοῖλα αὐτῆς, ὕδατός τε καὶ ἀέρος ἔκπλεα [110d] ὄντα, χρώματός τι εἶδος παρέχεσθαι στίλβοντα ἐν τῇ τῶν ἄλλων χρωμάτων ποικιλίᾳ, ὥστε ἕν τι αὐτῆς εἶδος συνεχὲς ποικίλον φαντάζεσθαι.
[μετάφραση:]
Λέγεται λοιπόν, ω συνομιλητή, πως η γη είναι, αν την έβλεπε κανείς από ψηλά, σαν τις σφαίρες που είναι από δώδεκα κομμάτια διαφορετικού δέρματος .
Δηλαδή είναι πολύχρωμη σφαίρα και τα μέρη της ξεχωρίζουν από τα χρώματα που έχει το καθένα, ενώ τα χρώματα που χρησιμοποιούν οι ζωγράφοι μας εδώ, δεν είναι παρά απομιμήσεις εκείνων των χρωμάτων.
Εκεί λοιπόν όλη η γη είναι χρωματισμένη απ' αυτά τα χρώματα, που είναι πιο λαμπερά και καθαρά από τα εδώ. Κάποιο μέρος της είναι πορφυρό και καταπληκτικό στην ομορφιά, ένώ άλλο χρυσωπό, άλλο λευκότερο από το γύψο και το χιόνι, και έτσι είναι χρωματισμένη και με τα άλλα χρώματα, και ακόμα περισσότερα, και ωραιότερα από όσα εμείς έχουμε δει. Γιατί ακόμα και οι κοιλότητές της που είναι γεμάτες αέρα και νερό, παίρνουν μια απόχρωση λαμπερή μέσα στην ποικιλία των άλλων χρωμάτων, ώστε να δίνει την εντύπωση μιας ενιαίας εικόνας πολύχρωμης.
Έργο «ΦΑΙΔΩΝ» ή «περί ψυχής»
http://nck-ellinismos.blogspot.com/
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr
 

Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑ Το δαχτυλίδι του Γύγη και η δικαιοσύνη


Ο Σωκράτης σε ένα διάλογο της Πολιτείας με τον Γλαύκωνα, αδερφό του Πλάτωνα, ισχυρίστηκε ότι η δικαιοσύνη πρέπει να επιδιώκεται όχι μόνο διότι αποφέρει οφέλη, αλλά και γιατί ως προς την ουσία της είναι κάτι καλό. Τότε του διηγήθηκε την ιστορία για κάποιον Γύγη...
Ο Γύγης ήταν πρόγονος του Λυδού. Ήταν βοσκός στην υπηρεσία του βασιλιά της Λυδίας και μια φορά, ύστερα από μια μεγάλη μπόρα και σεισμό, σκίστηκε η γη κ' έγινε ένα χάσμα στο μέρος ακριβώς που έβοσκε. Αυτός από περιέργεια κατέβηκε μέσα, όπου βλέπει, καθώς διηγούνται, και άλλα θαυμάσια πράγματα κ' ένα άλογο, που είχε στα πλευρά του κάτι παραθυράκια· σκύφτει λοιπόν και βλέπει μέσα από κει ένα νεκρό, μα, καθώς φαίνονταν, πολύ μεγαλύτερο από συνηθισμένο άνθρωπο και που τίποτε άλλο δε φορούσε παρά ένα χρυσό δαχτυλίδι στο χέρι, που του το πήρε και βγήκε έξω.
Όταν κατόπι μαζευτήκανε οι βοσκοί, όπως συνήθιζαν κάθε μήνα, να δώσουν αναφορά στο βασιλέα για τα κοπάδια του, ήρθε και κείνος με το δαχτυλίδι στο χέρι· καθώς λοιπόν κάθονταν με τους άλλους, έτυχε να στρέψη την πέτρα του δαχτυλιδιού από το μέσα μέρος κι αμέσως έγινε άφαντος στους άλλους, που βρίσκονταν εκεί κι άρχισαν να μιλούν γι' αυτόν σα να ήταν φευγάτος. Εκείνος παραξενεύτηκε και ψηλαφητά γύρισε πάλι το δαχτυλίδι προς το έξω μέρος, κι αμέσως έγινε φανερός.
Κι αφού το παρατήρησε αυτό, ξαναδοκίμαζε το δαχτυλίδι, αν έχη πραγματικώς αυτή τη δύναμη, όταν το στρέφη από τη μέσα μεριά να χάνεται από τα μάτια των άλλων, και όταν προς τα έξω να παρουσιάζεται πάλι· αφού το βεβαιώθηκε ενήργησε να πάη κι αυτός με τους άλλους βοσκούς, που ήταν να δώσουν τους λογαριασμούς στο βασιλέα, και κει τα κατάφερε να τα ψήση με τη βασίλισσα κι αφού μαζί οι δυο των σκοτώνουν το βασιλιά, παίρνει, αυτός το θρόνο.
Αν λοιπόν υπήρχαν δυο τέτοια δαχτυλίδια και φορούσε το ένα ο δίκαιος και το άλλο ο άδικος, κανείς δε θα βρίσκονταν, καθώς ήθελε φανή, με τόσο ατσαλένιο χαρακτήρα, που να διατηρηθή στη δικαιοσύνη και να έχη τη γενναιότητα να το κρατήση και να μη βάλη το χέρι του στα αγαθά των άλλων, ενώ θα είχε την εξουσία κι από την αγορά να παίρνη ό,τι ήθελε και μέσα στα ξένα σπίτια να μπαίνη και να έρχεται σε σχέσεις μ' οποίον ήθελε, και να σκοτώνη τον ένα και να γλυτώνη τον άλλο από τη φυλακή, κι όλα τα πάντα να κάνη σα θεός μέσα στους ανθρώπους. Και γενικά τίποτα διαφορετικό δε θα 'κανε από τον άλλο τον άδικο, αλλά κ' οι δυο τους τον ίδιο το δρόμο θα 'παιρναν.
Τίποτα λοιπόν δε θα μπορούσε να αποδείξη καλύτερ' απ' αυτό το παράδειγμα, πως κανείς δεν είναι δίκαιος από ευχαρίστησή του, μα από ανάγκη, επειδή δεν είναι πράγμα αφ' εαυτού του καλό, κι που κανείς νομίζει πως είναι ικανός να αδική, αδικεί. Γιατί κάθε άνθρωπος πιστεύει, και πολύ δίκαια, καθώς θα πουν όσοι υποστηρίζουν αυτό το λόγο, πως πολύ περισσότερο τον ωφελεί η αδικία παρά η δικαιοσύνη· κι αν κανείς, που έπαιρνε τέτοια εξουσία, δε θα 'θελε ποτέ ν' αδικήση μηδέ να βάλη χέρι σε ξένο πράγμα, θα τον περνούσαν για τον πιο κακομοιριασμένο και ανόητο όλοι όσοι έχουν αίσθηση· το πολύ να τον επαινούν στα φανερά και να γελούν έτσι ο ένας τον άλλο, από φόβο μην πάθουν τίποτα κι οι ίδιοι.
Πλάτων, Πολιτεία (Βιβλίο Β) 359d-360d
Πηγή ellinikoarxeio.com
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr

Η Ψυχή στην σωκρατική φιλοσοφία


Διαβάστε ένα αποκαλυπτικό κείμενο για το πώς βλέπει το θέμα της ψυχής η Επιστήμη, αλλά και η Θρησκεία, για την οποία η ύπαρξη της ψυχής είναι μία θεμελιώδης και ακλόνητη αρχή! Κι όχι μόνο! Τι πρεσβεύει η σωκρατική φιλοσοφία για την ψυχή του ανθρώπου;
Ευθύς εξ αρχής θα πρέπει να πούμε ότι με τον όρο «ψυχή», καλούμε την ζωτική αρχή, που ξεχωρίζει στη φύση τα ζώα από τα άψυχα όντα. Μια παραπέρα διάκριση μεταξύ του ανθρώπου και των ζώων θέτει το πρόβλημα ενός πιο συγκεκριμένου ορισμού της ανθρώπινης ψυχής, ενός ορισμού που να εξηγεί με την παρουσία της ψυχής. την πνευματικότητα (λογική, ευαισθησία, ηθική κλπ.) που ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τα ζώα.
Το πρόβλημα της ψυχής, όπως είναι ευνόητο, τέθηκε από τη φιλοσοφία και τη θρησκεία και αυτός ο λόγος που θα γίνουμε πιο διεξοδικοί στην ανάπτυξη των επιχειρημάτων μας.
Η φιλοσοφική έννοια της ψυχής
Η αρχαία ελληνική φυσιοκρατία των προσωκρατικών δεν είχε μια πραγματική έννοια της ψυχή και γι’ αυτό δέχτηκε μια ουσία –ο αέρας κατά τον Aναξιμένη ή η φωτιά κατά τον Ηράκλειτο– ως αρχή της ζωής του σύμπαντος και επομένως και του ανθρώπου.
Ο Πλάτωνας διετύπωσε την πλήρη θεωρία της ψυχή: είναι ουσία άυλη, άφθαρτη και επομένως αθάνατη· από αυτήν εξαρτώνται η γνώση και η ηθικότητα του ανθρώπου.
Ο Αριστοτέλης όρισε την ψυχή μορφή μιας ύλης, έτσι που το άτομο παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα της στενής τους αλληλοσύνδεσης. Με τον τρόπο αυτό όμως η ψυχή δεν μπορεί να υπάρχει πλέον μετά τον θάνατο.
Η χριστιανική διδασκαλία για την ψυχή, ουσιαστικά πολύ πλησιέστερη στη θεωρία του Πλάτωνα, προσπάθησε σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα να συμβιβάσει τον αριστοτελισμό με την αρχή της αθανασίας. Αλλά η φιλοσοφία της Αναγέννησης απέδειξε το ασυμβίβαστό τους και επανεξέτασε το αριστοτελικό κείμενο ανεξάρτητα από θρησκευτικές προκαταλήψεις.
Από τον Ντεκάρτ η ψυχή θεωρήθηκε, κατά τον τρόπο του Aγίου Αυγουστίνου, ως ατομική συνείδηση στην οποία μπορούμε να ξαναβρούμε τον Θεό και ως πηγή κάθε βεβαιότητας. Αλλά και ο Ντεκάρτ δέχτηκε την ψυχή ως πνευματική ουσία.
Η νομιναλιστική πολεμική που ακολούθησε εναντίον της έννοιας της ουσίας, πρώτα τον 17o και αργότερα τον 18o αι., αποκάλυψε ότι η έννοια της ψυχής - ουσίας είναι κενή και αδιανόητη. Συγχρόνως η εμπειριοκρατία, με την ανακάλυψη του ψυχικού συνειρμού, επεξεργάστηκε την ιδέα της ψυχή ως δέσμης αισθήσεων.
Η κατεύθυνση της εμπειριοκρατίας επηρέασε και τον Καντ, που πίστευε ότι η συζήτηση για την ψυχή δεν μπορούσε να καταλήξει πουθενά. Ο μετακαντιανός ιδεαλισμός μετατόπισε το ενδιαφέρον του προς υπερατομικές οντότητες (απόλυτο Εγώ, Πνεύμα, Ιστορία), ενώ ο θετικισμός ξαναγύρισε στην αντίληψη του συνειρμού, που υποστήριζε η εμπειριοκρατία για την ψυχή.
Η θρησκευτική έννοια της ψυχής
Η χριστιανική θρησκεία διδάσκει ότι η ψυχή είναι μια ουσία άυλη, αθάνατη, δημιούργημα του Θεού, η οποία ρυθμίζει τη ζωή του σώματος.
Ωστόσο, αίσθηση προκάλεσε στον γράφοντα μία τηλεοπτική εκπομπή υπό τον τίτλον: «Ανιχνεύσεις», που παρουσιάζει ο εκλεκτός συνάδελφος κ Παντελής Σαββίδης στον κρατικό τηλεοπτικό δίαυλο ΕΤ-3, όπου ο προσκεκλημένος του και γνωστός κληρικός και θεολόγος κ Νικόλαος Λουδοβίκος, κάτοικος Πανοράματος Θεσσαλονίκης, ανέπτυξε την συγκλονιστική θεωρία περί μιας μορφής ύλης της ψυχής, που είναι συστατικό στοιχείο για την προσδοκώμενη ανάσταση!
Μάλιστα, για να ενισχύσει την επιχειρηματολογία του, ανέφερε διάφορους Πατέρες της Εκκλησίας, μεταξύ των οποίων και τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, που έχει κάνει ειδική αναφορά στη θεωρία αυτή!
Παρά ταύτα, να πούμε ότι ο άνθρωπος αποτελείται από ψυχή και σώμα: η ψυχή είναι αυτόνομη γιατί είναι πνεύμα ενώ το σώμα είναι ύλη. «Η ψυχή είναι το πνευματικό μέρος του ανθρώπου, με το οποίο αυτός ζει, αντιλαμβάνεται και είναι ελεύθερος».
Κατά τη διάρκεια της ζωής υπάρχει ενότητα ψυχής και σώματος και ο άνθρωπος συνθέτει μέσα του, με την ίδια τη σωματική του υπόσταση, τα στοιχεία του υλικού κόσμου, έτσι που αυτά μέσα από τον άνθρωπο φτάνουν στην έσχατη τελείωσή τους και αποκτούν φωνή για να υμνήσουν ελεύθερα τον Δημιουργό.
Με τον θάνατο η ψυχή χωρίζεται από το σώμα και εξακολουθεί να υπάρχει αιώνια. Η ψυχή με την αθάνατη φύση της μπορεί από μόνη της vα αντιπροσωπεύει ολόκληρη την ανθρώπινη προσωπικότητα, που είναι υπεύθυνη απέναντι στον Θεό για κάθε πράξη που έκανε στη Γη.
Η χριστιανική αυτή αντίληψη δεν βρίσκει αντιστοιχία σε όλες τις θρησκείες και ακόμα και μέσα στον χριστιανικό κόσμο μερικές λαϊκές αντιλήψεις προϋποθέτουν ιδέες περί ψυχή που διαφέρουν από τα διδάγματα της Εκκλησίας.
Στην ιστορία των θρησκειών διατυπώθηκαν πολυάριθμες αντιλήψεις πάνω στο τι κατά προσέγγιση μπορεί να είναι αυτό που λέγεται ψυχή Μπορούμε όμως να προσπαθήσουμε να δώσουμε μια τυπολογική ταξινόμηση, ανατρέχοντας σε δύο στοιχειώδεις αντιλήψεις που μπορούν να συνδυαστούν κατά διαφόρους τρόπους: τη δυναμική αντίληψη και την περσοναλιστική αντίληψη.
Δυναμική είναι αυτή που βλέπει κυρίως την ψυχή ως απρόσωπη δύναμη που κάνει το σώμα να ζει. Μερικές φορές η δύναμη αυτή εδρεύει σε ένα μέρος του σώματος ή ταυτίζεται απόλυτα με αυτό.
Άλλες φορές η ψυχή νοείται ως ζωτική πνοή, όπως η ίδια η αναπνοή του ανθρώπου: το ινδικό ατμάν, το ελληνικό ψυχή, το λατινικό animus π.χ., όλες λέξεις, που εκφράζουν διάφορες αντιλήψεις περί της ψυχής, προέρχονται από ρίζες που σημαίνουν την πνοή του ανέμου ή της αναπνοής.
Η ίδια η λέξη πνεύμα (όπως και το λατινικό spiritus), με το οποίο χαρακτηρίζεται η ουσία της ψυχή, σήμαινε αρχικά τόσο τον άνεμο όσο και την αναπνοή. Και στο σημείο αυτό μπορούμε να θυμηθούμε πως και στη βιβλική περιγραφή της δημιουργίας του ανθρώπου, ο Θεός «ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού (του ανθρώπου) πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γένεσις, Β, 7).
Περσοναλιστική αντίληψη, αντίθετα, είναι αυτή που θεωρεί την ψυχή εικόνα του προσώπου, με μορφές που κατά κάποιο τρόπο απεικονίζουν το ζωντανό άτομο. Χαρακτηριστική στην περίπτωση αυτή είναι η ψυχή σκιά, της οποίας με μορφικά στοιχεία προέρχονται από την εμπειρία των πραγματικών σκιών που ρίχνουν τα σώματα. Μια παρόμοια αντίληψη βρίσκουμε π.χ. στην ετρουσκική θρησκεία.
Ψυχιατρική και ψυχολογία
Όπως δείχνει η ετυμολογία των λέξεων (ψυχολογία = επιστήμη της ψυχής, ψυχιατρική = ιατρική της ψυχής), οι επιστήμες αυτές μελετούν τις ψυχικές λειτουργίες (συναίσθημα, νόηση, συνείδηση κλπ.) και τις αμοιβαίες σχέσεις τους, τα διάφορα επίπεδα ωριμότητας ή τις ανωμαλίες.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι τελευταίως όλο και πληθαίνουν οι πανεπιστημιακές σχολές που μελετούν το θέμα της ψυχής (για παράδειγμα, στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών υπάρχει ειδικό τμήμα Ψυχολογίας), ενώ ακόμη και οι τηλεοπτικές εκπομπές θεωρούν απαραίτητη την παρουσία ενός ψυχολόγου για κάθε θέμα που συζητούν.
Και δεν θα μιλήσουμε, ασφαλώς, για την ψυχιατρική επιστήμη η οποία πολλές φορές καλείται να δώσει απαντήσεις και να εξηγήσει διάφορες δυσερμήνευτες ή δυσεξήγητες συμπεριφορές ατόμων της κοινωνίας…
Η ανθρωπολογία του Πλάτωνος και η θεωρία περί ψυχής
Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο «Προσεγγίσεις στον Πλάτωνα», από την Ομάδα Μελέτης Ελλήνων Συγγραφέων του 1ου Λυκείου Κερατσινίου, θα διαπιστώσει ότι:
«Τρεις είναι οι σφαίρες, που κινείται ο φιλοσοφικός στοχασμός του Πλάτωνος: α) ο αισθητός κόσμος, β) ο κόσμος των Ιδεών και γ) ο υπερβατικός κόσμο; της Ιδέας του αγαθού ή του Θεού. Κεντρική έννοια της πλατωνικής φιλοσοφίας, που απλώνεται και στους τρεις αυτούς κόσμους είναι η έννοια της ψυχής. Η πλατω­νική έννοια περί ανθρώπου, η ανθρωπολογία του φιλοσόφου, δεν νοείται χωρίς τον αγώνα, που διεξάγεται στους διάλογους για την αξία της ψυχής και χωρίς την μέρι­μνα για την παιδεία της και την μεταφυσική της τύχη και σωτηρία.
Η έννοια της ψυχής ταυτίζεται με την έννοια της προσωπικότητας του ανθρώπου, έχει μεταφυσι­κή ρίζα, και τούτο σημαίνει, ότι η ψυχή ως προσωπική μονάδα είναι αιώνια. Η κατα­νόηση της ουσίας της ψυχής συμπίπτει με την ερμηνεία των δυνάμεων, που την συνι­στούν και γενικώς με την ερμηνεία της όλης πνευματικής ζωής. Επειδή όμως η ψυχή και η ιδέα ανταποκρίνονται η μία στην άλλη, η ερμηνεία της ψυχής είναι αδύνατον να γίνει χωρίς συνεχή αναφορά στον κόσμο των ιδεών.
Ο ηθικός αγώνας του ανθρώπου μέσα στην πολιτεία, όπως και ο μόχθος του για την απόκτηση της επιστημονικής γνώσεως, είναι κεφάλαια της ψυχικής ζωής, και αυτά είναι δυνατόν να κατανοηθούν, μόνον εφόσον αποκτήσουμε σαφή γνώση για την ουσία της ψυχής και για τους τρόπους, με τους οποίους η ψυχή εκφράζεται και δρα. Ο Πλάτων όμως εκτός από την ατομική ψυχή, η οποία είναι το αιώνιο στοιχείο του ανθρώπου, παραδέχεται και μία ψυχή του κόσμου, μία ψυχή του σύμπαντος, η οποία είναι στοιχείο καταστατικό της δομής του κόσμου.
Η έννοια αυτή της ψυχής του σύμπαντος είναι γνήσια Ελληνική και κατάγεται από την προσωκρατική φιλο­σοφία, ενώ η έννοια της ατομικής ψυχής έρχεται από την ορφική και πυθαγόρεια διδασκαλία. Όμως στον Πλάτωνα η θρησκευτική αυτή ιδέα περί ατομικής ψυχής μεταβάλλεται σε φιλοσοφική και θεμελιώνεται και διαφωτίζεται με κριτήρια λογικά. Η ψυχή γίνεται το κέντρο της γνώσης και της αυτοσυνειδησίας.»
Η ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΘΕΩΡΙΑ ΣΤΟΝ «ΦΑΙΔΩΝΑ»
Εάν θελήσουμε τώρα να κάνουμε μία ευρύτατη περίληψη του διαλόγου του Πλάτωνος, όπως είναι ο «Φαίδων», μέσα στον οποίο θα αναζητήσουμε και τις σκέψεις του Σωκράτους περί ψυχής, αφού ο Πλάτων, κατά βάσιν, απεικόνιζε τις απόψεις του διδασκάλου του, θα παρακολουθήσουμε τις σκέψεις της Ομάδας Μελέτης Ελλήνων Συγγραφέων, η οποία, μέσα στο έργο «Προσεγγίσεις στον Πλάτωνα» γράφει, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
Βρισκόμαστε στον Φλειούντα, πόλη στα νοτιοδυτικά της Κορίνθου, κάπου ανάμεσα στην Σικυωνίδα και την Αργολίδα, δύο ή τρεις μήνες μετά τον θάνατο του Σωκράτους. Ένας Φλειάσιος, οπαδός του φιλοσόφου Πυθαγόρα, ο Ερράτης, παρακαλεί τον Φαίδωνα, μαθητή του Σωκράτους και αυτόπτη μάρτυρα των τελευταίων στιγμών του μεγάλου δασκάλου, να τού αφηγηθεί το τέλος του Σωκράτους και ό,τι είπε, πριν πεθάνει.
Ο Φαίδων δέχεται να μιλήσει και αρχίζει να αφηγείται την συζήτηση, που έγινε στην φυλακή μεταξύ των Σωκράτους και των μαθητών και φίλων του, την τελευταία ημέρα της ζωής του. Έτσι, αρχίζει εκθέτοντας την ψυχολογική κατάσταση και τα ονόματα των παρευρισκομένων (Πλάτωνος Φαίδων, κεφ. 1-2).
Οι φίλοι και οι μαθητές του Σωκράτους έρχονται στην φυλακή. Με αφορμή την θλιβερή αποχώρηση της γυναίκας του Ξανθίππης, ο Σωκράτης παρατηρεί, ότι ο στε­νός σύνδεσμος μεταξύ του ευχάριστου και του λυπηρού θα μπορούσε να αποτελέσει θέμα κάποιου μύθου του Αισώπου.
Ο Κέβης ρωτά τον Σωκράτη, με αφορμή την απορία του ποιητή Ευήνου, γιατί στιχούργησε τους μύθους του Αισώπου στην φυλα­κή. Ο φιλόσοφος απαντά, ότι το έκανε, επειδή ήθελε να εξηγήσει κάποιο όνειρο του και εύχεται να τον ακολουθήσει και ο Εύηνος σε αυτήν την καλλιτεχνική δραστη­ριότητα ύστερα από λίγο.
Ο Σιμμίας εξεπλάγη, όταν άκουσε από τον φιλόσοφο, ότι επιδιώκει τον θάνατο, και ρωτά μαζί με τον Κέβητα την γνώμη του Σωκράτους για την αυτοκτονία. Ο Σωκράτης, τότε εξηγεί, ότι ο φιλόσοφος αποζητά τον θάνατο, χωρίς να έχει το δικαίωμα να αυτοκτονήσει. Και αυτό γιατί η ψυχή μας βρίσκεται σε μία "φυλακή" και ως κτήματα των θεών που είμαστε, κατά τον Σωκράτη, δεν επι­τρέπεται σε καμμία περίπτωση να διαπράξουμε αυθαίρετη απόδραση από αυτήν (την φυλακή) (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 3-6).
Στο άκουσμα των λόγων του Σωκράτους, ότι κανείς δεν πρέπει να αυτοκτονεί, ο Κέβης παρατηρεί, ότι θα ήταν βλακώδες να θέλει ο άνθρωπος να αποχωρίζεται τους θεούς, που φροντίζουν τους ανθρώπους και επιπλέον οι άνθρωποι αποτελούν χτή­ματα τους.
Ρωτάει, έτσι, τον Σωκράτη, γιατί πρέπει να επιθυμούμε τον θάνατο και εκείνος απαντά, ότι η ψυχή και στον Άδη θα βρει, πιθανότατα, ανθρώπους καλύτε­ρους από αυτούς, που είναι στην γη και ασφαλώς θεούς επίσης αγαθούς. Παράλληλα, δεν υπακούει σε σύσταση του δημίου, να διακόψει την συζήτηση (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 7-8).
Ο Σωκράτης, προσπαθώντας να αποκρούσει φαινομενική αντίφαση, λέει, ότι αν ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα είναι θάνατος, ο φιλόσοφος, επειδή παραμελεί το σώμα και φροντίζει την ψυχή, επειδή χωρίζει δηλαδή το σώμα από την ψυχή, διώχνει τον θάνατο. Έτσι ο φιλόσοφος στην ζωή κυνηγά την γνώση της αλήθειας. Σ' αυτήν φτάνει όχι με τις αισθήσεις, που μπορεί να τον ξεγελάσουν αλλά μόνο με την σκέψη, δηλαδή μέσω καθαρής διανοητικής εργασίας.
Πράγματι το σώμα με τις αδυναμίες του μόνον εμπόδια φέρνει στην ψυχή, που κυνηγά την γνώση της αλήθειας. Επομένως, η φιλοσοφία είναι εξάσκηση για τον θάνατο. Η αρετή συνίσταται στην απαλλαγή της ψυχής από τις επιθυμίες του σώματος (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 9-11).
Από το προηγούμενο συμπέρασμα του, ο Σωκράτης υποστηρίζει, ότι ο αληθινός φιλόσοφος του οποίου όλη η ζωή είναι προετοιμασία για τον θάνατο, χαίρεται, όταν πεθαίνει, καθώς μόνον μετά τον θάνατο, όταν δηλαδή η ψυχή είναι απαλλαγμένη από το σώμα, θα βρει την γνώση της αλήθειας.
Σύμφωνα με αυτό ο αληθινός φιλόσοφο; έχει την αληθινή ανδρεία, αφού δεν φοβάται τον θάνατο, και την αληθινή σύνεση, αφού παραμελεί το σώμα του και τις ηδονές, που αυτό μπορεί να του πρόσφερα· αντίθετα η σύνεση και η ανδρεία των πολλών είναι παρωδίες της αρετής και, κατά του ιδρυτές των μυστηρίων, αυτός που θα έχει καθαρθεί, θα κατοικεί στον Άδη με τους θεούς και με αγαθούς φίλους. Επομένως ο φιλόσοφος, που επιζητεί τον θάνα­το δεν πρέπει να τον φοβάται (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 12,13).
Σε ένσταση του Κέβητος, ότι η χαρά του φιλοσόφου, όταν πεθαίνει είναι δίκαιολογημένη μόνον υπό την προϋπόθεση, ότι η ψυχή είναι αθάνατη, ο Σωκράτης ανα­λαμβάνει να αποδείξει, ότι υπάρχει η αθανασία της ψυχής. Συνακόλουθα ο Σωκράτης υποστηρίζει, ότι, κατά γενικό κανόνα, το αντίθετο δίνει γέννηση στο αντί­θετο του και εξηγεί στην συνέχεια, ότι κάτι, που είναι μεγάλο, έγινε μεγάλο, εφόσον ήταν προηγουμένως πιο μικρό.
Εάν αυτό, λέει, αληθεύει, συνεπάγεται, ότι τα αντί­θετα διαδέχονται το ένα το άλλο χωρίς σταμάτημα. Π.χ. η κατάσταση της ζωής, αντί­θετη στην κατάσταση του θανάτου, διαδέχεται τον θάνατο.
Αυτό το πέρασμα από την μία κατάσταση σε μίαν άλλη μπορεί να πραγματοποιηθεί προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση, γιατί αν ένα πέρασμα δεν πραγματοποιείτο παρά μόνον προς μία κατεύθυνση, πάντα την ίδια, το κάθε τι θα έβρισκε τελικά μία σύγχυση σε μία ακίνη­τη μονάδα.
Άρα, από την αρχή αυτή, που εφαρμόζεται στην αντίθεση μεταξύ ζωής και θανάτου, προκύπτει ότι δεν πρέπει μόνο να υπάρχει, όπως το δείχνει η εμπειρία, πέρασμα μόνο από την ζωή προς τον θάνατο, αλλά επίσης πέρασμα και από τον θάνατο στην ζωή.
Ο θάνατος, λοιπόν, δεν είναι μια εξαφάνιση, αφού οι ψυχές των νεκρών βρίσκονται κάπου στον Άδη, για να μπορούν να επανέλθουν στην ζωή. Αν δεν υπήρχε η αναβίωση, η μετεμψύχωση, θα είχαμε ευθεία γραμμή από την ζωή στον θάνατο, και όχι κύκλο, οπότε τα πάντα θα εξαφανίζονταν (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 14-17).
0 διάλογος συνεχίζεται με μία παρατήρηση του Κέβητος, που θα φέρει το δεύτερο επιχείρημα. Ο Κέβης λέει, ότι, σύμφωνα με την θεωρία της ανάμνησης, έχουμε οπωσδήποτε μάθει παλαιότερα αυτό, που ξαναβρίσκει το μυαλό μας στο παρόν. Ο Σωκράτης επανέρχεται σε αυτήν την θεωρία και τονίζει, ότι η ανάμνηση παρουσιά­ζεται, όταν αναφερόμαστε σε μίαν έννοια ιδεατή, την οποία ίσως γνωρίσαμε, προτού να ζήσουμε σε αυτόν τον κόσμο.
Αυτό αποδεικνύεται, καθώς οι άνθρωποι, όταν καθοδηγούνται σωστά, βρίσκουν μόνοι του την αλήθεια, την οποία ποτέ πιο πριν δεν διδάχτηκαν στην ζωή. Άλλωστε κάθε ανάμνηση προϋποθέτει προηγούμενη γνώση, η οποία ανακαλείται στην μνήμη, όταν βλέπουμε όμοιες ή παρόμοιες παραστάσεις.
Μαζί με την ανάπλαση ομοίων παραστάσεων συνδέεται και η κρίση μας για την ομοιότητα ή μη αυτής της παράστασης προς την παλιότερη" επειδή η λειτουργία των αισθήσεων, από τις οποίες αποκτούμε τις παραστάσεις των αισθήσεων, αρχίζει με την γέννηση, οι ιδέες, με τις οποίες συγκρίνουμε τα αισθητά, είναι ήδη γνωστές, από εκείνη την στιγμή, καθώς θα έχουμε ασφαλώς γνωρίσει αυτές τις ιδέες πριν από την γέννηση.
Αν γνωρίζουμε κάποιες ιδέες πριν από την γέννηση ή αν έχουμε αυτές, καθώς γεννιόμαστε και για όλη μας την ζωή ή αν τις χάσαμε κατά την γέννηση, τις απο­κτούμε ύστερα με την βοήθεια των αισθήσεων, με την ανάμνηση, δηλαδή με την ανά­πλαση από όμοια ή ανόμοια.
Αν, λοιπόν, η πρώτη απόδειξη ήταν σωστή, τότε οι άνθρωποι για όλη τους την ζωή θα κατέχουν την γνώση της αλήθειας. Η πείρα, όμως, διαψεύδει αυτό ακριβώς. Από εδώ αληθεύει η δεύτερη. Οι ψυχές έλαβαν την γνώση πριν από την γέννηση μας και, όπως ήδη αποδείχτηκε, έχουν γνωστική δύναμη.
Άρα προϋπάρχουν της γεννήσεως. Μία τρίτη υπόθεση, ότι δηλαδή παίρνουμε την γνώση κατά την γέννηση και την αποβάλλουμε αμέσως κατά την διάρκεια της, είναι γελοία. Είναι ανάγκη, λοιπόν, μετά από αυτήν την λογική αναγκαιότητα, κατά την οποία δεχόμαστε την ύπαρξη των ιδεών και την γνώση τους πριν από την γέννηση μας, να δεχτούμε, ότι η ψυχή μας, αυτή που γνωρίζει αυτά, προϋπήρξε της γεννήσεως μας (Κεφ. 18-22).
Στην ερώτηση του Κέβητος σχετικά με την ύπαρξη της ψυχής μετά τον θάνατο, ο Σωκράτης απαντά, ότι, όπως αποδείξαμε μέχρι τώρα "ά,τι ξη γεννιέται απ' αυτό, που είναι πεθαμένο". Άρα, αν η ψυχή υπάρχει πριν από την γέννηση και αν γεν­νιέται, όταν έρχεται στην ζωή, αυτή της η γέννηση δεν έχει άλλη προέλευση παρά την κατάσταση του θανάτου. Τότε πώς δεν είναι απαραίτητο η ψυχή να υπάρχει, ιδίως μετά τον θάνατο της, μια και οφείλει να ξαναγεννηθεί;
Ο Σωκράτης κάνει εδώ την σύνδεση των δύο επιχειρημάτων: Των αντιθέτων και της ανάμνησης. Αν η ανάμνηση αποδεικνύει την ύπαρξη των ψυχών, το επιχείρημα των αντιθέτων αποδεικνύει, ότι οι ψυχές, που επιζούν, είναι εκείνες των πεθαμένων.
Αν η ψυχή υπάρχει πριν από την ενσώματη ζωή και αν δεν μπορεί να έρθει στην ζωή από καμμιά άλλη κατάσταση παρά μόνον από τον θάνατο, είναι απαραίτητο, αφού εγκαταλείψει το σώμα, να συνεχίζει να ζη, για να μπορέσει να ξαναγεννηθεί στην ζωή. Η ανάμνηση χρησιμοποιείται για την ολοκλήρωση του πρώτου επιχειρήματος.
Η ύπαρξη της ψυχής μετά τον θάνατο χαρακτηρίζεται, όπως άλλωστε και στην πρω­τύτερη ύπαρξη της, από την ικανότητα της σκέψης.
Tα δύο πρώτα επιχειρήματα αποτελούν ένα σύνολο, αλλά η απόδειξη της αθα­νασίας της ψυχής είναι ακόμα ελλιπής, όπως προσδιορίζει ο Πλάτων, δείχνοντας, ou ο Σιμμίας και ο Κέβης δεν έχουν ακόμα πειστεί, πώς η ψυχή μπορεί να διατηρηθεί μετά τον θάνατο. Για να συμπληρωθεί η σκέψη, δεν μένει παρά να αποδειχτεί, ότι η ψυχή ανήκει στην φύση των εννοιών, είναι άρα απλή και ασώματη (Πλάτωνος Φαίδων, Κεφ.23).
Η βάση, στην οποία στηρίζεται το τρίτο επιχείρημα είναι, ότι "το όμοιο είναι γνω­στό από το όμοιο". Είναι ανάγκη, όμως, να μελετηθεί βαθύτερα το θέμα του θανά­του, με σκοπό να νικηθεί τελικά ο φόβος του.
Ο Σωκράτης επιχειρεί την απόδειξη του τρίτου επιχειρήματος λέγοντας, πως κάθε τι σύνθετο μπορεί να διαλυθεί, κάθε απλό, όμως, είναι αδιάλυτο. Αυτό, που αλλοιώνεται συνεχώς, είναι σύνθετο, ενώ το αναλλοίωτο είναι απλό. Tα αισθητά είναι αντιληπτά με τις αισθήσεις, ενώ οι ιδέες, που είναι αόρατες, γίνονται αντιληπτές με το πνεύμα.
Από τα όντα άλλα είναι ορατά και άλλα αόρατα, και από αυτά τα ορατά είναι μεταβλητά, ενώ τα αόρατα αμετάβλητα και αναλλοίωτα. Από αυτά τα δύο συστατι­κά του ανθρώπου είναι: το σώμα ορατό και η ψυχή αόρατη.
Επειδή, όμως, τις ιδέες τις αντιλαμβανόμαστε μόνο με την ψυχή - και τις αντιλαμβανόμαστε καλύτερα, όσο περισσότερο η ψυχή είναι απαλλαγμένη από την επιρροή του σώματος - η ψυχή είναι όμοια με τις αθάνατες και αναλλοίωτες ιδέες, ενώ το σώμα με τα αισθητά.
Επειδή η ψυχή μοιάζει με το θείο και την αρχικότητα, συνεπάγεται ότι, αφού είναι όμοια με το θείο και τις ιδέες, έχει και όλες τις ιδιότητες τους. Είναι δηλαδή θεία, αθάνατη, νοητή, απλή, αδιάλυτος, καθώς δεν μπορεί να διαλυθεί από τον άνεμο και αναλλοίωτη. Το αντίθετο είναι το σώμα.
Έτσι το σώμα είναι διαλυτό, η ψυχή αδιάλυτη, αλλά αν κάποια σώματα και ιδίως κάποια τμήματα τους είναι και μετά τον θάνατο αδιάλυτα, όπως τα ταριχευμένα σώματα, π.χ. τα οστά, σχεδόν αθάνατα, πολύ περισσότερο αθά­νατη οφείλει να είναι η ψυχή, και μάλιστα αν έμενε κατά την ζωή καθαρή από το σώμα (Πλάτωνος Φαίδων, Κεφ. 24-29).
Στο σημείο αυτό τίθεται το ζήτημα, του τί περιμένει τις ψυχές μετά τον θάνατο, και της μετεμψύχωσης. Οι ψυχές των φαύλων, καθώς είναι συνδεδεμένες με τα σώματα και βεβαρημένες από τις επιθυμίες τους, έλκονται στην γη και μετά τον θάνατο, ώσπου να ενταχθούν σε νέο σώμα. Έτσι, οι ψυχές αυτών εντάσσονται σε σώματα ζώων, που έχουν ανάλογα ήθη με αυτές
Στους θεούς φτάνουν μόνον οι αληθινοί φιλόσοφοι, αυτοί που αυστηρά απέχουν από τις σωματικές επιθυμίες και έχουν καθάρει την ψυχή τους με την φιλοσοφία. Η φιλοσοφία, όταν βρίσκει την ψυχή του φιλοσόφου φυλακισμένη στο σώμα και αξιοθρήνητη, ζητά να λύσει τα δεσμά της, με το να διδάσκει, ότι οι αισθήσεις είναι απατηλές, οι ηδονές και οι λύπες την καθηλώ­νουν στο σώμα, με το οποίο αναγκάζεται να γίνει ομόδοξη, ομότροπη και ομότροφη, ανίκανη να ανέλθει στην κοινωνία των θεών. Μόνον η φρόνηση οδηγεί στην αλήθεια.
Η ψυχή, που καθοδηγείται από την φιλοσοφία και επιδιώκει την καθαρή αλήθεια στην ζωή, μετά τον θάνατο απέρχεται στους θεούς, χωρίς να φοβάται μήπως στην πορεία διαλυθεί από τους ανέμους (Πλάτωνος, Φαίδων, Κεφ. 30-34).
Ενώ όλοι σιωπούν, ο Σιμμίας και ο Κέβης είναι στενοχωρημένοι. Αμφιβάλλουν και διστάζουν να μιλήσουν. Ο Σωκράτης, όμως, που το κατάλαβε, τους προτρέπει να μιλήσουν χωρίς δισταγμό.
Ο Σιμμίας, λοιπόν, συγκρίνει την ψυχή με την αρμονία και το σώμα με την λύρα και τις χορδές της. Λέει, ότι η αρμονία είναι πράγμα αόρατο, ασώματο, τέλειο στην κουρδισμένη λύρα, αλλά η λύρα αυτή καθαυτή και οι χορδές της είναι σώματα, επομένως συγγενικά με την θνητή φύση.
Ας υποθέσουμε, ότι η λύρα σπάει και ότι οι χορδές της κόβονται. Η αρμονία θα καταστραφεί. Τότε ποιο θα είναι το πρώτο πράγμα, που θα δεχτεί την φθορά; Η αρμονία ή η λύρα; (Κεφ. 35-36).
0 Κέβης δέχεται, ότι η ψυχή είναι ισχυρότερη και πιο μακρόζωη από το σώμα, αλλά νομίζει, ότι και αυτή στο τέλος, καθώς διέρχεται μέσα από πολλά σώματα εξα­ντλείται και πεθαίνει.
Όπως ο υφαντής, αφού υφάνει πολλά ιμάτια και τα κατατρίψει, στο τέλος πεθαίνει, έτσι και η ψυχή αφού φθαρεί σε πολλά σώματα, στο τέλος εξαντλείται η ίδια και φθείρεται. Με αυτήν την αντίρρηση οι παρευρισκόμενοι, αν και προηγουμένως είχαν πεισθεί, τώρα αρχίζουν να δυσπιστούν.
Ο Εχεκράτης, που διακόπτει τον Φαίδωνα κατά την αφήγηση του, δικαιώνει αυτούς (Πλάτωνος Φαίδων, Κεφ. 37,38).
0 Σωκράτης παραδέχεται, ότι το ζήτημα δεν είναι απλό και προσπαθεί όλους να ινς ενθαρρύνει. Μόνο μία ατυχία δεν πρέπει να τους καταβάλλει: μεταξύ των επι­χειρημάτων συμβαίνει, ό,τι συμβαίνει και μεταξύ των ανθρώπων. Από αυτούς πολλοί είναι μέτριοι αλλά ελάχιστοι οι εξαιρετικοί. Δεν πρέπει λοιπόν να μιλούν με μισόλογα, αλλά να ζητήσουν νέα επιχειρήματα (Πλάτωνος Φαίδων, Κεφ. 39-40).
Ο Σωκράτης επαναλαμβάνει την άποψη του Σιμμία και αποδεικνύει: α) ότι αυτή βρίσκεται σε αντίφαση προς την θεωρία της ανάμνησης, γιατί αν η ψυχή ήταν αρμο­νία, δεν θα ήταν νοητή η προΰπαρξη της ψυχής, β) ότι η αρμονία έχει διάφορους βαθ­μούς, ενώ η ψυχή δεν έχει, γ) ότι αν η -ψυχή ήταν αρμονία, θα έπρεπε να ακολουθεί τα μέρη στα οποία βρίσκεται, ενώ η ψυχή εναντιώνεται στο σώμα. Η ψυχή, άρα είναι δύναμη, η οποία εξουσιάζει και διευθύνει το σώμα (Κεφ. 41-43).
Μετά από αυτά ο Σωκράτης έρχεται στην αντίρρηση του Κέβητος, ο οποίος παραδέχεται την ύπαρξη της ψυχής αλλά αρνείται την αθανασία της. Έτσι, ο μεγά­λος φιλόσοφος εκθέτει, πώς κατέληξε να παραδεχτεί την θεωρία των ιδεών. Η φυσι­κή φιλοσοφία των Ιώνων εξετάζει, βέβαια, πλήθος δευτερευόντων στοιχείων ως αιτίων, αλλά δεν φτάνει στην πρώτη αιτία.
Ο Αναξαγόρας παραδέχεται, βέβαια, ότι ο νους είναι αιτία όλων των πραγμάτων, αλλά συγχρόνως απέδιδε την αιτία στον αέρα, τον αιθέρα και σε άλλα. Έτσι ο Σωκράτης αναγκάστηκε να χαράξει ίδια πορεία και να λύσει το πρόβλημα, που τον απασχολεί. Αιτία λοιπόν της γέννησης και της φθοράς αλλά και της ύπαρξης είναι μόνον η ιδέα, η ιδανική και η απόλυτη ύπαρ­ξη με την παρουσία και κοινωνία της οποίας είναι ο,τιδήποτε είναι και γίνονται, όσα γίνονται (Πλάτωνος, Φαίδων Κεφ. 44-49).
Η δεύτερη απόδειξη των αντιθέτων έχει ως εξής; Κάθε πράγμα είναι αυτό που είναι, μόνον επειδή συμμετέχει σε μίαν ορισμένη ιδέα. Καμμία ιδέα δεν μπορεί να δεχτεί το αντίθετο της. Χωρίς αμφιβολία, ένα συγκεκριμένο υποκείμενο μπορεί να είναι μεγάλο ή μικρό, ανάλογα με την περίπτωση, αλλά η ιδέα της μεγαλοσύνης σε καμμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να δεχτεί την μικρότητα ή και το αντίθετο. Έτσι, τα συγκεκριμένα και ατομικά πράγματα, των οποίων η ουσία υπονοεί μόνον τον ένα από τους δύο αντίθετους όρους, είναι απρόσιτα το ένα στο άλλο.
Δεν είναι μόνον η ιδέα της ομοιότητας, που δεν θα μπορούσε να δεχτεί την ιδέα της ανομοιότητας, αλλά ένας οποιοσδήποτε ζυγός αριθμός δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει μονός ή, ακόμα, to χιόνι δεν είναι περισσότερο προσιτό στην ζέστη απ' ότι η ιδέα του κρύου σε αυτήν του ζεστού.
Άρα η ψυχή έχει για ουσία την ζωή, την οποία φέρει παντού μαζί της. Απορρίπτει επομένως το αντίθετο της, τον θάνατο, και όπως δεν υπάρχει άλλο δυνα­τό ξαναγέννημα της ζωής παρά μόνο ο θάνατος, η "ψυχή είναι άφθαρτη (Πλάτωνος Φαίδων, κεφ. 50-56).
Μετά από αυτά ο Πλάτων περιγράφει, όπως φαντάζεται, την Γή εσωτερικά κα εξωτερικά, καθώς και την κρίση των ψυχών στον Άδη.
Εκεί οι ψυχές των κακών. αναλόγως, βέβαια, με τα εγκλήματα, που έκαναν στη ζωή, θα τιμωρηθούν ή θα καθαρθούν, ενώ οι ψυχές των αγαθών θα αμειφθούν και περισσότερο όσες καθάρ θηκαν στην Γή με την φιλοσοφία (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 57-63)
Επειδή η ώρα του θανάτου του Σωκράτους πλησίαζε, ο Κρίτων ζήτησε από αυτόν να τού πει τις τελευταίες επιθυμίες του.
Ο Σωκράτης εγκαταλείπει το δωμάτιο του, για να λουστεί και οι μαθητές του θρηνούν. Μόλις επέστρεψε, ο υπηρέτης των ένδε­κα τον ειδοποίησε να ετοιμαστεί. Ο Σωκράτης, χωρίς να περιμένει την δύση, ζητάει να τού φέρουν το κώνειο. Το πίνει ατάραχος, ενθαρρύνει του μαθητές του και πεθαίνει ήσυχος. Ο Φαίδων τελειώνει την αφήγηση του, μιλώντας με συγκινητικό τρόπο για τον δάσκαλο του (Πλάτωνος Φαίδων, Κεφ. 64-67).
(1ο Λύκειο Κερατσινίου, Ομάδα Μελέτης Ελλήνων Συγγραφέων, Επιβλέπων: Παναγιώτης Κων. Μητροπέτρος: «Προσεγγίσεις στον Πλάτωνα», Δήμος Κερατσινίου-1998).
logiosermis
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr

Το ... τέστ του Σωκράτη για τους καλοθελητές διασποράς ψευδών ειδήσεων!



Μια μέρα εκεί που ο Σωκράτης έκανε τη βόλτα του στην Ακρόπολη, συνάντησε κάποιον γνωστό του, ο οποίος του ανακοίνωσε ότι έχει να του πει κάτι πολύ σημαντικό που άκουσε για κάποιον από τους μαθητές του.
Ο Σωκράτης του είπε ότι θα ήθελε, πριν του πει τι είχε ακούσει, να κάνουν το τεστ της "τριπλής διύλισης"."Τριπλή διύλιση;" ρώτησε με απορία.
"Ναι, πριν μου πεις τι άκουσες για το μαθητή μου θα ήθελα να κάτσουμε για ένα λεπτό να φιλτράρουμε αυτό που θέλεις να μου πεις.
Το πρώτο φίλτρο είναι αυτό της αλήθειας. Είσαι λοιπόν εντελώς σίγουρος ότι αυτό που πρόκειται να μου πεις είναι αλήθεια; Ε... όχι ακριβώς, απλά το άκουσα όμως και... Μάλιστα, άρα δεν έχεις ιδέα αν αυτό που θέλεις να μου πεις είναι αλήθεια ή ψέματα.
Ας δοκιμάσουμε τώρα το δεύτερο φίλτρο, αυτό της καλοσύνης. Αυτό που πρόκειται να μου πεις για τον μαθητή μου είναι κάτι καλό; Καλό; Όχι το αντίθετο μάλλον..."
"Άρα - συνέχισε ο Σωκράτης - θέλεις να πεις κάτι κακό για τον μαθητή μου αν και δεν είσαι καθόλου σίγουρος ότι είναι αλήθεια"
Ο γνωστός του έσκυψε το κεφάλι από ντροπή και αμηχανία.
"Παρόλα αυτά - συνέχισε ο Σωκράτης - μπορεί ακόμα να περάσεις το τεστ γιατί υπάρχει και το τρίτο φίλτρο. Το τρίτο φίλτρο της χρησιμότητας. Είναι αυτό που θέλεις να μου πεις για τον μαθητή μου κάτι που μπορεί να μου φανεί xρήσιμο σε κάτι; Όχι δεν νομίζω... Άρα λοιπόν αφού αυτό που θα μου πεις δεν είναι ούτε αλήθεια, ούτε καλό, ούτε χρήσιμο, γιατί θα πρέπει να το ακούσω;".
Ο γνωστός του έφυγε ντροπιασμένος, έχοντας ενδεχομένως πάρει ένα καλό μάθημα...
Τμήμα ειδήσεων defencenet.g
r

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

Οι προβλέψεις του Πλάτωνα για τον 21ο Αιώνα!



Ο Πλάτωνας γεννήθηκε το 428 π.X., το μήνα Θαργηλίωνα (Μάιος) και καταγόταν από αρχοντική γενιά. Είχε πάρει μουσική και γυμναστική αγωγή και είχε πολύ καλές μαθηματικές γνώσεις. Ήταν μαθητής του Σωκράτηκαι το γεγονός ότι το 399 π.Χ. ο Δάσκαλός του καταδικάστηκε να πιει το κώνειο, ήταν ένα πολύ συνταρακτικό χτύπημα για την ελεύθερη και ανήσυχη ψυχή του.
Κατάλαβε ότι η πολιτική της πατρίδας του δημιουργούσε ένα αγεφύρωτο χάσμα για τη φιλοσοφική, ελεύθερη και ανήσυχη σκέψη που πρέσβευε ο ίδιος και ξεκίνησε να ταξιδεύει.
 
 
Στην Κάτω Ιταλία γνώρισε τον Πυθαγορισμό, στην Αίγυπτο μυήθηκε στα Μυστήρια των Πυραμίδων και ήταν Αρχιεροφάντης στα Ελευσίνια Μυστήρια. Στις Συρακούσες προσπάθησε να ιδρύσει την ιδανική του πολιτεία, άλλα έπεσε θύμα των ραδιουργιών της αυλής του Βασιλιά και μόλις που γλίτωσε τη ζωή του. ΣτηνΑθήνα ίδρυσε τη δική του σχολή-Ακαδημία, η οποία κράτησε σχεδόν χίλια χρόνια, μέχρι το 529 μ.Χ. και την πλήρη επικράτηση του Χριστιανισμού.
 
Διασώθηκαν αρκετά έργα του όπως οι «Νόμοι», το «Συμπόσιο», η «Πολιτεία» και αρκετά άλλα που επηρέασαν όλους του μετέπειτα Φιλόσοφους και Επιστήμονες. Το συγκεκριμένο άρθρο αναφέρεται στο 7οκεφάλαιο της «Πολιτείας», στο οποίο ο Πλάτωνας παρομοιάζει τον κόσμο που ζούμε σαν μια σκοτεινή σπηλιά.
 
Ας δούμε περιληπτικά αυτήν την αρχαία παραβολή, η οποία μοιάζει πάρα πολύ με τον τρόπο που λειτουργεί ο σημερινός πολιτισμός, αν και έχουν περάσει 2.500 χρόνια από τότε που γράφτηκε.
 
 
H αλληγορία του σπηλαίου του Πλάτωνα
 
Υπάρχει μια μεγάλη σπηλιά, σκοτεινή, που μέσα της κατοικούν πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι ονομάζονται δεσμώτες. Είναι δεμένοι στις θέσεις τους και δεν μπορούν να κοιτάξουν γύρω τους. Πίσω τους κυκλοφορούν διάφοροι άνθρωποι οι οποίοι κουβαλάνε κάποια αντικείμενα, έμψυχα και άψυχα. Το φως που έρχεται από την είσοδο της σπηλιάς περνά μέσα από αυτά τα αντικείμενα και δημιουργεί σκιές μπροστά στα μάτια των ανθρώπων - δεσμωτών. Αφού λοιπόν δεν μπορούν να κοιτάξουν γύρω τους ούτε και πίσω τους, λόγω των δεσμών που τους καθηλώνουν, δέχονται ως πραγματικότητα μόνο ό,τι βλέπουν μπροστά τους, δηλαδή τις σκιές. Όλο αυτό το σκηνικό είναι στημένο με τέτοιο τρόπο, ώστε οι άνθρωποι-δεσμώτες να ζουν μέσα στο σκοτάδι, έχοντας μια ψεύτικη εικόνα για την πραγματικότητα. Είναι δε τα δεσμά τους τόσο δυνατά, που τους καθηλώνουν ακίνητους, χωρίς να μπορούν να κάνουν την παραμικρή κίνηση ελευθερίας για να ανακαλύψουν την πραγματική αλήθεια. Αυτή η εικόνα μοιάζει πολύ με αυτήν της σημερινής μας κοινωνίας. Ο άνθρωπος διαμορφώνεται και μεγαλώνει με μοναδικό στόχο την απόκτηση υλικών αγαθών (σκιές), χωρίς να του δίνεται η δυνατότητα να καλλιεργήσει αρετές και αξίες για να μπορέσει να ονειρευτεί μεγάλα ιδανικά και πνευματικά Ιδεώδη.
 
Οι Αρετές και οι Ανθρώπινες αξίες παρουσιάζονται με τέτοιο τρόπο και είναι τόσο καλά καλυμμένες με το πολύχρωμο και πολυτελές περιτύλιγμα που τις περιβάλει, που ο άνθρωπος του 21ου αιώνα μένει τελείως επιφανειακός. Ασχολείται τόσο πολύ με αυτό το περιτύλιγμα, που δεν βάζει ανώτερους στόχους, ούτε βλέπει την πραγματικότητα. Ζει μια ζωή εγκλωβισμένος ανάμεσα στις σκιές που κάποιοι του επέβαλαν ως πραγματικότητα, λέγοντάς του ότι δεν υπάρχει τίποτε πίσω από αυτό το ωραίο περιτύλιγμα. Έτσι μένει δούλος των αφεντικών της σπηλιάς κι εφ’ όσον πιστεύει στις σκιές, γίνεται σκιά του πραγματικού του εαυτού.
 
Συνεχίζοντας ο Πλάτωνας αναφέρει πως υπάρχει και η περίπτωση να καταφέρει κάποιος άνθρωπος να σπάσει τα δεσμά του και να κοιτάξει πίσω του, εκεί από όπου έρχεται το φως. Στην αρχή θα τυφλωθεί από την επαφή του με το φως. Κι αν ανάγκαζε κάποιος αυτόν τον άνθρωπο να ζήσει κάτω από τη φωτεινότητα του ήλιου, έξω από τη σπηλιά, τότε θα τρελαινόταν.
Χρειάζεται λοιπόν να προχωρήσει σιγά σιγά κι έτσι θα καταφέρει να συνηθίσει, να αντιληφθεί ότι ο αληθινός κόσμος βρίσκεται έξω από τη σπηλιά κι ότι οι σκιές που εκείνος θεωρούσε ως πραγματικότητα είναι απλώς αντανάκλαση του φωτός του ήλιου. Αυτή η ανακάλυψη θα τον μετατρέψει σ’ έναν ευτυχισμένο άνθρωπο, σε έναν σοφό και δεν θα θελήσει να επιστρέψει μέσα στη σπηλιά.
 
Αν όμως αποφασίσει, από αγάπη για την ανθρωπότητα, να επιστρέψει πίσω στους δεσμώτες, μέσα στη σπηλιά, τότε θα χρειαζόταν πάλι ένα χρονικό διάστημα για να συνηθίσει το σκοτάδι και να μπορέσουν να προσαρμοστούν τα μάτια του μέσα σ’ αυτήν. Μετά, όπως είναι φυσικό, θα προσπαθήσει να εξηγήσει στους δεσμώτες-ανθρώπους την αλήθεια. Αλλά, όπως γράφει ο Πλάτωνας, αυτοί θα νομίζουν ότι προσπαθεί να τους εξαπατήσει και θα τον κυνηγήσουν ή θα τον σκοτώσουν.
Κάποιος που έχει διαβάσει το βιβλίο «Ο Γλάρος Ιωνάθαν», βλέπει πολλές ομοιότητες μεταξύ του Ανθρώπου που καταφέρνει και σπάει τα δεσμά της σπηλιάς και του γλάρου Ιωνάθαν. Γιατί κι αυτός καταφέρνει να πετά ελεύθερος και αναπτύσσοντας μεγάλες ταχύτητες ξεφεύγει από την απλή ζωή ενός γλάρου, που το μόνο που τον απασχολεί είναι πώς θα αποκτήσει το φαγητό του.
 
 
Ο Πλάτωνας εξηγεί στο βιβλίο του πως όποιος καταφέρει και σπάσει τα δεσμά του και απελευθερωθεί, είναι αυτός που καλλιεργεί την ξύπνια συνείδηση. Βασισμένος τότε πάνω στις Ανθρώπινες αξίες και αρετές, καταφέρνει να γίνει Ελεύθερος και Δημιουργικός και να κατακτήσει το ανώτερο μέρος του εαυτού του, ακολουθώντας ένα αληθινό Φιλοσοφικό Δρόμο. Βέβαια είναι ένας δύσκολος Δρόμος με πολλά εμπόδια, λόγω των μακροχρόνιων δεσμών, αλλά οδηγεί στην αληθινή Ευτυχία.
 
Αυτός που από αληθινή αγάπη για την ανθρωπότητα επιστρέφει μέσα στη σπηλιά για να βοηθήσει τους δεσμώτες να απελευθερωθούν, πραγματώνει τον Πολιτικό Δρόμο. Δηλαδή πραγματικός Πολιτικός είναι αυτός που κατάφερε πρώτα ο ίδιος να απελευθερωθεί από τα δεσμά του, να ελέγξει τα ελαττώματα του και να καλλιεργήσει Ανθρώπινες αξίες και Αρετές και μετά να οδηγήσει με σοφία τους άλλους ανθρώπους. Ο πραγματικός Πολιτικός δεν στηρίζεται στη γνώμη των πολλών, αλλά στη Γνώση και την Ηθική που έχει καλλιεργήσει μέσα του.
 
Από αυτήν την τόσο αρχαία αλλά και τόσο επίκαιρη παραβολή, μπορούμε να βγάλουμε πολλά συμπεράσματα. Συμπεράσματα που δεν είναι βασισμένα σε ψυχολογικές επιθυμίες και ανεκπλήρωτα απωθημένα, αλλά στη χιλιόχρονη Σοφία που άφησαν πολλοί μεγάλοι Φιλόσοφοι και Επιστήμονες σε πολλούς Πολιτισμούς, σε διαφορετικές εποχές, σε όλη τη Γη.
 
 
Όταν δεν αφιερώνουμε χρόνο για την αναζήτηση της Αλήθειας και δεν καλλιεργούμε μια σφαιρική και ελεύθερη σκέψη, τότε παραμένουμε εγκλωβισμένοι στα σκοτάδια της άγνοιας και της παραπληροφόρησης. Ταυτόχρονα, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, γινόμαστε εύκολα θύματα της πλύσης εγκεφάλου που μας επιβάλλουν, αυτοί που κινούν τα νήματα για έναν προσανατολισμό αποκλειστικά προς την ύλη.
 
Μόνο όποιος καταφέρει και τινάξει από πάνω του τα δεσμά των αδυναμιών του και των ψεύτικων εντυπώσεων που του έχουν επιβάλλει, μόνο αυτός που βαδίζει ένα Δρόμο ανηφορικό προς τη δική του κορυφή και καταφέρνει και ξεπερνά τις δυσκολίες και τα εμπόδια, βγάζοντας θετικά συμπεράσματα, μόνο αυτός θα αντιληφτεί τη ματαιότητα των σκιών που κινούνται μπροστά του.
 
Τα σωστά πρότυπα υπάρχουν, οι απαντήσεις έχουν δοθεί, ας κοιτάξουμε γύρω μας και θα ανακαλύψουμε την πραγματικότητα όπως είναι και όχι όπως μας παρουσιάζεται.
 
 
Tμήμα ειδήσεων defencenet.g
r

Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

Ο πλατωνικός μύθος του άλλου "μισού"

 Σύμφωνα με τον  Πλατωνικό μύθο (Συμπόσιο) κάποτε υπήρχαν τρία γένη ανθρώπων, το αρσενικό, το θηλυκό και το ανδρόγυνο, ένα πλάσμα που αποτελούνταν και από τα δύο φύλα και έμοιαζε με σιαμαία δίδυμα.. Ας δούμε τα συγκεκριμένα αποσπάσματα:

14. “Λοιπόν, Ερυξίμαχε” είπε ο Αριστοφάνης “πράγματι έχω σκοπό να μιλήσω κάπως διαφορετικά απ’ ό,τι και συ και ο Παυσανίας μιλήσατε. Έχω δηλαδή τη γνώμη, ότι η ανθρωπότητα δεν έχει αντιληφθεί καθόλου τη σπουδαιότητα του Έρωτος. Αν την εννοούσαν, θα κατασκεύαζαν προς τιμήν του μεγαλοπρεπέστατα ιερά και βωμούς και θα προσέφεραν πολύ λαμπρές θυσίες. Όχι όπως τώρα, που δεν γίνεται προς τιμήν του τίποτε, ενώ έπρεπε πρώτα απ’ όλα να γίνεται. Διότι μεταξύ των θεών είναι ο μεγαλύτερος φίλος του ανθρώπου, αφού είναι βοηθός των ανθρώπων και ιατρός για όλα εκείνα, με την θεραπεία των οποίων θα υπήρχε υψίστη ευδαιμονία στο γένος των ανθρώπων. Θα προσπαθήσω λοιπόν εγώ να σας παρουσιάσω τη σημασία του και σεις πάλι γίνετε διδάσκαλοι των άλλων.
Πρωτίστως πρέπει να καταλάβετε καλά την φύση του ανθρώπου και τις περιπέτειές της. Παλαιά δηλαδή ο οργανισμός μας δεν ήταν ο ίδιος, όπως τώρα, ήταν διαφορετικός. Πρώτα πρώτα τα φύλα των ανθρώπων ήταν τρία, και όχι όπως σήμερα δύο, αρσενικόν και θηλυκόν. Υπήρχεν ακόμη και ένα τρίτο, αποτελούμενο απ’ αυτά τα δύο. Το όνομά του μένει ακόμη, το ίδιο όμως έχει εξαφανισθεί: το ανδρόγυνο. Ήταν τότε ένα ξεχωριστό φύλο, και συνδύαζε και στην εμφάνιση και στο όνομα τα δύο άλλα, το αρσενικό και το θηλυκό. Τώρα δεν υπάρχει παρά μόνον σαν λέξη και χρησιμοποιείται σαν ύβρις.
Έπειτα ολόκληρος ο κορμός του κάθε ανθρώπου ήταν στρογγυλός και είχε ολόγυρα ράχη και πλευρές. Είχε τέσσερα χέρια και άλλα τόσα σκέλη και δύο πρόσωπα επάνω σ’ ένα λαιμό κυλινδρικό, όμοια και απαράλλακτα, που έβλεπαν προς αντίστροφη κατεύθυνση το καθένα, και ένα κρανίο επάνω από τα δύο πρόσωπα, και αυτιά τέσσαρα και διπλά γεννητικά όργανα και όλα τ’ άλλα, όπως θα μπορούσε κανείς επί τη βάσει αυτών να φαντασθεί. Μετεκινείτο δε όχι μόνον όρθιο, όπως τώρα, αν ήθελε προς την μία ή προς την αντίθετη διεύθυνση. Αλλά, όποτε αποφάσιζε να τρέξει γρήγορα, όπως οι ακροβάτες γυρίζουν τα πόδια προς τα επάνω σαν τροχός και κάνουν τούμπες, έτσι και τότε στηρίζονταν και στα οκτώ τους άκρα και μετακινούνταν πολύ γοργά περιστροφικά.
Ο λόγος τώρα που ήσαν τρία τα φύλα και είχαν αυτή την εμφάνιση, είναι διότι το αρσενικό ήταν αρχικά γέννημα του ηλίου, το θηλυκό της γης, το ανάμεικτο της σελήνης. Αφού και η σελήνη αποτελείται και από τα δύο. Περιφερικά πάλι ήσαν και αυτά και ο τρόπος της μετακινήσεώς των, διότι ομοίαζαν με τους προγόνους τους. Η σωματική τους δύναμη και η αντοχή τους ήταν τρομερά, και είχαν απέραντη έπαρση. Τα έβαλαν μάλιστα με τους θεούς. Αυτό που διηγείται ο Όμηρος για τον Ώτο και τον Εφιάλτη, αναφέρεται σε εκείνους κυρίως: τόλμησαν να κατασκευάσουν ανάβαση προς τον ουρανό για να κτυπήσουν τους θεούς.

 
 15. Ο Ζευς τότε σκεπτόταν με τους άλλους θεούς, τι να τους κάμουν, και δεν εύρισκαν λύση. Να τους σκοτώσουν και με τους κεραυνούς να εξαφανίσουν το γένος τους, όπως τους Γίγαντες, δεν τους φαινόταν σωστό. Η λατρεία τότε και οι θυσίες των ανθρώπων θα χάνονταν. Ούτε πάλι να τους ανέχονται ν’ ασχημονούν. Τέλος ύστερ’ από πολλά είχε ο Ζεύς μια έμπνευση και τους λέγει:
“Έχω, μου φαίνεται, ένα μέσον, ώστε και να διατηρηθεί η ανθρωπότητα και να παραιτηθεί από την αυθάδειά της: να γίνουν ασθενέστεροι. Προς το παρόν” είπε “θα τους κόψω σε δύο μέρη τον καθένα. Έτσι θα γίνουν αφ’ ενός μεν ανίσχυροι, αφ’ ετέρου δε χρησιμότεροι για μάς, αφού θα είναι αριθμητικώς περισσότεροι. Θα περπατούν δε ορθοί με τα δύο πόδια. Αν όμως αποδειχθεί ότι εξακολουθούν να είναι ανυπότακτοι και δεν θέλουν να καθίσουν ήσυχα, δεύτερη φορά”, είπε, “θα τους χωρίσω και πάλι στα δύο, ώστε να περπατούν με το ένα σκέλος, σαν να παίζουν κουτσό”.
Είπε και άρχισε να σχίζει τους ανθρώπους σε δύο, όπως αυτοί που σχίζουν τα βερύκοκκα για να τα διατηρήσουν, ή όπως αυτοί που σχίζουν τα αυγά με την τρίχα. Τον καθένα που χώριζε, ανέθετε στον Απόλλωνα να του γυρίσει το πρόσωπο και το ήμισυ του λαιμού προς το μέρος της τομής. Έτσι θα έβλεπε ο άνθρωπος το σχίσιμό του και θα καθόταν πιο φρόνιμος. Επίσης τα άλλα τον διέταξε να τα τακτοποιήσει. Πράγματι, εκείνος γύριζε το πρόσωπο και τραβούσε το δέρμα απ’ όλα τα μέρη προς το σημείο που λέγεται σήμερα κοιλία, και το έδενε όπως τα σουρωτά πουγγιά, αφήνοντας ένα στόμιο στο κέντρο της κοιλίας, αυτό που λέγουν σήμερα τον ομφαλό. Τις ρυτίδες τις άλλες τις περισσότερες τις εξομάλυνε και διευθέτησε τα στήθη μ’ ένα εργαλείο, όπως αυτό που έχουν οι τσαγκάρηδες για να ισιώνουν τα ζαρώματα των δερμάτων στα καλαπόδια. Μερικές αφήκε μόνο εκεί κοντά στην κοιλιά και τον ομφαλό, να μένουν σαν ενθύμιο του τι πάθαμε κάποτε
Μετά την διχοτόμηση λοιπόν του οργανισμού μας αναζητούσε το καθένα το άλλο ήμισυ και πήγαιναν μαζί. Τύλιγαν τότε τα χέρια τους ο ένας γύρω από τον άλλον, και έτσι σφιχταγκαλιασμένοι, γεμάτοι πόθο να κολλήσουν μαζί, εύρισκαν τον θάνατο από την πείνα και γενικά από την ανικανότητα προς οποιανδήποτε ενέργεια. Χωρισμένοι ο ένας από τον άλλον δεν δέχονταν να κάμουν τίποτα. Όποτε δε το ένα ήμισυ πέθαινε και έμενε το άλλο, αυτό που έμενε, ζητούσε ένα άλλο ν’ αγκαλιάσει, είτε το ήμισυ γυναικός πλήρους ήταν (αυτό που ονομάζουμε σήμερα γυναίκα) είτε ανδρός – αυτό που εύρισκε εμπρός του. Και έτσι χάνονταν. Τους λυπήθηκε λοιπόν ο Ζεύς και μηχανεύεται άλλο τέχνασμα: μεταφέρει τα γεννητικά τους όργανα προς τα εμπρός.
Ως τώρα τα είχαν και αυτά προς τα έξω και η γονιμοποίηση και γέννηση γινόταν όχι μέσα τους, αλλά στο χώμα, όπως στα τζιτζίκια. Τους τα μετέθεσε λοιπόν, όπως είπαμε, προς τα εμπρός και κανόνισε η αναπαραγωγή να γίνεται δια μέσου των οργάνων αυτών εντός των δύο φύλων, δια του αρσενικού εντός του θηλυκού. Και τούτο με την πρόθεση, ώστε με το αγκάλιασμα, αν μεν τύχει και συναντηθούν άνδρας και γυναίκα, να γονιμοποιούν και έτσι ν’ αναπαράγεται το είδος.
Και αν πάλι αρσενικό μ’ αρσενικό, να προκαλείται επί τέλους χορτασμός της συνουσίας και να κάνουν διαλείμματα, ώστε να στραφούν προς τις εργασίες τους και να φροντίσουν και για τα υπόλοιπα ζητήματα της ζωής. Από τόσο παλαιά λοιπόν ο έρως των ανθρώπων μεταξύ των είναι ριζωμένος στη φύση τους και μας συνενώνει στην αρχική μας κατάσταση, και ζητεί να κάμει και πάλιν από τα δύο ένα και να επανορθώσει το πάθημα του ανθρωπίνου οργανισμού.
16. Ο καθένας μας λοιπόν είν’ ένα ημίτομον ανθρώπου, σχισμένος όπως είναι από ένας σε δύο, καθώς οι γλώσσες τα ψάρια. Και ζητεί διαρκώς ο καθένας το άλλο του ημίτομον. Τώρα, όσοι από τους άνδρες είν’ απόκομμα από το φύλο το μεικτό, αυτό που ονομαζόταν τότε ανδρόγυνο, αυτοί είναι γυναικομανείς. Και η πλειονότητα των μοιχών από το φύλο αυτό κατάγονται. Επίσης και όσες γυναίκες είναι ανδρομανείς και άπιστοι σύζυγοι κατάγονται από το φύλο τούτο. Οι γυναίκες πάλι που είναι απόκομμα ολόκληρης γυναίκας, αυτές δεν ενδιαφέρονται και πολύ για τους άνδρες. Έχουν στρέψει την προσοχή τους μάλλον στις γυναίκες. Απ’ αυτό το φύλο κατάγονται οι λεσβιάδες.
 Όσοι δε είναι αρσενικού απόκομμα, κυνηγούν τ’ αρσενικά. Εφ’ όσον μεν είναι παιδιά, αγαπούν τους άνδρες, αφού είναι τμήμα αρσενικού, και τους ευχαριστεί να κοιμούνται και να σφικταγκαλιάζονται με τους άνδρες μαζί. Και είν’ αυτοί οι εκλεκτοί μεταξύ των παιδιών και των εφήβων, επειδή έχουν στην φύση τους πολύ ανδρισμό. Μερικοί βέβαια τους αποκαλούν αδιάντροπους. Αλλά δεν είν’ αλήθεια. Διότι το κάνουν όχι από αναισχυντία, αλλ’ από θάρρος και από γενναιότητα και από τον αρρενωπό τους χαρακτήρα. Τους ενθουσιάζει ό,τι είναι όμοιο προς την φύση τους.
Απόδειξη τρανή όταν εξελιχθούν, είναι οι μόνοι που αποδεικνύονται, στα πολιτικά, άνδρες αληθινοί. Όταν δε γίνουν άνδρες, επιδίδονται στον έρωτα των παιδιών και δεν ενδιαφέρονται για τον γάμο και την απόκτηση παιδιών από φυσική κλίση, αλλά μόνον επειδή είναι ικανοποιημένοι από το έθιμο. Οι ίδιοι είναι ικανοποιημένοι να περάσουν μαζί τη ζωή τους άγαμοι. Οπωσδήποτε ένας τέτοιου είδους εξελίσσεται σε άνθρωπο γεμάτο έρωτα προς τ’ αγόρια και αγάπη προς τους εραστές του, διότι πάντοτε τον ευχαριστεί ό,τι είναι συγγενές.
Αν τύχει κάποτε μάλιστα να συναντήσει το ίδιον εκείνο το πραγματικό του ήμισυ, είτε ο παιδεραστής είτε οποιοσδήποτε άλλος, τότε πλέον η συγκίνησή τους είναι εξαιρετική από το αίσθημα στοργής, κοινής καταγωγής, έρωτος. Ούτε στιγμή, θα έλεγα, δεν δέχονται ν’ αποχωρισθούν. Αυτοί είναι, που περνούν πιστοί μεταξύ τους ολόκληρη ζωή. Οι ίδιοι δεν θα ήσαν σε θέση καν να εκφράσουν, τι θέλει επί τέλους ο ένας από τον άλλον. Διότι δεν είναι καθόλου δυνατόν να πιστευθεί, ότι είναι η ερωτική απόλαυση, και ότι επομένως χάριν αυτής ευχαριστούνται ο ένας από του άλλου την συμβίωση με πάθος τόσο σφοδρό. Κάτι άλλο είναι μάλλον – το βλέπει κανείς – αυτό που θέλει και των δύο η ψυχή, κάτι που δεν μπορεί να εκφράσει. Διαισθάνεται όμως τι θέλει και το υποδηλώνει σκοτεινά. Και αν, τη ώρα που είναι πλαγιασμένοι μαζί, ερχόταν από πάνω τους ο Ήφαιστος με τα εργαλεία του και τους ρωτούσε:
“Τι είν’ αυτό που ζητείτε, άνθρωποι, ο ένας από τον άλλον;”
Και αν εκείνοι δεν ήξεραν τι ν’ απαντήσουν, και τους ρωτούσε και πάλι:
“Θέλετε μήπως αυτό; να μείνετε μαζί ο ένας με τον άλλον όσον το δυνατόν περισσότερο, ώστε και νύκτα και ημέρα να μην αποχωρίζεσθε; Αν πράγματι αυτός είναι ο πόθος σας, τότε είμαι πρόθυμος να σας καλουπώσω και να σας σφυρηλατήσω σε ένα κομμάτι, ώστε από δύο να γίνετε αμέσως ένας, και όσον καιρό ζείτε, να ζείτε και οι δύο σας κοινή ζωή σαν ένας, και πάλι όταν πεθάνετε, εκεί κάτω στον Άδη ένας να είσθε και όχι δύο, σε ένα ταυτόχρονο θάνατο. Σκεφθείτε λοιπόν, αν αυτό είναι που ποθείτε, και αν θα μείνετε ευχαριστημένοι, αν τούτο πετύχετε”.
Μόλις ακούσει αυτά, ούτε ένας – είμαστε βέβαιοι – δεν θα έλεγε όχι, ούτε θα εκδήλωνε άλλη επιθυμία. Αντίθετα θα πίστευε, πως άκουσε απαράλλακτα ό,τι τόσο καιρό τώρα ποθούσε, να ενωθεί και να συγχωνευθεί με τον αγαπημένο του, ώστε να γίνουν ένας αντί δύο.
Η αιτία τούτου είναι, ότι αυτή ήταν η πρωταρχική φύση και ότι κάποτε ήμασταν ολόκληροι. Του ολοκλήρου λοιπόν ο πόθος και η ορμή έχει τ’ όνομα έρως. Πρωτύτερα – το επαναλαμβάνω – ήμασταν ένα. Τώρα όμως για τις αμαρτίες μας μας έχει διαμελίσει ο θεός, όπως οι Σπαρτιάτες τους Αρκάδες. Είναι φόβος μάλιστα, αν δεν είμαστε σωστοί προς τους θεούς, να μας διαμελίσει και δεύτερη φορά και να γυρίζουμε τότε σε κατάσταση ανάλογη με τις ανάγλυφες μορφές, που εικονίζονται κατά κρόταφον στις στήλες, πριονισμένοι στο μέσον από τη μύτη, στο κατάντημα διχοτομημένου αστραγάλου.
Για τους λόγους τούτους πρέπει ο ένας τον άλλον να συμβουλεύει, να έχει σεβασμό προς τους θεούς, ώστε ν’ αποφύγουμε εκείνα, να πραγματοποιήσουμε δε τα άλλα, καθώς ο Έρως είναι οδηγητής μας και κυβερνήτης μας. Εναντίον αυτού κανείς να μην αντιδρά, και αντιδρά όποιος επισύρει το μίσος των θεών. Ενώ αν γίνουμε αγαπημένοι του θεού και ειρηνεύσουμε μαζί του, θ’ ανακαλύψουμε και θα επικοινωνήσουμε με τους αγαπημένους μας, τους πραγματικά δικούς μας, πράγμα το οποίο λίγοι σήμερα κατορθώνουν.
Και ας μη νομίσει ο Ερυξίμαχος, για να γελοιοποιήσει την ομιλία μου, πως αναφέρομαι στον Παυσανία και τον Αγάθωνα. Δυνατόν ν’ ανήκουν και αυτοί σε εκείνους και να είναι και οι δύο φύσεως αρσενικής. Αλλ’ εγώ μιλώ για όλους ανεξαιρέτως, άνδρες και γυναίκες, ότι μόνον κατ’ αυτόν τον τρόπον το γένος μας θα επετύγχανε ευδαιμονία, αν δηλαδή φθάσουμε στο φυσικό αποτέλεσμα του έρωτος και βρει ο καθένας μας τον αγαπημένο τον δικό του, ώστε να επανέλθει στην πρωταρχική κατάσταση. Και αν είναι αυτό το ιδεώδες, εκείνο που ευρίσκεται πλησιέστατα προς αυτό στην παρούσα κατάσταση των πραγμάτων, είναι κατ’ ανάγκη το καλύτερο. Και αυτό είναι να επιτύχει κανείς αγαπημένο, γεννημένο σύμφωνα με τις προτιμήσεις του.
Τούτου τον δωρητή θεό αν θέλουμε να υμνήσουμε, τον Έρωτα είναι δίκαιο να υμνήσουμε, ο οποίος και στο παρόν μας προσφέρει πλήθος ευεργεσίες, σαν οδηγητής προς τις συγγενείς μας φύσεις, και για το μέλλον μας χαρίζει πλούσιες ελπίδες, εφ’ όσον εμείς αποδίδουμε προς τους θεούς σεβασμό, να μας επαναφέρει στην αρχική μας κατάσταση και να μας θεραπεύσει, να μας καταστήσει κατ’ αυτόν τον τρόπον μακαρισμένους και ευτυχείς.
Αυτός, Ερυξίμαχε”, είπε “είναι ο λόγος μου περί του Έρωτος, διαφορετικός από τον δικό σου. Και συ – σου υπέβαλα ήδη την παράκληση – μη ζητήσεις να τον διακωμωδήσεις, ώστε ν’ ακούσουμε τι θα πει ο καθένας από τους υπόλοιπους, ή μάλλον από τους δύο. Διότι μόνο ο Αγάθων και ο Σωκράτης μένουν”.
mythagogia
Τμήμα ειδήσεων defencenet.g
r



Το ταξίδι της γνώσης του Θαλή του Μιλήσιου


Κάποτε ο Θαλής ο Μιλήσιος αποφάσισε να πάει ένα ταξίδι στον τότε γνωστό κόσμο, για να αποκτήσει γνώση και εμπειρία. Ο ίδιος ήταν έμπορος, έτσι θα μπορούσε αναζητώντας τη γνώση ενδεχομένως να αποκομίσει και κάποιο κέρδος.
Γιατί καλό να ανακαλύπτεις καινούργια πράγματα, καλό να αναπτύσσεις την επιστήμη, συναρπαστικό και ενδιαφέρον να ξεπερνάς τα όρια των δυνατοτήτων σου, αλλά πάντα υπάρχει και η ανάγκη να καλύπτεις τις ανάγκες σου.
Φόρτωσε λοιπόν εμπορεύματα και ξεκίνησε για την Ανατολή. Σε κάθε καινούργια πόλη που ανακάλυπτε ένιωθε ότι πλησίαζε σε μία γνώση βαθύτερη που τον συνάρπαζε. Κρατούσε λοιπόν τα εμπορεύματά του, για να πιάσει ακόμα καλύτερη τιμή, και για να έχει κάτι ακόμα πιο πολύτιμο για να ανταλλάξει.
Με κόπο έφτασε στον προορισμό του: Την Βαβυλώνα. Σε αυτή την πανάρχαια πόλη, που ήδη είχε πέσει σε παρακμή, ένιωθε ότι κάτι τον τραβούσε σαν μαγνήτης, στον αρχαίο ναό του Θεού Μαρντούκ.
Στην αγορά πούλησε το εμπόρευμά του, και με αρκετό χρυσό πλέον εισήλθε στο ναό. Εκεί συνάντησε τον αρχιερέα, του συστήθηκε, και ο κάθε σοφός με επιχειρήματα έδειξε στον άλλον την δύναμή του. Ο Θαλής του είπε για την ακρίβεια της γεωμετρίας και ότι η αρχή του κόσμου βρίσκεται στο νερό.
Ο Αρχιερέας όμως του είπε ότι στη Φύση, στον άνθρωπο και στα άστρα δεν υπάρχουν ευθείες, παρά μόνο κύκλοι και περιοδικότητα. Ο Θαλής με ενδιαφέρον του ζήτησε τα συμπεράσματα των κύκλων που κατέγραψαν οι ιερείς. – Όχι Θαλή, αυτή είναι μία γνώση που ανήκει μόνο στο ιερατείο μας, ήταν η απάντηση.
Δυστυχισμένος ο Θαλής απόστασε στο πανδοχείο απέναντι. Τι κρίμα να φτάσει στη πηγή και να μην μπορέσει να πιει νερό. Ένα χτύπημα στην πόρτα τον ξάφνιασε. Ένας παράξενος ιερέας μπήκε, κουβαλώντας μια στοίβα πήλινες πλάκες, και του είπε:
«Περίμενα μια ζωή κάποιον που θα μπορούσε να εκτιμήσει αυτές τις πλάκες. Κάθε μέρα που έτυχε και έβλεπα κάτι σε μία πλάκα του ναού, την θυμόμουνα, και στο σπίτι μου χάραζα μία καταγραφή. Είμαι βέβαιος ότι από αυτές τις πλάκες θα καταλάβεις τους κύκλους των άστρων. Τι θα σου κοστίσει; 100 χρυσά.»
 
Για τον Θαλή το ποσό ήταν σχεδόν όλη η περιουσία του, αλλά χωρίς δισταγμό, τα έδωσε και την ίδια νύχτα έφυγε, για να συνεχίσει το ταξίδι του στην Αίγυπτο.
Ο Θαλής εκεί συνομίλησε με τους ιερείς. Αυτοί ακούγοντας ότι ήταν μεγάλος γεωμέτρης, του ζήτησαν να υπολογίσει το ύψος της πυραμίδας. Για τον Θαλή ήταν πολύ εύκολο. Χάραξε στην άμμο ένα σημάδι με μήκος ίσο με το ύψος ενός ραβδιού. Τη στιγμή που η σκιά του ραβδιού άγγιζε το σημάδι, σημάδεψε τη σκιά της πυραμίδας. Ήταν φανερό ότι το ύψος της πυραμίδας ήταν το μήκος της σκιάς της, εκείνη τη στιγμή.
Ένα δεύτερο πρόβλημα που του βάλανε ήταν ότι με τις πλημμύρες του Νείλου χανόντουσαν τα όρια των χωραφιών. Ο Θαλής τοποθέτησε πασσάλους μακριά από το ποτάμι και από αυτούς έδεσε σχοινιά. Σε κάθε όριο χωραφιού έκανε ένα κόμπο. Έτσι τα σύνορα δεν χανόντουσαν και κομβέω από τότε σήμαινε υπολογίζω κάτι ακριβώς με κόμπους.
Μετά από καιρό ο Θαλής έφτασε στη πατρίδα του τη Μίλητο, σοφότερος αλλά όχι πλουσιότερος. Οι υπόλοιποι έμποροι, βρήκαν την ευκαιρία να τον κοροϊδεύουν που έκανε ένα τόσο μεγάλο ταξίδι χωρίς κέρδος και του λέγανε ότι είναι μεγάλη ηλιθιότητα να ασχολείται με τη φιλοσοφία και όχι με το κέρδος.
Ο Θαλής πλέον γνώριζε τους κύκλους των άστρων και της Φύσης. Έτσι ήξερε ότι κάθε έκλειψη επαναλαμβάνεται μετά από 223 φεγγάρια, η ηλιακή δραστηριότητα έχει περίοδο 11 χρόνια, και η μητέρα Γη δίνει τους καρπούς της τηρώντας μία περιοδικότητα και ισορροπία με τον Ήλιο και τη Σελήνη.
Ο Θαλής προαγόρασε όλο το λάδι της Μιλήτου εκείνη τη χρονιά. Ήταν μία μέτρια χρονιά λαδιού, και ο Θαλής γέμισε όλες τις αποθήκες του, ρισκάροντας όλη την περιουσία του και γενόμενος περίγελος των εμπόρων. Οι επόμενες δύο χρονιές δεν βγάλαν καθόλου λάδι. Από ολόκληρη την Ιωνία ερχόντουσαν να αγοράσουν λάδι από τον Θαλή, πληρώνοντας τον αδρά, και κάνοντας τον πλέον τον πλουσιότερο έμπορο της Μιλήτου.
Από τότε, οι έμποροι δεν τόλμησαν να ξανακοροϊδέψουν τον Θαλή, και τον προέτρεπαν κιόλας να ασχολείται με τη φιλοσοφία του που είναι ύψιστη επιστήμη και να μην αναλώνεται πια με το εμπόριο, μία ποταπή ενασχόληση της αγοράς.
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr

 



Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

Πλάτωνος «Π Ο Λ Ι Τ Ε Ι Α» (Η συζήτηση περί δικαιοσύνης και αδικίας)



Α’ βιβλίο

Η κατάβαση στον Πειραιά, στο σπίτι του Κέφαλου.
Η απόπειρα ορισμού : τι είναι δίκαιο;
Το πρώτο βιβλίο της Πολιτείας ανοίγει την αυλαία για το μεγάλο έργο. Μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα γιορτής, που γίνεται αφορμή για την κατάβαση του Σωκράτη στον Πειραιά, και την προσδοκία του θανάτου, που επιστεγάζει τα γηρατειά, όπως τη ζει και την εκφράζει ο Κέφαλος, ακολουθεί η συζήτηση για τη δικαιοσύνη, που κορυφώνεται σε μιαν έσχατη αναμέτρηση ανά­μεσα στον βίο του δικαίου και του αδίκου. Απέναντι στον φιλό­σοφο στέκει ο σοφιστής, απέναντι στον αληθινό πολιτικό ο τύραννος.
            Ο Κέφαλος, ο γηραιός οικοδεσπότης, είναι ένας μέτοικος, πλούσιος έμπορος, όμως η ζωή του είναι κόσμια και τα πλούτη που κέρδισε, μετρημένα. ‘Εχει την αίσθηση ότι έζησε μια δίκαιη ζωή, και ήρεμα, με αγαθή ελπίδα, αντικρύζει τώρα τον θάνατο. ‘Οταν αποχωρεί όμως ο Κέφαλος, ο διάλογος αρχίζει έντονος.
            Το θέμα ξεκινά από μια παραδοχή της αρχής, που είναι κοινά αποδεκτή και ακολουθεί τη συμβατική ηθική, για να φτάσει σε μια καίρια αμφισβήτηση γύρω από την αξία της ζωής και το μέτρο που κρίνει αυτή την αξία.

Στην πρώτη σκηνή ο Σωκράτης συζητά με τον Πολέμαρχο, τον γιο του Κέφαλου.


α. Ο παραδοσιακός ορισμός του δικαίου.

Η πρώτη προσπάθεια ορισμού, δηλ. της συνειδητοποίησης του τι είναι δίκαιο, αρχίζει.
            Δίκαιο, λέει ο Πολέμαρχος, είναι να δίνει κανείς πίσω τα οφει­λόμενα. Με το πνεύμα αυτό αναμένεται να ενεργεί ένας καλός έμπορος στις δοσοληψίες του. Ο ορισμός επεξηγείται όμως: δίκαιο είναι να κάνει κανείς καλό στους φίλους και κακό στους εχθρούς. Και πάλι βρισκόμαστεστε στο επίπεδο μιας γενικά αποδεκτής παραδοσιακής ηθικής. Σε ποιο όμως θέμα; Ο Πολέμαρχος απαντά: στις συναλλαγές, όταν πρόκειται για χρήματα. Ο χώρος είναι, ωστόσο, πολύ στενός για τον καθορισμό του δικαίου.

            Ο Πλάτων σκόπιμα διάλεξε ως υποστηρικτή της συμβατικής ηθικής έναν εκπρόσωπο αυτής της αντίληψης που, ως μέτοικος, εύλογα δεν επικαλείται την “πόλη” και τα έθιμά της· ο κανόνας του Κεφάλου δεν χαρακτηρίζει ειδικά μία πόλιν αλλά ένα επάγγελμα. Η ηθική του γέροντα αυτού είναι ακριβώς η χαρακτηριστική ηθική του τιμίου εμπόρου κάθε τόπου. Δίκαιο είναι να εκπληρώνεις τις εμπορικές σου υποχρεώσεις και ο λόγος σιυ “να αποτελεί εγγύηση”.

            Σ’ όλες όμως τις σχέσεις που αφορούν τη χρήση χρημάτων για ωφέλεια ή βλάβη, προβαίνουν, παρατηρεί ο Σωκράτης, οι τέχνες: η τέχνη της πλοήγησης (κυβερνητική), η οικοδομική, η ιππική κτλ. Αυτές λένε τι είναι ωφέλιμο και τι βλαβερό.
            Η δικαιοσύνη όμως δεν έχει τόπο δικό της, είναι άχρηστη. Κι αν την ταυτίσει κανείς με την τέχνη της σωτηρίας χρημάτων, συμ­βαίνει το παράδοξο, αυτή να γίνεται μια τέχνη που δεν αποκλείει την κλοπή για σκοπούς συντήρησης των χρημάτων .
            Στο επίπεδο λοιπόν της οποιασδήποτε τέχνης η δικαιοσύνη γίνεται άχρηστη ή συμμαχεί με την κλοπή (!), αφού όλες οι τέχνες αυτού του είδους μπορούν να χρησιμοποιηθούν για το καλό ή το κακό.

β. Ο ορισμός επανέρχεται: αν δίκαιο είναι να ωφελείς τους φίλους και να βλάπτεις τους εχθρούς, οι φίλοι είναι οι καλοί, οι εχθροί οι κακοί.


            Είναι όμως, παρατηρεί ο Σωκράτης, αυτοί που νομίζουμε ή αυτοί που πράγματι είναι καλοί; Αναμφισβήτητααυτοί που είναι πραγματικά καλοί‘Ετσι τίθεται θέμα γνώμης, ενδεχομένως απα­τηλής, ήγνώσης της αλήθειας. Η δικαιοσύνη έχει να κάνει.όχι με το φαινομενικό, αλλά με την αλήθεια. Και ύστερα, παρατηρεί ο Σωκράτης, πώς είναι δυνατόν ο δίκαιος, που είναι καλός, να προ­ξενεί κακό βλάπτοντας τους εχθρούς;


Το δίκαιο είναι μια ηθική αξία ασυμβίβαστη με το άδικο και το κακό.

            Η άσκηση του δικαίου δεν μπορεί να οδηγεί στην ανταδικία. Αφήνεται λοιπόν εδώ να υπονοηθεί η επαναστατική για την εποχή της σωκρατική αρχή, ότι όχι μόνο δεν πρέπει να αδικούμε, αλλά και να μην ανταποδίδουμε την αδικία (μή ανταδικεϊν).

“οὐ δεῖ ἀδικεῖν, οὐδέ ἀνταδικεῖν ἀδικούμενος” (Κρίτων)

            Η αρχή λοιπόν της συμβατικής ηθικής, να ωφελείς τους φί­λους και να βλάπτεις τους εχθρούς, ναυαγεί μέσα στην ίδια την επιφανειακή της προσέγγιση, που δεν αντέχει ούτε στο κριτήριο της γνώσης ούτε στο κριτήριο του αληθινά καλού. Η ηθική στο επίπεδο της δοσοληψίας ερμηνευόμενη έτσι οδηγεί τον άνθρωπο στην ύβρη της πλεονεξίας.

            “Ο απλός αυτός κανόνας που ισχύει για τις εμπορικές συναλλαγές δε μπορεί να θεωρηθεί υπέρτατη ηθική αρχή· και τούτο για δύο λόγους :
                α) Σε πολλές περιπτώσεις η ενδεχόμενη τήρησή του κατά γράμμα θα αποτελούσε προφανή παραβίαση του πνεύματος της δικαιοσύνης, και
                β) Αν επιχειρήσουμε να τον διατυπώσουμε ως γενική αρχή, προκύπτει μια ηθική αρχή κακή.
                Εναντίον της απόψεως του Πολεμάρχου ότι η ηθική ανάγεται στο  “να δίνεις στον καθένα ότι δικαιούται”, με το νόημα του να είσαι άκρως πολύτιμος φίλος για τους φίλους σου και άκρως επικίνδυνος εχθρός για τους εχθρούς σου, είναι ανάγκη να δειχτεί ότι για να δεχτεί η συνείδηση ενός τιμίου ανθρώπου τέτοιο κανόνα συμπεριφοράς, πρέπει τουλάχιστον να θεωρήσουμε ότι ως “φίλοι” και “εχθροί” μας εννοούνται, αντιστοίχως, “οι καλοί” και ” οι κακοί”. ακόμη και στην περίπτωση αυτή, όμως, μια τέτοια γενική αρχή καταδικάζεται από το γεγονός ότι θεσπίζει ως στοιχείο ηθικής την πρόκληση κακού σε κάποιον”.    
                                                                                                                                                                                                                                                                                      Α.Ε. Τaylor


Ο διάλογος με τον σοφιστή Θρασύμαχο

Στη δεύτερη σκηνή ο Σωκράτης συζητεί με τον σοφιστή Θρα­σύμαχο.
Κατά τη συζήτηση αυτή μεταφερόμαστε από την περιοχή των ιδιωτικών σχέσεων στην περιοχή των πολιτικών πραγμάτων, και από τη συμβατική παραδοσιακή ηθική στον επαναστατικό «αντιη­θικισμό».
Στο πρόσωπο του Θρασύμαχου έχουμε μιαν άλλη ενσάρκωση του σοφιστή, και στις απόψεις του εντοπίζονται οι αντίστοιχες περί δικαιοσύνης της Σοφιστικής.  Αν ο Γοργίας είναι ο σοφιστής-ρήτορας, ο Καλλι­κλής ο σοφιστής-κήρυκας της βούλησης για δύναμη, ο Θρασύμα­χος είναι ο σοφιστής-εκπρόσωπος του τυράννου.
Κατά τον Θρασύμαχο δίκαιο είναι «τό τοῦ κρείττονος συμφέ­ρον», το συμφέρον δηλ. του πιο ισχυρού. Και ο πιο ισχυρός (ὁ κρείττων) είναι αυτός που κατέχει την εξουσία μέσα στην πόλη, ο ηγεμόνας. Όχι λοιπόν ο πλούσιος, ο χρηματιστής (Πολέμαρχος) στις ιδιωτικές του σχέσεις, αλλά ο τυραννικός άνδρας στα πράγ­ματα της πολιτείας, αυτός ενσαρκώνει τη δικαιοσύνη.
            Δεν πρόκειται, απαντά στον Σωκράτη, για έναν οποιονδήποτε «δημιουργό» -τεχνίτη ή ειδικό μιας επιστήμης, αλλά γι ‘ αυτόν που έχει εξουσία πάνω σε όλους, τον ηγεμόνα της πολιτείας. (Και ο Γοργίας στον ομώνυμο διάλογο είχε πει ότι η ρητορική έχει όλες τις δυνάμεις υπό την εξουσία της). Ο αληθινός άρχοντας κάνει ό, τι τον συμφέρει, κι αυτή είναι η δικαιοσύνη.
                        Ωστόσο, αντιπαρατηρεί ο Σωκράτης, κάθε τέχνη αποβλέπει πάντοτε στο συμφέρον αυτού, για τον οποίο απεργάζεται το έργο της: ο γιατρός αποβλέπει στο συμφέρον του αρρώστου, ο κυβερνή­της του ταξιδεύοντος κτλ.

            Το ίδιο πρέπει να συμβαίνει και με τον άρχοντα-πολιτικό. Θα πρέπει κι αυτός με την τέχνη του να αποβλέ­πει στο συμφέρον των αρχομένων και όχι του ιδίου. Γι ‘ αυτό και υπάρχει σε κάθε τέχνη ο μισθός, για να ανταμείβει τον δημιουργό.



Η αντιστροφή των βίων

Ο Θρασύμαχος όμως είναι ανένδοτος. Η εμπειρία, λέει, της ζωής δείχνει ότι ο ποιμένας, όπως και ο άρχοντας, δεν αποβλέ­πουν στο συμφέρον της αγέλης ή του λαού τους, αλλά στο δικό τους. Ο τύραννος είναι αυτός που φτάνει στην τέλεια αδικία, γιατί κατορθώνει, σε αντίθεση προς τους κοινούς εγκληματίες, που συλλαμβάνονται, όχι μόνο ν’ αρπάξει, χωρίς να γίνει αντιλη­πτός, όλα μαζί τα ξένα αγαθά, τα ιδιωτικά και τα δημόσια, τα ιερά και τα όσια, αλλά και να καταστήσει υποχείριούς του όλους τους άλλους. Αυτόν που υπεξαιρεί την ελευθερία των συμπολι­τών του είναι που ονομάζουμε ευδαιμονέστατο, ενώ τους άλλους, που δεν βαστάζει η καρδιά τους να αδικήσουν, αθλιώτατους. Η αδικία, συμπεραίνει, είναι «ἰσχυρότερον καί ἐλευθε­ριώτερον καί δεσποτικώτερον τῆς δικαιοσύνης».
            Κατά τη συλλογιστική του στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ηθική υποχρέωση. Πρόκειται για τη θεωρία ότι η δικαιοσύνη ή η ηθική ισοδυναμεί με συμμόρφωση προς το νόμον (υπακοή δηλ. στους θεσμούς και παραδόσεις  της κοινωνίας). Αλλά τους θεσμούς αυτούς τους επέβαλε αρχικά στο λαό η κυρίαρχη εξουσία, με μοναδικό στόχο το όφελός της, και ο μόνος λόγος που πρέπει να τους σεβόμαστε είναι ότι η εξουσία αυτή έχει τη δύναμη να κάνει να υποφέρει αυτόν που δεν τους τηρεί.
            Πρόκειται ωστόσο, παρατηρεί ο Σωκράτης, ώ δαιμόνιε Θρα­σύμαχε, για μια πολύ μεγάλη υπόθεση, που δεν αφορά ένα μικρό πράγμα, αλλά την ίδια την «διαγωγήν του όλου βίου». Είναι η ίδια η ζωή μας που συζητείται και καταξιώνεται ή συντρίβεται μέσα στον διάλογο. Γι ‘ αυτήν πρόκειται, απαντά ο Θρασύμαχος. Κι ο τύραννος έχει τη δική του αξιολογική κλίμακα στηριγμένη στην πλεονεξία και την αδικία. Ο βίος του άδικου, σύμφωνα με την κλίμακα αυτή, είναι ανώτερος από εκείνον του δικαίου.

            Κατά συνέπεια:
 - η δικαιοσύνη είναι ευγενής βλακείαΗ αδικία είναι ευβουλία
             - οι άδικοι είναι φρόνιμοι και καλοί. Η αδικία είναι αρετή και σοφία.

            Η μεταστροφή των αξιών είναι λοιπόν πλήρης: ο βίος αναποδο­γυρίζεται όπως και τα κριτήρια που τον στηρίζουν. Το συμβατικό, παραδοσιακό νόημα των λέξεων, μεταβάλλει ριζικά τη σημασία του και περνούμε σε μια περιοχή αντισυμβατική, που εγκαθιδρύει μια νέα αντεστραμμένη ηθική, μιαν αντιηθική.

            Ο ισχυρισμός όμως του Θρασύμαχου αντιμετωπίζει τρία σημεία της κριτικής του Σωκράτη:

                α. Ότι το να άρχεις είναι γνώση. Η γνώση όμως είναι πάντα γνώση ενός μέτρου, όχι η αμετρία της πλεονεξίας. Η δικαιοσύνη γνωρίζει την περιοχή του δικαίου του άλλου, χωρίς όριο είναι η αδικία.
                β. Η δύναμη δεν υπάρχει χωρίς γνώση, αλλιώς είναι αδυναμία.
                γ. Κάθε ον έχει την αρετή του επιτελώντας το έργο του. Η αρετή της ψυχής είναι η δικαιοσύνη. Εφόσον είναι δίκαιη, θα ζήσει καλά (εὖ βιώσεται), θα είναι ευδαίμων.
Ο βίος του δικαίου είναι επομένως αυτός που εγγυάται την ευδαιμονία.

            Και τα τρία αυτά σημεία αποδεικνύουν την αντιφατικότητα του ισχυρισμού του Θρασύμαχου, που ορθώνεται σαν μια απειλή και οδηγεί ήδη μέσ’ από την ίδια τη σύστασή της στην αυτοκατα­στροφή. Γιατί ο άδικος ζώντας μέσα σ’ ένα συνεχή διχασμό δεν μπορεί να συμβιώσει ούτε με τους άλλους, ούτε με τον εαυτό του. Ο Θρασύμαχος με τον αυθάδη κυνισμό του μας φανερώνει έτσι το αντιείδωλο του πολιτικού, που επιχειρεί να ορθώσει ο Σωκράτης. Είναι κι αυτός ένα πρότυπο, που κυοφορείται σε μια εποχή, κατά την οποία η δημοκρατία έχει παραδοθεί στη δημαγω­γία και οι αξίες που συνιστούσαν την παραδεδομένη αρετή, έχουν φθαρεί.
                        Ο Σωκράτης όμως ξέρει ότι αυτό το πρότυπο είναι ένας έσχατος κίν­δυνος. Και γι’  αυτό επιχειρηματολογώντας προχωρεί έως τις ρίζες της ελληνικής ηθικής, που είναι ηθική του μέτρου.
            Είναι αυτό το μέτρο και η αρμονία, που έχουν πηγή τους την πυθαγόρεια θεωρία της μουσικής και των αριθμών. Είναι η ηθική μιας οντολογικής τάξης, όπως την είδαμε στον Γοργία, που οικεί μέσα στη χορδή της λύρας, την όραση του ματιού, την υγεία του σώματος και την αρετή της ψυχής. Το μέτρο αυτό χαρακτηρίζει τον κόσμο στο σύνολό του ως μια τάξη και όχι ως αταξία και αμετρία.
            Το προανάκρουσμα της αντιπαράθεσης των δύο παραδειγμά­των βίου θα αποτελέσει ένα κέντρο αναφοράς σ’ όλη την Πολι­τεία, που σχεδιάζοντας τον αληθινό πολιτικό-φιλόσοφο θα βρί­σκεται σε συνεχή αναμέτρηση με το αντεστραμμένο είδωλό του, τον τύραννο ή τον σοφιστή, ώσπου στον μύθο που επιστεγάζει το έργο, η κρίση να γίνει από τη σκοπιά της μεταθανάτιας μοίρας της ψυχής.


                Η θεωρία του Θρασύμαχου στην πράξη θα συνέπιπτε με τη θεωρία του Καλλικλή στον “Γοργία”, αλλά υπάρχει η σημαντική διαφορά ότι οι δύο ανηθικιστές ξεκινούν από δύο αντίθετες παραδοχές. Ο Καλλικλής είναι οπαδός της  “φύσεως”, δηλ. πιστεύει ειλικρινά ότι, ο εκ φύσεως ισχυρός έχει πράγματι το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται απόλυτα τη δύναμή του· αντίθετα ο Θρασύμαχος πρεσβεύει την άποψη ότι ολόκληρη η ηθική αποτελεί  “σύμβαση”. Ένδειξη της ορθότητας της θεωρίας του αποτελεί το απλό γεγονός ότι όλα τα κράτη χαρακτηρίζουν ως βαρύτερο έγκλημα την “έσχατη προδοσία”, δηλ. την υπονόμευση της κυρίαρχης εξουσίας. Πρώτη μέριμνα κάθε κράτους είναι να διασφαλίσει το σύνταγμα, προστατεύοντάς το από την επανάσταση. Στη συνέχεια η διασφάλιση του συντάγματος ταυτίζεται με τη διασφάλιση των ιδιωτικών συμφερόντων των εκάστοτε συγκεκριμένων ατόμων που ασκούν την εξουσία. Κατόπιν μνημονεύεται η “ανάποδη όψη” του πολιτικού και του ιδιωτικού βίου, δηλ. η ασυνειδησία και η ιδιοτέλεια των πολιτικών και η ετοιμότητα των ιδιωτών να εξαπατούν τους συμπολίτες τους ή το δημόσιο, όποτε τους δοθεί η ευκαιρία. Η συλλογιστική του Θρασυμάχου βασίζεται στη πρόσθετη παραδοχή  ότι η  “ανάποδη όψη” της ζωής είναι και η μοναδική…
                Και ο Σωκράτης, όταν έρχεται η σειρά του να απαντήσει, Δε δυσκολεύεται καθόλου να επικαλεστεί γεγονότα εξ ίσου  “πραγματικά” αλλά πολύ διαφορετικά, λ.χ. το γεγονός ότι ο πολιτικός περιμένει κάποιου είδους ανταμοιβή για το έργο του, πράγμα που δείχνει ότι αυτό καθαυτό δεν είναι απαραίτητα “συμφερτικό”. Ακόμα και όπως έχει ο κόσμος η ζωή του “ισχυρού” δε συνίσταται μόνο σε απόκτηση χωρίς αντιπαροχή. 
                                                                                                                                                                                                                                                                                          Α.Ε. Τaylor

      

Β΄ βιβλίο

            Με την έναρξη του β΄ βιβλίου κάνουμε τη γνωριμία της γνήσιας διατύπωσης της ανηθικιστικής διδασκαλίας (της οποίας υπερβολική παραλλαγή παρουσίασε ο Θρασύμαχος), δηλαδή της θεωρίας ότι ο σεβασμός των ηθικών κανόνων αποτελεί την έσχατη λύση, αναπόφευκτη δυστυχώς για τους κοινούς ανθρώπους.
            Η άποψη αυτή αναφέρεται γενικά ως θεωρία του Γλαύκωνα και του Αδειμάντου·· ας σημειωθεί όμως ότι ο Αδείμαντος δεν συμμετέχει στη διατύπωση της θεωρίας, και ο Γλαύκων, που την εξηγεί διεξοδικά, φροντίζει να διαχωρίσει τη θέση του·· την παρουσιάζει ως διαδεδομένη στους μορφωμένους κύκλους της εποχής της Α΄ φάσης του Πελοποννησιακού πολέμου (Αρχιδάμειου) και στηριγμένη σε επιχειρήματα αληθοφανή αλλά, αβάσιμα. Ο ίδιος κάνοντας το συνήγορο του διαβόλου αναλαμβάνει να υπερασπιστεί αποτελεσματικά τη θέση που χειρίστηκε αδέξια ο Θρασύμαχος, ώστε να καταστεί αυτή η θέση στη συζήτηση διαψεύσιμη, αφού εξεταστούν τυχόν θετικά της στοιχεία.
            Η συλλογιστική του εστιάζεται στο ότι «οι άνθρωποι εφαρμόζουν τους κανόνες του δικαίου όχι από προτίμηση, αλλά επειδή δεν έχουν άλλη επιλογή». Κατά βάθος καθένας επιδιώκει την ικανοποίηση των παθών του, η οποία όμως εξασφαλίζεται καλύτερα όταν υπάρχει ο φόβος των συνανθρώπων· αυτός αποτρέπει τις επιθετικές πράξεις σε βάρος τους. Όποιος έχει την ευκαιρία να ικανοποιήσει τα πάθη του χωρίς τύψεις, και είναι βέβαιος ότι δεν θα αποκαλυφθεί ούτε θα τιμωρηθεί, θα ήταν ανόητος να μην εκμεταλλευτεί την περίσταση.
            Αυτό είναι το νόημα του παραστατικού μύθου «του δαχτυλιδιού του Γύγη».

                Το βασικό γεγονός που δίνει περιεχόμενο και αιχμή στο μύθο είναι απλώς ότι, πασίγνωστα, δεν υπάρχει ανθρώπινη αρετή που δε θα την διέφθειρε η βεβαιότητα της ασυλίας. Για κανένα μας δεν είναι απόλυτα σίγουρο ότι θα έβγαινε από μια τέτοια δοκιμασία με το χαρακτήρα του αλώβητο.

Παρακολουθούμε λοιπόν τον Γλαύκωνα στην αρχή του δευτέρου βιβλίου της «Πολιτείας» και λίγο πριν την παρουσίαση του μύθου του Γύγη να εκθέτει, κάνοντας το συνήγορο του διαβόλου όπως προαναφέρθηκε, τις απόψεις του περί δικαιοσύνης :





            «Είναι, λέγουν από τη φύση καλό πράγμα να αδικεί κανείς, αλλά κακό να αδικείται, και μάλιστα πολύ περισσότερο κακό απ’  ότι είναι καλό να αδικεί· ώστε οι άνθρωποι, αφού με το να αδικούν και να αδικούνται μεταξύ των εδοκίμασαν και τα δύο, όσοι απ’ αυτούς δεν είχαν τη δύναμη ούτε να αποφεύγουν τις αδικίες των άλλων, ούτε οι ίδιοι να αδικούν, εσχημάτισαν την ιδέα πως τους είναι συμφερώτερο να συμφωνήσουν μεταξύ τους μήτε να αδικούν μήτε να αδικούνται· και από τότε άρχισαν να βάζουν νομους και να κάνουν συμφωνίες μεταξύ τους και να ονομάζουν δίκαιο και νόμιμο εκείνο που προστάζει ο νόμος· και αυτό είναι η γέννηση και η ουσία της δικαιοσύνης, που είναι το μέσο μεταξύ του καλύτερου, δηλ. να αδικεί κανείς χωρίς να παθαίνει τίποτα, και του χειρότερου, δηλ. να μην έχει κανείς τη δύναμη να εκδικείται όταν τον αδικούν· το δίκαιο λοιπόν, που είναι το μέσον αυτών των δύο, ικανοποιεί όχι επειδή είναι αφεαυτού καλό πράγμα, αλλά επειδή η αδυναμία πολλών να αδικούν το κάνει να το τιμούν για τέτοιο· γιατί ένας που μπορεί να κάνει το άδικο και είναι πραγματικά άντρας, ποτέ δε θα μπορούσε να έρθει με κανένα σε τέτοιο συμβιβασμό, ώστε μήτε να αδικεί, μήτε να αδικείται· γιατί αυτό θα ήταν τρέλλα εκ μέρους του. Αυτή λοιπόν και τέτοια είναι, Σωκράτη, η φύση της δικαιοσύνης, και από τα τέτοια που είπαμε είναι που γεννήθηκε, καθώς λένε».


                Η δικαιοσύνη, ισχυρίζεται ο Γλαύκων, είναι προϊόν αδυναμίας, διότι εάν είχαν εξασφαλισμένη την ατιμωρησία, και οι δίκαιοι και οι άδικοι, θα έκαν όλοι τα χειρότερα εγκλήματα για να κορέσουν τη φιληδονία τους. Η δικαιοσύνη συνεπώς δεν ανταποκρίνεται σε κάποια καθαρή ψυχική διάθεση, αλλά σε βιασμό της θελήσεως, είναι συμβιβασμός που επιτρέπει τη δύσκολη συνύπαρξη του συλλογικού με το ατομικό και τίποτε άλλο. Η απόδειξη που θα φέρει ο Γλαύκων για να στηρίξει τη θέση του είναι ο μύθος του Γύγη.       
                Έτσι ο Γλαύκων θα θέσει στο Σωκράτη το ερώτημα περί της ουσίας της δικαιοσύνης.

http://ekivolosblog.wordpress.com/