https://www.facebook.com/artemissky.blogspot?ref_type=bookmark

ΑΡΤΕΜΙΣ

ΑΡΤΕΜΙΣ
Ήταν θεά του κυνηγιού,”πότνια θηρών” κατά τον Όμηρο,θεά των αγριμιών και της Σελήνης.

ΕΛΛΑΣ - HELLAS

'' Επιόντος άρα θανάτου επί τον άνθρωπον, το μεν θνητόν, ως έοικεν, αυτού αποθνήσκει, το δ' αθάνατον, σώον και αδιάφθορον, οίχεται απιόν. `Οταν επέρχεται ο θάνατος στον άνθρωπο, το μεν θνητό μέρος αυτού, καθώς φαίνεται, πεθαίνει, το δε αθάνατο, η ψυχή, σηκώνεται και φεύγει σώο και άφθαρτο '' ΠΛΑΤΩΝΑ

ΕΛΛΑΣ - HELLAS .

ΕΛΛΑΣ - HELLAS .
ΑΝΟΙΚΩ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ (ΟΛΟ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ Η ΝΕΟ-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Α" μέρος

Ομήρου Οδυσσειάς
Μετάφραση Ν. Καζαντζάκη - Ι. Κακριδή
1938 ( Όγδοη και τελική μορφή)

Περιεχόμενα
1. - α -
Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον. Μνηστήρων εὐωχία
Ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ
2. - β -
Ἰθακησίων ἐκκλησία. Τηλεμάχου ἀποδημία
ἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
3. - γ -
Τὰ ἐν Πύλῳ
Ἠέλιος δ᾿ ἀνόρουσε, λιπὼν περικαλλέα λίμνην
4. - δ -
Τὰ ἐν Λακεδαίμονι
πρὸς δ᾿ ἄρα δώματ᾿ ἔλων Μενελάου κυδαλίμοιο.
5. - ε -
Ὀδυσσέως σχεδία
Ζεὺς ὑψιβρεμέτης, οὗ τε κράτος ἐστὶ μέγιστον.
6. - ζ -
Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαίακας
βῆ ῥ᾿ ἐς Φαιήκων ἀνδρῶν δῆμόν τε πόλιν τε,
7. - η -
Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνοον
τρέφε Ναυσικάαν λευκώλενον ἐν μεγάροισιν.
8. - θ -
Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας
Φαιήκων ἀγορήνδ᾿, ἥ σφιν παρὰ νηυσὶ τέτυκτο.
9. - ι -
Ἀλκίνου ἀπόλογοι. Κυκλώπεια
σίτου καὶ κρειῶν, μέθυ δ᾿ ἐκ κρητῆρος ἀφύσσων
10. - κ -
Τὰ περὶ Αἰόλου καὶ Λαιστρυγόνων καὶ Κίρκης
πλωτῇ ἐνὶ νήσῳ: πᾶσαν δέ τέ μιν πέρι τεῖχος
11. - λ -
Νέκυια
Κίρκη εὐπλόκαμος, δεινὴ θεὸς αὐδήεσσα.
12. - μ -
Σειρῆνες, Σκύλλα, Χάρυβδις, βόες Ἡλίου
Σειρῆνας μὲν πρῶτον ἀφίξεαι, αἵ ῥά τε πάντας
- ν - Ὀδυσσέως ἀπόπλους παρὰ Φαιάκων καὶ ἄφιξις εἰς Ἰθάκην
4
13. Δημόδοκος, λαοῖσι τετιμένος. αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
14. - ξ -
Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία
τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα:
«ξεῖν᾿, οὔ μοι θέμις ἔστ᾿, οὐδ᾿ εἰ κακίων σέθεν ἔλθοι,
15. - ο -
Τηλεμάχου πρὸς Εὔμαιον ἄφιξις
Τηλέμαχον δ᾿ οὐχ ὕπνος ἔχε γλυκύς, ἀλλ᾿ ἐνὶ θυμῷ
νύκτα δι᾿ ἀμβροσίην μελεδήματα πατρὸς ἔγειρεν.
16. - π -
Τηλεμάχου ἀναγνωρισμὸς Ὀδυσσέως
πῶς γὰρ δὴ τὸν ξεῖνον ἐγὼν ὑποδέξομαι οἴκῳ;
αὐτὸς μὲν νέος εἰμὶ καὶ οὔ πω χερσὶ πέποιθα
17. - ρ -
Τηλεμάχου ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην
τὴν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:
«μῆτερ ἐμή, μή μοι γόον ὄρνυθι μηδέ μοι ἦτορ
18. - σ -
Ὀδυσσέως καὶ Ἴρου πυγμή
τὸν δὲ χολωσάμενος προσεφώνεεν Ἶρος ἀλήτης:
«ὢ πόποι, ὡς ὁ μολοβρὸς ἐπιτροχάδην ἀγορεύει,
19. - τ -
Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Τὰ νίπτρα
Δουλιχίῳ τε Σάμῃ τε καὶ ὑλήεντι Ζακύνθῳ,
οἵ τ᾿ αὐτὴν Ἰθάκην εὐδείελον ἀμφινέμονται,
20. - υ -
Τὰ πρὸ τῆς μνηστηροφονίας
φήμην δ᾿ ἐξ οἴκοιο γυνὴ προέηκεν ἀλετρὶς
πλησίον, ἔνθ᾿ ἄρα οἱ μύλαι ἥατο ποιμένι λαῶν,
21. - φ -
Τόξου θέσις
φῶθ᾿ Ἡρακλῆα, μεγάλων ἐπιίστορα ἔργων,
ὅς μιν ξεῖνον ἐόντα κατέκτανεν ᾧ ἐνὶ οἴκῳ,
22. - χ -
Μνηστηροφονία
χρύσεον ἄμφωτον, καὶ δὴ μετὰ χερσὶν ἐνώμα,
ὄφρα πίοι οἴνοιο: φόνος δέ οἱ οὐκ ἐνὶ θυμῷ
μέμβλετο: τίς κ᾿ οἴοιτο μετ᾿ ἀνδράσι δαιτυμόνεσσιὈδυσσέως ὑπὸ Πηνελόπης αναγνωρισμός
τὴν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα περίφρων Πηνελόπεια:
«μαῖα φίλη, χαλεπόν σε θεῶν αἰειγενετάων
24. - ω -
Σπονδαί
τὸν δ᾿ αὖτε ψυχὴ προσεφώνεεν Ἀτρείδαο:
«ὄλβιε Πηλέος υἱέ, θεοῖς ἐπιείκελ᾿ Ἀχιλλεῦ,
ὃς θάνες ἐν Τροίῃ ἑκὰς Ἄργεος: ἀμφὶ δέ σ᾿ ἄλλοι
κτείνοντο Τρώων καὶ Ἀχαιῶν υἷες ἄριστοι,


ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ -α-





-1- Άνδρα μοι ἔννεπε, μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα
πολλὰ
πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν:
πολλῶν δ᾿ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω,
πολλὰ δ᾿ ὅ γ᾿ ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν,

Τον άντρα, Μούσα, τον πολύτροπο τραγούδα μου, που πλήθος
διάβηκε τόπους, αφού πάτησε της Τροίας το κάστρο το άγιο,
και πολιτείες πολλές εγνώρισε, πολλών βουλές ανθρώπων,
κι αρίφνητα τυράννια ετράβηξε στα πέλαγα η καρδιά του,

5 Ἀ ἀρνύμενος ἥν τε ψυχὴν καὶ νόστον ἑταίρων.
ἀλλ᾿ οὐδ᾿ ὣς ἑτάρους ἐρρύσατο, ἱέμενός περ:
αὐτῶν γὰρ σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο,
νήπιοι, οἳ κατὰ βοῦς Ὑπερίονος Ἠελίοιο
ἤσθιον: αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ.

για να σωθεί κι αυτός παλεύοντας και πίσω τους συντρόφους
να φέρει᾿ κι όμως δεν τους γλίτωσε, κι ας το ποθούσε τόσο'
τι από τις ίδιες τους εχάθηκαν τις ανομιές εκείνοι —
οι ανέμυαλοι, που τ᾿ ουρανόδρομου τα βόδια έφαγαν Ήλιου,
κι αυτός τη μέρα τους αρνήστηκε του γυρισμού. Για τούτα

10 τῶν ἁμόθεν γε, θεά, θύγατερ Διός, εἰπὲ καὶ ἡμῖν.
ἔνθ᾿ ἄλλοι μὲν πάντες, ὅσοι φύγον αἰπὺν ὄλεθρον,
οἴκοι ἔσαν, πόλεμόν τε πεφευγότες ἠδὲ θάλασσαν:
τὸν δ᾿ οἶον νόστου κεχρημένον ἠδὲ γυναικὸς
νύμφη πότνι᾿ ἔρυκε Καλυψὼ δῖα θεάων
και μας για λέγε, κάπου αρχίζοντας, κόρη θεϊκιά του Δία.
Όσοι Αχαιοί είχαν απ᾿ το θάνατο τον άξαφνο γλιτώσει
βρίσκονταν σπίτια τους, του πελάγου καί της σφαγής σωσμένοι'
μονάχα αυτόν᾿ που τη γυναίκα του ποθούσε και τη γη του,
η Καλυψώ η θεά, η πανέμνοστη τον έκρυβε νεράιδα

15 ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι, λιλαιομένη πόσιν εἶναι.
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ ἔτος ἦλθε περιπλομένων ἐνιαυτῶν,
τῷ οἱ ἐπεκλώσαντο θεοὶ οἶκόνδε νέεσθαι
εἰς Ἰθάκην, οὐδ᾿ ἔνθα πεφυγμένος ἦεν ἀέθλων
καὶ μετὰ οἷσι φίλοισι. θεοὶ δ᾿ ἐλέαιρον ἅπαντες
στις θολωτές σπηλιές της, θέλοντας να τον κρατήσει γι᾿ άντρα..

Όμως τα χρόνια πια σα γύρισαν κι ήρθε ο καιρός που του 'χαν
κλώσει οι θεοί να ιδεί το σπίτι του φτασμένος στην Ιθάκη,
ουδέ κι εκεί μαθές του απόλειψαν οι αγώνες, κι ας βρισκόταν
μες στους δικούς του πια. Κι οι αθάνατοι τον συμπονούσαν όλοι,

20 νόσφι Ποσειδάωνος: ὁ δ᾿ ἀσπερχὲς μενέαινεν
ἀντιθέῳ Ὀδυσῆι πάρος ἣν γαῖαν ἱκέσθαι.
ἀλλ᾿ ὁ μὲν Αἰθίοπας μετεκίαθε τηλόθ᾿ ἐόντας,
Αἰθίοπας τοὶ διχθὰ δεδαίαται, ἔσχατοι ἀνδρῶν,
οἱ μὲν δυσομένου Ὑπερίονος οἱ δ᾿ ἀνιόντος,

εξόν τον Ποσειδώνα, που άπαυτα του θεϊκού Οδυσσέα
θυμό κρατούσε, στην πατρίδα του πριχού διαγείρει πίσω.
Μα τότε αυτός για τους απόμακρους Αιθίοπες είχε φύγει,
για τους Αιθίοπες, που στην τέλειωση του κόσμου χώρια ζούνε,
μισοί στου Ήλιου τα βασιλέματα, μισοί στ᾿ ανάτελά του,

25 ἀντιόων ταύρων τε καὶ ἀρνειῶν ἑκατόμβης.
ἔνθ᾿ ὅ γ᾿ ἐτέρπετο δαιτὶ παρήμενος: οἱ δὲ δὴ ἄλλοι
Ζηνὸς ἐνὶ μεγάροισιν Ὀλυμπίου ἁθρόοι ἦσαν.
τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε:
μνήσατο γὰρ κατὰ θυμὸν ἀμύμονος Αἰγίσθοιο,

κι εκεί τρανές θυσίες του πρόσφερναν από κριγιούς και ταύρους᾿
κι αυτός καθούμενος ευφραίνουνταν. Οι αθάνατοι οι άλλοι ωστόσο
στου ολύμπιου Δία το αρχοντοπάλατο βρίσκονταν μαζεμένοι.
Πρώτος μιλούσε των αθάνατων και των θνητών ο κύρης,
καθώς τον Αίγιστο τον άψεγο θυμήθη, που εσκοτώθη

30 τόν ῥ᾿ Ἀγαμεμνονίδης τηλεκλυτὸς ἔκταν᾿ Ὀρέστης:
τοῦ ὅ γ᾿ ἐπιμνησθεὶς ἔπε᾿ ἀθανάτοισι μετηύδα:
«ὢ πόποι, οἷον δή νυ θεοὺς βροτοὶ αἰτιόωνται:
ἐξ ἡμέων γάρ φασι κάκ᾿ ἔμμεναι, οἱ δὲ καὶ αὐτοὶ
σφῇσιν ἀτασθαλίῃσιν ὑπὲρ μόρον ἄλγε᾿ ἔχουσιν,

απ᾿ τον Ορέστη, του Αγαμέμνονα το γιο τον ξακουσμένο.
Αυτόν θυμήθη τότε κι έλεγε στους αθανάτους μέσα:
«Πωπώ, με τους θεούς τα βάζουνε πάντα οι θνητοί, πως τάχα
τις συφορές εμείς τους στέλνουμε᾿ μα κι οι αδικίες τους είναι
που πάνω απ᾿ το γραφτό σε βάσανα τους ρίχνουν κοίτα τώρα

35 ἡ ὡς καὶ νῦν Αἴγισθος ὑπὲρ μόρον Ἀτρεί̈δαο
γῆμ᾿ ἄλοχον μνηστήν, τὸν δ᾿ ἔκτανε νοστήσαντα,
εἰδὼς αἰπὺν ὄλεθρον, ἐπεὶ πρό οἱ εἴπομεν ἡμεῖς,
Ἑρμείαν πέμψαντες, ἐύσκοπον ἀργεϊφόντην,
μήτ᾿ αὐτὸν κτείνειν μήτε μνάασθαι ἄκοιτιν:

τον Αίγιστο, δικό του που έκανε του γιου του Ατρέα το ταίρι
χωρίς γραφτό του να 'ναι, κι έσφαξε στο γυρισμό κι εκείνον,
τον ίδιο του χαμό κι ας ήξερε᾿ τι του 'χαμε μηνύσει
πιο πριν με τον Ερμή, τον ξάγρυπνον αργοφονιά, και κείνον
να μη σκοτώσει και το ταίρι του να μη ζητάει να πάρει'

40 ὣ ἐκ γὰρ Ὀρέσταο τίσις ἔσσεται Ἀτρεί̈δαο,
ὁππότ᾿ ἂν ἡβήσῃ τε καὶ ἧς ἱμείρεται αἴης.

τι θα 'ρθει απ᾿ τον Ορέστη η εγδίκηση για τον υγιό του Ατρέα,
μόλις αντρειέψει και στον τόπο του ποθήσει να διαγείρε
7
ὣς ἔφαθ᾿ Ἑρμείας, ἀλλ᾿ οὐ φρένας Αἰγίσθοιο
πεῖθ᾿ ἀγαθὰ φρονέων: νῦν δ᾿ ἁθρόα πάντ᾿ ἀπέτισεν.»
τὸν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη:

Έτσι μιλούσε ο Ερμής, μα του Αίγιστου δέν άλλαζε τη γνώμη,
κι ας ήταν για καλό του᾿ μαζωχτά τα πλέρωσε όλα τώρα.»
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, του απηλογήθη κι είπε:

45
«ὦ πάτερ ἡμέτερε Κρονίδη, ὕπατε κρειόντων,
καὶ λίην κεῖνός γε ἐοικότι κεῖται ὀλέθρῳ:
ὡς ἀπόλοιτο καὶ ἄλλος, ὅτις τοιαῦτά γε ῥέζοι:
ἀλλά μοι ἀμφ᾿ Ὀδυσῆι δαί̈φρονι δαίεται ἦτορ,
δυσμόρῳ, ὃς δὴ δηθὰ φίλων ἄπο πήματα πάσχει

«Υγιέ του Κρόνου και πατέρα μας, μες στους θεούς ο πρώτος,
για κείνον είναι ο πιο που ταίριαζε ξολοθρεμός αλήθεια'
μακάρι να χάνονταν όλοι τους που τέτοιες πράξες κάνουν!
Μα καίγεται η καρδιά μου, ως σκέφτουμαι τον αντρειανό
Οδυσσέα,
τον έρμο, χρόνια που παιδεύεται μακριά από τους δικούς του

50 νήσῳ ἐν ἀμφιρύτῃ, ὅθι τ᾿ ὀμφαλός ἐστι θαλάσσης.
νῆσος δενδρήεσσα, θεὰ δ᾿ ἐν δώματα ναίει,
Ἄτλαντος θυγάτηρ ὀλοόφρονος, ὅς τε θαλάσσης
πάσης βένθεα οἶδεν, ἔχει δέ τε κίονας αὐτὸς
μακράς, αἳ γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἀμφὶς ἔχουσιν.

σ᾿ ένα νησί, που 'ναι της θάλασσας το αφάλι, κυκλωμένο
από τα κύματα, πολύδεντρο᾿ θεά εκεί πάνω μένει,
του Άτλαντα η κόρη του κακόγνωμου, που τους βυθούς κατέχει
του κάθε πέλαου και μονάχος του σηκώνει τις κολόνες
τις αψηλές, που δεν αφήνουνε γη κι ουρανός να σμίξουν.

55 τοῦ θυγάτηρ δύστηνον ὀδυρόμενον κατερύκει,
αἰεὶ δὲ μαλακοῖσι καὶ αἱμυλίοισι λόγοισιν
θέλγει, ὅπως Ἰθάκης ἐπιλήσεται: αὐτὰρ Ὀδυσσεύς,
ἱέμενος καὶ καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι
ἧς γαίης, θανέειν ἱμείρεται. οὐδέ νυ σοί περ

Δικιά του η κόρη που τον άμοιρο κρατάει᾿ στα σύθρηνά του
να τον πλανέσει με τα λόγια της πασκίζει, την Ιθάκη
για να του βγάλει από τη θύμηση᾿ κι εκείνος, λαχταρώντας
και μοναχά καπνό απ᾿ τον τόπο του να ιδεί ν᾿ ανηφορίζει,
ανέλπιδος ποθεί το θάνατο. Μα εσύ, του Ολύμπου ρήγα,

60 ἐντρέπεται φίλον ἦτορ, Ὀλύμπιε. οὔ νύ τ᾿ Ὀδυσσεὺς
Ἀργείων παρὰ νηυσὶ χαρίζετο ἱερὰ ῥέζων
Τροίῃ ἐν εὐρείῃ; τί νύ οἱ τόσον ὠδύσαο, Ζεῦ;»
τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς:»
«τέκνον ἐμόν, ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων.

καρδιά πως έχεις έτσι ανέσπλαχνη; Τάχα ο Οδυσσέας ποτέ του
στα πλοία τ᾿ αργίτικα δεν πρόσφερε θυσίες να σε τιμήσει
μες στην πλατιά την Τροία; Τι θύμωσες λοιπόν μαζί του τόσο;»
Και τότε ο Δίας της αποκρίθηκεν ο νεφελοστοιβάχτης:
«Ποιος λόγος, κόρη μου, σου ξέφυγε της δοντωσιας το φράχτη;

65
πῶς ἂν ἔπειτ᾿ Ὀδυσῆος ἐγὼ θείοιο λαθοίμην,
ὃς περὶ μὲν νόον ἐστὶ βροτῶν, περὶ δ᾿ ἱρὰ θεοῖσιν
ἀθανάτοισιν ἔδωκε, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν;
ἀλλὰ Ποσειδάων γαιήοχος ἀσκελὲς αἰεὶ
Κύκλωπος κεχόλωται, ὃν ὀφθαλμοῦ ἀλάωσεν,

Ν᾿ αποξεχάσω εγώ πως γίνεται τον Οδυσσέα το θείο;
Περνάει στο νου κάθε άλλον άνθρωπο, και πιο απ᾿ τους άλλους
έχει
θυσίες προσφέρει στους αθάνατους, που ζουν στα ουράνια
πλάτη.
Μα ο Ποσειδώνας ακατάπαυτα κρατάει τη μάνητα του,
απ᾿ αφορμή μαθές που τύφλωσε τον Κύκλωπα ο Οδυσσέας,

70 ἀντίθεον Πολύφημον, ὅου κράτος ἐστὶ μέγιστον
πᾶσιν Κυκλώπεσσι: Θόωσα δέ μιν τέκε νύμφη,
Φόρκυνος θυγάτηρ ἁλὸς ἀτρυγέτοιο μέδοντος,
ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι Ποσειδάωνι μιγεῖσα.
ἐκ τοῦ δὴ Ὀδυσῆα Ποσειδάων ἐνοσίχθων

το θεοδύναμο Πολύφημο, τον πιο αντρειωμένο σ᾿ όλους
μέσα τους Κύκλωπες 'τον γέννησεν η Θόωσα, μια νεράιδα,
στον Ποσειδώνα, ερωτοσμίγοντας μαζί του μες στα σπήλια,
του Φόρκη η κόρη, που τη θάλασσα την άκαρπη αφεντεύει.
Για τούτο ο Ποσειδώνας μάχεται τον Οδυσσέα᾿ δε θέλει

75 οὔ τι κατακτείνει, πλάζει δ᾿ ἀπὸ πατρίδος αἴης.
ἀλλ᾿ ἄγεθ᾿, ἡμεῖς οἵδε περιφραζώμεθα πάντες
νόστον, ὅπως ἔλθῃσι: Ποσειδάων δὲ μεθήσει
ὃν χόλον: οὐ μὲν γὰρ τι δυνήσεται ἀντία πάντων
ἀθανάτων ἀέκητι θεῶν ἐριδαινέμεν οἶος.»

το θάνατο του, μα απ᾿ τον τόπο του μακριά τόνε ξορίζει.
Μα ελατέ τώρα εμείς οι επίλοιποι να βουλευτούμε αντάμα
πως θα διαγείρει στην πατρίδα του᾿ μια μέρα θα μερέψει
κι ο Ποσειδώνας᾿ τι δε γίνεται μαζί μας να τα βάλει,
μονάχος με όλους τους αθάνατους θεούς, αθέλητα μας.»

80 τὸν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη:
«ὦ πάτερ ἡμέτερε Κρονίδη, ὕπατε κρειόντων,
εἰ μὲν δὴ νῦν τοῦτο φίλον μακάρεσσι θεοῖσιν,
νοστῆσαι Ὀδυσῆα πολύφρονα ὅνδε δόμονδε,

Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, του απηλογήθη κι είπε:
«Υγιέ του Κρόνου και πατέρα μας, μες στους θεούς ο πρώτος,
αλήθεια, αν οι θεοί το θέλησαν οι τρισμακάριοι τώρα
το γνωστικό Οδυσσέα στο σπίτι του ν᾿ αφήσουν να διαγείρει,
Ἑρμείαν μὲν ἔπειτα διάκτορον ἀργεϊφόντην      εγώ να πούμε τότε θα 'λεγα του Ερμή του ψυχολάτη,
85 νῆσον ἐς Ὠγυγίην ὀτρύνομεν, ὄφρα τάχιστα
νύμφῃ ἐυπλοκάμῳ εἴπῃ νημερτέα βουλήν,
νόστον Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος, ὥς κε νέηται:
αὐτὰρ ἐγὼν Ἰθάκηνδ᾿ ἐσελεύσομαι, ὄφρα οἱ υἱὸν
μᾶλλον ἐποτρύνω καί οἱ μένος ἐν φρεσὶ θείω,

του αργοφονιά, μιαν ώρα αρχύτερα στην Ωγυγία να δράμει,
τον ορισμό μας τον ασάλευτο της ομορφομαλλούσας
να πει ξωθιάς, ο καρτερόψυχος να στρέψει πια Οδυσσέας.
Κι εγώ για την Ιθάκη γρήγορα κινώ, να ξεσηκώσω
το γιο του πιότερο, στα φρένα του κουράγιο να φυσήξω,

90 εἰς ἀγορὴν καλέσαντα κάρη κομόωντας Ἀχαιοὺς
πᾶσι μνηστήρεσσιν ἀπειπέμεν, οἵ τέ οἱ αἰεὶ
μῆλ᾿ ἁδινὰ σφάζουσι καὶ εἰλίποδας ἕλικας βοῦς.
πέμψω δ᾿ ἐς Σπάρτην τε καὶ ἐς Πύλον ἠμαθόεντα
νόστον πευσόμενον πατρὸς φίλου, ἤν που ἀκούσῃ,

σε συντυχιά τους μακρομάλληδες Αργίτες να καλέσει,
και στους μνηστήρες πια ξεκάθαρα να πει να μην του σφάζουν
τα πλήθια αρνιά και τα στριφτόκερα, στριφτόζαλά του βόδια.
Στη Σπάρτη και στην Πύλο λόγιασα μετά την αμμουδάτη
να τόνε στείλω, για του κύρη του το γυρισμό να μάθει,

95 ἠδ᾿ ἵνα μιν κλέος ἐσθλὸν ἐν ἀνθρώποισιν ἔχῃσιν.»
ὣς εἰποῦσ᾿ ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα,
ἀμβρόσια χρύσεια, τά μιν φέρον ἠμὲν ἐφ᾿ ὑγρὴν
ἠδ᾿ ἐπ᾿ ἀπείρονα γαῖαν ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο:
εἵλετο δ᾿ ἄλκιμον ἔγχος, ἀκαχμένον ὀξέι χαλκῷ,

μαζί για ν᾿ ακουστεί περίλαμπρο στον κόσμο τ᾿ όνομά του.»
Είπε, και γρήγορα στα πόδια της χρυσά περνάει σαντάλια,
πανώρια, αθάνατα, που ανάλαφρα, με τις πνοές του ανέμου,
τη φέρναν πάνω απ᾿ τις απέραντες στεριές και τα πελάγη.
Κι αδράχνει το γερό κοντάρι της, το καλοακονισμένο,

100 βριθὺ μέγα στιβαρόν, τῷ δάμνησι στίχας ἀνδρῶν
ἡρώων, τοῖσίν τε κοτέσσεται ὀβριμοπάτρη.
βῆ δὲ κατ᾿ Οὐλύμποιο καρήνων ἀίξασα,
στῆ δ᾿ Ἰθάκης ἐνὶ δήμῳ ἐπὶ προθύροις Ὀδυσῆος,
οὐδοῦ ἐπ᾿ αὐλείου: παλάμῃ δ᾿ ἔχε χάλκεον ἔγχος,

το δυνατό, βαρύ, θεόρατο κοντάρι, που σκοτώνει
όσους ηρώους του Τρανοδύναμου την κόρη έχουν θυμώσει'
και τις κορφές του Ολύμπου αφήνοντας με βιάση εχύθη κάτω,
και στην Ιθάκη ως ήρθε, στάθηκε μπρος στου Οδυσσέα το σπίτι,
πα στο κατώφλι της αυλόπορτας, κρατώντας το κοντάρι,

105 εἰδομένη ξείνῳ, Ταφίων ἡγήτορι Μέντῃ.
εὗρε δ᾿ ἄρα μνηστῆρας ἀγήνορας. οἱ μὲν ἔπειτα
πεσσοῖσι προπάροιθε θυράων θυμὸν ἔτερπον
ἥμενοι ἐν ῥινοῖσι βοῶν, οὓς ἔκτανον αὐτοί:
κήρυκες δ᾿ αὐτοῖσι καὶ ὀτρηροὶ θεράποντες

με ξένο, με το Μέντη μοιάζοντας των Ταφιωτών το ρήγα'
και βρήκε τότε εκεί τους πέρφανους μνηστήρες, που περνούσαν
την ώρα τους πεντάλφα παίζοντας μπρος στου σπιτιού τις πόρτες,
σε δέρματα βοδιών καθούμενοι, που τα 'χαν σφάξει ατοί τους
Κράχτες και πρόθυμα παιδόπουλα τους γνοιάζουνταν᾿ οι πρώτοι

110 οἱ μὲν οἶνον ἔμισγον ἐνὶ κρητῆρσι καὶ ὕδωρ,
οἱ δ᾿ αὖτε σπόγγοισι πολυτρήτοισι τραπέζας
νίζον καὶ πρότιθεν, τοὶ δὲ κρέα πολλὰ δατεῦντο.
τὴν δὲ πολὺ πρῶτος ἴδε Τηλέμαχος θεοειδής,
ἧστο γὰρ ἐν μνηστῆρσι φίλον τετιημένος ἦτορ,

συγκέρνααν το κρασί τους χύνοντας νερό μες στα κροντήρια,
κι οι άλλοι παστρεύαν με χιλιότρυπα σφουγγάρια τα τραπέζια
και τα 'στηναν μπροστά τους, άλλοι τους σωρό τα κρέατα κόβαν.
Πρώτος απ᾿ όλους ο θεόμορφος Τηλέμαχος την είδε'
τι μέσα στους μνηστήρες κάθουνταν με πικραμένα σπλάχνα

115 ὀσσόμενος πατέρ ἐσθλὸν ἐνὶ φρεσίν, εἴ ποθεν ἐλθὼν
μνηστήρων τῶν μὲν σκέδασιν κατὰ δώματα θείη,
τιμὴν δ᾿ αὐτὸς ἔχοι καὶ δώμασιν οἷσιν ἀνάσσοι.
τὰ φρονέων, μνηστῆρσι μεθήμενος, εἴσιδ᾿ Ἀθήνην.
βῆ δ᾿ ἰθὺς προθύροιο, νεμεσσήθη δ᾿ ἐνὶ θυμῷ
και τον τρανό θυμόταν κύρη του — να πρόβελνε από κάπου

και τους μνηστήρες διασκορπίζοντας από το σπίτι, πάλε
να γίνει αφέντης στο παλάτι του και ρήγας τιμημένος!
Τέτοια λογιώντας κει που κάθουνταν με τους μνηστήρες είδε
την Αθηνά, και στην αυλόπορτα τρέχει γραμμή, τι εντράπη

120 ξεῖνον δηθὰ θύρῃσιν ἐφεστάμεν: ἐγγύθι δὲ στὰς
χεῖρ᾿ ἕλε δεξιτερὴν καὶ ἐδέξατο χάλκεον ἔγχος,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
«χαῖρε, ξεῖνε, παρ᾿ ἄμμι φιλήσεαι: αὐτὰρ ἔπειτα
δείπνου πασσάμενος μυθήσεαι ὅττεό σε χρή.»

ξένος στη θύρα του να στέκεται πολληώρα᾿ κι ήρθε ομπρός της,
το χέρι το δεξιό της έπιασε, της πήρε το κοντάρι
το χάλκινο και με άνεμάρπαστα της συντυχαίνει λόγια:
«Ξένε μου, γεια! Θα 'ρθείς στο σπίτι μας να σε φιλοκονέψω᾿
χορταίνοντας, αν θες, μολόγα μας σαν ποια σε φέρνει ανάγκη.»

125 «ὣς εἰπὼν ἡγεῖθ᾿, ἡ δ᾿ ἕσπετο Παλλὰς Ἀθήνη.
οἱ δ᾿ ὅτε δή ῥ᾿ ἔντοσθεν ἔσαν δόμου ὑψηλοῖο,
ἔγχος μέν ῥ᾿ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα μακρὴν
Είπε κι ομπρός έμπηκε᾿ πίσω του κινούσε κι η Παλλάδα᾿

κι ως μπαίνοντας οι δυο τους βρέθηκαν μες στο αψηλό παλάτι,
έστησε εκείνος το κοντάρι της στην καλοτορνεμένη

δουροδόκης ἔντοσθεν ἐυξόου, ἔνθα περ ἄλλα
ἔγχε᾿ Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος ἵστατο πολλά,

κονταροθήκη, πλάι στην τρίψηλη κολόνα, εκεί που κι άλλα
κοντάρια πλήθος του τρανόψυχου στεκόνταν Οδυσσέα.
130 αὐτὴν δ᾿ ἐς θρόνον εἷσεν ἄγων, ὑπὸ λῖτα πετάσσας,
καλὸν δαιδάλεον: ὑπὸ δὲ θρῆνυς ποσὶν ἦεν.
πὰρ δ᾿ αὐτὸς κλισμὸν θέτο ποικίλον, ἔκτοθεν ἄλλων
μνηστήρων, μὴ ξεῖνος ἀνιηθεὶς ὀρυμαγδῷ
δείπνῳ ἁδήσειεν, ὑπερφιάλοισι μετελθών,

Ρίχνει λινό σεντόνι σε όμορφο θρονί πλουμάτο απάνω
και την καθίζει, κι είχε κάτωθε προσκάμνι για τα πόδια'
κι αυτός το σκαλιστό του εσίμωσε σκαμνί, από τους μνηστήρες
μακριά, στον τάραχο που ανάδιναν οι ξιπασμένοι εκείνοι
να μη βαρυγκομήσει ο ξένος του πα στο φαΐ, κι ακόμα

135 ἠδ᾿ ἵνα μιν περὶ πατρὸς ἀποιχομένοιο ἔροιτο.
χέρνιβα δ᾿ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα
καλῇ χρυσείῃ, ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος,
νίψασθαι: παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν.
σῖτον δ᾿ αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα,

να τον ρωτήσει για τον κύρη του που γύριζε στα ξένα.
Μια παρακόρη τότε τρέχοντας νερό σε στάμνα φέρνει,
χρυσή, πανώρια, κι από κάτω της ένα αργυρό λεγένι,
για να πλυθούν, κι ομπρός τους άπλωσε στραφταλιστά τραπέζι.
Ψωμί κι η σεβαστή κελάρισσα τους κουβαλάει, και πλήθος

140 εἴδατα πόλλ᾿ ἐπιθεῖσα, χαριζομένη παρεόντων:
δαιτρὸς δὲ κρειῶν πίνακας παρέθηκεν ἀείρας
παντοίων, παρὰ δέ σφι τίθει χρύσεια κύπελλα:
κῆρυξ δ᾿ αὐτοῖσιν θάμ᾿ ἐπῴχετο οἰνοχοεύων.
ἐς δ᾿ ἦλθον μνηστῆρες ἀγήνορες. οἱ μὲν ἔπειτα
φαγιά απιθώνει, απ᾿ ό,τι βρέθηκε καλό φιλεύοντάς τους.

Απλάδες κρέατα πήρε κι έφερε κι ο τραπεζάρης μπρος τους
λογής λογής, και πλάι τους έβαλε μαλαματένιες κούπες'
και κάθε τόσο ο κράχτης σίμωνε, κρασί να τους κεράσει.
Μαζί κι οι ξιπασμένοι μπήκανε μνηστήρες στο παλάτι

145 ἑξείης ἕζοντο κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε,
τοῖσι δὲ κήρυκες μὲν ὕδωρ ἐπὶ χεῖρας ἔχευαν,
σῖτον δὲ δμῳαὶ παρενήνεον ἐν κανέοισιν,
κοῦροι δὲ κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο.
οἱ δ᾿ ἐπ᾿ ὀνείαθ᾿ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.

και σε σκαμνιά και σε καθίσματα γραμμή εκαθίζαν όλοι.
Κι οι κράχτες πήραν και τους Ιχυναν νερό στα χέρια απάνω,
κι οι σκλάβες το ψωμί τους σώριαζαν μες σε πλεχτά πανέρια,
και τα κροντήρια τα παιδόπουλα κρασί τα ξεχείλιζαν.
Κι αυτοί στα ετοιμασμένα αντίκρυ τους φαγιά τα χέρια άπλωσαν

150 αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο
μνηστῆρες, τοῖσιν μὲν ἐνὶ φρεσὶν ἄλλα μεμήλει,
μολπή τ᾿ ὀρχηστύς τε: τὰ γὰρ τ᾿ ἀναθήματα δαιτός:
κῆρυξ δ᾿ ἐν χερσὶν κίθαριν περικαλλέα θῆκεν
Φημίῳ, ὅς ῥ᾿ ἤειδε παρὰ μνηστῆρσιν ἀνάγκῃ.
και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο,
στο νου τους οι μνηστήρες έβαλαν κάτι άλλο — το τραγούδι
και το χορό, κι αυτά πρεπίζουνε τις τάβλες των ανθρώπων.
Κι ο κράχτης την πεντάμορφη έβαλε κιθάρα μες στα χέρια
του Φήμιου, στους μνηστήρες που 'ψαλλε συχνά, μα αθέλητα του.

155 ἦ τοι ὁ φορμίζων ἀνεβάλλετο καλὸν ἀείδειν.
αὐτὰρ Τηλέμαχος προσέφη γλαυκῶπιν Ἀθήνην,
ἄγχι σχὼν κεφαλήν, ἵνα μὴ πευθοίαθ᾿ οἱ ἄλλοι:
«ξεῖνε φίλ᾿, ἦ καὶ μοι νεμεσήσεαι ὅττι κεν εἴπω;
τούτοισιν μὲν ταῦτα μέλει, κίθαρις καὶ ἀοιδή,
Κι ως την κιθάρα εκείνος παίζοντας γλυκό τραγούδι εκίνα,
γυρνάει στην Αθηνά ο Τηλέμαχος και λέει, τη γλαυκομάτα,
κοντά κρατώντας το κεφάλι του, να μην ακούσουν οι άλλοι:
«Ξένε καλέ μου, κάτι αν σου 'λεγα, θα τα 'βαζες μαζί μου;
Τούτοι γι᾿ αυτά μονάχα νοιάζουνται, κιθάρα και τραγούδι'

160 ῥεῖ᾿, ἐπεὶ ἀλλότριον βίοτον νήποινον ἔδουσιν,
ἀνέρος, οὗ δή που λεύκ᾿ ὀστέα πύθεται ὄμβρῳ
κείμεν᾿ ἐπ᾿ ἠπείρου, ἢ εἰν ἁλὶ κῦμα κυλίνδει.
εἰ κεῖνόν γ᾿ Ἰθάκηνδε ἰδοίατο νοστήσαντα,
πάντες κ᾿ ἀρησαίατ᾿ ἐλαφρότεροι πόδας εἶναι

και τι τους μέλει, που αλογάριαστα το ξένο βιος ρημάζουν! —
κάποιου, που τ᾿ άσπρα του τα κόκαλα στη γης σαπίζουν κάπου
απ᾿ τις βροχές, για και στο πέλαγο τα κυλιντράει το κύμα.
Μα αν στην Ιθάκη τον αντίκριζαν μια μέρα γυρισμένο,
θα ευκιόνταν όλοι τους πιο γρήγοροι να γίνουν στα ποδάρια

165 ἢ ἀφνειότεροι χρυσοῖό τε ἐσθῆτός τε.
νῦν δ᾿ ὁ μὲν ὣς ἀπόλωλε κακὸν μόρον, οὐδέ τις ἡμῖν
θαλπωρή, εἴ πέρ τις ἐπιχθονίων ἀνθρώπων
φῇσιν ἐλεύσεσθαι: τοῦ δ᾿ ὤλετο νόστιμον ἦμαρ.
ἀλλ᾿ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον:
παρά σε ρούχα και σε μάλαμα πιο πλούσιοι να βρεθούνε.

Μα τώρα αυτός κακοθανάτισε! Και ποια η παρηγοριά μας
θαρρείς, σαν έρχεται ένας άνθρωπος απ᾿ όσους ζουν στον κόσμο
και λέει πως θα διαγείρει; Χάθηκε του γυρισμού του η μέρα!
Μον᾿ έλα τώρα, δώσε απόκριση, την πάσα αλήθεια πες μου:


170 τίς πόθεν εἰς ἀνδρῶν; πόθι τοι πόλις ἠδὲ τοκῆες;
ὁπποίης τ᾿ ἐπὶ νηὸς ἀφίκεο: πῶς δέ σε ναῦται

Ποιος είσαι; πούθε; που η πατρίδα σου και που οι γονιοί σου
εσένα;
10
ἤγαγον εἰς Ἰθάκην; τίνες ἔμμεναι εὐχετόωντο;
οὐ μὲν γὰρ τί σε πεζὸν ὀίομαι ἐνθάδ᾿ ἱκέσθαι.
καί μοι τοῦτ᾿ ἀγόρευσον ἐτήτυμον, ὄφρ᾿ ἐὺ εἰδῶ,

και ποιο είναι το καράβι που 'φτασες; οι ναύτες στην Ιθάκη
πως σ᾿ έφεραν μαθές; ποιοί πέτουνται πως είναι τάχα, πες μου'
στα μέρη ετούτα δε φαντάζουμαι πεζός φτασμένος να 'σαι!
Κι ακόμα αυτό σωστά μολόγα μου, καλά να καταλάβω:

175 ἠὲ νέον μεθέπεις ἦ καὶ πατρώιός ἐσσι
ξεῖνος, ἐπεὶ πολλοὶ ἴσαν ἀνέρες ἡμέτερον δῶ
ἄλλοι, ἐπεὶ καὶ κεῖνος ἐπίστροφος ἦν ἀνθρώπων.»
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη:
«τοιγὰρ ἐγώ τοι ταῦτα μάλ᾿ ἀτρεκέως ἀγορεύσω.

Τάχα πρωτόρχεσαι στον τόπο μας, για είσαι παλιάθε φίλος
του κύρη μου; πολλοί μας έρχουνταν μαθές στο σπίτι ξένοι
χρόνια παλιά, γιατί τριγύριζε πολύν κι εκείνος κόσμο.»
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, του απηλογήθη κι είπε:
«Για τούτα τώρα που με ρώτησες θα πω την πάσα αλήθεια"

180 Μέντης Ἀγχιάλοιο δαί̈φρονος εὔχομαι εἶναι
υἱός, ἀτὰρ Ταφίοισι φιληρέτμοισιν ἀνάσσω.
νῦν δ᾿ ὧδε ξὺν νηὶ κατήλυθον ἠδ᾿ ἑτάροισιν
πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον ἐπ᾿ ἀλλοθρόους
ἀνθρώπους,
ἐς Τεμέσην μετὰ χαλκόν, ἄγω δ᾿ αἴθωνα σίδηρον.

πως είμαι γιος του Αγχίαλου πέτομαι του καστροπολεμάρχου᾿
Μέντη με λεν, κι οι καραβόχαροι Ταφιώτες μ᾿ έχουν ρήγα.
Εδώ έχω φτάσει με τους συντρόφους στο πλοίο μου΄ ταξιδεύω
για τόπο αλλόγλωσσο, την Τέμεσα, στο πέλαο το κρασάτο,
στραφταλιστό να δώσω σίδερο, χαλκό να πάρω πίσω.

185 νηῦς δέ μοι ἥδ᾿ ἕστηκεν ἐπ᾿ ἀγροῦ νόσφι πόληος,
ἐν λιμένι Ῥείθρῳ ὑπὸ Νηίῳ ὑλήεντι.
ξεῖνοι δ᾿ ἀλλήλων πατρώιοι εὐχόμεθ᾿ εἶναι
ἐξ ἀρχῆς, εἴ πέρ τε γέροντ᾿ εἴρηαι ἐπελθὼν
Λαέρτην ἥρωα, τὸν οὐκέτι φασὶ πόλινδε

Μακριά απ᾿ το κάστρο το καράβι μου στα ξώμερα προσμένει,
κάτω απ᾿ το Νήιο το πολύδεντρο, στο Ρείθρο το λιμάνι.
Και φίλοι γονικοί λογιόμαστε πως είμαστε από χρόνια
παλιά᾿ για τράβα, αν θες, στο γέροντα, τον αντρειανό Λαέρτη,
και ρώτα τον ακούω, δεν έρχεται στην πολιτεία πια τώρα,

190 ἔρχεσθ᾿, ἀλλ᾿ ἀπάνευθεν ἐπ᾿ ἀγροῦ πήματα πάσχειν
γρηὶ σὺν ἀμφιπόλῳ, ἥ οἱ βρῶσίν τε πόσιν τε
παρτιθεῖ, εὖτ᾿ ἄν μιν κάματος κατὰ γυῖα λάβῃσιν
ἑρπύζοντ᾿ ἀνὰ γουνὸν ἀλωῆς οἰνοπέδοιο.
νῦν δ᾿ ἦλθον: δὴ γάρ μιν ἔφαντ᾿ ἐπιδήμιον εἶναι,

μον᾿ έξω στα χωράφια κάθεται μακριά και τυραννιέται,
και μια γερόντισσα τον γνοιάζεται μπροστά του κουβαλώντας
φαγί, κρασί, σαν πια στο χτήμα του, στων αμπελιών τους όχτους,
σουρθεί ολημέρα κι απ᾿ τον κάματο του 'χουν λυθεί τα γόνα.
Με βλέπεις τώρα εδώ, τι ακούστηκε πως είχε πια διαγείρει

195 σὸν πατέρ': ἀλλά νυ τόν γε θεοὶ βλάπτουσι κελεύθου.
οὐ γάρ πω τέθνηκεν ἐπὶ χθονὶ δῖος Ὀδυσσεύς,
ἀλλ᾿ ἔτι που ζωὸς κατερύκεται εὐρέι πόντῳ
νήσῳ ἐν ἀμφιρύτῃ, χαλεποὶ δέ μιν ἄνδρες ἔχουσιν
ἄγριοι, οἵ που κεῖνον ἐρυκανόωσ᾿ ἀέκοντα.

ο κύρης σου᾿ θεοί όμως σίγουρα θα του αμπόδαν το δρόμο.
Όχι, ο Οδυσσέας ο αρχοντογέννητος δεν πέθανεν ακόμα!
Κάπου θα ζει σε θαλασσόζωστο νησί, περιορισμένος
απ᾿ το πλατύ το πέλαο, κι άπονοι τον δυναστεύουν άντρες,
άγριοι, που αμπόδια στο ταξίδι του θα βάζουν άθελα του.

200 αὐτὰρ νῦν τοι ἐγὼ μαντεύσομαι, ὡς ἐνὶ θυμῷ

ἀθάνατοι βάλλουσι καὶ ὡς τελέεσθαι ὀίω,
οὔτε τι μάντις ἐὼν οὔτ᾿ οἰωνῶν σάφα εἰδώς.
οὔ τοι ἔτι δηρόν γε φίλης ἀπὸ πατρίδος αἴης
ἔσσεται, οὐδ᾿ εἴ πέρ τε σιδήρεα δέσματ᾿ ἔχῃσιν:

Μαντεία θα κάνω τώρα κι άκου με, τι οι αθάνατοι μου δίνουν
την ώρα αύτη στα φρένα φώτιση, κι αυτό θαρρώ θα γένει,
κι ας μην κατέχω εγώ μαντέματα, κι απ᾿ όρνια ας μη γνωρίζω:
Καιρό πολύ από την πατρίδα του πια δε θα λείψει εκείνος'
ακόμα σιδερένιες άλυσες κι αν τον κρατούν δεμένο,

205 φράσσεται ὥς κε νέηται, ἐπεὶ πολυμήχανός ἐστιν.
ἀλλ᾿ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον,
εἰ δὴ ἐξ αὐτοῖο τόσος πάϊς εἰς Ὀδυσῆος.
αἰνῶς μὲν κεφαλήν τε καὶ ὄμματα καλὰ ἔοικας
κείνῳ, ἐπεὶ θαμὰ τοῖον ἐμισγόμεθ᾿ ἀλλήλοισιν,

θα βρει τον τρόπο λέω, πολύτεχνος ως είναι, να γυρίσει.
Μον᾿ έλα τώρα, δώσ᾿ μου απόκριση και την αλήθεια πες μου:
Γιο του ο Οδυσσέας να σ᾿ έχει γίνεται, τόσο τρανός που δείχνεις;
Τα όμορφα μάτια, το κεφάλι σου σα βλέπω, μου θυμίζεις
εκείνον, τι συναπαντιούμαστε πολλές φορές οι δυο μας,

210 πρίν γε τὸν ἐς Τροίην ἀναβήμεναι, ἔνθα περ ἄλλοι
Ἀργείων οἱ ἄριστοι ἔβαν κοίλῃς ἐνὶ νηυσίν:
ἐκ τοῦ δ᾿ οὔτ᾿ Ὀδυσῆα ἐγὼν ἴδον οὔτ᾿ ἔμ᾿ ἐκεῖνος.»
τὴν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:
«τοιγὰρ ἐγώ τοι, ξεῖνε, μάλ᾿ ἀτρεκέως ἀγορεύσω.

πριν για την Τροία κινήσει᾿ κι έφευγαν μαζί κι Αργίτες άλλοι
στα βαθουλά καράβια, οι κάλλιοι μας. Από τα χρόνια εκείνα
τον Οδυσσέα πια δεν αντίκρισα, μηδέ κι εμένα εκείνος.»
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
«Την πάσα αλήθεια εγώ μιλώντας σου θα μολογήσω, ξένε'
215 μήτηρ μέν τέ μέ φησι τοῦ ἔμμεναι, αὐτὰρ ἐγώ γε
οὐκ οἶδ': οὐ γάρ πώ τις ἑὸν γόνον αὐτὸς ἀνέγνω.
ὡς δὴ ἐγώ γ᾿ ὄφελον μάκαρός νύ τευ ἔμμεναι υἱὸς
ἀνέρος, ὃν κτεάτεσσιν ἑοῖς ἔπι γῆρας ἔτετμε.
νῦν δ᾿ ὃς ἀποτμότατος γένετο θνητῶν ἀνθρώπων,

δικός του λέει πως είμαι η μάνα μου, μα εγώ που θες να ξέρω;
Ο άντρας ποιος είναι που μας έσπειρε κανένας δεν κατέχει.
Αχ, κάποιου ανθρώπου καλορίζικου να 'μουν υγιός, μακάρι,
που τόνε βρίσκουν τα γεράματα μες στα πολλά αγαθά του!
Μα τώρα αυτός που, ως λεν, με γέννησε, μια και ζητάς να μάθεις,

220 τοῦ μ᾿ ἔκ φασι γενέσθαι, ἐπεὶ σύ με τοῦτ᾿ ἐρεείνεις.»
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη:
«οὐ μέν τοι γενεήν γε θεοὶ νώνυμνον ὀπίσσω
θῆκαν, ἐπεὶ σέ γε τοῖον ἐγείνατο Πηνελόπεια.
ἀλλ᾿ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον:
μέσα στον κόσμον όλο εστάθηκεν ο πιο συφοριασμένος.»

Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, του απηλογήθη κι είπε:
«Ανέγνωρο οι θεοί το γένος σου και στα που θα 'ρθουν χρόνια
δεν άφησαν, αφού σε γέννησεν η Πηνελόπη τέτοιον!
Μον᾿ έλα τώρα, δώσ᾿ μου απόκριση και την αλήθεια πες μου:

225 τίς δαίς, τίς δὲ ὅμιλος ὅδ᾿ ἔπλετο; τίπτε δέ σε χρεώ;
εἰλαπίνη ἠὲ γάμος; ἐπεὶ οὐκ ἔρανος τάδε γ᾿ ἐστίν:
ὥς τέ μοι ὑβρίζοντες ὑπερφιάλως δοκέουσι
δαίνυσθαι κατὰ δῶμα. νεμεσσήσαιτό κεν ἀνὴρ
αἴσχεα πόλλ᾿ ὁρόων, ὅς τις πινυτός γε μετέλθοι.»



τι είναι το γλέντι αυτό κι η μάζωξη; γιατί το κάνεις; γάμος,
γιορτή 'ναι; τι δε μοιάζει να 'χετε συντροφικό τραπέζι.
Πολύ ξαδιάντροποι μου φαίνουνται, μεγάλη η ξιπασιά τους
στο σπίτι εδώ να τραπεζώνουνται᾿ ποιος μυαλωμένος άντρας
που εδώ θα 'ρχόταν δε θα θύμωνε, ντροπές θωρώντας τέτοιες;»

230 τὴν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:
«ξεῖν᾿, ἐπεὶ ἂρ δὴ ταῦτά μ᾿ ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς,
μέλλεν μέν ποτε οἶκος ὅδ᾿ ἀφνειὸς καὶ ἀμύμων
ἔμμεναι, ὄφρ᾿ ἔτι κεῖνος ἀνὴρ ἐπιδήμιος ἦεν:
νῦν δ᾿ ἑτέρως ἐβόλοντο θεοὶ κακὰ μητιόωντες,

Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά της δίνει:
«Ξένε, για τούτα που με ρώτησες και θέλεις να τα μάθεις —
παλιά το σπίτι αυτό αψεγάδιαστο και πλούσιο πρέπει να 'ταν,
ο άντρας εκείνος όσο βρίσκουνταν στο κάστρο εδώ᾿ μα τώρα
κακό οι θεοί στα φρένα ελόγιασαν κι αλλιώς τ᾿ αποφασίσαν᾿

235
οἳ κεῖνον μὲν ἄιστον ἐποίησαν περὶ πάντων
ἀνθρώπων, ἐπεὶ οὔ κε θανόντι περ ὧδ᾿ ἀκαχοίμην,
εἰ μετὰ οἷς ἑτάροισι δάμη Τρώων ἐνὶ δήμῳ,
ἠὲ φίλων ἐν χερσίν, ἐπεὶ πόλεμον τολύπευσεν.
τῷ κέν οἱ τύμβον μὲν ἐποίησαν Παναχαιοί,

κείνον τον έκαναν ανάφαντο πιο απ᾿ όλους τους ανθρώπους᾿
αλήθεια, αν είχε βρει το θάνατο, δε θα λυπόμουν τόσο,
μα να 'χει ανάμεσα στους συντρόφους στων Τρωών τη χώρα
πέσει,
για, κι ως ετέλεψε τον πόλεμο, στα χέρια των δικών του.
Οι Αργίτες όλοι θα του σήκωναν τρανό μνημούρι τότε,

240 ἠδέ κε καὶ ᾧ παιδὶ μέγα κλέος ἤρατ᾿ ὀπίσσω.
νῦν δέ μιν ἀκλειῶς ἅρπυιαι ἀνηρείψαντο:
οἴχετ᾿ ἄιστος ἄπυστος, ἐμοὶ δ᾿ ὀδύνας τε γόους τε
κάλλιπεν. οὐδέ τι κεῖνον ὀδυρόμενος στεναχίζω
οἶον, ἐπεί νύ μοι ἄλλα θεοὶ κακὰ κήδε᾿ ἔτευξαν.

κι ακόμα η δόξα του θ᾿ απόμενε κλερονομιά στα γιο του.
Τώρα ποιος ξέρει πως τον άρπαξαν οι Ανεμικές κι εχάθη!
Επήγε ανάφαντος, ανάκουστος, και μένα αφήκε θρήνους
και στεναγμούς᾿ κι ουδέ που δέρνουμαι και μύρουμαι για κείνον
μονάχα, τι οι θεοί σε βάσανα μ᾿ έχουνε ρίξει κι άλλα:

245 ὅσσοι γὰρ νήσοισιν ἐπικρατέουσιν ἄριστοι,
Δουλιχίῳ τε Σάμῃ τε καὶ ὑλήεντι Ζακύνθῳ,
ἠδ᾿ ὅσσοι κραναὴν Ἰθάκην κάτα κοιρανέουσιν,
τόσσοι μητέρ᾿ ἐμὴν μνῶνται, τρύχουσι δὲ οἶκον.
ἡ δ᾿ οὔτ᾿ ἀρνεῖται στυγερὸν γάμον οὔτε τελευτὴν

αυτοί που τα νησιά αφεντεύουνε κι οι πιο τρανοί 'ναι αρχόντοι
στην πολυδασωμένη Ζάκυθο, στη Σάμη, στο Δουλίχι,
κι όσοι τρογύρα στην πετρόχαρην Ιθάκη ρηγαδεύουν,
όλοι ζητάνε τη μητέρα μου και καταλύουν το βιος μου.
Κι αυτή το γάμο τον οχτρεύεται, μα μήτε τον αρνιέται,

250 ποιῆσαι δύναται: τοὶ δὲ φθινύθουσιν ἔδοντες
οἶκον ἐμόν: τάχα δή με διαρραίσουσι καὶ αὐτόν.»
τὸν δ᾿ ἐπαλαστήσασα προσηύδα Παλλὰς Ἀθήνη:
«ὢ πόποι, ἦ δὴ πολλὸν ἀποιχομένου Ὀδυσῆος
δεύῃ, ὅ κε μνηστῆρσιν ἀναιδέσι χεῖρας ἐφείη.

μήτε να δώσει τέλος δύνεται᾿ το βιος μου εκείνοι ωστόσο
μου τρων και μου αφανίζουν γρήγορα και με θα φαν τον ίδιο!»
Τότε η Αθηνά Παλλάδα ξέσπασε και τέτοια του αποκρίθη:
«Ωχού, μεγάλη τον πατέρα σου το μισεμένο ανάγκη
τον έχεις, χέρι στους αδιάντροπους μνηστήρες για να βάλει.

255 εἰ γὰρ νῦν ἐλθὼν δόμου ἐν πρώτῃσι θύρῃσι
σταίη, ἔχων πήληκα καὶ ἀσπίδα καὶ δύο δοῦρε,
τοῖος ἐὼν οἷόν μιν ἐγὼ τὰ πρῶτ᾿ ἐνόησα
οἴκῳ ἐν ἡμετέρῳ πίνοντά τε τερπόμενόν τε,

Να 'ρχόταν τώρα λέει, να στέκουνταν στου παλατιού την πόρτα,
με το σκουτάρι και το κράνος του, τα δυο του τα κοντάρια,
τέτοιος, καθώς τον πρωτογνώρισα στο σπίτι το δικό μας
κρασί να πίνει ξεφαντώνοντας, τη μέρα που γυρνούσε
ἐξ Ἐφύρης ἀνιόντα παρ᾿ Ἴλου Μερμερίδαο--

 απ᾿ την Εφύρη, από του Μέρμερου το γιο τον Ίλο πίσω!
260 ᾤχετο γὰρ καὶ κεῖσε θοῆς ἐπὶ νηὸς Ὀδυσσεὺς
φάρμακον ἀνδροφόνον διζήμενος, ὄφρα οἱ εἴη
ἰοὺς χρίεσθαι χαλκήρεας: ἀλλ᾿ ὁ μὲν οὔ οἱ
δῶκεν, ἐπεί ῥα θεοὺς νεμεσίζετο αἰὲν ἐόντας,
ἀλλὰ πατήρ οἱ δῶκεν ἐμός: φιλέεσκε γὰρ αἰνῶς--

τι πήγε κι ως εκεί με γρήγορο πλεούμενο ο Οδυσσέας,
φαρμακερά ζητώντας βότανα, για να 'χει και ν᾿ αλείφει
τις χαλκομύτικες σαγίτες του᾿ μα εκείνος του το αρνήστη,
τι είχε το φόβο πως οι αθάνατοι θεοί θα του θυμώναν
όμως ο κύρης μου του τα 'δωκεν από περίσσια αγάπη.

265 τοῖος ἐὼν μνηστῆρσιν ὁμιλήσειεν Ὀδυσσεύς:
πάντες κ᾿ ὠκύμοροί τε γενοίατο πικρόγαμοί τε.
ἀλλ᾿ ἦ τοι μὲν ταῦτα θεῶν ἐν γούνασι κεῖται,
ἤ κεν νοστήσας ἀποτίσεται, ἦε καὶ οὐκί,
οἷσιν ἐνὶ μεγάροισι: σὲ δὲ φράζεσθαι ἄνωγα,

Τέτοιος και τώρα εδώ να γύριζε να σμίξει τους μνηστήρες,
πικρός ο γάμος θα τους έβγαινε, γοργός ο θάνατος τους!
Όμως στα χέρια των αθάνατων είναι όλα κρεμασμένα'
μπορεί να 'ρθεί ξανά στο σπίτι του και γδικιωμό να πάρει,
μπορεί να μην έρθει. Θα σου 'λεγα και συ να το λογιάσεις,
270

ὅππως κε μνηστῆρας ἀπώσεαι ἐκ μεγάροιο.
εἰ δ᾿ ἄγε νῦν ξυνίει καὶ ἐμῶν ἐμπάζεο μύθων:
αὔριον εἰς ἀγορὴν καλέσας ἥρωας Ἀχαιοὺς
μῦθον πέφραδε πᾶσι, θεοὶ δ᾿ ἐπὶ μάρτυροι ἔστων.
μνηστῆρας μὲν ἐπὶ σφέτερα σκίδνασθαι ἄνωχθι,

πως θα μπορέσεις απ᾿ το σπίτι σου να διώξεις τους μνηστήρες.
Βάλε λοιπόν αφτί στα λόγια μου και καλοπρόσεξέ τα:
Τους αντρειανούς Αργίτες κάλεσε ταχιά σε συναγώγι,
και σε όλους πες τι θέλεις, βάζοντας και τους θεούς μαρτύρους'
και πρώτα απ᾿ τους μνηστήρες γύρεψε στα σπίτια τους να
φύγουν.

275 μητέρα δ᾿, εἴ οἱ θυμὸς ἐφορμᾶται γαμέεσθαι,
ἂψ ἴτω ἐς μέγαρον πατρὸς μέγα δυναμένοιο:
οἱ δὲ γάμον τεύξουσι καὶ ἀρτυνέουσιν ἔεδνα
πολλὰ μάλ᾿, ὅσσα ἔοικε φίλης ἐπὶ παιδὸς ἕπεσθαι.
σοὶ δ᾿ αὐτῷ πυκινῶς ὑποθήσομαι, αἴ κε πίθηαι:

Η μάνα σου απ᾿ την άλλη, αν έστρεξε το γάμο πια η καρδιά της,
πίσω ας διαγείρει στου πατέρα της, που 'χει περίσσια πλούτη'
κι εκείνοι θα γνοιαστούν το γάμο της, θα φτιάξουν τα προικιά της
αρίφνητα, στη θυγατέρα τους την ακριβή ως ταιριάζει.
Όσο για σε τον ίδιον, άκουσε τη γνωστικιά μου ορμήνια

280 νῆ᾿ ἄρσας ἐρέτῃσιν ἐείκοσιν, ἥ τις ἀρίστη,
ἔρχεο πευσόμενος πατρὸς δὴν οἰχομένοιο,
ἤν τίς τοι εἴπῃσι βροτῶν, ἢ ὄσσαν ἀκούσῃς
ἐκ Διός, ἥ τε μάλιστα φέρει κλέος ἀνθρώποισι.
πρῶτα μὲν ἐς Πύλον ἐλθὲ καὶ εἴρεο Νέστορα δῖον,

Το πιο γερό καράβι κι είκοσι να πάρεις κουπολάτες,
να πας να μάθεις για τον κύρη σου, που τόσα χρόνια λείπει'
μήπως σου πει κανένας άνθρωπος για ακούσεις απ᾿ το Δία
λόγο τυχόν, που απλώνει το άκουσμα πιο γρήγορα στον κόσμο.
Ρώτα, στην Πύλο ως πας, το Νέστορα τον αντρειωμένο πρώτα

285 κεῖθεν δὲ Σπάρτηνδε παρὰ ξανθὸν Μενέλαον:
ὃς γὰρ δεύτατος ἦλθεν Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων.
εἰ μέν κεν πατρὸς βίοτον καὶ νόστον ἀκούσῃς,
ἦ τ᾿ ἂν τρυχόμενός περ ἔτι τλαίης ἐνιαυτόν:
εἰ δέ κε τεθνηῶτος ἀκούσῃς μηδ᾿ ἔτ᾿ ἐόντος,

και τον ξανθό Μενέλαο φτάνοντας στη Σπάρτη, τι ήρθε απ᾿ όλους
τους Αχαιούς τους χαλκοθώρακους στερνές ετούτος πίσω.
Αν τώρα μάθεις για τον κύρη σου πως ζει και θα διαγείρει,
υπομονέψου, κι ας παιδεύεσαι, κανένα χρόνο ακόμα.
Αν όμως μάθεις πως απόθανε και πια το φως δε βλέπει,

290 νοστήσας δὴ ἔπειτα φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν
σῆμά τέ οἱ χεῦαι καὶ ἐπὶ κτέρεα κτερεί̈ξαι
πολλὰ μάλ᾿, ὅσσα ἔοικε, καὶ ἀνέρι μητέρα δοῦναι.
αὐτὰρ ἐπὴν δὴ ταῦτα τελευτήσῃς τε καὶ ἔρξῃς,
φράζεσθαι δὴ ἔπειτα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμὸν

τότε στα χώματα διαγέρνοντας της γης της πατρικής σου
μνημούρι να του ασκώσεις και πολλές θυσίες, καθώς ταιριάζει,
να του προσφέρεις, και τη μάνα σου να δώσεις σε άλλον άντρα.
Και πια σαν κάνεις τούτα που όρισα και τα τελέψεις όλα,
στο νου και στην καρδιά σου βάλε το και καλολόγιασέ το

295 ὅππως κε μνηστῆρας ἐνὶ μεγάροισι τεοῖσι
κτείνῃς ἠὲ δόλῳ ἢ ἀμφαδόν: οὐδέ τί σε χρὴ
νηπιάας ὀχέειν, ἐπεὶ οὐκέτι τηλίκος ἐσσι.
ἢ οὐκ ἀίεις οἷον κλέος ἔλλαβε δῖος Ὀρέστης
πάντας ἐπ᾿ ἀνθρώπους, ἐπεὶ ἔκτανε πατροφονῆα,

πως θα σκοτώσεις στο παλάτι σου τους αντρειανούς μνηστήρες,
για φανερά για ξεπλανώντας τους με δόλο᾿ δεν ταιριάζει
να μωρουδίζεις, τι τα χρόνια σου δεν είναι δα και λίγα!
Μη δεν ακούς τη δόξα που 'λαβεν ο αρχοντικός Ορέστης;
Το δολερό φονιά του κύρη του, τον Αίγιστο, γδικιώθη,

300 Αἴγισθον δολόμητιν, ὅ οἱ πατέρα κλυτὸν ἔκτα;
καὶ σύ, φίλος, μάλα γάρ σ᾿ ὁρόω καλόν τε μέγαν τε,

που 'χε σκοτώσει τον πατέρα του, κι ακούστηκε στον κόσμο.

Και συ, καλέ, — θωρώ τη χάρη σου, θωρώ την ελικιά σου —

ἄλκιμος ἔσσ᾿, ἵνα τίς σε καὶ ὀψιγόνων ἐὺ εἴπῃ.
αὐτὰρ ἐγὼν ἐπὶ νῆα θοὴν κατελεύσομαι ἤδη
ἠδ᾿ ἑτάρους, οἵ πού με μάλ᾿ ἀσχαλόωσι μένοντες:

κάμε καρδιά, που κι οι μελλούμενες γενιές να σε δοξάζουν.
Μα είναι καιρός εγώ στο γρήγορο καράβι να κατέβω
και στους συντρόφους, που ανυπόμονοι προσμένουν να γυρίσω.

305 σοὶ δ᾿ αὐτῷ μελέτω, καὶ ἐμῶν ἐμπάζεο μύθων.»
τὴν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:
«ξεῖν᾿, ἦ τοι μὲν ταῦτα φίλα φρονέων ἀγορεύεις,
ὥς τε πατὴρ ᾧ παιδί, καὶ οὔ ποτε λήσομαι αὐτῶν.
ἀλλ᾿ ἄγε νῦν ἐπίμεινον, ἐπειγόμενός περ ὁδοῖο,

Εσύ θυμήσου την ορμήνια μου κι ατός σου γνοιάζου τούτα.»
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά της δίνει:
«Αλήθεια, ξένε, καλοπρόθετα τα λόγια σου, σαν κύρη
το γιο του που αρμηνεύει᾿ πάντα μου θα τα κρατώ στα φρένα.
Όμως ακόμα λίγο πρόσμενε, κι ας βιάζεσαι να φύγεις'
310
ὄφρα λοεσσάμενός τε τεταρπόμενός τε φίλον κῆρ,
δῶρον ἔχων ἐπὶ νῆα κίῃς, χαίρων ἐνὶ θυμῷ,
τιμῆεν, μάλα καλόν, ὅ τοι κειμήλιον ἔσται
ἐξ ἐμεῦ, οἷα φίλοι ξεῖνοι ξείνοισι διδοῦσι.»
τὸν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη:

και σύντας πια λουστείς και τρώγοντας φραθείς, το δρόμο
παίρνεις
για το καράβι σου χαρούμενος, κρατώντας κάποιο δώρο
πανέμορφο και πολυτίμητο, δικό μου θυμητάρι,
να το φυλάς, οι φίλοι ως δίνουνε στους φίλους απ᾿ άγάπη.»
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, του απηλογήθη κι είπε:

315 «μή μ᾿ ἔτι νῦν κατέρυκε, λιλαιόμενόν περ ὁδοῖο.
δῶρον δ᾿ ὅττι κέ μοι δοῦναι φίλον ἦτορ ἀνώγῃ,
αὖτις ἀνερχομένῳ δόμεναι οἶκόνδε φέρεσθαι,
καὶ μάλα καλὸν ἑλών: σοὶ δ᾿ ἄξιον ἔσται ἀμοιβῆς.»
ἡ μὲν ἄρ᾿ ὣς εἰποῦσ᾿ ἀπέβη γλαυκῶπις Ἀθήνη,

«Θέλω να φύγω, πια ετοιμάστηκα, το δρόμο μη μου κόβεις!
Κι όποιο η καρδιά σου τώρα σ᾿ έσπρωξε να μου διαλέξεις δώρο,
σα θα διαγέρνω, χάρισε μου το᾿ να 'ναι όμορφο μονάχα,
στο σπίτι να το πάω κι αντίδωρο παράξιο να σου δώσω.»
Είπε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, κι εχάθη από μπροστά του,

320 ὄρνις δ᾿ ὣς ἀνόπαια διέπτατο: τῷ δ᾿ ἐνὶ θυμῷ
θῆκε μένος καὶ θάρσος, ὑπέμνησέν τέ ἑ πατρὸς
μᾶλλον ἔτ᾿ ἢ τὸ πάροιθεν. ὁ δὲ φρεσὶν ᾗσι νοήσας
θάμβησεν κατὰ θυμόν: ὀίσατο γὰρ θεὸν εἶναι.
αὐτίκα δὲ μνηστῆρας ἐπῴχετο ἰσόθεος φώς.

ψηλά σαν όρνιο φτερουγίζοντας, και στην ψυχή κουράγιο
κι ορμή του φύσηξε, τη θύμηση του κύρη του ξυπνώντας
πιο δυνατή από πρώτα μέσα του᾿ κι εκείνος το νογήθη
κι απόμεινε χαμένος᾿ το 'νιωσε μαθές θεός πως ήταν.
Κι ευτύς ο ισόθεος άντρας κίνησε να σμίξει τους μνηστήρες.

325 τοῖσι δ᾿ ἀοιδὸς ἄειδε περικλυτός, οἱ δὲ σιωπῇ
ἥατ᾿ ἀκούοντες: ὁ δ᾿ Ἀχαιῶν νόστον ἄειδε
λυγρόν, ὃν ἐκ Τροίης ἐπετείλατο Παλλὰς Ἀθήνη.
τοῦ δ᾿ ὑπερωιόθεν φρεσὶ σύνθετο θέσπιν ἀοιδὴν
κούρη Ἰκαρίοιο, περίφρων Πηνελόπεια:

Κι ο τραγουδάρης ο περίλαμπρος στους άλλους τραγουδούσε,
που εκάθουνταν κι άκουγαν άλαλοι, το γυρισμό απ᾿ την Τροία
των Αχαιών, πως τους τον έκανε πολύ πικρό η Παλλάδα.
Κι η Πηνελόπη ξάφνου, η φρόνιμη του Ικάριου θυγατέρα,
στο ανώι καθώς βρισκόταν, άκουσε το αθάνατο τραγούδι'

330 κλίμακα δ᾿ ὑψηλὴν κατεβήσετο οἷο δόμοιο,
οὐκ οἴη, ἅμα τῇ γε καὶ ἀμφίπολοι δύ᾿ ἕποντο.
ἡ δ᾿ ὅτε δὴ μνηστῆρας ἀφίκετο δῖα γυναικῶν,
στῆ ῥα παρὰ σταθμὸν τέγεος πύκα ποιητοῖο,
ἄντα παρειάων σχομένη λιπαρὰ κρήδεμνα:

μεμιάς την αψηλή κατέβηκε του παλατιού της σκάλα,
όχι μονάχη᾿ δυο ξοπίσω της την ακλουθούσαν βάγιες.
Και τους μνηστήρες ως αντίκρισε των γυναικών το θάμα,
σε μια κολόνα δίπλα εστάθηκε της στεριάς στέγης, κι είχε
κρυμμένα ολόγυρα τα μάγουλα με στραφτερή μαντίλα'

335 ἀμφίπολος δ᾿ ἄρα οἱ κεδνὴ ἑκάτερθε παρέστη.
δακρύσασα δ᾿ ἔπειτα προσηύδα θεῖον ἀοιδόν:
«Φήμιε, πολλὰ γὰρ ἄλλα βροτῶν θελκτήρια οἶδας,
ἔργ᾿ ἀνδρῶν τε θεῶν τε, τά τε κλείουσιν ἀοιδοί:
τῶν ἕν γέ σφιν ἄειδε παρήμενος, οἱ δὲ σιωπῇ

κι οι μπιστεμένες βάγιες πήρανε δεξοζερβά της θέση᾿
κι εκείνη δακρυσμένη εμίλησε στο θείο τον τραγουδάρη:
«Πολλά είναι, Φήμιε, τα πλανέματα που ξέρεις για τον κόσμο,
αντραγαθιές θνητών κι αθάνατων, που γίνηκαν τραγούδι.
Ένα απ᾿ αυτά, όποιο θες, καθούμενος τραγουδά τους, κι εκείνοι

340 οἶνον πινόντων: ταύτης δ᾿ ἀποπαύε᾿ ἀοιδῆς
λυγρῆς, ἥ τέ μοι αἰεὶ ἐνὶ στήθεσσι φίλον κῆρ
τείρει, ἐπεί με μάλιστα καθίκετο πένθος ἄλαστον.
τοίην γὰρ κεφαλὴν ποθέω μεμνημένη αἰεί,
ἀνδρός, τοῦ κλέος εὐρὺ καθ᾿ Ἑλλάδα καὶ μέσον
Ἄργος.»

να πίνουν το κρασί τους άλαλοι᾿ μα το τραγούδι ετούτο
το θλιβερό παράτα! Σκίζεται κάθε φορά η καρδιά μου,
τι εμένα έχει χτυπήσει αξέχαστος καημός πιο πάνω απ᾿ όλους'
δεν τον ξεχνώ τον αντρειωμένο μου, που μου 'χει λείψει κι είναι
στο Άργός βαθιά απλωμένη η δόξα του και στην Ελλάδα πάσα.»



345 τὴν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:
«μῆτερ ἐμή, τί τ᾿ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν
τέρπειν ὅππῃ οἱ νόος ὄρνυται; οὔ νύ τ᾿ ἀοιδοὶ
αἴτιοι, ἀλλά ποθι Ζεὺς αἴτιος, ὅς τε δίδωσιν
ἀνδράσιν ἀλφηστῇσιν, ὅπως ἐθέλῃσιν, ἑκάστῳ.

Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά της δίνει:
Τον τιμημένο τραγουδάρη μας για δεν αφήνεις, μάνα,
να μας ευφραίνει με ό,τι του 'ρχεται στο νου; Οι τραγουδιστάδες
τι φταιν; ο Δίας μονάχα, θα 'λεγα, μας φταίει, που στον καθέναν
απ᾿ τους θνητούς τους δουλευτάρηδες ό,τι του δόξει δίνει.

350 τούτῳ δ᾿ οὐ νέμεσις Δαναῶν κακὸν οἶτον ἀείδειν:
τὴν γὰρ ἀοιδὴν μᾶλλον ἐπικλείουσ᾿ ἄνθρωποι,
ἥ τις ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται.
σοί δ᾿ ἐπιτολμάτω κραδίη καὶ θυμὸς ἀκούειν:
οὐ γὰρ Ὀδυσσεὺς οἶος ἀπώλεσε νόστιμον ἦμαρ

Γιατί με τούτον να τα βάζουμε, των Δαναών αν ψάλλει
τη μαύρη μοίρα; Ο κόσμος πιότερο δοξάζει απ᾿ τα τραγούδια
εκείνο πάντα, που ως ακούγεται, καινούργιο δείχνει να 'ναι.
Υπομονέψου τώρα κι άκου το, κι ας σφίγγεται η καρδιά σου'
μόνο ο Οδυσσέας δεν είναι που 'χασε του γυρισμού τη μέρα

355 ἐν Τροίῃ, πολλοὶ δὲ καὶ ἄλλοι φῶτες ὄλοντο.
ἀλλ᾿ εἰς οἶκον ἰοῦσα τὰ σ᾿ αὐτῆς ἔργα κόμιζε,
ἱστόν τ᾿ ἠλακάτην τε, καὶ ἀμφιπόλοισι κέλευε
ἔργον ἐποίχεσθαι: μῦθος δ᾿ ἄνδρεσσι μελήσει
πᾶσι, μάλιστα δ᾿ ἐμοί: τοῦ γὰρ κράτος ἔστ᾿ ἐνὶ οἴκῳ.»

στην Τροία κει κάτω᾿ κι άλλοι εχάθηκαν, πολλοί κι αντριγιωμένοι.
Μα εσύ στην κάμαρα σου πήγαινε και τις δουλειές σου κοίτα,
τον αργαλειό, τη ρόκα, πρόσταζε κι οι βάγιες να δουλεύουν
τα πολλά λόγια δεν ταιριάζουνε παρά στους άντρες μόνο,
κι απ᾿ όλους πιο σε μένα᾿ κύβερνος εγώ είμαι του σπιτιού μου!»

360 ἡ μὲν θαμβήσασα πάλιν οἶκόνδε βεβήκει:
παιδὸς γὰρ μῦθον πεπνυμένον ἔνθετο θυμῷ.
ἐς δ᾿ ὑπερῷ᾿ ἀναβᾶσα σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξὶ
κλαῖεν ἔπειτ᾿ Ὀδυσῆα φίλον πόσιν, ὄφρα οἱ ὕπνον
ἡδὺν ἐπὶ βλεφάροισι βάλε γλαυκῶπις Ἀθήνη.

Εκείνη εσάστισε, και βάζοντας τα μυαλωμένα λόγια
του γιου της στην καρδιά ξεκίνησε στην κάμαρα της πίσω'
κι όπως ανέβη με τις βάγιες της στο ανώι, για να πλαγιάσει,
τον Οδυσσέα θυμήθη κι έκλαιγε, τον άντρα της, ωσόπου
της έχυσε η Αθηνά η γλαυκόματη γλυκό στα μάτια γύπνο.

365 μνηστῆρες δ᾿ ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρα σκιόεντα,
πάντες δ᾿ ἠρήσαντο παραὶ λεχέεσσι κλιθῆναι.
τοῖσι δὲ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἤρχετο μύθων:
«μητρὸς ἐμῆς μνηστῆρες ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες,
νῦν μὲν δαινύμενοι τερπώμεθα, μηδὲ βοητὺς

Κι ασκώσαν οι μνηστήρες τάραχο στον ισκιερό αντρωνίτη,
κι ευχόνταν δυνατά ο καθένας τους να κοιμηθεί μαζί της'
κι άνοιξε πρώτος ο Τηλέμαχος ο γνωστικός το λόγο:
«Της μάνας μου μνηστήρες πέρφανοι, περίσσια αδικοπράχτες,
τώρα ας χαρούμε το τραπέζι μας, κι η χλαλοή να πάψει.

370 ἔστω, ἐπεὶ τόδε καλὸν ἀκουέμεν ἐστὶν ἀοιδοῦ
τοιοῦδ᾿ οἷος ὅδ᾿ ἐστί, θεοῖς ἐναλίγκιος αὐδήν.
ἠῶθεν δ᾿ ἀγορήνδε καθεζώμεσθα κιόντες
πάντες, ἵν᾿ ὕμιν μῦθον ἀπηλεγέως ἀποείπω,
ἐξιέναι μεγάρων: ἄλλας δ᾿ ἀλεγύνετε δαῖτας,

Αλήθεια, είναι όμορφο να κάθεσαι ν᾿ ακούς τον τραγουδάρη,
φωνή ως θεού σαν έχει μάλιστα, καθώς ετούτος τώρα.
Μα μόλις πάρουν τα χαράματα, στη σύναξη να πάμε
όλοι, ξεκάθαρα τη γνώμη μου να σας τη φανερώσω —
να πάρτε δρόμο απ᾿ το παλάτι μου! Γνοιαστείτε γι᾿ άλλες τάβλες,

375 ὑμὰ κτήματ᾿ ἔδοντες, ἀμειβόμενοι κατὰ οἴκους.
εἰ δ᾿ ὕμιν δοκέει τόδε λωίτερον καὶ ἄμεινον
ἔμμεναι, ἀνδρὸς ἑνὸς βίοτον νήποινον ὀλέσθαι,
κείρετ': ἐγὼ δὲ θεοὺς ἐπιβώσομαι αἰὲν ἐόντας,
αἴ κέ ποθι Ζεὺς δῷσι παλίντιτα ἔργα γενέσθαι:

και συναλλάζοντας τα σπίτια σας από το βιος σας τρώτε!
Ξον πιο συφερτικό αν το κρίνετε πως είναι και πιο δίκιο
το βιος ν᾿ αφανιστεί αξεπλέρωτο μονάχα ενός ανθρώπου.
Χαλάτε το! Μα τους αθάνατους θεούς εγώ θα κράξω,
αν δώσει ο Δίας να πάρω εγδίκηση για τις δουλειές ετούτες,

380 νήποινοί κεν ἔπειτα δόμων ἔντοσθεν ὄλοισθε.»
«ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες
Τηλέμαχον θαύμαζον, ὃ θαρσαλέως ἀγόρευεν.
τὸν δ᾿ αὖτ᾿ Ἀντίνοος προσέφη, Εὐπείθεος υἱός:

«Τηλέμαχ᾿, ἦ μάλα δή σε διδάσκουσιν θεοὶ αὐτοὶ
να βρείτε μέσα εδώ το θάνατο χωρίς ξεπλερωμή μου.»

Αυτά είπε, κι όλοι τους εδάγκασαν τα χείλια σαστισμένοι
απ᾿ το κουράγιο του Τηλέμαχου, που μίλησε έτσι αντρίκεια.

Κι ο γιος του Ευπείθη, ο Αντίνοος, γύρισε κι απηλογήθη κι είπε:
«Τηλέμαχε, οι θεοί θα σ᾿ έμαθαν το δίχως άλλο ατοί τους

385 ὑψαγόρην τ᾿ ἔμεναι καὶ θαρσαλέως ἀγορεύειν:
μὴ σέ γ᾿ ἐν ἀμφιάλῳ Ἰθάκῃ βασιλῆα Κρονίων
ποιήσειεν, ὅ τοι γενεῇ πατρώιόν ἐστιν.»
τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:
«Ἀντίνο᾿, ἦ καί μοι νεμεσήσεαι ὅττι κεν εἴπω;

να μας μιλάς με τόση ξέπαρση και με κουράγιο τόσο!
μονάχα ο Δίας στη θαλασσόζωστη να μη μας δώσει Ιθάκη,
κι ας το 'χεις γονικό απ᾿ τον κύρη σου, να γίνεις βασιλιάς μας!»
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
«Αντίνοε, κάτι τώρα αν σου 'λεγα, θα τα 'βαζες μαζί μου;
390 καὶ κεν τοῦτ᾿ ἐθέλοιμι Διός γε διδόντος ἀρέσθαι.
ἦ φῂς τοῦτο κάκιστον ἐν ἀνθρώποισι τετύχθαι;
οὐ μὲν γάρ τι κακὸν βασιλευέμεν: αἶψά τέ οἱ δῶ
ἀφνειὸν πέλεται καὶ τιμηέστερος αὐτός.
ἀλλ᾿ ἦ τοι βασιλῆες Ἀχαιῶν εἰσὶ καὶ ἄλλοι

Ο Δίας αν το 'δινε, θα μου άρεσε να γίνω βασιλιάς σας!
Θαρρείς πως είναι το χειρότερο που βρίσκεται στον κόσμο;
Να ρηγαδεύεις δε μου φαίνεται κακό᾿ γοργά γεμίζει
το σπίτι από καλά και γίνεσαι και συ πιο τιμημένος.
Ωστόσο εδώ στη θαλασσόζωστην Ιθάκη μέσα κι άλλοι

395
πολλοὶ ἐν ἀμφιάλῳ Ἰθάκῃ, νέοι ἠδὲ παλαιοί,
τῶν κέν τις τόδ᾿ ἔχῃσιν, ἐπεὶ θάνε δῖος Ὀδυσσεύς:
αὐτὰρ ἐγὼν οἴκοιο ἄναξ ἔσομ᾿ ἡμετέροιο
καὶ δμώων, οὕς μοι ληίσσατο δῖος Ὀδυσσεύς.»
τὸν δ᾿ αὖτ᾿ Εὐρύμαχος Πολύβου πάϊς ἀντίον ηὔδα:

βασιλαρχόντοι Αργίτες βρίσκουνται πολλοί, και νιοί και γέροι"
μια κι ο Οδυσσέας εχάθη, κάποιος τους το βασιλίκι ας πάρει.
Όμως στο σπίτι και στους σκλάβους μας, που κούρσεψε ο
Οδυσσέας
ο αρχοντικός για μένα, κύβερνος εγώ θα μείνω μόνο!»
Κι ο Ευρύμαχος, ο γιος του Πόλυβου, του απηλογήθη κι εϊπε:

400 «Τηλέμαχ᾿, ἦ τοι ταῦτα θεῶν ἐν γούνασι κεῖται,
ὅς τις ἐν ἀμφιάλῳ Ἰθάκῃ βασιλεύσει Ἀχαιῶν:
κτήματα δ᾿ αὐτὸς ἔχοις καὶ δώμασιν οἷσιν ἀνάσσοις.
μὴ γὰρ ὅ γ᾿ ἔλθοι ἀνὴρ ὅς τίς σ᾿ ἀέκοντα βίηφιν
κτήματ᾿ ἀπορραίσει, Ἰθάκης ἔτι ναιετοώσης.

«Τούτα θεών βουλή, Τηλέμαχε, τα κυβερνά, ποιος θα 'ναι
ο Αργίτης που στη θαλασσόζωστη θα ρηγαδέψέι Ιθάκη.
Μα εσύ το σπίτι σου κυβέρνα το, και κράτα και το βιος σου᾿
όσον καιρόν η Ιθάκη ακούγεται στον κόσμο πως υπάρχει,
να μη βρεθεί κανείς τα πλούτη σου ν᾿ αρπάξει αθέλητα σου.

405 ἀλλ᾿ ἐθέλω σε, φέριστε, περὶ ξείνοιο ἐρέσθαι,
ὁππόθεν οὗτος ἀνήρ, ποίης δ᾿ ἐξ εὔχεται εἶναι
γαίης, ποῦ δέ νύ οἱ γενεὴ καὶ πατρὶς ἄρουρα.
ἠέ τιν᾿ ἀγγελίην πατρὸς φέρει ἐρχομένοιο,
ἦ ἑὸν αὐτοῦ χρεῖος ἐελδόμενος τόδ᾿ ἱκάνει;

Μα για τον ξένο σου, αρχοντόγεννε, να σε ρωτήσω θέλω:
ποιος είναι; πούθε; από ποια πέτεται πως ήρθε χώρα τάχα;
Η γης η πατρική κι η φύτρα του που βρίσκουνται στον κόσμο;
Τάχα μη σου 'φερε το μήνυμα πως έρχεται ο γονιός σου,
για και στα μέρη αυτά τον έσπρωξε δικιά του ανάγκη μόνο;

410 οἷον ἀναί̈ξας ἄφαρ οἴχεται, οὐδ᾿ ὑπέμεινε
γνώμεναι: οὐ μὲν γάρ τι κακῷ εἰς ὦπα ἐῴκει.»
τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:
«Εὐρύμαχ᾿, ἦ τοι νόστος ἀπώλετο πατρὸς ἐμοῖο:
οὔτ᾿ οὖν ἀγγελίῃ ἔτι πείθομαι, εἴ ποθεν ἔλθοι,

Πως ξαφνικά πετάχτη κι έφυγε, χωρίς να περιμένει
να γνωριστούμε! Και δεν έμοιαζε στην όψη τιποτένιος!»
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
«Ξέρε το, Ευρύμαχε, ο πατέρας μου ξοπίσω δε γυρίζει!
Κι αν έρθει κάπουθε ένα μήνυμα, πια εγώ δεν το πιστεύω'

415 οὔτε θεοπροπίης ἐμπάζομαι, ἥν τινα μήτηρ
ἐς μέγαρον καλέσασα θεοπρόπον ἐξερέηται.
ξεῖνος δ᾿ οὗτος ἐμὸς πατρώιος ἐκ Τάφου ἐστίν,
Μέντης δ᾿ Ἀγχιάλοιο δαί̈φρονος εὔχεται εἶναι
υἱός, ἀτὰρ Ταφίοισι φιληρέτμοισιν ἀνάσσει.»

κι ούτε με νιάζουν τα μαντέματα, σα θα φωνάξει κάποιον
στο σπίτι μαντολόγο η μάνα μου, τι απόγινε να μάθει.
Μα τούτον φίλο από τον κύρη μου τον έχω, από την Τάφο"
Μέντη τον λεν, του Αγχίαλου πέτεται του αδείλιαστου πως είναι
υγιός, και μες στους καραβόχαρους Ταφιώτες ρηγαδεύει.»

420 ὣς φάτο Τηλέμαχος, φρεσὶ δ᾿ ἀθανάτην θεὸν ἔγνω.
οἱ δ᾿ εἰς ὀρχηστύν τε καὶ ἱμερόεσσαν ἀοιδὴν
τρεψάμενοι τέρποντο, μένον δ᾿ ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν.
τοῖσι δὲ τερπομένοισι μέλας ἐπὶ ἕσπερος ἦλθε:
δὴ τότε κακκείοντες ἔβαν οἶκόνδε ἕκαστος.

Είπε, μα εντός του την αθάνατη θεά είχε νιώσει που 'ρθε.
Κι εκείνοι στο χορό το γύρισαν και στο γλυκό τραγούδι,
και περίμεναν ξεφαντώνοντας το βράδυ, πότε θα 'ρθει.
Και σύντας πια το βράδυ σύσκοτο στους χαροκόπους ήρθε,
για το δικό του σπίτι κίνησε καθένας να πλαγιάσει.

425 Τηλέμαχος δ᾿, ὅθι οἱ θάλαμος περικαλλέος αὐλῆς
ὑψηλὸς δέδμητο περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ,
ἔνθ᾿ ἔβη εἰς εὐνὴν πολλὰ φρεσὶ μερμηρίζων.
τῷ δ᾿ ἄρ᾿ ἅμ᾿ αἰθομένας δαί̈δας φέρε κεδνὰ ἰδυῖα
Εὐρύκλει᾿, Ὦπος θυγάτηρ Πεισηνορίδαο,

Είχε ο Τηλέμαχος μια κάμαρα ψηλή, για να κοιμάται,
μες στην αυλή τους την τρισκάλλινη, σε ξέφαντο χτισμένη'
κει πέρα τράβηξε, στα φρένα του πολλά στριφογυρνώντας.
Κι η Ευρύκλεια, που 'χε τον Πεισήνορα παπού, τον Ώπα κύρη,
έγνοια γεμάτη τον ακλούθηξε με τα δαδιά στα χέρια'

430 τήν ποτε Λαέρτης πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῖσιν
πρωθήβην ἔτ᾿ ἐοῦσαν, ἐεικοσάβοια δ᾿ ἔδωκεν,
ἶσα δέ μιν κεδνῇ ἀλόχῳ τίεν ἐν μεγάροισιν,
εὐνῇ δ᾿ οὔ ποτ᾿ ἔμικτο, χόλον δ᾿ ἀλέεινε γυναικός:

αγοραστή ο Λαέρτης κάποτε την είχε, από το βιος του
είκοσι βόδια ακέρια δίνοντας, μικρή κοπέλα ως ήταν,
και την τιμούσε όσο το ταίρι του το γνωστικό στο σπίτι,
μα δεν την πλάγιαζε, η γυναίκα του μην τύχει και θυμώσει.

ἥ οἱ ἅμ᾿ αἰθομένας δαί̈δας φέρε, καί ἑ μάλιστα

 Και τώρα αυτή δαδιά στα χέρια της κρατούσε, τι ως τον είχε

435 δμῳάων φιλέεσκε, καὶ ἔτρεφε τυτθὸν ἐόντα.
ὤιξεν δὲ θύρας θαλάμου πύκα ποιητοῖο,
ἕζετο δ᾿ ἐν λέκτρῳ, μαλακὸν δ᾿ ἔκδυνε χιτῶνα:
καὶ τὸν μὲν γραίης πυκιμηδέος ἔμβαλε χερσίν.
ἡ μὲν τὸν πτύξασα καὶ ἀσκήσασα χιτῶνα,

μικραναστήσει, απ᾿ όλες πιότερο τις δούλες τον αγάπα.
Κι άνοιξε αυτός της στεριάς κάμαρας τη θύρα, και στην κλίνη
πήγε και κάθισε, κι ως γδύθηκε, το μαλακό χιτώνα
στης μυαλωμένης της γερόντισσας τον έβαλε τα χέρια.
Κι αυτή τον δίπλωσε, τον ίσιωσε καλά και στο παλούκι

440 πασσάλῳ ἀγκρεμάσασα παρὰ τρητοῖσι λέχεσσι
βῆ ῥ᾿ ἴμεν ἐκ θαλάμοιο, θύρην δ᾿ ἐπέρυσσε κορώνῃ
ἀργυρέῃ, ἐπὶ δὲ κληῖδ᾿ ἐτάνυσσεν ἱμάντι.
ἔνθ᾿ ὅ γε παννύχιος, κεκαλυμμένος οἰὸς ἀώτῳ,
βούλευε φρεσὶν ᾗσιν ὁδὸν τὴν πέφραδ᾿ Ἀθήνη.

πάνω απ᾿ την κλίνη του τον κρέμασε την καλοτρυπημένη.
Έπειτα βγήκε από την κάμαρα και τράβηξε την πόρτα
με το αργυρό κρικέλι κι έσυρε με το λουρί το σύρτη.
Κι εκείνος κάτω από το σκέπασμα το φλοκωτό οληνύχτα
το δρόμο που η θεά του αρμήνεψε στα φρένα εμελετούσε.
                                                                                                                  Η συνέχεια στο β΄ μέρος

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

Η Αφροδίτη της Μήλου κι η Ιστορία της


Η Αφροδίτη της Μήλου κι η Ιστορία της


Πρόκειται για ένα μαρμάρινο άγαλμα ύψους 2,11 μέτρων και βάρους περίπου 900 κιλών. Το έργο αναπαριστά μια νεαρή γυναικεία μορφή. Ο κορμός της είναι γυμνός ενώ το ένδυμα καλύπτει τους γοφούς και τα πόδια της. Η μορφή στηρίζεται στο δεξί της πόδι, ενώ το αριστερό κάμπτεται προς τα εμπρός και αριστερά. Ο κορμός κάμπτεται και συστρέφεται, δίνοντας την εντύπωση της κίνησης, παρά το στατικό χαρακτήρα του αγάλματος. Το πρόσωπο είναι απαθές, αυστηρό και ευγενικό...

Το έργο πλάστηκε στα ταραγμένα ελληνιστικά χρόνια, κατά πάσα πιθανότητα από τον γλύπτη Αγήσανδρο ή ο Αλέξανδρο, γιο του Μηνίδη από την Αντιόχεια του Μαιάνδρου. Το μισό όνομά του αναφερόταν στη βάση του γλυπτού όπου απέμενε χαραγμένη η φράση ...ΝΔΡΟΣ ΜΗΝΙΔΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΥΣ ΑΠΟ ΜΑΙΑΝΔΡΟΥ ΕΠΟΙΗΣΕ. Αυτή η επιγραφή που φαίνεται σε ένα σχέδιο της εποχής, χάθηκε γύρω στο 1825 ενώ το απόκτημα βρισκόταν στο Λούβρο και πολλοί πιστεύουν ότι την εξαφάνισαν οι τότε διευθυντές του.

Το άγαλμα ανακαλύφθηκε στις 8 Απριλίου 1820 από έναν Έλληνα χωρικό - σε χώρο που ταυτίστηκε με το αρχαίο Γυμνάσιο της Μήλου - σε πολλά κομμάτια (πιθανόν έξι, από τα οποία τα χέρια και το όνομα του γλύπτη πλέον λείπουν), με δύο βασικά, τον κορμό και τα πόδια. Όλα αυτά τα κομμάτια και οι Ερμές έγιναν αμέσως αντικείμενο διαπραγμάτευσης. 

Ο Βουτιέ ενημέρωσε με μιας τον Γάλλο υποπρόξενο στην Μήλο, τον Λουϊ Μπρεστ (Louis Brest) και αυτός παρουσιάστηκε και άρχισε να παζαρεύει λέγοντας πως "δεν είναι βέβαιο ότι το άγαλμα αξίζει 1.000 γρόσια". Ειδοποίησε όμως αμέσως τον ντε Ριβιέρ (Charles-François de Riffardeau, μαρκήσιος και αργότερα δούκας de Rivière), πρόξενο των Γάλλων στην Υψηλή Πύλη.

Στη διαπραγμάτευση αναμίχθηκε ενεργά και ένας άλλος Γάλλος αξιωματικός που είχε πάθος με τις αρχαιότητες, ο Ντιμόν ντ' Ουρβίλ (Dumont d'Urville) που σημειωτέον ήταν βέβαιος πως επρόκειτο ή για την Αφροδίτη που κρατούσε το μήλο του Πάρι. Οι Γάλλοι αποφάσισαν να πάρουν οπωσδήποτε όλα τα ευρήματα στην κατοχή τους.

Το παζάρι καθυστερούσε όμως, όπως και το πλοίο που θα μετέφερε με ασφάλεια το άγαλμα στη Γαλλία. Ο Κεντρωτάς ή και οι δημογέροντες (καθώς πλέον στα παζάρια είχε αναμιχθεί όλο το νησί) αδημονούσαν και αποφάσισαν να δώσουν ή να πουλήσουν το άγαλμα σε άλλους ενδιαφερόμενους. Ίσως εξάλλου υφίσταντο και πολιτικές πιέσεις -η Υψηλή Πύλη περνούσε σοβαρή κρίση στις εξωτερικές της σχέσεις και η παραχώρηση αρχαιοτήτων από πλευράς της συνιστούσε ουσιαστικά άσκηση εξωτερικής πολιτικής. Ο νόμος όριζε όλες οι αρχαιότητες να καταλήγουν στην Κωνσταντινούπολη και να αποφασίζεται κεντρικά η διάθεσή τους ώστε ο σουλτάνος να κολακεύει τα έθνη που τον συνέφερε.

Μέσα σε όλα, παρουσιάστηκε και ο Νικόλαος Μουρούζης, μέγας δραγουμάνος του οθωμανικού στόλου, και έπεισε τους Μηλίους να πουλήσουν το εύρημα σε εκείνον (ο Μουρούζης εκτελέστηκε με απαγχονισμό ένα χρόνο αργότερα μαζί με άλλους Φαναριώτες με την κατηγορία ότι συμμετείχαν στην ελληνική επανάσταση). 

Ο εκπρόσωπος των Γάλλων που βρέθηκε τότε εκεί ήταν ο υποκόμης ντε Μαρκέλους (Vicomte de Marcellus) που έπεισε τους ντόπιους να μη φορτωθεί τελικά η Αφροδίτη στο πλοίο του Μουρούζη για να πάει στην Πόλη, αλλά στο πλοίο των Γάλλων για να πάει στο Λούβρο. 

Το γλυπτό όντως ταλαιπωρήθηκε και φορτώθηκε μετ' εμποδίων στο γαλλικό καράβι, γιατί οι κάτοικοι της Μήλου είχαν διχαστεί (και διαπληκτίζονταν) και τραβολογούσαν τους Γάλλους μεταφορείς -πολλοί ντόπιοι φοβούνταν ότι αν το γλυπτό έφευγε για τη Γαλλία θα είχαν συνέπειες από τους Οθωμανούς ενώ άλλοι πίστευαν ότι έπρεπε να πάει στη Γαλλία αλλά να δοθούν περισσότερα χρήματα.

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Αρχαία Ελληνική Μυθολογία - Δημιουργία του Σύμπαντος



Στην απαρχή του πολιτισμού υπήρχαν πολύ περισσότερα ερωτήματα και πολύ λιγότερες απαντήσεις απ’ ό,τι υπάρχουν σήμερα· οι αρχαίοι λαοί προσπαθούσαν να κατανοήσουν βασικές έννοιες, πολλές από τις οποίες δεν έχουν ακόμη και σήμερα απαντηθεί, έννοιες όπως η κοσμογονία, η δημιουργία των αγαθών, των καλών και των κακών, αλλά και να «δημιουργήσουν» ένα θεϊκό πάνθεον, αφού, όπως πρόσφατα ανακαλύφθηκε, η ανάγκη για την πίστη σε ένα ή πολλούς θεούς είναι εγγενής στον άνθρωπο, καθώς κάπου στον εγκέφαλό μας υπάρχει ο λεγόμενος «θαλαμίσκος του Θεού». Έτσι, οι αρχαίοι Έλληνες δημιούργησαν το δικό τους, φανταστικό μεν, αλλά υπέροχο κόσμο των θεών, στους οποίους απόδωσαν όλες τις ιδιότητες που βρίσκονταν στους ανθρώπους, δημιουργώντας μια αιτιολογική ψευδαίσθηση και παρέχοντας καταφύγιο στις ανήσυχές τους σκέψεις, αλλά και αιτιολογώντας τις διάφορες αφηρημένες έννοιες (Έρωτας, Θάνατος, Ύπνος κτλ). Τα αρθρίδιά μας αναφορικά με τη μυθολογία δεν θα φέρουν το σύνολο της μυθολογίας στον αναγνώστη της ιστοσελίδας μας - εξάλλου είναι, σχεδόν, αδύνατο, δεδομένων των τόσων πολλών και συγκρουόμενων, κάποτε, μύθων - αλλά θα παράσχει στον αναγνώστη μια προσεγμένη επιλογή από τους μύθους, την οποία θα προσπαθήσει, όποτε είναι δυνατό, να συσχετίσει με πραγματικά γεγονότα. Ελπίζουμε να σας προσελκύσει και να σας τραβήξει την προσοχή. Σημείωση ότι βασιζόμαστε, κυρίως, στη Θεογονία του Ησιόδου. Αρχίζουμε, βέβαια, με την Κοσμογονία, την οποία θα ακολουθήσει η Θεογονία …



Η πρώτη ενέργεια του Έρωτα έγινε στο σκοτάδι και τη σιωπή του Ερέβους και της Νύχτας, που βασίλευαν μέχρι τη στιγμή που μπήκε ανάμεσά τους· με την επίδρασή του άρχισε η απόλυτη ψυχρότητα να εγκαταλείπει τις δύο μυστήριες υπάρξεις: αντάλλαξαν τις πρώτες τους κουβέντες και κατάφεραν έτσι να διώξουν την ατέλειωτη μοναξιά που τους κυρίευε τόσους αιώνες. Από την ένωσή τους δημιουργήθηκε ο Αιθέρας και η Ημέρα, ενώ αργότερα δημιουργήθηκαν άλλες θεότητες, που αντιπροσωπεύουν αφηρημένες έννοιες, κυρίως ...

Το Χάος ήταν θεοσκότεινο, μαύρο και άραχνο χωρίς κανένα ίχνος ζωής· απόλυτη σιωπή βασίλευε παντού. Αυτό το τρομακτικό, αρχικό ον ήταν απέραντο· δεν είχε αρχή ούτε τέλος (έτσι δημιουργήθηκε και η σχετική λέξη-έννοια, που έχει περάσει και στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες). Ήταν τόσο αχανές, ώστε αν κάποιος μπορούσε να πετάξει, θα πετούσε σ' όλη του τη ζωή χωρίς να μπορέσει να φτάσει κάποτε σε κάποια κορυφή ή, αν κάποιος άρχιζε να πέφτει στο κατάμαυρο κενό, το Χάος, θα έπεφτε σ' όλη του τη ζωή χωρίς να φτάσει ποτέ του σε κάποιο τέλος.

Μέσα στην απεραντοσύνη του κοσμικού χρόνου προήλθαν κάποτε από το Χάος, χωρίς να μεσολαβήσει κάποιο ερωτικό σμίξιμο, δύο παράξενα όντα, το Έρεβος και η Νύχτα. Ήταν και αυτά τα όντα αλλοπρόσαλλα, κατάμαυρα, θεόρατα και σκοτεινά με τεράστιες φτερούγες· στέκονταν το ένα απέναντι από το άλλο ανοιγοκλείνοντας τα μαύρα μάτια τους, χωρίς να ανταλλάσσουν μεταξύ τους ούτε κουβέντα. Η απόλυτη ησυχία και η μοναξιά συνέχισε να κυριεύει το σύμπαν. Η μόνη διαφορά τους από το Χάος ήταν ότι είχαν αρχή και τέλος. Ήταν βέβαια πελώρια και θα χρειαζόταν κάποιος να τρέχει μήνες ολόκληρες για να φτάσει από τη μια φτερούγα τους στην άλλη, σίγουρα όμως θα έβρισκε κάποιο τέλος.

Η Γαία (εδώ φανερώνεται η γεωκεντρική σκέψη των αρχαίων λαών) κείτονταν μέσα στο απέραντο Χάος και, μετά τη γέννηση του Αιθέρα και της Ημέρας, γέννησε κι αυτή, χωρίς να μεσολαβήσει κάποιος ερωτικός πόθος, τον Ουρανό, τα Όρη και τον Πόντο. Ο Ουρανός ήταν μεγαλύτερος απ' αυτήν, την περιέβαλλε ολόκληρη και μέσα στον απέραντο θόλο του περιέκλειε όλο το αστρικό σύμπαν. Ήταν πανέμορφος, θεόρατος και καταγάλανος· τόσο πολύ γοητεύτηκε η Γαία από τον πρώτο της γιο, που τον ερωτεύτηκε και έσμιξε με το τεράστιο κορμί του. Από την ένωση αυτή προήλθαν αμέτρητοι θεοί…

Αφού πέρασε αρκετός καιρός από τη γέννηση του Ουρανού, η Γαία άρχισε πάλι να κυοφορεί, αλλά αυτή τη φορά τρανταζόταν ολόκληρη, μέχρις ότου ξεφύτρωσαν στην επιφάνειά της τεράστιοι γίγαντες, απέραντοι και αχανείς με αλλοπρόσαλλα κορμιά, τα τρομερά Όρη. Η Γη ποτέ σε συμπάθησε τα παιδιά της αυτά που τόσο την ταλαιπώρησαν μέχρι να γεννηθούν, ήταν όμως αναγκασμένη να ζήσει για πάντα μαζί τους και να τα ανέχεται, μια και από τη γέννησή τους ήταν προσκολλημένα πάνω στο τεράστιο σώμα της. Κάθε φορά που προσπαθούσε να τα διώξει από πάνω της φρικτοί πόνοι τη βασάνιζαν...

Λίγο αργότερα η Γαία ένιωσε πάλι κάτι να σαλεύει μέσα στα σπλάχνα της, αλλά η εγκυμοσύνη ήταν γλυκιά και χωρίς πόνους. Έτσι γεννήθηκε ο απέραντος Πόντος, που αμέσως ξεχύθηκε και περιέβαλε τη Γαία δροσίζοντάς την και κάνοντάς την ομορφότερη καθώς την κάλυπτε με το καταγάλανο σώμα του. Ο Πόντος την έκλεινε μέσα στα τεράστια μπράτσα του και η Γαία ήταν χαρούμενη και περήφανη για το νέο γιο της· ήταν πανέμορφος, ορμητικός και παντοδύναμος, άλλοτε ήρεμος και γαλήνιος και άλλοτε αφρισμένος και ταραγμένος από τα τεράστια κύματα. Μετά την ήττα του Ουρανού από τον Κρόνο η Γαία έσμιξε και μ’ αυτόν, γεννώντας καινούργιους απογόνους. 
Στην αρχή στον απέραντο χώρο υπήρχε ένα τεράστιο αυγό, το οποίο δημιουργήθηκε εκ του μηδενός· μία μέρα το αυγό αυτό άρχισε να ραγίζει και, σταδιακά, βγήκαν από το αυγό τα «περιεχόμενά» του: πρώτα από όλα βγήκε ένα φτερωτό πνεύμα (ο Έρως), το οποίο επέτρεψε στις άλλες δύο οντότητες, τη Γαία και το Χάος, να βγουν έξω από το αυγό. Οι τρεις αυτές θεότητες δεν είχαν συγγενική σχέση μεταξύ τους, απλώς εμφανίστηκαν η μία μετά την άλλη. Ο Έρως ήταν ένα φτερωτό πνεύμα, το οποίο είχε τόση δύναμη και τόση ένταση, που βρισκόταν (και βρίσκεται) παντού και πάντοτε, αφού είναι η αιτία της Αγάπης και της ερωτικής δημιουργίας, η οποία παράγει απογόνους και διασφαλίζει τη συνέχιση της ύπαρξής μας. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως raison d’ être (αιτία ύπαρξης). Δεν ήταν ο γνωστός σκανταλιάρης θεός, ο γιος της Αφροδίτης που τόξευε με τα βέλη τους θεούς και ανθρώπους, αλλά μια δύναμη έλξης που οδηγούσε τα στοιχεία στις ενώσεις και τις συνθέσεις τους. Είχε απεριόριστη δύναμη και ήταν ο μόνος από τις τρεις πρωταρχικές θεότητες που δεν απέκτησε δικά του παιδιά.
 Ευχαριστώ τον φίλο Δημήτρη Γ. για την βοήθειά του 

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2013

Νηρέας, ο γέρος της θάλασσας


Ευνοϊκή πρωταρχική θεότητα


Ο Νηρέας, γιος του Πόντου και της Γαίας, ήταν ο πρώτος θαλάσσιος θεός, καθιερωμένος πολύ πριν από τον κατεξοχήν θεό της Θάλασσας, Ποσειδώνα και, όπως και οι περισσότεροι θαλάσσιοι δαίμονες, κατείχε τη δυνατότητα να μεταμορφώνεται κατά βούληση, ενώ συχνά παρουσιάζεται ως ο καλυμμένος με φύκια γέροντας της θάλασσας. Άλλες φορές απεικονίζεται ως άνδρας με μορφή ψαριού (κάτι σαν αρσενική γοργόνα), άλλοτε όμως από το σώμα του ξεπροβάλλει ένας τράγος ή φίδι. Σε φίδι είχε μεταμορφωθεί όταν πάλευε με τον Ηρακλή, ο ήρωας όμως τον έδεσε, όπως τον είχαν συμβουλέψει οι θεές της Τύχης και έτσι τον ανάγκασε να απαντήσει σε όλες του τις ερωτήσεις. Εδώ να αναφέρουμε ότι πρόκειται για την πρώτη θαλάσσια θεότητα (μαζί με τον Ωκεανό), τουλάχιστον μια γενιά μεγαλύτερος από τον Ποσειδώνα. Στην αστρονομία, Νηρέας είναι ένας από τους δορυφόρους του Ποσειδώνα, καθώς και ο αστεροειδής αρ. 4660.

Ο Νηρέας φημιζόταν επίσης για τις προφητικές του ικανότητες· όταν συνάντησε τον Πάρη, του προφήτεψε την πτώση της Τροίας, ενώ επίσης προείπε το ένδοξο πεπρωμένο του Ηρακλή στους Αργοναύτες, με τη βοήθεια του Γλαύκου, που ερμήνευσε τα λόγια του σ' αυτούς. Καλοσυνάτος και καλοπροαίρετος, ο πρώτος γιος του Πόντου και της Γαίας, ήταν γνωστός για τη δικαιοσύνη, την προθυμία και τη φιλαλήθειά του· πάντα αφανής και σε ταπεινούς ρόλους, δε δίσταζε να βοηθήσει όποιον είχε ανάγκη: ανάθρεψε την Αφροδίτη στην κατοικία του, ενώ ευεργέτησε τον Πηλέα - που του χάρισε το φάρμακο για να νικήσει την πείνα - και, φυσικά, τον ηρωικό ημίθεο Ηρακλή, βγάζοντάς τον από τη δύσκολη θέση, όταν του έδωσε το κύπελλο του Ήλιου για να περάσει μ' αυτόν τον Ωκεανό. Ακόμη, του έδειξε το δρόμο για να φτάσει μέχρι τον κήπο των Εσπερίδων. Ο αγαθοποιός Νηρέας ζευγάρωσε με τη Δωρίδα, κόρη του Ωκεανού και της Τηθύδας (μια από τις 3.000 Ωκεανίδες), και μαζί της απέκτησε 50 κόρες, τις Νηρηίδες (επιποντίδες μύμφαι ή Εραγίδες), πανέμορφες νύμφες της θάλασσας που έμεναν μαζί με τον Νηρέα, που προστάτευαν τα πέλαγα και τους θαλασσινούς και ζούσαν μέσα στις θαλασσοσπηλιές. βοηθώντας τους και λαμβάνοντας διάφορες μορφές.

Τόσο περήφανες για την ομορφιά του ήταν που, όταν η Κασσιόπη, γυναίκα του Κηφέα, περηφανεύτηκε ότι ήταν πιο όμορφη και απ’ αυτές, αμφισβητώντας το έκπαγλο κάλλος τους, αυτές ζήτησαν από το θεό της θάλασσας, Ποσειδώνα, να τιμωρήσει σκληρά την πόλη του Κηφέα, καταστρέφοντάς την. Εδώ φαίνεται η απλοϊκότητα των αρχαίων Ελλήνων, που απέδιδαν τυχόν φυσικές καταστροφές στους θεούς τους. Όταν απλωνόταν η γαλήνη στη θάλασσα έβγαιναν στις ακτές, ανάλαφρες και αέρινες, στρώνοντας χορό. Ζούσαν στο βυθό της θάλασσας, παρέα με τον πατέρα τους, γεμάτες δροσιά και χάρη, ομορφιά και καλοσύνη· δουλεία τους ήταν να φουρτουνιάζουν και να γαληνεύουν τη θάλασσα, προσφέροντας, ταυτόχρονα, βοήθεια σε κάθε ναυτικό που τη χρειαζόταν. Τους άρεσε να παίζουν καθισμένες πάνω στις αφρισμένες χαίτες των κυμάτων ή πάνω στους βράχους για να στεγνώσουν τα πυκνά, σγουρά, γεμάτα πράσινες ανταύγειες και μήκους μέχρι τα πόδια τους μαλλιά τους.

Περήφανες και χαρούμενες για την αθανασία τους και την ωραιότητά τους, συνόδευαν συχνά τα αμάξια των θαλασσινών θεών.
 Τα ονόματά των 50 Νηρηίδων ήταν: Αγαύη, Ακταία, Αλία, Αλιμήδη, Αμφιτρίτη, Αυτονόη, Γαλάτεια, Γαλήνη, Γλαυκή, Γλαυκονόμη, Δυναμήνη, Δωρίδα, Δωτώ, Ερατώ, Ευαγόρη, Ευάρνη, Ευδώρη, Ευκράτη, Ευλιμένη, Ευνίκη, Ευπόμπη, Ηιόνη, Θεμιστώ, Θέτις, Θόη, Ιπποθόη, Ιππονόη, Κυματολήγη, Κυμοδόκη, Κυμοθόη, Κυμώ, Λαομέδεια, Λειαγόρη, Λυσιάνασσα, Μελίτη, Μενίππη, Νημερτής, Νησαία, Νησώ, Πανόπη, Παντοπορεία, Πασιθέα, Πολυνόη, Προνόη, Πρωτομέδεια, Πρωτώ, Σαώ, Σπειώ, Φέρουσα και Ψαμάνθη.   Ευχαριστώ τον φίλο Δημήτρη Γ.για την βοήθειά του 

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

Ο ΠΕΡΙΣΤΡΕΦΟΜΕΝΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΙΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ

                   

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ο ναός του Επικουρίου Απόλλωνος βρίσκεται στις Βάσσες της Φιγάλειας της Αρκαδίας, κοντά στα σύνορα του νομού με την Μεσσηνία.Είναι ένας από τους σπουδαιότερους και επιβλητικότερους ναούς της αρχαιότητας και αφιερώθηκε από τους Φιγαλείς στον Απόλλωνα διότι τους βοήθησε να ξεπεράσουν μια επιδημία πανώλης. Ο ναός υψώνεται επιβλητικά στα 1.130 μέτρα, στο κέντρο της Πελοποννήσου, πάνω στα βουνά μεταξύ Ηλείας, Αρκαδίας και Μεσσηνίας και βρίσκεται 14 χλμ. νότια της Ανδρίτσαινας.
Το μνημείο αυτό με την πανανθρώπινη σημασία είναι συνάμα ένα από τα καλύτερα σωζόμενα της κλασικής αρχαιότητας και ήταν το πρώτο στην Ελλάδα που συμπεριλήφθει στα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, το 1986.

Δεν είναι απλά ένα λατρευτικό κτίσμα αφιερωμένο στον Απόλλωνα όπως τόσα άλλα στον Ελλαδικό χώρο. Διαφέρει  ξεκάθαρα καθόσον είναι ο μοναδικός ναός στον Ελληνικό χώρο που περιστρέφεται γύρω από άξονα και ίσως να είναι ο μοναδικός σε όλο τον κόσμο.

Ελάχιστα γνωστός,καθόσον ουδέποτε διδάχθηκε στα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας μας.Είναι όμως πολύ μεγάλης σημασίας,όπως θα δούμε πιό κάτω και πιστεύω ότι το μυστήριο του έχει σχέση με την εποχή που ζούμε και μάλιστα με την εφετινή χρονιά το 2012.

Με την βοήθεια φίλων μου,νομίζω ότι πιθανώς βρήκαμε την λύση του μυστηρίου που τον σκεπάζει εδώ και 25 αιώνες περίπου !!!

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Ο ναός ανεγέρθηκε το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. (420-410 π.Χ) από τον Ικτίνο, τον αρχιτέκτονα του Παρθενώνα, μετά από υπόδειξη των ιερέων του Απόλλωνα από τους Δελφούς.Δεν είναι ξεκάθαρο αν οι ιερείς του έδωσαν μόνο οδηγίες για το σημείο κατασκευής και τον ρυθμό που θα ακολουθούσε το οικοδόμημα ή και αν του αποκάλυψαν κάποια αρχαία κρυμμένη γνώση σχετικά με το πως θα κάνει τον ναό να περιστρέφετε.Πιστεύω πως τέτοια γνώση υπήρχε στην αρχαιότητα αλλά φυλασσόταν από τα εκάστοτε ιερατεία που αναλάμβαναν την φύλαξη των “μυστικών των θεών” δίνοντας τους ιερούς όρκους σιωπής.

Ο ναός είναι θεμελιωμένος πάνω σε φυσικό βράχο πλαγιάς του όρους Κωτιλίου . Η τοποθεσία του ναού ονομαζόταν στην αρχαιότητα Βάσσες (μικρές κοιλάδες) και φιλοξενούσε από τον 7ο αιώνα π.Χ.το ιερό του Απόλλωνος "Βασσίτα" που είχαν ιδρύσει οι γειτονικοί Φιγαλείς, οι οποίοι λάτρευαν το θεό με την προσωνυμία "Επικούριος" δηλαδή βοηθός, συμπαραστάτης στον πόλεμο ή στην αρρώστια. Ο πρώτος ναός γνώρισε και μεταγενέστερες φάσεις, γύρω στο 600 και γύρω στο 500 π.Χ., από τις οποίες σώζονται πολυάριθμα αρχιτεκτονικά μέλη.Ο νέος ναός κατασκευάσθηκε επάνω στην θέση του παλαιου,σε ειδικά διαμορφωμένο γήπεδο.

Για την κατασκευή του έχει χρησιμοποιηθεί ανοιχτόχρωμος τοπικός ασβεστόλιθος, ενώ ορισμένα μέρη της οροφής, τα κιονόκρανα του σηκού και ο γλυπτός διάκοσμος είναι από μάρμαρο. Ο ναός αυτός διαφέρει ξεκάθαρα απ'όλους τους άλλους αρχαίους ναούς. Πρώτα απ όλα αν εξετάσουμε τον αρχιτεκτονικό ρυθμό του θα δούμε ότι αν και εξωτερικά είναι Δωρικού ρυθμού, στο εσωτερικό του είναι καθαρά Ιωνικού ρυθμού αλλά οι κίονες του κοσμούνται με Κορινθιακού ρυθμού κιονόκρανα. Πράγμα πολύ παράξενο που συνδυάζει και τους τρεις βασικούς αρχιτεκτονικούς ρυθμούς και είναι το μοναδικό αρχαίο οικοδόμημα που παρατηρείται αυτό το φαινόμενο.

Έχει πρόναο, σηκό, άδυτο και οπισθόδομο,με 6 κίονες στις στενές και 15 στις μακρές πλευρές, αντί της καθιερωμένης για την εποχή αναλογίας 6 x 13. Έτσι, η μορφή του είναι περισσότερο επιμήκης, όπως στους αρχαϊκούς ναούς.Οι διαστάσεις του ναού είναι 39,87μ Χ 16,13μ.

Στις μετόπες και ζωοφόρους του ναού απεικονίζοντο η επιστροφή του Απόλλωνα στον Όλυμπο από τις Υπερβόρειες χώρες,η  αρπαγή των θυγατέρων του Μεσσήνιου βασιλιά Λεύκιππου από τους Διόσκουρους,η Αμαζονομαχία και η Κενταυρομαχία.

Οι δύο τελευταίες -μαρμάρινες ζωοφόροι- βρίσκονται στο βρετανικό μουσείο καθώς επί τουρκοκρατίας τα ευρήματα μεταφέρθηκαν στην Ζάκυνθο με τη συγκατάθεση του Βελή Πασά,που είχε δωροδοκηθεί για το σκοπό αυτό. Το 1814 η ζωφόρος αγοράστηκε με εντολή του Άγγλου αντιβασιλιά πρίγκηπα Γεωργίου και το 1815 κατέληξε στο Βρετανικό Μουσείο. Ο Άγγλος διανοούμενος Christian Muller χαρακτήρισε την υφαρπαγή των μνημείων πράξη βανδαλισμού, αντίστοιχη με αυτή του λόρδου Έλγιν που έκλεψε τα γλυπτά της Ακρόπολης των Αθηνών.

Ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας που τον επισκέφθηκε απέδωσε στο θεό το προσωνύμιο "Επικούριος", γιατί προστάτευσε τους Φιγαλείς από την επιδημική νόσο που είχε πλήξει τον Ελλαδικό χώρο κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου (431-404 π.Χ.). Θαμπώθηκε δε από την ομορφιά του και τον κατέταξε δεύτερο μετά της Τεγέας σε κάλλος και αρμονία.

"Ικτίνος ο αρχιτέκτων τον εν Φιγαλία ναου γεγονώς τη ηλικία κατά Περικλέα καί Αθηναίοις τόν Παρθενωνα καλούμενον κατασκευάσας". (Παυσανίας VIII, 41,9)

"Ναυν δ’ όσοι πελοποννησίοις εισί, μετά γε τόν εν Τεγέα προτιμώτο ουτος αν του λίθου τε ές κάλλος καί της αρμονίας ενεκα".(Παυσανίας VIII, 41,8)


Ο ναός εξακολούθησε να χρησιμοποιείται στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια,όπως φαίνεται από τις επιδιορθώσεις που δεχόταν η κεραμοσκεπή. Η πρώτη σημαντική καταστροφή του σημειώθηκε όταν έπεσε η στέγη του, λόγω της φυσικής φθοράς των ξύλινων δοκών που τη συγκρατούσαν, ενώ σοβαρές ζημιές υπέστη και από την ανθρώπινη επέμβαση τον 1ο μΧ αιώνα, που έγινε για την απόσπαση του μετάλλου των συνδέσμων. Ο ναός ταυτίσθηκε επιτυχώς το 1765 από το Γάλλο αρχιτέκτονα J. Bocher και η πρώτη συστηματική ανασκαφή του έγινε το 1812 από ομάδα αρχαιόφιλων επιστημόνων. Ανασκαφές και αναστηλωτικές επεμβάσεις ξεκίνησαν το 1902 από την Αρχαιολογική Εταιρεία.

Ανάμεσα στο πλήθος των ευρημάτων προκαλούν εντύπωση το πλήθος των όπλων, ιδιαίτερα των αμυντικών, που προφανώς προσφέρονταν στο θεό. Έτσι ίσως δικαιολογείται και το προσωνύμιο του θεού ως “Επικούριου”, επειδή βοήθησε τους Φιγαλείς να αντιμετωπίσουν το 659 π.Χ. τους Σπαρτιάτες κατά τη διάρκεια του Β' Μεσσηνιακού πολέμου.

Το 1968 ο Αμερικανός αρχαιολόγος Κοoper που τον επισκέφθηκε διαπίστωσε ότι ο ναός έχει φύγει από τη θέση του και κάθεται πάνω σε αναρρίμματα (μπάζα).Έχει δε υποστεί μεγάλη φθορά, καθιζήσεις στο δάπεδο και στα νότια σκαλοπάτια, οι κίονες έχουν φύγει από την κατακόρυφο και μάλιστα ένας στην νοτιοανατολική γωνία έχει σπάσει σαν να είχε πάθει μια στρέψη από μετατόπιση ή από μια ολίσθηση προς νότο ολόκληρου του ναού.Το 1975 συστάθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού η " Επιτροπή Συντηρήσεως του Ναού του Επικουρίου Απόλλωνος", που ανέλαβε τον προγραμματισμό και τη σύνταξη των σχετικών μελετών για τα έργα συντήρησης και αναστήλωσης. Το 1982 έγινε ανασύσταση της επιτροπής και το Υπουργείο Πολιτισμού ανέλαβε συστηματικά το εξαιρετικά δύσκολο έργο αποκατάστασης του μνημείου.Οι εργασίες αποκατάστασης του μνημείου συνεχίζονται μέχρι σήμερα,όπως διαπιστώθηκε από πρόσφατη επιτόπου επίσκεψη φίλου μου.Ο ναός από το 1987 έχει την...πολυτέλεια να καλύπτεται  από συνθετική τέντα-στέγαστρο  για την προστασια του από τις καιρικές συνθήκες ή για την αποκρυψη του όπως λένε οι “ειδικοί”!!!

Αλήθεια...τι θέλουν να κρύψουν ? Ποιοί τους το επέβαλαν και γιατί ?

Η συνθετική όμως κάλυψη του ναού με τίποτε δεν αρμόζει σε ένα τέτοιο αριστούργημα,πολύ περισσότερο θα έλεγα πως δημιουργεί την αίσθηση “τέντας τσίρκου” καί αποτελεί ύβρη προς αυτήν την θειϊκή υπεροντότητα που οι αρχαίοι μας πρόγονοι την ονόμασαν < θεό Απόλλωνα > !!!!


ΙΔΙΟΜΟΡΦΙΕΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

Ας δούμε όμως ποιά είναι αυτά τα μυστικά που αποκάλυψαν οι ιερείς του Απόλλωνα και τα έκανε πράξη ο Ικτίνος κατασκευάζοντας έναν εντελώς παράξενο ναό. Η πλαγιά που είναι χτισμένος ο ναός έχει διαμορφωθεί τεχνητά σε οριζόντιο επίπεδο και ο ναός τοποθετήθηκε έκκεντρα πάνω σε αυτή με προσανατολισμό που και πάλι θεωρείται παράξενος διότι δεν ακολουθεί τον συνήθη προσανατολισμό των ναών στον  άξονα ανατολή - δύση αλλά του άξονα βορρά – νότου. Η είσοδος του ναού είναι στην βόρεια πλευρά του με προσανατολισμό τους Δελφούς. Κάποιος θα σκεφτεί ότι αφού οι Ιερείς του Απόλλωνος των Δελφών ζήτησαν να χτιστεί ο ναός, θα ζήτησαν και να βλέπει ο ναός το μεγάλο ιερό του θεού. Όμως δεν είναι έτσι. Ο προσανατολισμός των ναών στην αρχαιότητα καθοριζόταν από τον άξονα ανατολής – δύσης, πράγμα που υιοθέτησε και ο χριστιανισμός (για διαφορετικούς λόγους) για να κατασκευάζει τους ναούς του. Έτσι στην αρχαιότητα, έτσι και σήμερα, απαγορεύεται να χτιστεί λατρευτικός ναός που δεν είναι προσανατολισμένος σε αυτόν τον άξονα. Όμως στον ναό του Απόλλωνος έγινε μία εξαίρεση και μάλιστα με την σύμφωνη γνώμη των Ιερέων του Απόλλωνα. Γιατί έγινε κάτι τέτοιο?

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι οφείλεται σε τοπική παράδοση να χτίζονται ναοί με αυτόν τον προσανατολισμό λόγω της ύπαρξης και δεύτερου μικρότερου ναού στην περιοχή με τον ίδιο προσανατολισμό. Πρόκειται επίσης για ναό του Απόλλωνος στην κορυφή του όρους Κωτύλιο που αποτέλεσε τον οδηγό για την κατασκευή του μεγάλου ναού του θεού. Θα αναφερθώ όμως σε λίγο εκτενέστερα και σε αυτόν αφού εξετάσουμε λίγο πιό αναλυτικά τον τρόπο κατασκευής του μεγάλου ναού.

Σύμφωνα με μελέτες που έχει κάνει ο μαθηματικός Στέλιος Πετράκης, η πλαγιά διαμορφώθηκε τεχνητά και δημιουργήθηκε μία πέτρινη “ειδική” βάση που πάνω σε αυτή τοποθετήθηκε ο ναός. Η βάση αυτή είναι ειδική, και μοναδική στον κόσμο, διότι λόγω της μελετημένης κλίσης της και της τοποθετήσεως ενός κατακορύφου υπόγειου άξονα στη νοτιοανατολική γωνία του, επέτρεπε  στον ναό να ολισθαίνει πάνω σε αυτή κατά 50.2 δευτερόλεπτα της μοίρας(όση και η ετήσια μετάπτωση των ισημεριών) κάθε χρόνο με σκοπό να στοχεύει διαρκώς στον ίδιο αστρικό σημείο. Για να γίνει πιό κατανοητό αυτό θα αναφέρω ότι ο άξονας της γης δεν είναι ένα σταθερό σημείο. Λόγω της μετάπτωσης των ισημεριών αλλάζει θέση χρόνο με τον χρόνο αφού έχει μία κλίση 23,5 μοίρες και διαγράφει έναν πλήρη κύκλο κάθε 25.920 χρόνια. Έτσι και ο προσανατολισμός των σταθερών σημείων πάνω στην γη αλλάζει θέση χρόνο με τον χρόνο ακολουθώντας την κίνηση του άξονα της γης (μαγνητική απόκλιση ).Οι αστερισμοί π.χ που παρατηρούμε σήμερα σε συγκεκριμένα σημεία του ουρανού, πριν από 10.000 χρόνια ήταν σε διαφορετικά σημεία και επίσης σε διαφορετικά σημεία του ουρανού θα είναι μετά από 10.000 χρόνια.

Για να κατορθώσει ο ναός να ολισθαίνει πάνω στην βάση του τοποθετήθηκε πάνω σε αυτή ένα στρώμα αργίλου και ένα στρώμα από βότσαλα θαλάσσης. Πάνω σε αυτά τα στρώματα τοποθετήθηκαν οι πλάκες των θεμελίων του ναού. Κάτω από την βάση έχουν βρεθεί τούνελ που κρατούσαν τον άξονα του ναού. Πάνω λοιπόν στην βάση του ναού τοποθετήθηκαν πολλές στρώσεις από πλάκες που ενώνονταν μεταξύ τους με ανοξείδωτους σιδερένιους συνδετήρες και στο άνοιγμα τους έχυσαν μόλυβδο για να κρατά τους κραδασμούς. Έτσι στην συνέχεια έχτισαν τον ναό ο οποίος λόγω της ιδιαίτερης βάσης του και της σοφά μελετημένης κλίσης της, ολίσθαινε πάνω σε αυτή ακολουθώντας την μετάπτωση των ισημεριών.

 Ο δεύτερος ναός στην κορυφή του βουνού Κωτύλιο έπαιζε τον ρόλο του δείκτη. Δηλαδή αν κάποιος στεκόταν στην είσοδο του μεγάλου ναού σε πλήρη στοίχιση με τον μικρό ναό της κορυφής,όταν κατασκευάσθηκαν και οι δυο ναοί, τότε έβλεπε το σημείο 0(μηδέν) του βορρά!Δηλαδή και οι δύο ναοί ήταν κατασκευασμένοι επάνω στον ίδιο γήϊνο μεσημβρινό. Μία τεράστια πυξίδα δηλαδή κατασκευασμένη από πέτρα και μάρμαρο!

Θα αναρωτιέσται βέβαια και σε ποιό αστρικό σημείο του ουρανού στοχεύει συνεχώς ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα…

Μα στο άστρο του Σειρίου του αστερισμού του Κυνός !!!! Σύμφωνα με τη μυθολογία ο θεός Απόλλων έφυγε από από την Γη από αυτόν το ναό και εγκαταστάθηκε σε αυτό το άστρο ,από το οποίο και είχε έρθει(ήταν κυβερνήτης του πριν έρθει στην Γη) και ο ναός παραμένει,περιστρεφόμενος,συνεχώς προσανατολισμένος στον Σείριο ώστε να μπορεί να επιστρέψει ο θεός όποτε το θελήσει !!!!



Η ΠΙΘΑΝΗ ΛΥΣΗ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ


Για να βρεθεί η λύση του μυστηρίου,έκανα με φίλους τίς εξείς σκέψεις: Αφου ο Ναος ειναι ο μοναδικός περιστρεφόμενος και μόνιμα ευθυγραμμισμένος με τον Σείριο,κάποια στιγμή θα πρέπει να ευθυγραμμιστεί και με κάποιον άλλο Ιερό χώρο μας ,λαμβάνοντας υπόψη επίσης ότι ειναι κατασκευασμένος για να διευκολύνει την Έλευση του Απόλλωνα.

Για να δούμε λοιπόν !!!

Όπως ανέφερα λίγο πιό πάνω,ο δεύτερος ναός στην κορυφή του βουνού παίζει τον ρόλο του δείκτη,δηλαδή είναι το σταθερό σημείο για την μέτρηση της γωνίας που έχει περιστραφεί ο ναός του Απόλλωνα.Βέβαια λόγω των καταστροφών που έχει υποστεί,όπως προανέφερα,κάποια στιγμή θα σταμάτησε η περιστροφή του κατά 50,2 δεύτερα της μοίρας ανά έτος.

Από επιτόπιες μετρήσεις που έγιναν τον Ιούνιο του 2012,η πυξίδα δείχνει ότι ο ναός έχει περιστραφεί μόνο κατα 7 μοίρες.Μία μοίρα υποδιαιρείται σε 60 πρώτα και κάθε πρώτο σε 60 δεύτερα,άρα 1μοίρα=3600 δ, άρα 7μ Χ 3600 δ = 25200 δ ,αν το διαιρέσουμε με την ετησία περιστροφή των 50,2 δ,έχουμε 25200:50,2=502,άρα ο ναός περιεστρέφετο τα πρώτα 502 χρόνια δηλαδή μέχρι το 92μΧ περίπου.Μετά πρέπει να σταμάτησε η περιστροφή λόγω των καταστροφών και των βανδαλισμών που υπέστει.

Για να δούμε λοιπόν τι θα έπρεπε να δείχνει κανονικά η πυξίδα  σήμερα το 2012 αν ο ναός δεν είχε υποστεί καταστροφές και περιεστρέφετο κανονικά!!!

Η κατασκευή του ναού άρχισε το 420 και τελείωσε το 410πΧ,άρα η περιστροφή του άρχισε το 410πΧ δηλαδή  πρίν 2422 χρόνια και θα περιστρέφετο 50,2 δεύτερα της μοίρας ετησίως.

Άρα: 2422Χ50,2=121584 δ, δηλαδή σήμερα θα είχει μετατοπισθεί προς τα ανατολικά 121584 δεύτερα της μοίρας.Κάθε μοίρα έχει 3600 δεύτερα,άρα 121584:3600 = 33,7734 μοίρες.

Βέβαια στην περιστροφή των 33,7734 θα πρέπει να προσθέσουμε και την μαγνητική απόκλιση,που δημιουργείται από την μετακίνηση του μαγνητικού βορρά λόγω της κυκλικής μετακινήσεως του άξονα της Γης (ένας κύκλος=25920 έτη).Αυτή υπολογίζεται για την συγκεκριμένη περιοχή κατά 3 μ και 35 λ,με ετήσια μεταβολή συν 9,6 λ.Η μαγνητική απόκλιση κάθε γήινου σημείου αλλάζει κάθε χρόνο.

Λόγω των πολλών ετών από την κατασκευή του,2422 χρόνια,δεν είναι εύκολο να υπολογισθεί επακριβώς.

Σήμερα η μαγνητική απόκλιση των 2422 ετών κατά προσέγγιση,βάση τύπων, είναι 31 μοίρες.

Έχουμε λοιπόν,31 μοίρες μαγν.απόκλιση και 33,7734 μοίρες περιστροφη (50,2δ ετησίως),σύνολο  65 μοίρες περίπου.

Από τον χάρτη βλέπουμε ότι στις 65 μοίρες από τον ναό βρίσκονται και οι αρχαιολογικοί χώροι των Μυκηνών και της Ελευσίνος !!

Ελευσίνα στην δημοτική γλώσσα, Ελευσίς στην καθαρεύουσα και αρχαία Ελληνική !!!!

Επίσης από τον χάρτη διαπιστώνουμε ότι ο ναός  απέχει 160 χλμ από την Ελευσίνα (Ελευσίς).Αλλά σε απόσταση όμως 160 χλμ από την Ελευσίνα είναι και η κορυφή του Ταυγέτου, προφήτης Ηλίας,η γνωστή πυραμίδα.Ετσι με κορυφή την Ελευσίνα,ναός Επικουρίου Απόλλωνα και κορυφή Ταυγέτου σχηματίζουν ισοσκελές τρίγωνο !!!!!!

Το περίεργο είναι  ότι στους τριγωνισμούς των αρχαίων ιερών,με τους οποίους έχουν ασχοληθεί πολλοί μέχρι σήμερα,κανείς δεν αναφέρει αυτόν τον τριγωνισμό !!!

Τυχαία όλα αυτά ? Δεν είναι δυνατόν !!! Κάτι προσπαθούν να μας κρύψουν,κάτι για το οποίο ήξεραν οι ιερείς του Απόλλωνα και κατασκεύασαν τον ναό πρίν 25 αιώνες.

Τι μπορεί να είναι αυτό ? Εκτιμώ ότι είναι ο χρόνος της επιστροφής του θεού Απόλλωνα στην Γη αφού ο ναός του Επικουρίου είναι φτιαγμένος γι'αυτό !!!Θυμηθείτε ότι από εκεί έφυγε απο την Γη για τον Σείριο και από εκεί θα επιστρέψει στη Γη.Γι'αυτό σήμερα έπρεπε να ήταν στραμένος,αν δεν είχε καταστρεφεί, προς τον Ιερό χώρο της  Ελευσίνος !!!

Ελευσίς = Έλευσις !!!!

Ας χρησιμοποιήσουμε και λεξάριθμους:

 ΕΛΕΥΣΙΣ = 850 => 8+5+0 = 13 => 1+3 = 4 .΄. !!!

 ΠΕΡΙΣΤΡΟΦΗ ΝΑΟΥ = 1373 + 521 = 1894.. => 1+8+9+4 = 22 => 2+2 = 4

(Οι πιό πάνω λεξάριθμοι εδόθησαν από τον μαθηματικό και ειδικό στους λεξάριθμους,Ελευθέριο Αργυρόπουλο ).
Η πιό πάνω ισοψηφία καθώς και το ότι αν ο ναός δεν είχε υποστεί καταστροφές θα ήταν στραμένος προς την Ελευσίνα, μας δείχνουν ότι  γρήγορα θα έχουμε πιθανώς την ΕΛΕΥΣΗ του Απόλλωνος !!!

Αυτή είναι η εκτίμηση μου !!!

Τελευταίος χρησμός του μαντείου των Δελφών το 394μΧ :

" ΕΣΤ'ΗΜΑΡ ΟΤΕ ΦΟΙΒΟΣ ΠΑΛΙΝ ΕΛΕΥΣΕΤΑΙ ΚΑΙ ΕΣ ΑΕΙ ΕΣΕΤΑΙ" !!!!  Δηλαδή "Θα έρθει ημέρα που ο Φοίβος(Απόλλων) θα επιστρέψει και θα μείνει για πάντα "!!!

Όλες οι ενδείξεις που έχουμε αυτό δείχνουν !!! Έφτασε η ώρα !!! ΗΜΑΡ ΕΣΤΙ !!!

ΒΙΝΤΕΟ

http://www.youtube.com/watch?feature=player_embedded&v=9RWk0rcj1uU#!
Αυτό είναι το πρώτο φιλμ για το ναό του επικούρειου Απόλλωνα.Ο σκηνοθέτης (Jean-Daniel Pollet) μαγεύτηκε και είπε ότι αυτός ο ναός υπήρξε το κέντρο του κόσμου για κείνον. Έτσι λοιπόν τον κινηματογράφησε με ρυθμό ιερής τελετουργίας και το αποτέλεσμα αντάμειψε τις προσπάθειες του.

Επίσης δείτε και το επόμενο βίντεο:
http://www.youtube.com/watch?v=HPKGTxjGTaM


ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΑ ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ ΣΤΟΝ ΝΑΟ

Η μετάβαση στό Ναό του Επικούριου Απόλλωνα γίνεται από την Αθήνα-Πύργος- παραλιακό χωριό Θολό Ζαχάρως- Νέα Φιγάλεια -προς Ανδρίτσαινα.Υπάρχει και ο δρόμος μετά από Πάτρα προς Ανδρίτσαινα, ασφαλτοστρωμένος αλλά λίαν κοπιαστικός λόγω στενότητας και στροφών.Τονίζεται ότι πρόκειται γιά κοπιαστική μετάβαση και επιστροφή.Επίσης υπάρχει και η διαδρομή μέσω Τρίπολης και Μεγαλόπολης. Η οδική σήμανση είναι άριστη.


ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Όλοι πιστεύω να καταλάβατε την σημασία του μοναδικού αυτού ναού ,πιθανώς και σε όλο τον κόσμο,λόγω της περιστροφής του.Διερωτόμαι,τι γνώσεις και τι τεχνολόγια είχαν οι αρχαίοι πρόγονοι μας ώστε να κατασκευάζουν τέτοια αριστουργήματα ? Βέβαια τα μυστικά των γνώσεων αυτών τα είχαν και τα διαχειρίζοντο τα ιερατεία και δεν ήταν προσιτά στον απλό κόσμο.

Γιατί αυτά τα μνημεία που διαθέτουν αυτά τα περίεργα χαρακτηριστικά ,δεν διδάσκονται στα σχολεία ? Ποιοί τα απαγορεύουν και τα αποκρύπτουν ?

Γιατί το επίσημο κράτος αδιαφορεί γι'αυτά τα μνημεία και δεν ολοκληρώνει ταχέως την επισκευή τους ώστε να γίνεται γνωστό το Ελληνικό μεγαλείο σε όλη τη υφήλιο ?

Γιατί όλη αυτή η αθλιότητα κατανόησης ενός μεγαλείου που φτάνει μέχρι και στο σημείο να καταστρέφει ακόμη και τα σωζώμενα μνημεία, ξηλώνοντας τα γλυπτά από το φυσικό τους χώρο (όπως στην περίπτωση της Ακρόπολης των Αθηνών), απομακρύνοντας τα από εκεί που ανήκουν και αμπαρώνοντας σε εκτρώματα “σύγχρονης κακοτεχνίας”, που θέλει να ονομάζεται “μοντέρνα”… αψηφώντας την αρμονία ?

Που αποσκοπεί όλη τούτη η συστηματική λεηλασία και το “κουκούλωμα” των μνημείων ?

Όμως τα ορυκτά, οι πέτρες, έχουν μνήμη. Είναι η μνήμη του πλανήτη μας και μέσα από αυτά μπορούμε να συντονιστούμε με άλλες χωροχρονικές διαστάσεις… Όπως άλλωστε μνήμη έχουν και τα κόκκαλα μας, μέσα στα οποία παράγεται το αίμα μας… ή αν θέλετε μέσα στο αίμα μας κυλά όλη η αλήθεια και η ιστορία της ανθρωπότητας και των προγόνων μας…

Μέσα από αυτό το σφιχτό δέσιμο και την άρρηκτη συνέχεια, ποτέ και με κανένα τρόπο δεν πρόκειται να μας κάνουν να ξεχάσουμε ποιοί είμαστε! Άλλωστε έρχεται η ώρα και αυτοί που μας δημιούργησαν και τους ονομάσαμε θεούς,επιστρέφουν και θα παραμείνουν για πάντα εδώ και η Ελληνική φυλή,το Ελλάνιον γένος θα πορευθεί προς τον δρόμο της αρετής και της δόξας και θα διδάξει και πάλι τους λαούς του πλανήτη μας !!!!

ΗΜΑΡ ΕΣΤΙ !!!    

                                                                              ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΗΣ
                                                                               ΥΠΟΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΣΞ εα