Δημοσιεύτηκε στον αριθ. 274 (16 του Δεκέβρη 1907) του «Νουμά», με υπογραφή: ΙΔΑΣ και με ημερομηνία 26 του Νοέμβρη 1907. Θέμα του άρθρου είναι το ιδεολογικό ταίριασμα του Δημοτικισμού με τον πρώιμο αναδυόμενο ελληνικό εθνικισμό των αρχών του 20ου αιώνα
ΟΙ Έλληνες οι καλύτεροι, οι πιο ζουμεροί, οι πιο ζωντανοί, είναι όλοι τους δημοτικιστές, ή είναι έτοιμοι να δεχτούνε τη δημοτική. Τι πάει να πει αυτό; Μήπως το ζήτημα το γλωσσικό δεν είναι μόνο γλωσσικό; Με το να πληθαίνουν κάθε ώρα οι δημοτικιστές, μήπως σημαίνει, πως σιγά-σιγά αλλάζει το μυαλό των Ελλήνων, κι αρχίζει και νοιώθει πράματα που δεν τα ένοιωθε πριν;
Τι γίνεται; Οι Έλληνες μέρα με την ημέρα γίνονται πραγματικώτεροι, πιο σύμφωνοι με τον εαυτό τους, τον αληθινό, τον τωρινό. Ξεπετιούνται και ξελευτερώνουνται από μερικές βαρειές σκλαβιές, από σιδερένιες φορεσιές που τους κάθισε ο φιλελληνισμός των ξένων, η αρχαιομανία των γραμματισμένων, κι ο βυζαντινισμός των Φαναριωτών ― λαϊκών και παπάδων.
Οι Φιλέλληνες και οι γραμματισμένοι μας είπαν πως είμαστε Περικλήδες, Θεμιστοκλήδες, Σωκράτηδες, Αριστοτέληδες και Σοφοκλήδες. Μας μασκάρεψαν με κράνη και περικεφαλαίες, με δόρατα, σάνταλα, χιτώνες, θώρακες ― όλα χάρτινα και ξύλινα, χρυσωμένα με χρυσόχαρτα κολλημένα. ― Από την άλλη μεριά, η παράδοση κ' οι Φαναριώτες, ενεργούσαν. Αυτοί πάλι έλεγαν: «Θα πάρουμε την Πόλη», «ο μαρμαρωμένος Βασιλιάς κ' η κόκκινη, μηλιά», «η Αγιά Σοφιά», το βυζαντινό κράτος ― η Μεγάλη Ιδέα.
Οι Φιλέλληνες κ' οι γραμματισμένοι Ρωμιοί έπλασαν και την αντίληψη της μικρής Ελλάδας, εκείνην που έχουν οι Ελλαδικοί σήμερα, τοποθέτησαν την τωρινή Ελλάδα επάνω στην κλασική Ελλάδα, και είπαν: «Τα σύνορά της θα είναι και σύνορά σας, για να είναι η εικόνα σας πανομοιότυπη». Η βυζαντινή παράδοση πάλι, έφτειασε τη φαντασία μιας πολύ μεγάλης Ελλάδας, με κέντρο την Πόλη, ― ξαναδημιούργησε κι ανάστησε τη βυζαντινή αυτοκρατορία στα κεφάλια των Ελλήνων. Όλ' αυτά πέφτουνε τώρα, γκρεμίζουνται. Με την ελεεινότητα του Ελληνικού κράτους, που μας έκανε κορόιδο, χάσαμε την πίστη μας σ' αυτά που μας έλεγαν οι Φιλέλληνες, οι Γραμματισμένοι και οι Φαναριώτες, και μαζί χάσαμε σχεδόν και την πίστη στον εαυτό μας, στη δύναμη της φυλής μας. Αυτό το τελευταίο είναι κακό μεγάλο, μα είναι η φυσική αντίδραση. Πρέπει να περάσει.
Και τώρα καθένας αγάλι αγάλι ξυπνά και λέει:
«Όσα μας είπαν είναι λοιπόν ψευτιές, θέλουμε μεις αλήθεια. Οι Φιλέλληνες, οι Δασκαλογραμματισμένοι, και οι Φαναριώτες είπανε ψέματα στους γονιούς μας, και επειδή είταν απλοϊκοί άνθρωποι, τους επίστεψαν. Μα εμείς πια δε θέλουμε να γελιούμαστε. Πού είναι η αλήθεια; Δεν ήμαστε Περικλήδες, Σοφοκλήδες και Σωκράτηδες, κάτω οι χάρτινες περικεφαλαίες και τα ξύλινα δόρατα. Αυτά είναι ψευτιές. Δε θα πάρουμε την Πόλη. Πέθανε ο μαρμαρωμένος Βασιλιάς. Μεις είμαστε μικροί, ανάξιοι, τιποτένιοι (υπερβολή). Έλα, ας πιάσουμε να δούμε τι έχουμε και δεν έχουμε. Η αρχαία γλώσσα δεν υπάρχει, είναι ψέμα. Το σκολειό που μας μαθαίνει πως υπάρχει, λέει ψέματα. Έπειτα το σχολειό όλο θεωρίες μας διδάσκει, ενώ μεις θέλουμε πραγματικότητες, θετικά, πραχτικά πράματα. Να κάνουμε πρέπει σκολειά πραχτικά, εμπορικά, επαγγελματικά, που δε θα μας μαθαίνουν άχρηστες γνώσες. Ούτε καιρό γι' αυτές έχουμε ούτε όρεξη. Ο κόπος μας ας πάει αλλού. Γλώσσα θα μεταχειριζόμαστε αυτή που έχουμε και μιλούμε. Αυτή μας σώνει, άλλη δε χρειαζόμαστε. Ό,τι κι αν θέλουμε να πούμε, μ' αυτή θα το λέμε. Όποιος λέει πως μας χρειάζεται άλλη γλώσσα, καλλίτερη, λέει ψέματα. Το κράτος δε θα προκόψει με τα σκολειά και τα αρχαία γράμματα. Με το να λέμε και να ξαναλέμε πως ο Περικλής ήταν παπούλης μας, και πως ήτανε μεγάλος άνθρωπος, δεν πάει να πει πως κ' εμείς είμαστε ή γινήκαμε μεγάλοι. Το κράτος θέλει στρατό και στόλο. Τάλλα όλα είναι κουρουφέξαλα.
Ναι, η Μεγάλη Ιδέα είναι φαντασία, και γι' αυτό έπεσε στην υπόληψή μας, αλλά βέβαια μένει η πραγματικότητα ότι πολλά ελληνικά χώματα είναι σκλαβωμένα στον Τούρκο και πρέπει να ξεσκλαβωθούν και να ενωθούν με τη μικρή Ελλάδα. Γιατί ούτε η κλασική Ελλάδα με τα κλασικά της σύνορα (που τα φύλαγε, σαν κέρβερος, ο στενόμυαλος Δημοστένης), είναι κανένα πρότυπο για τη σημερινή Ελλάδα, ούτε πάλε η απέραντη βυζαντινή αυτοκρατορία, με τα αναρίθμητα έθνη της, μπορεί να γίνει παράδειγμα για μια τωρινήν Ελλάδα. Η δική μας η τωρινή Ελλάδα θέλει σύνορα εκεί που τελειώνει η Ελληνική φυλή. Για να φτειαστεί η Ελλάδα αυτή, χρειάζεται να δουλέψουμε. Η ελευτεριά δεν πέφτει από τον ουρανό σαν το μ ά ν α. Τι, περιμένουμε; Από τ ώ ρ α πρέπει ναρχίσουμε να δουλεύουμε, δούλοι κ' ελεύτεροι, για να ενωθεί η φυλή μας σ' έ ν α κράτος. Μα και οι νόμοι και τα συστήματα, που μας φόρτωσαν εμάς τους Ελλαδίτες, οι πρώτοι και κατοπινοί μας νομοθέτες ― νομοθέτες θεότυφλοι, ― είναι στραβά κι ανάποδα. Σύντριψαν την αυτοδιοίκηση, που ύπαρχε χιλιάδες χρόνια, και μας έντυσαν με ρούχα που δε μας έρχονται. Για, ας ανοίξουμε τα μάτια μας να δούμε. Όταν ήρθαν και μας πλάκωσαν οι βαυαρέζικοι κι άλλοι νόμοι, τι είχαμε; Είχαμε, κοινότητες και τοπική αυτοδιοίκηση. Ας δοκιμάσουμε, τώρα που ανοίξαμε τα μάτια μας, να ξαναφτειάσουμε κείνο, που έτσι αστόχαστα κλωτσοπατήσαμε τότε. Ας αφήσουμε να ξαναφυτρώσουν μονάχες τους οι κοινότητες….»
Κ' έτσι και σ' όλα τ΄ άλλα. Η γλωσσική αλλαγή φέρνει κι άλλα κρυφά κουσούρια ― χρυσά κι ατίμητα κουσούρια ― σ' όποιον την παθαίνει. Η δημοτική γλώσσα είναι μιαν αρρώστια ― χρυσή και αξιαγάπητη αρρώστια που δεν έρχεται μονάχη, παρά φέρνει μαζί της χίλια μύρια καλά, σέρνει σωρούς κι αρμαθιές τις ιδέες, τις αντίληψες, τα φώτα, τις σκέψες, τα αισθήματα, ― καινούρια, δροσερά, ανοιξιάτικα, και τι όμορφα! Τέτοια είναι, που μόνο να τα συγκρίνεις με τους σωρούς και τους μεγαλόπρεπους όγκους της αρχαιοπρέπειας των περασμένων γενεών, αμέσως διαγνώνεις πως τούτα είναι ψ ό φ ι α, ενώ τα σημερινά είναι ζ ω ν τ α ν ά. Και αν θέλει ρώτημα, τι είναι καλλίτερο απ' τα δυο, η ζωή για η ν έ κ ρ α, ας βρεθεί κανείς να πει πως καλλίτερα έχει τη νέκρα, την αρχαιοπρεπή, κι ας έρθει εδώ μπροστά μου να το μολογήσει ― να τον ονομάσω ευτύς κ' ήσυχα ― ήσυχα «Ψ ο φ ί μ ι! ».
Να πώς το γλωσσικό ζήτημα δεν είναι ξερά ξερά γλωσσικό ζήτημα, παρά είναι κοινωνικό ζήτημα. Πιστεύω πως οι άνθρωποι που θα πρωτοστατήσουν στο έθνος μας, σε τούτης τη γενιά ― δηλαδή στη γενιά που φύτρωσε ύστερα από το 1897, ― θα είναι όλοι ή δημοτικιστές δηλωμένοι, ή έτοιμοι για να δεχτούν τη ζωντανή, τη δημοτική γλώσσα.
Πηγή
10 άρθρα του στο «Νουμά» (ΤΑΚΤΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΚΑΙ ΦΡΟΝΤΙΣΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ Δ. Π. ΤΑΓΚΟΠΟΥΛΟ ΕΚΔΟΣΗ "ΤΥΠΟΥ„ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ 3, ΑΘΗΝΑΙ)
http://xantho.lis.upatras.gr/kosmopolis
ΟΙ Έλληνες οι καλύτεροι, οι πιο ζουμεροί, οι πιο ζωντανοί, είναι όλοι τους δημοτικιστές, ή είναι έτοιμοι να δεχτούνε τη δημοτική. Τι πάει να πει αυτό; Μήπως το ζήτημα το γλωσσικό δεν είναι μόνο γλωσσικό; Με το να πληθαίνουν κάθε ώρα οι δημοτικιστές, μήπως σημαίνει, πως σιγά-σιγά αλλάζει το μυαλό των Ελλήνων, κι αρχίζει και νοιώθει πράματα που δεν τα ένοιωθε πριν;
Τι γίνεται; Οι Έλληνες μέρα με την ημέρα γίνονται πραγματικώτεροι, πιο σύμφωνοι με τον εαυτό τους, τον αληθινό, τον τωρινό. Ξεπετιούνται και ξελευτερώνουνται από μερικές βαρειές σκλαβιές, από σιδερένιες φορεσιές που τους κάθισε ο φιλελληνισμός των ξένων, η αρχαιομανία των γραμματισμένων, κι ο βυζαντινισμός των Φαναριωτών ― λαϊκών και παπάδων.
Οι Φιλέλληνες και οι γραμματισμένοι μας είπαν πως είμαστε Περικλήδες, Θεμιστοκλήδες, Σωκράτηδες, Αριστοτέληδες και Σοφοκλήδες. Μας μασκάρεψαν με κράνη και περικεφαλαίες, με δόρατα, σάνταλα, χιτώνες, θώρακες ― όλα χάρτινα και ξύλινα, χρυσωμένα με χρυσόχαρτα κολλημένα. ― Από την άλλη μεριά, η παράδοση κ' οι Φαναριώτες, ενεργούσαν. Αυτοί πάλι έλεγαν: «Θα πάρουμε την Πόλη», «ο μαρμαρωμένος Βασιλιάς κ' η κόκκινη, μηλιά», «η Αγιά Σοφιά», το βυζαντινό κράτος ― η Μεγάλη Ιδέα.
Οι Φιλέλληνες κ' οι γραμματισμένοι Ρωμιοί έπλασαν και την αντίληψη της μικρής Ελλάδας, εκείνην που έχουν οι Ελλαδικοί σήμερα, τοποθέτησαν την τωρινή Ελλάδα επάνω στην κλασική Ελλάδα, και είπαν: «Τα σύνορά της θα είναι και σύνορά σας, για να είναι η εικόνα σας πανομοιότυπη». Η βυζαντινή παράδοση πάλι, έφτειασε τη φαντασία μιας πολύ μεγάλης Ελλάδας, με κέντρο την Πόλη, ― ξαναδημιούργησε κι ανάστησε τη βυζαντινή αυτοκρατορία στα κεφάλια των Ελλήνων. Όλ' αυτά πέφτουνε τώρα, γκρεμίζουνται. Με την ελεεινότητα του Ελληνικού κράτους, που μας έκανε κορόιδο, χάσαμε την πίστη μας σ' αυτά που μας έλεγαν οι Φιλέλληνες, οι Γραμματισμένοι και οι Φαναριώτες, και μαζί χάσαμε σχεδόν και την πίστη στον εαυτό μας, στη δύναμη της φυλής μας. Αυτό το τελευταίο είναι κακό μεγάλο, μα είναι η φυσική αντίδραση. Πρέπει να περάσει.
Και τώρα καθένας αγάλι αγάλι ξυπνά και λέει:
«Όσα μας είπαν είναι λοιπόν ψευτιές, θέλουμε μεις αλήθεια. Οι Φιλέλληνες, οι Δασκαλογραμματισμένοι, και οι Φαναριώτες είπανε ψέματα στους γονιούς μας, και επειδή είταν απλοϊκοί άνθρωποι, τους επίστεψαν. Μα εμείς πια δε θέλουμε να γελιούμαστε. Πού είναι η αλήθεια; Δεν ήμαστε Περικλήδες, Σοφοκλήδες και Σωκράτηδες, κάτω οι χάρτινες περικεφαλαίες και τα ξύλινα δόρατα. Αυτά είναι ψευτιές. Δε θα πάρουμε την Πόλη. Πέθανε ο μαρμαρωμένος Βασιλιάς. Μεις είμαστε μικροί, ανάξιοι, τιποτένιοι (υπερβολή). Έλα, ας πιάσουμε να δούμε τι έχουμε και δεν έχουμε. Η αρχαία γλώσσα δεν υπάρχει, είναι ψέμα. Το σκολειό που μας μαθαίνει πως υπάρχει, λέει ψέματα. Έπειτα το σχολειό όλο θεωρίες μας διδάσκει, ενώ μεις θέλουμε πραγματικότητες, θετικά, πραχτικά πράματα. Να κάνουμε πρέπει σκολειά πραχτικά, εμπορικά, επαγγελματικά, που δε θα μας μαθαίνουν άχρηστες γνώσες. Ούτε καιρό γι' αυτές έχουμε ούτε όρεξη. Ο κόπος μας ας πάει αλλού. Γλώσσα θα μεταχειριζόμαστε αυτή που έχουμε και μιλούμε. Αυτή μας σώνει, άλλη δε χρειαζόμαστε. Ό,τι κι αν θέλουμε να πούμε, μ' αυτή θα το λέμε. Όποιος λέει πως μας χρειάζεται άλλη γλώσσα, καλλίτερη, λέει ψέματα. Το κράτος δε θα προκόψει με τα σκολειά και τα αρχαία γράμματα. Με το να λέμε και να ξαναλέμε πως ο Περικλής ήταν παπούλης μας, και πως ήτανε μεγάλος άνθρωπος, δεν πάει να πει πως κ' εμείς είμαστε ή γινήκαμε μεγάλοι. Το κράτος θέλει στρατό και στόλο. Τάλλα όλα είναι κουρουφέξαλα.
Ναι, η Μεγάλη Ιδέα είναι φαντασία, και γι' αυτό έπεσε στην υπόληψή μας, αλλά βέβαια μένει η πραγματικότητα ότι πολλά ελληνικά χώματα είναι σκλαβωμένα στον Τούρκο και πρέπει να ξεσκλαβωθούν και να ενωθούν με τη μικρή Ελλάδα. Γιατί ούτε η κλασική Ελλάδα με τα κλασικά της σύνορα (που τα φύλαγε, σαν κέρβερος, ο στενόμυαλος Δημοστένης), είναι κανένα πρότυπο για τη σημερινή Ελλάδα, ούτε πάλε η απέραντη βυζαντινή αυτοκρατορία, με τα αναρίθμητα έθνη της, μπορεί να γίνει παράδειγμα για μια τωρινήν Ελλάδα. Η δική μας η τωρινή Ελλάδα θέλει σύνορα εκεί που τελειώνει η Ελληνική φυλή. Για να φτειαστεί η Ελλάδα αυτή, χρειάζεται να δουλέψουμε. Η ελευτεριά δεν πέφτει από τον ουρανό σαν το μ ά ν α. Τι, περιμένουμε; Από τ ώ ρ α πρέπει ναρχίσουμε να δουλεύουμε, δούλοι κ' ελεύτεροι, για να ενωθεί η φυλή μας σ' έ ν α κράτος. Μα και οι νόμοι και τα συστήματα, που μας φόρτωσαν εμάς τους Ελλαδίτες, οι πρώτοι και κατοπινοί μας νομοθέτες ― νομοθέτες θεότυφλοι, ― είναι στραβά κι ανάποδα. Σύντριψαν την αυτοδιοίκηση, που ύπαρχε χιλιάδες χρόνια, και μας έντυσαν με ρούχα που δε μας έρχονται. Για, ας ανοίξουμε τα μάτια μας να δούμε. Όταν ήρθαν και μας πλάκωσαν οι βαυαρέζικοι κι άλλοι νόμοι, τι είχαμε; Είχαμε, κοινότητες και τοπική αυτοδιοίκηση. Ας δοκιμάσουμε, τώρα που ανοίξαμε τα μάτια μας, να ξαναφτειάσουμε κείνο, που έτσι αστόχαστα κλωτσοπατήσαμε τότε. Ας αφήσουμε να ξαναφυτρώσουν μονάχες τους οι κοινότητες….»
Κ' έτσι και σ' όλα τ΄ άλλα. Η γλωσσική αλλαγή φέρνει κι άλλα κρυφά κουσούρια ― χρυσά κι ατίμητα κουσούρια ― σ' όποιον την παθαίνει. Η δημοτική γλώσσα είναι μιαν αρρώστια ― χρυσή και αξιαγάπητη αρρώστια που δεν έρχεται μονάχη, παρά φέρνει μαζί της χίλια μύρια καλά, σέρνει σωρούς κι αρμαθιές τις ιδέες, τις αντίληψες, τα φώτα, τις σκέψες, τα αισθήματα, ― καινούρια, δροσερά, ανοιξιάτικα, και τι όμορφα! Τέτοια είναι, που μόνο να τα συγκρίνεις με τους σωρούς και τους μεγαλόπρεπους όγκους της αρχαιοπρέπειας των περασμένων γενεών, αμέσως διαγνώνεις πως τούτα είναι ψ ό φ ι α, ενώ τα σημερινά είναι ζ ω ν τ α ν ά. Και αν θέλει ρώτημα, τι είναι καλλίτερο απ' τα δυο, η ζωή για η ν έ κ ρ α, ας βρεθεί κανείς να πει πως καλλίτερα έχει τη νέκρα, την αρχαιοπρεπή, κι ας έρθει εδώ μπροστά μου να το μολογήσει ― να τον ονομάσω ευτύς κ' ήσυχα ― ήσυχα «Ψ ο φ ί μ ι! ».
Να πώς το γλωσσικό ζήτημα δεν είναι ξερά ξερά γλωσσικό ζήτημα, παρά είναι κοινωνικό ζήτημα. Πιστεύω πως οι άνθρωποι που θα πρωτοστατήσουν στο έθνος μας, σε τούτης τη γενιά ― δηλαδή στη γενιά που φύτρωσε ύστερα από το 1897, ― θα είναι όλοι ή δημοτικιστές δηλωμένοι, ή έτοιμοι για να δεχτούν τη ζωντανή, τη δημοτική γλώσσα.
Πηγή
10 άρθρα του στο «Νουμά» (ΤΑΚΤΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΚΑΙ ΦΡΟΝΤΙΣΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ Δ. Π. ΤΑΓΚΟΠΟΥΛΟ ΕΚΔΟΣΗ "ΤΥΠΟΥ„ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ 3, ΑΘΗΝΑΙ)
http://xantho.lis.upatras.gr/kosmopolis
http://www.istorikathemata.com/