Ιλιάδα
Ραψωδία Χ 305 ‘ὣς ἄρα φωνήσας εἰρύσσατο φάσγανον ὀξύ,
τό οἱ ὑπὸ λαπάρην τέτατο μέγα τε στιβαρόν τε,
οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥς τ᾽ αἰετὸς ὑψιπετήεις,
ὅς τ᾽ εἶσιν πεδίον δὲ διὰ νεφέων ἐρεβεννῶν
310 ἁρπάξων ἢ ἄρν᾽ ἀμαλὴν ἤ πτῶκα λαγωόν·
ὣς Ἕκτωρ οἴμησε τινάσσων φάσγανον ὀξύ.
ὁρμήθη δ᾽ Ἀχιλεύς, μένεος δ᾽ ἐμπλήσατο θυμὸν
ἀγρίου, πρόσθεν δὲ σάκος στέρνοιο κάλυψε
καλὸν δαιδάλεον, κόρυθι δ᾽ ἐπένευε φαεινῇ
315 τετραφάλῳ· καλαὶ δὲ περισσείοντο ἔθειραι
χρύσεαι, ἃς Ἥφαιστος ἵει λόφον ἀμφὶ θαμειάς.
οἷος δ᾽ ἀστὴρ εἶσι μετ᾽ ἀστράσι νυκτὸς ἀμολγῷ
ἕσπερος, ὃς κάλλιστος ἐν οὐρανῷ ἵσταται ἀστήρ,
ὣς αἰχμῆς ἀπέλαμπ᾽ εὐήκεος, ἣν ἄρ᾽ Ἀχιλλεὺς
320 πάλλεν δεξιτερῇ φρονέων κακὸν Ἕκτορι δίῳ
εἰσορόων χρόα καλόν, ὅπῃ εἴξειε μάλιστα.
τοῦ δὲ καὶ ἄλλο τόσον μὲν ἔχε χρόα χάλκεα τεύχεα
καλά, τὰ Πατρόκλοιο βίην ἐνάριξε κατακτάς·
φαίνετο δ᾽ ᾗ κληῖδες ἀπ᾽ ὤμων αὐχέν᾽ ἔχουσι
325 λαυκανίην, ἵνα τε ψυχῆς ὤκιστος ὄλεθρος·
τῇ ῥ᾽ ἐπὶ οἷ μεμαῶτ᾽ ἔλασ᾽ ἔγχεϊ δῖος Ἀχιλλεύς,
ἀντικρὺ δ᾽ ἁπαλοῖο δι᾽ αὐχένος ἤλυθ᾽ ἀκωκή·
οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἀπ᾽ ἀσφάραγον μελίη τάμε χαλκοβάρεια,
ὄφρά τί μιν προτιείποι ἀμειβόμενος ἐπέεσσιν.’
Στο παραπάνω απόσπασμα της Ιλιάδας από τη ραψωδία Χ, βλέπουμε την επική μονομαχία του Αχιλλέα ενάντια του Έκτορα. Μπορούμε να δούμε ότι ο Έκτορας ξιφούλκησε το κοφτερό σπαθί του, με σκοπό να σκοτώσει τον Αχιλλέα, ωστόσο όλοι ξέρουμε πως κατέληξε η μονομαχία. Με το θάνατο του πρίγκιπα των Τρώων. Αφού πρώτα ο Αχιλλέας βρήκε άνοιγμα στη πανοπλία του αντιπάλου του τον φόνεψε. Αυτό δείχνει ότι η αρματωσιά που φορούσε ο Έκτορας, τον καθιστούσε άτρωτο σχεδόν σε όλες τις επιθέσεις, αφήνοντας εκτεθειμένο μόνο το λαιμό του.
Όλα αυτά καλά. Σαφώς σε μια μονομαχία δυο πολεμιστών, οι μαχητές έχουν μεγάλη ελευθερία κινήσεων, ακόμα κι αν είναι αρματωμένοι με βαριές πανοπλίες και ασπίδες. Τι γίνονταν όμως αν οι ίδιοι πολεμιστές μαχόντουσαν σε φάλαγγα; Είναι ίδια η μάχη στη φάλαγγα με τη μονομαχία δυο αντρών; Μπορούν να χρησιμοποιήσουν όλες τις επιθέσεις και όλες τις άμυνες που μπορούν να εκτελέσουν με τα όπλα τους και τις ασπίδες τους;
Η απάντηση είναι όχι.
Η αναμέτρηση αντιπάλων έχοντας παραταχθεί στη φάλαγγα ή στο τείχος ασπίδων των Ομηρικών χρόνων (αλλά και των μεσαιωνικών που παραδόξος μοιάζει πιο πολύ στη φάλαγγα, παρά στο αρχαίο τείχος ασπίδων των Δαναών), δεν είναι ‘ελεύθερη’ και αυτό θα εξετάσουμε εδώ.
Η Φάλαγγα το Τείχος Ασπίδων και οι διαφορές τους
Τείχος ασπίδων των Σουμέριων
Καταρχήν θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι άλλο είναι φάλαγγα και άλλο τείχος ασπίδων. Η φάλαγγα είναι μεταγενέστερη και γεννήθηκε, θα λέγαμε μετά την εφεύρεση της ασπίδας τύπου ‘όπλων’ όπου πήρε την ονομασία του ο μαχητής της φάλαγγας ως ‘οπλίτης’.
Η διαφορά στους δυο αυτούς μηχανισμούς, είναι ότι στο τείχος ασπίδων των Δαναών (αλλά και άλλων λαών. Τείχος ασπίδων συναντάμε και στους Σουμέριους αλλά και στους αρχαίους Αιγύπτιους όπου πολεμούσαν παρόμοια με τους Δαναούς), οι πολεμιστές κρύβονταν πίσω από τις τεράστιες ασπίδες, οι οποίες ήταν κάπως δυσκίνητες, ενώ στη φάλαγγα οι οπλίτες διατηρούσαν την ευχέρεια βάδισης και χρήσης του δόρατος (ήταν το βασικό επιθετικό όπλο). Μάλιστα στη φάλαγγα η ασπίδα του ενός οπλίτη κάλυπτε την ασπίδα του άλλου (και μαζί τον διπλανό οπλίτη) δημιουργώντας ένα συμπαγές χαλύβδινο τείχος, εφόσον όλοι οι οπλίτες φορούσαν βαριούς θώρακες, κράνη κτλ.
Αθηναϊκή φάλαγγα
Κάτι παρόμοιο συναντούμε και στη Ρωμαϊκή φάλαγγα, με τη διαφορά ότι η ασπίδα έγινε ορθογώνια και ήταν ατομική. Δηλαδή ο λεγεωνάριος προστάτευε τον εαυτό του και όχι και τον διπλανό του. Η καινοτομία των Ρωμαίων ήταν μια πιο εξελιγμένη Ελληνική φάλαγγα. Στη Ελληνική φάλαγγα ο πιο έμπειρος οπλίτης στεκόνταν δεξιά και ονομάζονταν πρόμαχος. Όμως δεν ήταν προστατευμένος από κάποιον στα δεξιά του. Επίσης οι οπλίτες του πρώτου στοίχου βρίσκονταν πάντα στη πρώτη γραμμή μέχρι να πέσουν (να φονευθούν ή να τραυματιστούν ή μέχρι η παράταξη τους να νικήσει). Οι Ρωμαίοι αλλάζοντας τις ασπίδες τους σε ατομικές μόνο, όχι μόνο προστάτευαν καλύτερα τον πρόμαχο τους, ταυτόχρονα όμως μπορούσαν πιο εύκολα να εκτελούν αλλαγές στοίχων, χωρίς να χρειαστεί να φονευθούν ή να τραυματιστούν οι λεγεωνάριοι για να το κάνουν. Επίσης οι πολεμιστές του δευτέρου στοίχου σήκωναν τις ασπίδες ψηλά και πρότασσαν το ριχτάρια τους παράλληλα με το έδαφος κάνοντας μια καινοτόμα και πολύ ευέλικτη φάλαγγα, σε σχέση με τη Μακεδονική και την φάλαγγα των Νότιων Ελλήνων. Παρόμοια συναντούμε και στις φάλαγγες της ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Βυζαντινής).
Ρωμαϊκή φάλαγγα
Αν εξετάσουμε τώρα τη φάλαγγα των Μακεδόνων, θα δούμε ότι εκεί η φάλαγγα ήταν λίγο διαφορετική και από των νοτίων Ελλήνων και από των Ρωμαίων. Ο σχηματισμός ήταν πάλι πυκνός, όμως αυτό που έκανε τη Μακεδονική φάλαγγα νεωτεριστική για την εποχή της ήταν το μήκος της σάρισας.
Η σάρισα ήταν ένα δόρυ μήκους 5,5μ με βάρος περίπου 8 κιλών. Αυτό είχε το αποτέλεσμα να μπορούσε να είναι ενεργοί πολεμιστές, ακόμα και οι πολεμιστές του 5ου στοίχου. Κάνοντας ακόμα και τη 5η σειρά μάχιμη. Η δεύτερη διαφορά ήταν ότι οι πολεμιστές της Μακεδονικής φάλαγγας είχαν μεν στρογγυλές ασπίδες, όμως ήταν μικρότερες από τις ασπίδες των νότιων Ελλήνων. Δεν είχαν στεφάνη και μπορούσαν να τις αναρτούν στον ώμο αφήνοντας ελεύθερα και τα δυο τους χέρια. Φυσικά και αυτοί οι πολεμιστές είχαν σπαθί. Ήταν μικρό ίσιο και αμφίστομο ενώ μερικοί είχαν και κοπίδες.
Μακεδονική φάλαγγα
Το παράξενο είναι ότι για μια μεγάλη χρονική περίοδο (σχεδόν όλο το μεσαίωνα) η Μακεδονική φάλαγγα δε χρησιμοποιούνταν από κανένα στρατό, εκτός από τους Σκοτσέζους και τους Πίκτες όπου αναφέρονται ότι πολεμούσαν με μακριά δόρατα, αλλά δε μπορούμε ότι έμοιαζε και πολύ με τη Μακεδονική φάλαγγα. Ξαφνικά όμως η φάλαγγα αναστήθηκε στο τέλος της Μεσαιωνικής περιόδου στη κεντρική Ευρώπη από τους Γερμανούς και αργότερα από τους Ελβετούς. Εκεί δημιουργήθηκαν τάγματα και λόχοι, λογχοφόρων που είχαν δόρατα 4,5μ. Οι τακτικές μάχης ήταν σχεδόν ίδιες με των βόρειων Ελλήνων της αρχαιότητας με δυο μεγάλες όμως διαφορές. Οι πολεμιστές δεν είχαν ασπίδα και ανάλογα τη περίσταση πύκνωναν ή αραίωναν το σχηματισμό τους.
Φάλαγγα Λογχοφόρων
Αν πάμε τώρα τους βαρβαρικούς στρατούς των Γαλατών, των Σαξόνων, των Κελτών, των Γότθων και των Βίγκινκς, θα δούμε ότι είχαν ένα δυσκίνητο τείχος ασπίδων που μπορούμε να πούμε ότι θύμιζε λίγο το τείχος ασπίδων των Δαναών και των Σουμέριων, αν και χρησιμοποιούσαν πολύ μικρότερες ασπίδες, συνήθως στρογγυλές (εκτός από τους Κέλτες και τους Γαλάτες όπου είχαν μεγάλες ασπίδες). Σχεδόν όλοι οι βάρβαροι (εκτός των Βίγκινκς αυτοί είχαν κάπως διαφορετική τακτική) έτρεχαν ασύνταχτα προς τον εχθρό και αφού πετούσαν ενάντια του τα ακόντια μετά πολεμούσαν με σπαθιά, τσεκούρια και ακόντια τον αντίπαλο τους.
Tείχος ασπίδων Σαξόνων
Όλοι οι σχηματισμοί είδαμε πως έχουν μεγάλες διαφορές και μερικές ομοιότητες. Όμως όλες είχαν ένα κοινό παρανομαστή. Νίκαγε η πλευρά που δεν διαλύονταν η φάλαγγα ή το τείχος ασπίδων. Άρα για να μην διαλυθεί η φάλαγγα ή το τοίχος ασπίδων, θα έπρεπε οι πολεμιστές να κρατάνε τις γραμμές τους, κοντολογίς ο ένας να είναι ασφυκτικά δίπλα στον άλλο και οι πίσω στοίχοι να εφάπτονται με το μπροστινό. Συνεπώς οι πολεμιστές είχαν πολύ μικρή ελευθερία κινήσεων.
Το σπαθί στη φάλαγγα και στο τείχος ασπίδων
Ας έρθουμε για λίγο στη θέση ενός οπλίτη του πρώτου στοίχου. Είχε δεξιά και αριστερά του τους συμπολεμιστές του με τις ασπίδες τους να τον καλύπτουν. Πίσω του είχε άλλους οπλίτες όπου τον έσπρωχναν με τις ασπίδες τους για να τον αναγκάσουν να πηγαίνει μπροστά, ενώ ταυτόχρονα είχε δίπλα και πάνω από το κεφάλι του, τα δόρατα των συνοπλιτών του. Τα δόρατα όμως κάποια στιγμή έσπαγαν. Τότε χρησιμοποιούσαν τα κοντά σπαθιά τους ή της κοπίδες. Ενώ το δόρυ ήταν σχετικά πιο απλό να το χρησιμοποιήσουν, με το σπαθί άλλαζαν τα πράγματα.
Η πρώτη δυσκολία που θα συναντούσαν, ήταν ότι αν οι αντίπαλοι τους είχαν δόρατα (που δεν τους είχαν σπάσει ακόμα) τότε αυτοί αμέσως βρίσκονταν σε δυσμενή θέση, λόγω του ότι το σπαθί ήταν πολύ κοντύτερο. Φυσικά αυτό το μειονέκτημα εξαφανιζόταν λόγω της χρήσης της ασπίδας και της πανοπλίας που φορούσανε. Αν κατάφερναν να φτάσουν στον αντίπαλο (και εδώ είναι η μεγάλη δυσκολία, δε μπορούσαν να βγουν εκτός της γραμμής του τείχους ασπίδας ή της φάλαγγας, έπρεπε όλοι μαζί να φτάσουν στο αντίπαλο τείχος ασπίδων, αν κάποιος το έκανε αυτό και ζούσε υπήρχαν μεγάλες τιμωρίες ιδιαίτερα στο Ρωμαϊκο στρατό και αργότερα στο Βυζαντινό. Για αυτό δεν έβαζαν στο πρώτο στοίχο τους νεοσύλλεκτους), οι κινήσεις που θα μπορούσαν να κάνουν ήταν περιορισμένες, ωστόσο ήταν εξαιρετικά φονικές.
Ρωμαίος λεγεωνάριος επιτήθετε με τρύπημα τον Μακεδόνα αντίπαλο του αφού του έχει βαρύνει την ασπίδα με τα ριχτάρια του.
Ρωμαίοι
Ας πάμε λίγο στα θεωρητικά χτυπήματα του σπαθιού. Υπάρχουν 8 γωνίες χτυπημάτων που μπορεί να εκτελέσει ένας ξιφομάχος και αν βάλουμε και το τρύπημα είναι 9. Αυτά όμως τα χτυπήματα μπορεί να τα χρησιμοποιήσει ο ξιφομάχος σε συνάρτηση με το χώρο που έχει ελεύθερο γύρο του και την απόσταση του αντιπάλου. Στη φάλαγγα και στο τείχος ασπίδων τα χτυπήματα περιορίζονται δραματικά σε δυο κοψίματα μόνο. Ένα κάθετο και ένα διαγώνιο (από πάνω) ενώ η βασική επίθεση και πιο αποτελεσματική θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι το τρύπημα. Συνεπώς έχουμε 3 βασικές επιθέσεις για τους οπλίτες και τους λεγεωνάριους αργότερα όπου μόνο με ένα μακρύ μαχαίρι και χρησιμοποιώντας 3 μόνο επιθετικά χτυπήματα με αυτό, κατάκτησαν όλο το γνωστό κόσμο.
Εδώ πρέπει όμως να υπογραμμίσουμε κάτι. Η νηκτική επίθεση ήταν η βασική και η πιο φονική επίθεση από όλες τις άλλες. Ενώ τα χτυπήματα και τα κοψίματα ήταν σαφώς περιορισμένα, οι πολεμιστές μπορούσαν πιο αποτελεσματικά να πλήξουν τον αντίπαλο τους με νηκτικές επιθέσεις. Η πιο διαδεδομένη, ήταν η νηκτική επίθεση που ξεκινούσε πάνω από το ύψος του ώμου (το σπαθί κρατιόταν πάνω από το κεφάλι με τη αιχμή του στραμένη προς το μάτια του αντιπάλου) και είχε στόχο το κεφάλι ή το λαιμό του αντιπάλου.
Αμέσως μετά ήταν η επίθεση πάλι με νύξη, η οποία ξεκινούσε από το ύψος του ώμου και είχε πάλι ως στόχο το κεφάλι του αντιπάλου ή το λαιμό. Τέλος ήταν επίθεση που έρχονταν από κάτω με στόχο τη κοιλιακή χώρα ή το στέρνο. Φυσικά η τελευταία αυτή επίθεση μπορούσε να είναι αποτελεσματική σε αντιπάλους που δε φορούσαν βαρεία πανοπλία.
Το διάγραμμα του Joacem Meyer που δείχνει τις γωνίες χτυπημάτων που μπορεί να κάνει κάποιος με το σπαθί
Η αναμέτρηση των αντιπάλων σε ένα τείχος ασπίδων δεν ήταν εύκολη υπόθεση σε όλες τις χρονικές περιόδους (αρχαιότητα-μεσαίωνα). Υπήρχε μεγάλο στρίμωγμα και μεγάλο σπρώξιμο και από τους αντιπάλους, αλλά και από τους συμπολεμιστές, όπου έσπρωχναν τη μπροστινή γραμμή για να πιέσουν τους αντιπάλους με σκοπό να διαλύσουν τη φάλαγγα ή το τοίχος ασπίδων. Το αποτέλεσμα μέσα σε όλο αυτό το χάος της μάχης ήταν οι πρώτες σειρές των δυο αντιπάλων να βρισκόντουσαν ασφυχτικά κοντά. Σε αυτή τη περίπτωση οι δυο επιθέσεις που αφορούν κοψίματα και χτυπήματα σχεδόν ακυρώνονταν. Φανταστείτε ότι οι αντίπαλοι μαχητές ήταν πολύ κοντά, με τις ασπίδες να εφάπτονται πια. Εκεί τι γίνονταν;
Σαφώς μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τις νηκτικές επιθέσεις, αλλά μπορούσαν να εφαρμόσουν και ένα κόψιμο συνήθως με τη χρήση κοπίδας ή κυρτού σπαθιού. Ο στόχος ήταν πάλι το κεφάλι (και συνήθως στόχος τους ήταν όχι ο αντικρινός πολεμιστής, αλλά αυτός στα δεξιά τους γιατί λόγω της μορφής της φάλαγγας ήταν πιο εύκολο να του επιτεθεί). Ο πολεμιστής μπορούσε να φέρει τη κοπίδα ή το σπαθί του κάθετο με το έδαφος μπρος από το ύψος των ματιών του αντιπάλου και με μια κάθετη καταφορά προς το έδαφος, να πλήξει το κεφάλι του εχθρού του. Φυσικά κι αυτή η κίνηση μπορούσε να εκτελεστεί υπό προϋποθέσεις. Δηλαδή σε ένα κλειστού τύπου κράνους (Κορινθιακού) ήταν άχρηστο, ή αν πάμε στα μεσαιωνικά χρόνια η επίθεση αυτή σε ένα σταυροφόρο (που ήταν συνηθισμένη από τους πολεμιστές που είχαν χατζάρες) που φορούσε κράνος τύπου ‘heaume’ δεν είχε καμιά ελπίδα να πετύχει. Άρα αυτή η επίθεση ήταν ενάντια σε ελαφρά οπλισμένους πολεμιστές. Συμπεραίνουμε και πάλι πως οι νηκτικές επιθέσεις ήταν οι πιο αποτελεσματικές.
Γερμανικό κράνος σταυροφόρων τύπου ‘heaume’ ή αλλιώς μεγάλο κράνος ή pot helm, bucket helm ή και barrel helm
Όπως καταλαβαίνει κανείς μπορεί κάποιος να ήταν εξαιρετικός ξιφομάχος όπου θα μπορούσε να βάλει τον αντίπαλο του και από τις 8 επιθετικές γωνιές σε μια μονομαχία εκτός φάλαγγας ή αν πια ο σχηματισμός είχε πια σπάσει. Oμως ήταν αδύνατον να χρησιμοποιηθούν παραπάνω επιθέσεις σε μάχη πίσω από τείχος ασπίδων ή στη φάλαγγα, εκτός από ένα άτομο στη φάλαγγα. Το πρόμαχο.
Φάλαγγα των Ρωμαίων της ανατολής επί αυτοκράτορος Ιουστινιανού
Ο πρόμαχος (είτε στους αρχαίους χρόνους είτε στους Ρωμαϊκούς είτε στους Βυζαντινούς ακόμα και στους στρατούς των βαρβάρων) ήταν ο πιο έμπειρος και ο πιο δεινός πολεμιστής της φάλαγγας. Έπρεπε να χειρίζεται άριστα το δόρυ αλλά και το σπαθί. Το σπαθί του θα έπρεπε να το χειρίζεται και επιθετικά αλλά και αμυντικά. Αυτός ο πολεμιστής μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει το σπαθί του με μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων από τους συμπολεμιστές του και είναι λογικό, αφού η δεξιά του πλευρά ήταν εντελώς ελεύθερη. Ωστόσο και πάλι, η ασφαλέστερη επίθεση ήταν το τρύπημα. Με το τρύπημα εκτός ότι μπορεί κάποιος να αμυνθεί πιο άμεσα, τα χτυπήματα με τρύπημα είναι πιο θανατηφόρα από τα κοψίματα. Αυτό αποδείχτηκε από σκελετούς ανθρώπων που βρεθήκαν σε πεδία μαχών, ο θάνατος αυτών των ανθρώπων ήρθε από νηκτικές επιθέσεις.
Ένα ιδιαίτερο σπαθί
Φυσικά πίσω από τα τείχη ασπίδας και στις φάλαγγες των Ρωμαίων της ανατολής δεν υπήρχαν μόνο οι ασπιδοφόροι και σκουτάτοι (Βυζαντινοί οπλίτες, αυτοί που φέρουν το σκούτο , ασπίδα) αλλά και πολεμιστές όπου χρησιμοποιούσαν βαρύτερα και μεγαλύτερα σπαθιά. Τα σπαθιά αυτά ονομάζονταν ρομφαίες, και χρησιμοποιούνταν με τα δύο χέρια, μερικές δε από αυτές προσαρτηζόντουσαν σε ένα μακρύ ξύλινο δόρυ θυμίζοντας τη μεσαιωνική αλαβάρδα. Τη ρομφαία τη χρησιμοποιούσαν οι Θράκες και πιο πολύ οι Δάκες. Η ρομφαία είχε μια μακριά λεπίδα όπου ήταν κυρτή στη άκρη της και πολύ κοφτερή και μυτερή. Μπορούσαν να τη χρησιμοποιήσουν και πολεμιστές της δεύτερης γραμμής αν ήταν προσαρτημένη σε δόρυ.
Ρομφαία
Οι πολεμιστές που χρησιμοποιούσαν ρομφαία δεν ήταν απόλυτα πίσω από τα τείχη ασπίδων. Για παράδηγμα οι Θράκες είχαν αυτόνομες μονάδες με ρομφαιοφόρους. Εφορμούσαν προς τον αντίπαλο έχοντας μεγάλη απόσταση μεταξύ τους (αρχικά πριν τη σύγκρουση για να είναι δυσκολότερο να τραυματιστούν από τις επιθέσεις των τοξωτών ή των σφεντόνητων) και με το μακρύ και φονικό αυτό σπαθί, μπορούσαν εύκολα να πλήξουν τους αντιπάλους τους, είτε φονεύοντας τους χτυπώντας στο κεφάλι (οι Ρωμαίοι είχαν υποστεί τραγικές απώλειες από τους Δάκες ρομφαιοφόρους. Αναγκαστήκαν να τροποποιήσουν το κράνος τους προστατεύοντας με μεταλλική επένδυση το σβέρκο του λεγεωνάριου), είτε καταστρέφοντας τις ασπίδες των εχθρών τους. Λόγω του ότι αυτοί οι πολεμιστές εφορμούσαν αιφνιδιαστικά και έφευγαν γρήγορα στις γραμμές τους, εκτιμούμε ότι μπορούσαν να χρησιμοποιούν το σπαθί τους πιο ελεύθερα ειδικά αν δεν ήταν σε πολύ πυκνό σχηματισμό. Αν πάλι τη χρησιμοποιούσαν πίσω από τείχος ασπίδων (σε περίπτωση που η ρομφαία ήταν προσαρτημένη σε δόρυ), σχεδόν πάντα τον ξιφομάχο αυτό τον προστάτευαν 2 ασπιδοφόροι, ενώ αυτός μπορούσε να επιχειρεί επιθέσεις στον εχθρό.
Η χρήση της ρομφαίας ήταν από τα μακροβιότερα όπλα της αρχαιότητας και έφτασαν να τα χρησιμοποιούν οι επίλεκτοι πολεμιστές των Ρωμαίων της ανατολής, μέχρι και το καιρό του Αλέξιου Κομνηνού, όπου υπάρχουν μαρτυρίες ότι και ο ίδιος είχε τη μεγαλύτερη και πιο κοφτερή ρομφαία, ενώ ο ίδιος ήταν ο καλύτερος ξιφομάχος της αυτοκρατορίας. Εδώ ωστόσο πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η Ρομφαία των Θρακών και των Δακών ήταν διαφορετική από αυτή των Ρωμαίων της ανατολής.
Η αρχική μορφή της Ρομφαίας χάθηκε με τη κατάκτηση των Ρωμαίων. Οι Ρωμαίοι της ανατολής έφτιαξαν άλλα σπαθιά που τα ονόμασαν Ρομφαίες. Ήταν κι αυτά μεγάλα, μονόκωπα και μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν με τα δύο χέρια, ωστόσο είχαν και χειροπροφυλακτήρα, ενώ τα σπαθιά των αρχαίων δεν είχαν. Μάλιστα υπάρχει και η πιθανότητα η κόψη των νεότερων ρομφαίων να ήταν από την άλλη πλευρά της λεπίδας, και όχι όπως των αρχαϊκών.
Μεγάλο Σπαθί ή Zweihände (το συγκεκριμένο ονομάζεται Flammenschwert δηλαδή σπαθί της φωτιάς)
Παρόμοια χρήση με τη ρομφαία είχε το δίχειρο σπαθί των Μεσαιωνικών χρόνων, δηλαδή το Zweihände. Αλλιώς ονομάζονταν Μεγάλο Σπαθί ή Bidenhänder ή Bihänder. Εμφανίστηκε στα τέλη του μεσαίωνα και στις αρχές της αναγέννησης και έμοιαζε πολύ με το μακρύ σπαθί των Γερμανών το Langschwert όπου είχε μεγάλη χρήση το μεσαίωνα. Το Zweihände ήταν 1,4 μ μακρύ και είχε βάρος γύρο στα 2κιλά. Λόγω του μήκους του χρησιμοποιούνταν και σαν δόρυ. Το χρησιμοποιούσαν πιο πολύ οι Γερμανοί μισθοφόροι, οι θρυλικοί Landsknecht και αυτοί που το έφεραν λεγόντουσαν Doppelsöldner. Οι εξαίρετοι αυτοί ξιφομάχοι δεν είχαν χρήση ασπίδων, ωστόσο χρησιμοποιούνταν εναντίων σε λογχοφόρους όπου με τα μακριά σπαθιά έκοβαν τις μύτες των λογχών και έσπαγαν το σχηματισμό της φάλαγγας, σχεδόν παρόμοια δηλαδή με τις τακτικές μάχης των Θρακών και Βυζαντινών όπου είχαν πολεμιστές με ρομφαίες.
Επίλογος
Με τη σύντομη αυτή μελέτη μπορούμε να καταλάβουμε ότι το σπαθί στη αρχαιότητα ήταν δευτερεύων όπλο, και βασιλιάς στο πεδίο των μαχών ήταν δόρυ. Αν όμως το δόρυ έσπαγε, τότε μίλαγε το σπαθί. Οι Ρωμαίοι όπως ανάφερα πιο πάνω το εξέλιξαν και ανήγαγαν το σπαθί σε κύριο επιθετικό όπλο. Πετούσαν τα ριχτάρια πρώτα και αφού βάραιναν τις ασπίδες του εχθρού, νίκαγαν τις μάχες με το κοντό σπαθί τους.
Οι Ρωμαίοι της ανατολής έκαναν το ίδιο χρησιμοποιώντας πιο μακριά αμφίστομα σπαθιά από τους Ρωμαίους, ενώ το ίδιο εφάρμοζαν και οι βάρβαροι στη δύση και αργότερα τα μεσαιωνικά βασίλεια της Ευρώπης. Ωστόσο η μάχη σε φάλαγγα και πίσω από τείχος ασπίδων με τη χρήση του σπαθιού, παραμένει σχεδόν το ίδιο με 3 το πολύ 4 χτυπήματα να μπορούν να εκτελεστούν πίσω από αυτό.
Βιβλιογραφία:
- Ομήρου Ιλιάδα
- Τακτικά του αυτοκράτορος Λέοντα του Σοφού τόμος Β’
- Αλεξιαδα Άννας Κομνηνής
- Ηρόδοτος βιβλίο Ζ’
Empire (Orion,2003) ISBN 0-7538-1789-6
- Polybius (c.200-after 118 BCE): The Roman Maniple vs. The Macedonian Phalanx
- Tobler, Christian Henry, Fighting with the German Longsword
- ΞΙΦΗ ΞΙΦΙΔΙΑ ΚΑΙ Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΛΑΚΩΝΙΚΟΥ ΞΙΦΟΥΣ , Σ. Σκαρμίντζος
πηγη: http://pneymatiko.wordpress.com http://sitalkas.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου