Ομήρου Οδύσσεια β" μέρος
-2- ἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
ὤρνυτ᾿ ἄρ᾿ ἐξ εὐνῆφιν Ὀδυσσῆος φίλος υἱὸς
εἵματα ἑσσάμενος, περὶ δὲ ξίφος ὀξὺ θέτ᾿ ὤμῳ,
ποσσὶ δ᾿ ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα,
Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
από την κλίνη ο γιος πετάχτηκε και ντύθη του Οδυσσέα'
μετά απ᾿ τους ώμους γύρω εκρέμασε το κοφτερό σπαθί του
και πέρασε πανώρια σάνταλα στ᾿ αστραφτερά του πόδια,
5 Ἀ βῆ δ᾿ ἴμεν ἐκ θαλάμοιο θεῷ ἐναλίγκιος ἄντην.
αἶψα δὲ κηρύκεσσι λιγυφθόγγοισι κέλευσε
κηρύσσειν ἀγορήνδε κάρη κομόωντας Ἀχαιούς.
οἱ μὲν ἐκήρυσσον, τοὶ δ᾿ ἠγείροντο μάλ᾿ ὦκα.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ἤγερθεν ὁμηγερέες τ᾿ ἐγένοντο,
κι έτσι κινούσε από την κάμαρα, θεός θαρρείς στην όψη.
Βγαίνοντας όξω τους βροντόφωνους γοργά προστάζει κράχτες
σε συντυχιά τους μακρομάλληδες Αργίτες να καλέσουν.
Κι ως φώναζαν αυτοί, μαζώχτηκε το πλήθος με βιασύνη.
Κι αφού οι θιακοί μονοσυνάχτηκαν κι όλοι μαζί βρέθηκαν,
10 βῆ ῥ᾿ ἴμεν εἰς ἀγορήν, παλάμῃ δ᾿ ἔχε χάλκεον ἔγχος,
οὐκ οἶος, ἅμα τῷ γε δύω κύνες ἀργοὶ ἕποντο.
θεσπεσίην δ᾿ ἄρα τῷ γε χάριν κατέχευεν Ἀθήνη.
τὸν δ᾿ ἄρα πάντες λαοὶ ἐπερχόμενον θηεῦντο:
ἕζετο δ᾿ ἐν πατρὸς θώκῳ, εἶξαν δὲ γέροντες.
κινάει κι αυτός στη μάζωξη, χαλκό φουντώνοντας κοντάρι,
όχι μονάχος᾿ δυο γοργόποδα σκυλιά τον ακλουθούσαν
κι ως η Αθηνά με χάρη αθάνατη τον περεχούσε ακέριο,
ο κόσμος γύρα τον καμάρωνε, καθώς περνούσε ομπρός του,
κι όλοι οι γερόντοι του αναμέριζαν, στο πατρικό να κάτσει
15 τοῖσι δ᾿ ἔπειθ᾿ ἥρως Αἰγύπτιος ἦρχ᾿ ἀγορεύειν,
ὃς δὴ γήραϊ κυφὸς ἔην καὶ μυρία ᾔδη.
καὶ γὰρ τοῦ φίλος υἱὸς ἅμ᾿ ἀντιθέῳ Ὀδυσῆι
Ἴλιον εἰς ἐύπωλον ἔβη κοίλῃς ἐνὶ νηυσίν,
Ἄντιφος αἰχμητής: τὸν δ᾿ ἄγριος ἔκτανε Κύκλωψ
θρονί᾿ κι ο Αιγύπτιος ο πολέμαρχος, που ήξερε μύρια ο νους του
κι είχε σκεβρώσει απ᾿ τα γεράματα, το λόγο εκίνα πρώτος.
Με του Οδυσσέα του ισόθεου τ᾿ άρμενα τα βαθουλά ένας γιος του
είχε διαβεί στην καλοφόραδη την Τροία πριν τόσα χρόνια,
τρανές κοντοφομάχος, ο Άντιφος᾿ μα ο Κύκλωπας τον είχε
20 ἐν σπῆι γλαφυρῷ, πύματον δ᾿ ὡπλίσσατο δόρπον.
τρεῖς δέ οἱ ἄλλοι ἔσαν, καὶ ὁ μὲν μνηστῆρσιν ὁμίλει,
Εὐρύνομος, δύο δ᾿ αἰὲν ἔχον πατρώια ἔργα.
ἀλλ᾿ οὐδ᾿ ὣς τοῦ λήθετ᾿ ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων.
τοῦ ὅ γε δάκρυ χέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπε:
σκοτώσει στη σπηλιά του ο ανήμερος για το στερνό του δείπνο.
Τρεις είχε γιους ακόμα᾿ πήγαινε με τους μνηστήρες ο ένας,
ο Ευρύνομος, κι οι δυο τα χτήματα τα πατρικά αφεντεύαν.
Μα εκείνον δεν τον ξέχναε κι άπαυτα χτυπιόταν και θρηνούσε.
Γι᾿ αυτόν και τώρα δάκρυα χύνοντας μιλούσε αναμεσό τους:
25
«κέκλυτε δὴ νῦν μευ, Ἰθακήσιοι, ὅττι κεν εἴπω:
οὔτε ποθ᾿ ἡμετέρη ἀγορὴ γένετ᾿ οὔτε θόωκος
ἐξ οὗ Ὀδυσσεὺς δῖος ἔβη κοίλῃς ἐνὶ νηυσί.
νῦν δὲ τίς ὧδ᾿ ἤγειρε; τίνα χρειὼ τόσον ἵκει
ἠὲ νέων ἀνδρῶν ἢ οἳ προγενέστεροί εἰσιν;
«Βάλετε αφτί, Θιακοί, στα λόγια μου κι ό,τι σας πω γρικάτε'
βουλή ούτε μια φορά δεν χάναμε και σύναξη από τότε
που ο ισόθεος Οδυσσέας εμίσεψε στα βαθουλά καράβια.
Μα τώρα ποιος εδώ μας σύναξε; ποιόν βρήκε ανάγκη τόση;
Να 'ναι άντρας τάχα από τους νιούτσικους για από τους πιο
γερόντους;
30 ἠέ τιν᾿ ἀγγελίην στρατοῦ ἔκλυεν ἐρχομένοιο,
ἥν χ᾿ ἡμῖν σάφα εἴποι, ὅτε πρότερός γε πύθοιτο;
ἦέ τι δήμιον ἄλλο πιφαύσκεται ἠδ᾿ ἀγορεύει;
ἐσθλός μοι δοκεῖ εἶναι, ὀνήμενος. εἴθε οἱ αὐτῷ
Ζεὺς ἀγαθὸν τελέσειεν, ὅτι φρεσὶν ᾗσι μενοινᾷ.»
Τάχα μην του 'ρθε ξάφνου μήνυμα πως διαγυρνά ο στρατός μας,
κι ως το 'μαθε από μας πρωτύτερα, να μας το πει γυρεύει;
Μη γι᾿ άλλο κάτι, την κοινότη μας που αγγίζει, θα μιλήσει;
Μα άρχοντας θα 'ναι λέω — καλότυχος! Μακάρι ο Δίας να δώσει
να του 'βγει σε καλό το που 'βαλε και μελετάει στα φρένα!»
35
ἡὣς φάτο, χαῖρε δὲ φήμῃ Ὀδυσσῆος φίλος υἱός,
οὐδ᾿ ἄρ᾿ ἔτι δὴν ἧστο, μενοίνησεν δ᾿ ἀγορεύειν,
στῆ δὲ μέσῃ ἀγορῇ: σκῆπτρον δέ οἱ ἔμβαλε χειρὶ
κῆρυξ Πεισήνωρ πεπνυμένα μήδεα εἰδώς.
Είπε, και χάρηκε ο Τηλέμαχος για τον καλό το λόγο,
και πια δεν κάθουνταν, τον έπιασε να τους μιλήσει πόθος'
στης μάζωξης τη μέση εστάθηκε, κι ως του 'βαλε στο χέρι
ραβδί ο διαλάλης ο Πεισήνορας ο πολυμυαλωμένος,
πιο πρώτα γύρισε στο γέροντα και τέτοια λόγια του 'πε:
40 ὣπρῶτον ἔπειτα γέροντα καθαπτόμενος προσέειπεν:
«ὦ γέρον, οὐχ ἑκὰς οὗτος ἀνήρ, τάχα δ᾿ εἴσεαι αὐτός,
ὃς λαὸν ἤγειρα: μάλιστα δέ μ᾿ ἄλγος ἱκάνει.
οὔτε τιν᾿ ἀγγελίην στρατοῦ ἔκλυον ἐρχομένοιο,
ἥν χ᾿ ὑμῖν σάφα εἴπω, ὅτε πρότερός γε πυθοίμην,
οὔτε τι δήμιον ἄλλο πιφαύσκομαι οὐδ᾿ ἀγορεύω,
«εν είναι αλάργα! Αμέσως, γέροντα, τον που ζητάς θα μάθεις᾿
εγώ είμαι το λαό που σύναξα, βαρύς καημός με ζώνει.
Όχι, δε μου 'ρθε ξάφνου μήνυμα πως διαγυρνά ο στρατός μας,
κι ως το 'μαθα από σας πρωτύτερα, να σας το πω γυρεύω'
μήτε και γι᾿ άλλο, την κοινότη μας που αγγίζει, θα μιλήσω.
45 ἀλλ᾿ ἐμὸν αὐτοῦ χρεῖος, ὅ μοι κακὰ ἔμπεσεν οἴκῳ
δοιά: τὸ μὲν πατέρ᾿ ἐσθλὸν ἀπώλεσα, ὅς ποτ᾿ ἐν ὑμῖν
τοίσδεσσιν βασίλευε, πατὴρ δ᾿ ὣς ἤπιος ἦεν:
νῦν δ᾿ αὖ καὶ πολὺ μεῖζον, ὃ δὴ τάχα οἶκον ἅπαντα
πάγχυ διαρραίσει, βίοτον δ᾿ ἀπὸ πάμπαν ὀλέσσει.
Εγώ έχω ανάγκη, που μου πλάκωσαν οι συφορές στο σπίτι
διπλές᾿ η μια είναι που τον κύρη μου τον αντρειανό έχω χάσει,
που εδώ σας κυβερνούσε κάποτε κι ήταν γλυκός σαν κύρης.
Μα τώρα μου 'ρθε μια τρανότερη πολύ, να μου ρημάξει
το σπίτι ολάκερο κι ολότελα το βιος μου ν᾿ αφανίσει.
50 μητέρι μοι μνηστῆρες ἐπέχραον οὐκ ἐθελούσῃ,
τῶν ἀνδρῶν φίλοι υἷες, οἳ ἐνθάδε γ᾿ εἰσὶν ἄριστοι,
οἳ πατρὸς μὲν ἐς οἶκον ἀπερρίγασι νέεσθαι
Ἰκαρίου, ὥς κ᾿ αὐτὸς ἐεδνώσαιτο θύγατρα,
δοίη δ᾿ ᾧ κ᾿ ἐθέλοι καί οἱ κεχαρισμένος ἔλθοι:
Έχουν μαθές ριχτεί στη μάνα μου μνηστήρες άθελα της
οι γιοι γονιών, που εδώ στον τόπο μας οι πιο τρανοί λογιούνται.
Ωστόσο τρέμουν στου πατέρα της το αρχοντικό να πάνε,
στου Ικάριου, αυτός στη θυγατέρα του προικιά πολλά να δώσει
αντρεύοντας τη με όποιον βούλεται κι αρέσει και στην ίδια.
55 οἱ δ᾿ εἰς ἡμέτερον πωλεύμενοι ἤματα πάντα,
βοῦς ἱερεύοντες καὶ ὄις καὶ πίονας αἶγας
εἰλαπινάζουσιν πίνουσί τε αἴθοπα οἶνον
μαψιδίως: τὰ δὲ πολλὰ κατάνεται. οὐ γὰρ ἔπ᾿ ἀνήρ,
οἷος Ὀδυσσεὺς ἔσκεν, ἀρὴν ἀπὸ οἴκου ἀμῦναι.
Κάλλιο 'χουν να περνούν τις μέρες τους στο σπίτι το δικό μας
τ᾿ αρνιά μας σφάζοντας, τα βόδια 'μας και τις παχιές μας γίδες,
χαροκοπώντας, το φλογόμαυρο ξοδιάζοντας κρασί μας,
ανέγνοιοι᾿ κι όλα εδώ ασωτευούνται, κι άντρας κανείς δεν είναι,
ως ο Οδυσσέας, από το σπίτι μας το χαλασμό να διώξει.
60 ἡμεῖς δ᾿ οὔ νύ τι τοῖοι ἀμυνέμεν: ἦ καὶ ἔπειτα
λευγαλέοι τ᾿ ἐσόμεσθα καὶ οὐ δεδαηκότες ἀλκήν.
ἦ τ᾿ ἂν ἀμυναίμην, εἴ μοι δύναμίς γε παρείη.
οὐ γὰρ ἔτ᾿ ἀνσχετὰ ἔργα τετεύχαται, οὐδ᾿ ἔτι καλῶς
οἶκος ἐμὸς διόλωλε. νεμεσσήθητε καὶ αὐτοί,
Εμείς και πως ν᾿ αντιπαλέψουμε, που αμέσως θα φάνουμε
του λυπημού, μαζί κι ακάτεχοι στην τέχνη του πολέμου;
Δύναμη αν είχα, θα δοκίμαζα να βγω ν᾿ αντιπαλέψω,
τι είναι οι δουλειές αυτές αβάσταχτες, και ντροπιασμένα σβήνει
το αρχοντικό μας. Όμως θα 'πρεπε και σεις ν᾿ αγαναχτείτε
65 ἄλλους τ᾿ αἰδέσθητε περικτίονας ἀνθρώπους,
οἳ περιναιετάουσι: θεῶν δ᾿ ὑποδείσατε μῆνιν,
μή τι μεταστρέψωσιν ἀγασσάμενοι κακὰ ἔργα.
λίσσομαι ἠμὲν Ζηνὸς Ὀλυμπίου ἠδὲ Θέμιστος,
ἥ τ᾿ ἀνδρῶν ἀγορὰς ἠμὲν λύει ἠδὲ καθίζει:
και τους γειτόνους σας να ντρέπεστε, που ζουν ολόγυρα σας'
κι ακόμα των θεών την όργητα να τρέμετε;, μην τύχει
για σας κι αλλάξουν γνώμη, από θυμό για τις δουλειές ετούτες.
Στου Ολύμπιου Δία, στης Θέμης τ᾿ όνομα, που το λαό μαζώνει
και πάλι τον σκολνα απ᾿ τη σύναξη, στα πόδια σας προσπέφτω,
70 σχέσθε, φίλοι, καί μ᾿ οἶον ἐάσατε πένθεϊ λυγρῷ
τείρεσθ᾿, εἰ μή πού τι πατὴρ ἐμὸς ἐσθλὸς Ὀδυσσεὺς
δυσμενέων κάκ᾿ ἔρεξεν ἐυκνήμιδας Ἀχαιούς,
τῶν μ᾿ ἀποτινύμενοι κακὰ ῥέζετε δυσμενέοντες,
τούτους ὀτρύνοντες. ἐμοὶ δέ κε κέρδιον εἴη
μονάχο, φίλοι, παρατάτε με να λιώνω στον καημό μου!
Ξον αν ο κύρης μου ο αρχοντόγεννος τους αντρειανούς Αργίτες
οχτρεύτη και κακά τους έκανε χρόνια παλιά, και τώρα
και σεις απ᾿ όχτρητα μου κάνετε κακό με τη σειρά σας,
σ᾿ αυτούς εδώ κουράγιο δίνοντας. Θα προτιμούσα ωστόσο
75 ὑμέας ἐσθέμεναι κειμήλιά τε πρόβασίν τε.
εἴ χ᾿ ὑμεῖς γε φάγοιτε, τάχ᾿ ἄν ποτε καὶ τίσις εἴη:
τόφρα γὰρ ἂν κατὰ ἄστυ ποτιπτυσσοίμεθα μύθῳ
χρήματ᾿ ἀπαιτίζοντες, ἕως κ᾿ ἀπὸ πάντα δοθείη:
νῦν δέ μοι ἀπρήκτους ὀδύνας ἐμβάλλετε θυμῷ.»
όλοι οι Θιακοί και τα κοπάδια μου να τρώτε και το βιος μου'
μια μέρα, εσείς αν μου τα τρώγατε, κι η πλερωμή θα 'ρχόταν
στο κάστρο μέσα ολούθε θα 'τρεχα το βιος ζητώντας πίσω
με παρακάλια, ωσόπου κάποτε να τα γυρίσετε όλα.
Μα τώρα πόνους ανημπόρετους μου ανάβετε στα στήθη!»
80 ὣς φάτο χωόμενος, ποτὶ δὲ σκῆπτρον βάλε γαίῃ
δάκρυ᾿ ἀναπρήσας: οἶκτος δ᾿ ἕλε λαὸν ἅπαντα.
ἔνθ᾿ ἄλλοι μὲν πάντες ἀκὴν ἔσαν, οὐδέ τις ἔτλη
Τηλέμαχον μύθοισιν ἀμείψασθαι χαλεποῖσιν:
Αυτά είπε με θυμό, κι ως πέταξε στο χώμα το ραβδί του
και ξέσπασε σε θρήνους, το λαό τον πήρεν η συμπόνια.
Οι άλλοι βουβοί απόμεναν όλοι τους και δεν το αποδυνάστη
κανείς με λόγια στον Τηλέμαχο πικρά ν᾿ αντιμιλήσει᾿
Ἀντίνοος δέ μιν οἶος ἀμειβόμενος προσέειπε:
ο Αντίνοος μοναχά αντιμίλησε και τέτοια του αποκρίθη:
85 «Τηλέμαχ᾿ ὑψαγόρη, μένος ἄσχετε, ποῖον ἔειπες
ἡμέας αἰσχύνων: ἐθέλοις δέ κε μῶμον ἀνάψαι.
σοὶ δ᾿ οὔ τι μνηστῆρες Ἀχαιῶν αἴτιοί εἰσιν,
ἀλλὰ φίλη μήτηρ, ἥ τοι πέρι κέρδεα οἶδεν.
ἤδη γὰρ τρίτον ἐστὶν ἔτος, τάχα δ᾿ εἶσι τέταρτον,
«Τηλέμαχε γλωσσά κι απόκοτε, τι λόγια αυτά που κρένεις;
να μας ντροπιάσεις θες κι απάνω μας να ρίξεις κατηγόρια;
Οι Αργίτες, οι μνηστήρες, μάθε το, δεν είναι αυτοί που φταίνε,
μονάχα η μάνα σου, που πλήθυνε την πονηριά στο νου της.
Παν τώρα χρόνια τρία, και γρήγορα στα τέσσερα θα μπουμε,
90 ἐξ οὗ ἀτέμβει θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν Ἀχαιῶν.
πάντας μέν ῥ᾿ ἔλπει καὶ ὑπίσχεται ἀνδρὶ ἑκάστῳ
ἀγγελίας προϊεῖσα, νόος δέ οἱ ἄλλα μενοινᾷ.
ἡ δὲ δόλον τόνδ᾿ ἄλλον ἐνὶ φρεσὶ μερμήριξε:
στησαμένη μέγαν ἱστὸν ἐνὶ μεγάροισιν ὕφαινε,
κι όλο μας τρώει καιρό πλανεύοντας στα στήθη την καρδιά μας.
Ελπίδες δίνει αλήθεια σε όλους μας, και σ᾿ έναν έναν τάζει
και τον πλανεύει με μηνύματα, μα ο νους της άλλα κλώθει.
Κι αυτός ο δόλος ο άλλος που 'βαλε στα φρένα της μια μέρα!
Τρανό αργαλειό στο ανώι της έστησε και κίνησε να υφάνει
95 λεπτὸν καὶ περίμετρον: ἄφαρ δ᾿ ἡμῖν μετέειπε:
«‘κοῦροι ἐμοὶ μνηστῆρες, ἐπεὶ θάνε δῖος Ὀδυσσεύς,
μίμνετ᾿ ἐπειγόμενοι τὸν ἐμὸν γάμον, εἰς ὅ κε φᾶρος
ἐκτελέσω, μή μοι μεταμώνια νήματ᾿ ὄληται,
Λαέρτῃ ἥρωι ταφήιον, εἰς ὅτε κέν μιν
πανί μακρύ πολύ, ψιλόκλωστο, κι αυτά μας είπε τότε:
,, Εσείς οι νιοι που με γυρεύετε, μια κι ο Οδυσσέας εχάθη,
για καρτεράτε με, κι ας βιάζεστε για γάμο, να τελέψω
καν το διασίδι αυτό, τα νήματα να μη μου παν χαμένα.
Του αρχοντικού Λαέρτη σάβανο το φτιάνω, για την ώρα
100 μοῖρ᾿ ὀλοὴ καθέλῃσι τανηλεγέος θανάτοιο,
μή τίς μοι κατὰ δῆμον Ἀχαιϊάδων νεμεσήσῃ.
αἴ κεν ἄτερ σπείρου κεῖται πολλὰ κτεατίσσας’.
«ὣς ἔφαθ᾿, ἡμῖν δ᾿ αὖτ᾿ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ.
ἔνθα καὶ ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱστόν,
που θα τον πάρει ο ανήλεος θάνατος κι η ασβολωμένη μοίρα᾿
να μη βρεθεί στον κόσμο Αργίτισσα μαζί μου να τα βάλει,
τάχα πως κοίτεται ασαβάνωτος, κι ας είχε τόσα πλούτη."
Έτσι μας μίλησε, κι η πέρφανη καρδιά μας τ᾿ αποδέχτη.
Κι αλήθεια όλη τη μέρα δούλευε το ατέλειωτο πανί της,
105 νύκτας δ᾿ ἀλλύεσκεν, ἐπεὶ δαί̈δας παραθεῖτο.
ὣς τρίετες μὲν ἔληθε δόλῳ καὶ ἔπειθεν Ἀχαιούς:
ἀλλ᾿ ὅτε τέτρατον ἦλθεν ἔτος καὶ ἐπήλυθον ὧραι,
καὶ τότε δή τις ἔειπε γυναικῶν, ἣ σάφα ᾔδη,
καὶ τήν γ᾿ ἀλλύουσαν ἐφεύρομεν ἀγλαὸν ἱστόν.
και πάλε ολονυχτίς το ξύφαινε στο φως δαδιών που άναβαν.
Τρεις χρόνους κράτησεν ο δόλος της πλανεύοντας μας όλους'
όμως στους τέσσερεις, σαν κύλησαν πάλι οι εποχές του χρόνου,
τότε μια σκλάβα της που τα 'ξερε μας τα μολόγησε όλα,
και την επιάσαμε που ξύφαινε το στραφτερό πανί της'
110 ὣς τὸ μὲν ἐξετέλεσσε καὶ οὐκ ἐθέλουσ᾿ ὑπ᾿ ἀνάγκης:
σοὶ δ᾿ ὧδε μνηστῆρες ὑποκρίνονται, ἵν᾿ εἰδῇς
αὐτὸς σῷ θυμῷ, εἰδῶσι δὲ πάντες Ἀχαιοί:
μητέρα σὴν ἀπόπεμψον, ἄνωχθι δέ μιν γαμέεσθαι
τῷ ὅτεῴ τε πατὴρ κέλεται καὶ ἁνδάνει αὐτῇ.
κι έτσι άθελα της το αποτέλειωσε, σφιγμένη απ᾿ την ανάγκη.
Άκουσε τώρα ποιάν απόκριση σου δίνουν οι μνηστήρες,
κι εσύ να την κατέχεις, κι όλοι τους οι Αργίτες να την ξέρουν:
Στείλε τη μάνα σου στον κύρη της και σπρώξε τη να πάρει
όποιον εκείνος θέλει γι᾿ άντρα της κι αρέσει και στην ίδια.
115 εἰ δ᾿ ἔτ᾿ ἀνιήσει γε πολὺν χρόνον υἷας Ἀχαιῶν,
τὰ φρονέουσ᾿ ἀνὰ θυμόν, ὅ οἱ πέρι δῶκεν Ἀθήνη
ἔργα τ᾿ ἐπίστασθαι περικαλλέα καὶ φρένας ἐσθλὰς
κέρδεά θ᾿, οἷ᾿ οὔ πώ τιν᾿ ἀκούομεν οὐδὲ παλαιῶν,
τάων αἳ πάρος ἦσαν ἐυπλοκαμῖδες Ἀχαιαί,
Μα αν κι άλλο λέει καιρό των Αχαιών τους γιους να βασανίζει
κι ο νους της είναι σε ό,τι απλόχερα της χάρισε η Παλλάδα,
να 'χει μυαλό, δουλειές πανέμορφες γυναικείες να κατέχει
και πονηριές, που δεν ακούσαμε καμιά γυναίκα ως τώρα,
καμιά κι᾿ απ᾿ τις παλιές ωριόμαλλες Αργίτισσες πως είχε,
120 Τυρώ τ᾿ Ἀλκμήνη τε ἐυστέφανός τε Μυκήνη:
τάων οὔ τις ὁμοῖα νοήματα Πηνελοπείῃ
ᾔδη: ἀτὰρ μὲν τοῦτό γ᾿ ἐναίσιμον οὐκ ἐνόησε.
τόφρα γὰρ οὖν βίοτόν τε τεὸν καὶ κτήματ᾿ ἔδονται,
ὄφρα κε κείνη τοῦτον ἔχῃ νόον, ὅν τινά οἱ νῦν
μηδέ η Μυκήνη η ομορφοστέφανη μηδέ η Τυρώ κι η Αλκμήνη —
απ᾿ όλες τούτες δεν την έφτανε καμιά την Πηνελόπη
στην εξυπνάδα. Μα δε λόγιασε σωστά μονάχα ετούτο:
Τόσον καιρό θα σου αφανίζουμε και βιος και πλούτη κι όλα,
όσο σ᾿ αυτή τη γνώμη ασάλευτη κι εκείνη θα κρατιέται,
125 ἐν στήθεσσι τιθεῖσι θεοί. μέγα μὲν κλέος αὐτῇ
ποιεῖτ᾿, αὐτὰρ σοί γε ποθὴν πολέος βιότοιο.
ἡμεῖς δ᾿ οὔτ᾿ ἐπὶ ἔργα πάρος γ᾿ ἴμεν οὔτε πῃ ἄλλῃ,
που έβαλαν οι θεοί στο στήθος της. Στον κόσμο τ᾿ όνομά της
ακούγεται έτσι, ωστόσο χάνουνται και τα δικά σου πλούτη.
Κανείς μας δε θα πάει στα χτήματα κι ουδέ κι αλλού, ως την ώρα
πρίν γ᾿ αὐτὴν γήμασθαι Ἀχαιῶν ᾧ κ᾿ ἐθέλῃσι.»
τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:
που απ᾿ τους Αργίτες ένα η μάνα σου θα πάρει, αυτόν που
θέλει.»
Κι ο γνωστικός γυρνά Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
130 «Ἀντίνο᾿, οὔ πως ἔστι δόμων ἀέκουσαν ἀπῶσαι
ἥ μ᾿ ἔτεχ᾿, ἥ μ᾿ ἔθρεψε: πατὴρ δ᾿ ἐμὸς ἄλλοθι γαίης,
ζώει ὅ γ᾿ ἦ τέθνηκε: κακὸν δέ με πόλλ᾿ ἀποτίνειν
Ἰκαρίῳ, αἴ κ᾿ αὐτὸς ἑκὼν ἀπὸ μητέρα πέμψω.
ἐκ γὰρ τοῦ πατρὸς κακὰ πείσομαι, ἄλλα δὲ δαίμων
«Αντίνοε, στανικώς δε γίνεται να διώξω από το σπίτι
την που με γέννησε, με ανάστησε᾿ κι ο κύρης μου στα ξένα
για ζει για πέθανε᾿ κι είναι άσκημο του Ικάριου να πλερώσω
πολλά, τη μάνα μου αν με θέλημα δικό μου στείλω πίσω.
Κι όχι μονάχα απ᾿ τον πατέρα της — κι από θεό θα πάθω:
135 δώσει, ἐπεὶ μήτηρ στυγερὰς ἀρήσετ᾿ ἐρινῦς
οἴκου ἀπερχομένη: νέμεσις δέ μοι ἐξ ἀνθρώπων
ἔσσεται: ὣς οὐ τοῦτον ἐγώ ποτε μῦθον ἐνίψω.
ὑμέτερος δ᾿ εἰ μὲν θυμὸς νεμεσίζεται αὐτῶν,
ἔξιτέ μοι μεγάρων, ἄλλας δ᾿ ἀλεγύνετε δαῖτας
διωγμένη από το σπίτι η μάνα μου τις Ερινύες θα κράξει
τις φοβερές, να πέσουν πάνω μου᾿ θ᾿ ακούσω κι απ᾿ τον κόσμο
λόγια βαριά, γι᾿ αυτό απ᾿ το στόμα μου δε βγαίνει λόγος τέτοιος!
Κι ατοί σας όμως αν συχύζεστε γι᾿ αυτά που εδώ γίνονται,
το αρχοντικό μου αφήστε, φύγετε, γνοιαστείτε γι᾿ άλλες τάβλες,
140 ὑμὰ κτήματ᾿ ἔδοντες ἀμειβόμενοι κατὰ οἴκους.
εἰ δ᾿ ὑμῖν δοκέει τόδε λωίτερον καὶ ἄμεινον
ἔμμεναι, ἀνδρὸς ἑνὸς βίοτον νήποινον ὀλέσθαι,
κείρετ': ἐγὼ δὲ θεοὺς ἐπιβώσομαι αἰὲν ἐόντας,
αἴ κέ ποθι Ζεὺς δῷσι παλίντιτα ἔργα γενέσθαι.
και συναλλάζοντας τα σπίτια σας από το βιος σας τρώτε!
Ξον πιο συφερτικό αν το κρίνετε πως είναι και πιο δίκιο
το βιος ν᾿ αφανιστεί αξεπλέρωτο μονάχα ενός ανθρώπου.
Χαλάτε το! Μα τους αθάνατους θεούς εγώ θα κράξω,
αν δώσει ο Δίας να πάρω εγδίκηση για τις δουλειές ετούτες,
145 νήποινοί κεν ἔπειτα δόμων ἔντοσθεν ὄλοισθε.»
«ὣς φάτο Τηλέμαχος, τῷ δ᾿ αἰετὼ εὐρύοπα Ζεὺς
ὑψόθεν ἐκ κορυφῆς ὄρεος προέηκε πέτεσθαι.
τὼ δ᾿ ἕως μέν ῥ᾿ ἐπέτοντο μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο
πλησίω ἀλλήλοισι τιταινομένω πτερύγεσσιν:
να βρείτε μέσα εδώ το θάνατο χωρίς ξεπλερωμή μου.»
Αυτά τους έλεγε ο Τηλέμαχος, κι ο Δίας ο βροντολάλος
δυο αϊτούς για χάρη του απ᾿ ακρόκορφο βουνού ψηλάθε αφήκε,
για λίγην ώρα που φτερούγιζαν με τις πνοές του ανέμου
ο ένας κοντά στον άλλο, απλώνοντας ορθάνοιχτες φτερούγες.
150 ἀλλ᾿ ὅτε δὴ μέσσην ἀγορὴν πολύφημον ἱκέσθην,
ἔνθ᾿ ἐπιδινηθέντε τιναξάσθην πτερὰ πυκνά,
ἐς δ᾿ ἰδέτην πάντων κεφαλάς, ὄσσοντο δ᾿ ὄλεθρον:
δρυψαμένω δ᾿ ὀνύχεσσι παρειὰς ἀμφί τε δειρὰς
δεξιὼ ἤιξαν διά τ᾿ οἰκία καὶ πόλιν αὐτῶν.
Μα μόλις στης πολύβουης σύναξης τη μέση έφτασαν, πήραν
να κόβουν γύρους από πάνω τους φτεροκοπώντας, κι όλων
τις κεφαλές ψηλάθε ακράγγιζαν κι άγριο χαμό μηνούσαν.
Κι ως με τα νύχια συναλλήλως τους λαιμούς, σαγόνια έσκισαν,
δεξιά τράβηξαν, πίσω αφήνοντας τα σπίτια και το κάστρο.
155 θάμβησαν δ᾿ ὄρνιθας, ἐπεὶ ἴδον ὀφθαλμοῖσιν:
ὥρμηναν δ᾿ ἀνὰ θυμὸν ἅ περ τελέεσθαι ἔμελλον.
τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε γέρων ἥρως Ἁλιθέρσης
Μαστορίδης: ὁ γὰρ οἶος ὁμηλικίην ἐκέκαστο
ὄρνιθας γνῶναι καὶ ἐναίσιμα μυθήσασθαι:
Κι εκείνοι τα όρνια με τα μάτια τους σαν είδανε, σαστίσαν
και μέσα τους ψυχανεμίζουνταν τα μέλλουνταν να γενούν.
Πήρε ο Αλιθέρσης τότε ο γέροντας το λόγο, του Μαστόρου
ο γιος, που κάλλιο απ᾿ όλους κάτεχε τους συνομήλικους του
τα όρνια τι δείχνουν και ξεδιάλυνε και τα σημάδια τ᾿ άλλα.
160
ὅ σφιν ἐὺ φρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπε:
«κέκλυτε δὴ νῦν μευ, Ἰθακήσιοι, ὅττι κεν εἴπω:
μνηστῆρσιν δὲ μάλιστα πιφαυσκόμενος τάδε εἴρω:
τοῖσιν γὰρ μέγα πῆμα κυλίνδεται: οὐ γὰρ Ὀδυσσεὺς
δὴν ἀπάνευθε φίλων ὧν ἔσσεται, ἀλλά που ἤδη
Και τότε μίλησε καλόγνωμος κι αναμεσό τους είπε:
«Βάλετε αφτί, Θιακοί, στα λόγια μου κι ό,τι σας πω γρικάτε,
για τους μνηστήρες όμως πιότερο τα λέω τα λόγια τούτα'
κακό μεγάλο καταπάνω τους πλακώνει, κι ούτε θα 'ναι
καιρό ο Οδυσσέας πολύ απ᾿ τους φίλους του μακριά᾿ μπορεί και
τώρα
165 ἐγγὺς ἐὼν τοῖσδεσσι φόνον καὶ κῆρα φυτεύει
πάντεσσιν: πολέσιν δὲ καὶ ἄλλοισιν κακὸν ἔσται,
οἳ νεμόμεσθ᾿ Ἰθάκην ἐυδείελον. ἀλλὰ πολὺ πρὶν
φραζώμεσθ᾿, ὥς κεν καταπαύσομεν: οἱ δὲ καὶ αὐτοὶ
παυέσθων: καὶ γάρ σφιν ἄφαρ τόδε λώιόν ἐστιν.
να 'ναι κοντά, για τούτους θάνατο και χαλασμό κλωσώντας —
όλους᾿ μα κι άλλοι λέω θα πάθουμε πολλοί κακό μεγάλο,
απ᾿ όσους ζούμε μες στην ξέφαντην Ιθάκη᾿ μα ας γνοιαστούμε
τούτους πιο πριν ν᾿ ανακρατήσουμε, και τούτοι ατοί τους όμως
να κρατηθούν τι άλλο δε βρίσκεται καλύτερο να κάνουν.
170 οὐ γὰρ ἀπείρητος μαντεύομαι, ἀλλ᾿ ἐὺ εἰδώς:
καὶ γὰρ κείνῳ φημὶ τελευτηθῆναι ἅπαντα,
ὥς οἱ ἐμυθεόμην, ὅτε Ἴλιον εἰσανέβαινον
Ἀργεῖοι, μετὰ δέ σφιν ἔβη πολύμητις Ὀδυσσεύς.
φῆν κακὰ πολλὰ παθόντ᾿, ὀλέσαντ᾿ ἄπο πάντας
ἑταίρους,
Μάντης δεν είμαι εγώ αδοκίμαστος, κι αυτά καλά τα ξέρω᾿
λέω και για κείνον πως τα λόγια μου σωστά ως την άκρη εβγήκαν,
καθώς του τα 'χα πεί, σαν έφευγαν οι Αργίτες για την Τροία,
κι αναμεσό τους κι ο πολύβουλος κινούσεν Οδυσσέας.
Κακά πολλά θα πάθει, του 'λεγα, και τους συντρόφους όλους
175 ἄγνωστον πάντεσσιν ἐεικοστῷ ἐνιαυτῷ
οἴκαδ᾿ ἐλεύσεσθαι: τὰ δὲ δὴ νῦν πάντα τελεῖται.»
τὸν δ᾿ αὖτ᾿ Εὐρύμαχος Πολύβου πάϊς ἀντίον ηὔδα:
«ὦ γέρον, εἰ δ᾿ ἄγε νῦν μαντεύεο σοῖσι τέκεσσιν
οἴκαδ᾿ ἰών, μή πού τι κακὸν πάσχωσιν ὀπίσσω:
θα χάσει, και θα στρέψει σπίτι του στα είκοσι χρόνια απάνω
και δε θα τον γνωρίσει ουτ᾿ ένας μας. Τώρα τελεύουν όλα.»
Κι ο Ευρύμαχος, ο γιος του Πόλυβου, γυρνώντας του αποκρίθη:
«Γέροντα, φεύγα, και μαντέματα για τα παιδιά σου κάνε
στο αρχοντικό σου, από μελλούμενο κακά να τα γλιτώσεις.
180 ταῦτα δ᾿ ἐγὼ σέο πολλὸν ἀμείνων μαντεύεσθαι.
ὄρνιθες δέ τε πολλοὶ ὑπ᾿ αὐγὰς ἠελίοιο
φοιτῶσ᾿, οὐδέ τε πάντες ἐναίσιμοι: αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
ὤλετο τῆλ᾿, ὡς καὶ σὺ καταφθίσθαι σὺν ἐκείνῳ
ὤφελες. οὐκ ἂν τόσσα θεοπροπέων ἀγόρευες,
Να ξεδιαλύνω εγώ καλύτερα μπορώ από σένα τούτα:
Στου ήλιου το φως κι αν πηγαινόρχονται πουλιά πολλά, δεν είναι
σημαδιακά, να ξέρεις, όλα τους. Κι αν λες για του Οδυσσέα
τη μοίρα, αλάργα εκείνος χάθηκε. Να 'ταν και συ μαζί του
να 'χες χαθεί, να μην προφήτευες μπροστά μας τόσα τώρα,
185 οὐδέ κε Τηλέμαχον κεχολωμένον ὧδ᾿ ἀνιείης,
σῷ οἴκῳ δῶρον ποτιδέγμενος, αἴ κε πόρῃσιν.
ἀλλ᾿ ἔκ τοι ἐρέω, τὸ δὲ καὶ τετελεσμένον ἔσται:
αἴ κε νεώτερον ἄνδρα παλαιά τε πολλά τε εἰδὼς
παρφάμενος ἐπέεσσιν ἐποτρύνῃς χαλεπαίνειν
,
μηδέ να κένταες τον Τηλέμαχο στη βράση του θύμου του,
δώρο στο σπίτι σου απαντέχοντας κανένα μη σου στείλει.
Πάνω σε τούτα κάτι θα 'λεγα, που σίγουρα θα γένει'
έναν πιο νιο σου εσύ, κατέχοντας πολλά και περασμένα,
αν τον πλανεύεις με τα λόγια σου κι ανάβεις το θυμό του,
190 αὐτῷ μέν οἱ πρῶτον ἀνιηρέστερον ἔσται,
πρῆξαι δ᾿ ἔμπης οὔ τι δυνήσεται εἵνεκα τῶνδε:
σοὶ δέ, γέρον, θωὴν ἐπιθήσομεν, ἥν κ᾿ ἐνὶ θυμῷ
τίνων ἀσχάλλῃς: χαλεπὸν δέ τοι ἔσσεται ἄλγος.
Τηλεμάχῳ δ᾿ ἐν πᾶσιν ἐγὼν ὑποθήσομαι αὐτός:
εκείνος πρώτα θα 'χει βάσανα να σύρει, κι από πάνω
όλοι θα παν χαμένοι οι κόποι του για κείνα που παλεύει.
Και σένα, γέροντα, όμως πρόστιμο θα βάλουμε, στα φρένα
πλερώνοντας το να συχύζεσαι᾿ πολύ βαρύ θα σου 'ρθει.
Μπρος σε όλους τώρα στον Τηλέμαχο βουλή θα δώσω ατός μου:
195 μητέρα ἣν ἐς πατρὸς ἀνωγέτω ἀπονέεσθαι:
οἱ δὲ γάμον τεύξουσι καὶ ἀρτυνέουσιν ἔεδνα
πολλὰ μάλ᾿, ὅσσα ἔοικε φίλης ἐπὶ παιδὸς ἕπεσθαι.
οὐ γὰρ πρὶν παύσεσθαι ὀίομαι υἷας Ἀχαιῶν
μνηστύος ἀργαλέης, ἐπεὶ οὔ τινα δείδιμεν ἔμπης,
Να πει της μάνας του στον κύρη της ξοπίσω να διαγείρει᾿
κι εκείνοι θα γνοιαστούν το γάμο της, θα φτιάξουν τα προικιά της,
αρίφνητα, στη θυγατέρα τους την ακριβή ως ταιριάζει.
πιο πριν οι Αργίτες δε φαντάζουμαι τα προξενειά να πάψουν,
που σας πειράζουν δε σκιαζόμαστε κανέναν, όπως να 'ναι,
200 οὔτ᾿ οὖν Τηλέμαχον μάλα περ πολύμυθον ἐόντα,
οὔτε θεοπροπίης ἐμπαζόμεθ᾿, ἣν σύ, γεραιέ,
μυθέαι ἀκράαντον, ἀπεχθάνεαι δ᾿ ἔτι μᾶλλον.
χρήματα δ᾿ αὖτε κακῶς βεβρώσεται, οὐδέ ποτ᾿ ἶσα
ἔσσεται, ὄφρα κεν ἥ γε διατρίβῃσιν Ἀχαιοὺς
μηδέ τον ίδιο τον Τηλέμαχο, πολυλογάς κι ας είναι!
Κι ουδέ ψηφάμε τα μαντόλογα, που τώρα, γέροντα μου,
μας λες — και δε θα βγούνε᾿ πιότερο την έχτρα μας τρανεύεις.
Κακήν κακώς, χωρίς ξαντίμεμα, θα τρώγεται το βιος του,
όσο και κείνη με το γάμο της ανακρατά εδώ πέρα
205 ὃν γάμον: ἡμεῖς δ᾿ αὖ ποτιδέγμενοι ἤματα πάντα
εἵνεκα τῆς ἀρετῆς ἐριδαίνομεν, οὐδὲ μετ᾿ ἄλλας
ἐρχόμεθ᾿, ἃς ἐπιεικὲς ὀπυιέμεν ἐστὶν ἑκάστῳ.»
τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:
«Εὐρύμαχ᾿ ἠδὲ καὶ ἄλλοι, ὅσοι μνηστῆρες ἀγαυοί,
τους Αχαιούς᾿ κι εμείς προσμένοντας μέρα και νύχτα πάντα
για τις περίσσιες της μαλώνουμε τις χάρες, κι ούτε γι᾿ άλλες
γυναίκες πάμε, που θα ταίριαζε να παντρευτεί ο καθείς μας.»
Κι ο γνωστικός γυρνά Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
«Ευρύμαχε και σεις επίλοιποι περίλαμπροι μνηστήρες,
210 ταῦτα μὲν οὐχ ὑμέας ἔτι λίσσομαι οὐδ᾿ ἀγορεύω:
ἤδη γὰρ τὰ ἴσασι θεοὶ καὶ πάντες Ἀχαιοί.
ἀλλ᾿ ἄγε μοι δότε νῆα θοὴν καὶ εἴκοσ᾿ ἑταίρους,
οἵ κέ μοι ἔνθα καὶ ἔνθα διαπρήσσωσι κέλευθον.
δεν πέφτω πια γι᾿ αυτά στα πόδια σας κι ουδέ τα κουβεντιάζω,
απ᾿ τη στιγμή οι θεοί που τ᾿ άκουσαν και τούτοι οι Αργίτες όλοι.
Μόνο καράβι τώρα κι είκοσι συντρόφους δώσετε μου,
για να με παν μακριά αρμενίζοντας και πίσω να με φέρουν
22
εἶμι γὰρ ἐς Σπάρτην τε καὶ ἐς Πύλον ἠμαθόεντα στη Σπάρτη και στην Πύλο λόγιασα να πάω την αμμουδάτη,
215
νόστον πευσόμενος πατρὸς δὴν οἰχομένοιο,
ἤν τίς μοι εἴπῃσι βροτῶν ἢ ὄσσαν ἀκούσω
ἐκ Διός, ἥ τε μάλιστα φέρει κλέος ἀνθρώποισιν:
εἰ μέν κεν πατρὸς βίοτον καὶ νόστον ἀκούσω,
ἦ τ᾿ ἄν, τρυχόμενός περ, ἔτι τλαίην ἐνιαυτόν:
να μάθω αν θα διαγείρει ο κύρης μου, που τόσα χρόνια λείπει᾿
μήπως βρεθεί κανένας άνθρωπος και ξέρει, για κι ακούσω
λόγο απ᾿ το Δία, που απλώνει το άκουσμα πιο γρήγορα στον
κόσμο.
Αν τώρα μάθω για τον κύρη μου πως ζει και θα διαγείρει,
θα κάνω υπομονή, κι ας θλίβουμαι, κανένα χρόνο ακόμα.
220 εἰ δέ κε τεθνηῶτος ἀκούσω μηδ᾿ ἔτ᾿ ἐόντος,
νοστήσας δὴ ἔπειτα φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν
σῆμά τέ οἱ χεύω καὶ ἐπὶ κτέρεα κτερεί̈ξω
πολλὰ μάλ᾿, ὅσσα ἔοικε, καὶ ἀνέρι μητέρα δώσω.»
τοι ὅ γ᾿ ὣς εἰπὼν κατ᾿ ἄρ᾿ ἕζετο, τοῖσι δ᾿ ἀνέστη
Όμως αν μάθω πως απόθανε και πια το φως δε βλέπει,
τότε στα χώματα διαγέρνοντας της γης της πατρικής μου
μνημούρι θα του ασκώσω και πολλές θυσίες, καθώς ταιριάζει,
θα του προσφέρω, και τη μάνα μου θα δώσω σε άλλον άντρα.»
Είπε, κι ως κάθισεν, ο Μέντορας, που του άψεγου Οδυσσέα
225 Μέντωρ, ὅς ῥ᾿ Ὀδυσῆος ἀμύμονος ἦεν ἑταῖρος,
καὶ οἱ ἰὼν ἐν νηυσὶν ἐπέτρεπεν οἶκον ἅπαντα,
πείθεσθαί τε γέροντι καὶ ἔμπεδα πάντα φυλάσσειν:
ὅ σφιν ἐὺ φρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν:
«κέκλυτε δὴ νῦν μευ, Ἰθακήσιοι, ὅττι κεν εἴπω:
σύντροφος ήταν συνομήλικος, σηκώθηκε μπροστά τους᾿
εκείνος φεύγοντας το σπίτι του του το μπιστεύτηκε όλο,
ν᾿ ακούει το γέροντα κι αχάλαστο να του φυλάει το βιος του᾿
και τότε μίλησε καλόγνωμος αναμεσό τους κι είπε:
«Βάλετε αφτί, Θιακοί, στα λόγια μου κι ό,τι σας πω γρικάτε'
230 μή τις ἔτι πρόφρων ἀγανὸς καὶ ἤπιος ἔστω
σκηπτοῦχος βασιλεύς, μηδὲ φρεσὶν αἴσιμα εἰδώς,
ἀλλ᾿ αἰεὶ χαλεπός τ᾿ εἴη καὶ αἴσυλα ῥέζοι:
ὡς οὔ τις μέμνηται Ὀδυσσῆος θείοιο
λαῶν οἷσιν ἄνασσε, πατὴρ δ᾿ ὣς ἤπιος ἦεν.
γλυκός αλήθεια και καλόγνωμος να μη βρεθεί πια ρήγας,
μηδέ και δίκιος, που στο χέρι του κρατά βασιλοράβδι,
μόνο να δείχνει πάντα ανέσπλαχνος κι όλο ανομιές να κάνει,
την ώρα που όλοι τον λησμόνησαν απ᾿ το λαό τον θείο
τον Οδυσσέα,που όντας αφέντευε, του ήταν γλυκός σαν κύρης.
235 ἀλλ᾿ ἦ τοι μνηστῆρας ἀγήνορας οὔ τι μεγαίρω
ἔρδειν ἔργα βίαια κακορραφίῃσι νόοιο:
σφὰς γὰρ παρθέμενοι κεφαλὰς κατέδουσι βιαίως
οἶκον Ὀδυσσῆος, τὸν δ᾿ οὐκέτι φασὶ νέεσθαι.
νῦν δ᾿ ἄλλῳ δήμῳ νεμεσίζομαι, οἷον ἅπαντες
Εμένα δε μου κακοφαίνεται που οι πέρφανοι μνηστήρες
άνομα θέλουν οι κακόγνωμοι να κάνουν έργα πάντα'
αυτοί το παίζουν το κεφάλι τους, το σπίτι του Οδυσσέα
μεβιάς χαλνώντας, λογαριάζοντας πως πίσω δε διαγέρνει᾿
με το λαό τον αποδέλοιπο θυμώνω, που καθόστε
240 ἧσθ᾿ ἄνεῳ, ἀτὰρ οὔ τι καθαπτόμενοι ἐπέεσσι
παύρους μνηστῆρας καταπαύετε πολλοὶ ἐόντες.»
τὸν δ᾿ Εὐηνορίδης Λειώκριτος ἀντίον ηὔδα:
«Μέντορ ἀταρτηρέ, φρένας ἠλεέ, ποῖον ἔειπες
ἡμέας ὀτρύνων καταπαυέμεν. ἀργαλέον δὲ
αμίλητοι όλοι και δε στρώνετε στα λόγια αυτούς τους λίγους
μνηστήρες, τόσο πλήθος που 'σαστε, να τους ανακρατήστε!»
Κι ο Ληόκριτος, ο γιος του Βυήνορα, του απηλογήθη κι είπε:
«Μέντορα ξέφρενε, θεότρελε, τι λόγια αυτά που κρένεις;
τι τους κεντάς να μας κρατήσουνε; σα δύσκολο το βλέπω
245 ἀνδράσι καὶ πλεόνεσσι μαχήσασθαι περὶ δαιτί.
εἴ περ γάρ κ᾿ Ὀδυσεὺς Ἰθακήσιος αὐτὸς ἐπελθὼν
δαινυμένους κατὰ δῶμα ἑὸν μνηστῆρας ἀγαυοὺς
ἐξελάσαι μεγάροιο μενοινήσει᾿ ἐνὶ θυμῷ,
οὔ κέν οἱ κεχάροιτο γυνή, μάλα περ χατέουσα,
με άντρες πολλούς ν᾿ ανοίξεις πόλεμο, για το φαγί σαν είναι.
Ακόμα κι ο Θιακός αν έρχουνταν ατός του εδώ Οδυσσέας
και τους λαμπρούς μνηστήρες έβρισκε να τρων στο αρχονταρίκι'
κι έπαιρνε απόφαση απ᾿ το σπίτι του μεβιάς να τους πετάξει,
λέω δε θα πρόφταινε η γυναίκα του να τον χαρεί, κι ας του 'χει
250 ἐλθόντ᾿, ἀλλά κεν αὐτοῦ ἀεικέα πότμον ἐπίσποι,
εἰ πλεόνεσσι μάχοιτο: σὺ δ᾿ οὐ κατὰ μοῖραν ἔειπες.
ἀλλ᾿ ἄγε, λαοὶ μὲν σκίδνασθ᾿ ἐπὶ ἔργα ἕκαστος,
τούτῳ δ᾿ ὀτρυνέει Μέντωρ ὁδὸν ἠδ᾿ Ἁλιθέρσης,
οἵ τέ οἱ ἐξ ἀρχῆς πατρώιοί εἰσιν ἑταῖροι.
λαχτάρα τόση᾿ θα τον έβρισκε σε λίγο αταίριαστος του
χαμός, με πιότερους αν τα 'βαζε. Μα εσύ σωστά δεν τα 'πες!
Σκορπάτε τώρα ο κόσμος κι όλοι σας τρεχάτε στις δουλειές σας'
για το ταξίδι του 'χει ο κύρης του παλιούς αφήσει φίλους,
τον Αλιθέρση και το Μέντορα — να το γνοιαστούν ετούτοι!
255 ἀλλ᾿ ὀίω, καὶ δηθὰ καθήμενος ἀγγελιάων
πεύσεται εἰν Ἰθάκῃ, τελέει δ᾿ ὁδὸν οὔ ποτε ταύτην.»
Μα ακόμα λέω καιρό θα κάθεται, μαντάτα στην Ιθάκη
να καρτερεί, και πάντα ατέλευτος θα μένει ο μισεμός του!»
ὣς ἄρ᾿ ἐφώνησεν, λῦσεν δ᾿ ἀγορὴν αἰψηρήν.
οἱ μὲν ἄρ᾿ ἐσκίδναντο ἑὰ πρὸς δώμαθ᾿ ἕκαστος,
μνηστῆρες δ᾿ ἐς δώματ᾿ ἴσαν θείου Ὀδυσῆος.
Έτσι τους μίλησε και σχόλασε τη σύναξη με βιάση'
σκόρπισε ο κόσμος ο άλλος, σπίτι του γυρνώντας ο καθένας,
και μοναχά οι μνηστήρες τράβηξαν στου ισόθεου του Οδυσσέα.
260 Τηλέμαχος δ᾿ ἀπάνευθε κιὼν ἐπὶ θῖνα θαλάσσης,
χεῖρας νιψάμενος πολιῆς ἁλὸς εὔχετ᾿ Ἀθήνῃ:
«κλῦθί μευ, ὃ χθιζὸς θεὸς ἤλυθες ἡμέτερον δῶ
καὶ μ᾿ ἐν νηὶ κέλευσας ἐπ᾿ ἠεροειδέα πόντον
νόστον πευσόμενον πατρὸς δὴν οἰχομένοιο
Μάκρυνε ωστόσο κι ο Τηλέμαχος, κι ως ήρθε στο ακρογιάλι,
τα χέρια του ένιψε στη θάλασσα και στην Παλλάδα εύκήθη:
«Άκου με εσύ ο θεός, που φτάνοντας εψές στο αρχοντικό μας
να μπω με το καράβι μ᾿ έσπρωξες στο ανταριασμένο κύμα,
να πάω να μάθω για τον κύρη μου, που τόσα χρόνια λείπει,
265
ἔρχεσθαι: τὰ δὲ πάντα διατρίβουσιν Ἀχαιοί,
μνηστῆρες δὲ μάλιστα κακῶς ὑπερηνορέοντες.»
ὣς ἔφατ᾿ εὐχόμενος, σχεδόθεν δέ οἱ ἦλθεν Ἀθήνη,
Μέντορι εἰδομένη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ αὐδήν,
καί μιν φωνήσασ᾿ ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
αν θα διαγείρει᾿ μα ό,τι πρόσταξες το σταματούν οι Αργίτες,
και πιο πολύ οι μνηστήρες οι άνομοι στην τόση αδιαντροπιά
τους.»
Με τέτοια λόγια δέουνταν τρέχοντας ήρθε η Αθηνά κοντά του,
το διώμα παίρνοντας του Μέντορα, κορμί μαζί και λάλο,
και κράζοντας τον ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
270 «Τηλέμαχ᾿, οὐδ᾿ ὄπιθεν κακὸς ἔσσεαι οὐδ᾿ ἀνοήμων,
εἰ δή τοι σοῦ πατρὸς ἐνέστακται μένος ἠύ,
οἷος κεῖνος ἔην τελέσαι ἔργον τε ἔπος τε:
οὔ τοι ἔπειθ᾿ ἁλίη ὁδὸς ἔσσεται οὐδ᾿ ἀτέλεστος.
εἰ δ᾿ οὐ κείνου γ᾿ ἐσσὶ γόνος καὶ Πηνελοπείης,
«Εδώ κι ομπρός ανάξιος κι άμυαλος, Τηλέμαχε, δε θα 'σαι,
φτάνει μονάχα του πατέρα σου να κλείνεις το κουράγιο,
που ήταν παράξιος λόγια κι έργα του να τα τελεύει πλέρια.
Άν έτσι, η στράτα σου ανωφέλευτη κι ατέλευτη δε θα 'βγει.
Μα αν από τούτον δε γεννήθηκες κι από την Πηνελόπη,
275 οὐ σέ γ᾿ ἔπειτα ἔολπα τελευτήσειν, ἃ μενοινᾷς.
παῦροι γάρ τοι παῖδες ὁμοῖοι πατρὶ πέλονται,
οἱ πλέονες κακίους, παῦροι δέ τε πατρὸς ἀρείους.
ἀλλ᾿ ἐπεὶ οὐδ᾿ ὄπιθεν κακὸς ἔσσεαι οὐδ᾿ ἀνοήμων,
οὐδέ σε πάγχυ γε μῆτις Ὀδυσσῆος προλέλοιπεν,
να καταφέρεις δε φαντάζουμαι τα μελετάς στο νου σου.
Μετριούνται τα παιδιά στα δάχτυλα που μοιάζουν του κυρού τους,
λίγα καλύτερα, τα πιότερα χειρότερα απ᾿ τον κύρη.
Ωστόσο, μια κι ανάξιος κι άμυαλος εδώ κι ομπρός δε θα 'σαι
και μήτε κι η εξυπνάδα σου 'λειψε καθόλου του Οδυσσέα,
280 ἐλπωρή τοι ἔπειτα τελευτῆσαι τάδε ἔργα.
τῶ νῦν μνηστήρων μὲν ἔα βουλήν τε νόον τε
ἀφραδέων, ἐπεὶ οὔ τι νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι:
οὐδέ τι ἴσασιν θάνατον καὶ κῆρα μέλαιναν,
ὃς δή σφι σχεδόν ἐστιν, ἐπ᾿ ἤματι πάντας ὀλέσθαι.
σου μένει ελπίδα ό,τι λογάριασες να βγάλεις ως την άκρη.
Γι᾿ αυτό οι μνηστήρες πια μη γνοιάζεσαι τι λεν και τι λογιάζουν,
οί άνέμυαλοι, που νου δεν έχουνε κι ουδέ ψηφούν το δίκιο'
κι ουδέ που άνανογιοΰνται θάνατο, το μαύρο που σιμώνει
γραφτό τους, να πεθάνουν όλοι τους σε μιαν ημέρα μέσα.
285
σοὶ δ᾿ ὁδὸς οὐκέτι δηρὸν ἀπέσσεται ἣν σὺ μενοινᾷς:
τοῖος γάρ τοι ἑταῖρος ἐγὼ πατρώιός εἰμι,
ὅς τοι νῆα θοὴν στελέω καὶ ἅμ᾿ ἕψομαι αὐτός.
ἀλλὰ σὺ μὲν πρὸς δώματ᾿ ἰὼν μνηστῆρσιν ὁμίλει,
ὅπλισσόν τ᾿ ἤια καὶ ἄγγεσιν ἄρσον ἅπαντα,
Και το ταξίδι τώρα που 'βαλες στα φρένα δε θ᾿ αργήσει᾿
τι φίλος γονικός και σύντροφος σου στέκω πάντα τέτοιος,
που πλοίο θα σου αρματώσω γρήγορο και θα 'ρθω αντάμα ατός
μου.
Όμως εσύ στο σπίτι πήγαινε και σμίγε τους μνηστήρες,
κι ετοίμασε θροφές και κλείσε τις μες σε δοχεία, και βάλε
290
οἶνον ἐν ἀμφιφορεῦσι, καὶ ἄλφιτα, μυελὸν ἀνδρῶν,
δέρμασιν ἐν πυκινοῖσιν: ἐγὼ δ᾿ ἀνὰ δῆμον ἑταίρους
αἶψ᾿ ἐθελοντῆρας συλλέξομαι. εἰσὶ δὲ νῆες
πολλαὶ ἐν ἀμφιάλῳ Ἰθάκῃ, νέαι ἠδὲ παλαιαί:
τάων μέν τοι ἐγὼν ἐπιόψομαι ἥ τις ἀρίστη,
κρασί σε στάμνες, και κριθάλευρο, μεδούλι των ανθρώπων,
σε σάκους μέσα᾿ εγώ στο κάστρο μας να σου μαζέψω τρέχω
γοργά θεληματάρους συντρόφους᾿ κι ουδέ από την Ιθάκη
μας λείπουν λέω τη θαλασσόζωστη — παλιά, καινούργια —
πλήθος
καράβια᾿ απ᾿ όλα το καλύτερο θα σου διαλέξω, κι έτσι,
295 ὦκα δ᾿ ἐφοπλίσσαντες ἐνήσομεν εὐρέι πόντῳ.»
ὣς φάτ᾿ Ἀθηναίη κούρη Διός: οὐδ᾿ ἄρ᾿ ἔτι δὴν
Τηλέμαχος παρέμιμνεν, ἐπεὶ θεοῦ ἔκλυεν αὐδήν.
βῆ δ᾿ ἰέναι πρὸς δῶμα, φίλον τετιημένος ἦτορ,
σαν το αρματώσουμε, στης θάλασσας τα πλάτη θ᾿ ανοιχτούμε.»
Είπε η Αθηνά, κι ως ο Τηλέμαχος τη θεία φωνή νογήθη,
πολληώρα στο γιαλό δεν έμεινε᾿ χωρίς καιρό να χάσει,
πήρε το δρόμο για το σπίτι του με πικραμένα σπλάχνα'
εὗρε δ᾿ ἄρα μνηστῆρας ἀγήνορας ἐν μεγάροισιν,
και μες στο αρχοντικό του αντάμωσε τους πέρφανους μνηστήρες
300 αἶγας ἀνιεμένους σιάλους θ᾿ εὕοντας ἐν αὐλῇ.
Ἀντίνοος δ᾿ ἰθὺς γελάσας κίε Τηλεμάχοιο,
ἔν τ᾿ ἄρα οἱ φῦ χειρί, ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿ ὀνόμαζε:
«Τηλέμαχ᾿ ὑψαγόρη, μένος ἄσχετε, μή τί τοι ἄλλο
ἐν στήθεσσι κακὸν μελέτω ἔργον τε ἔπος τε,
να γδέρνουν γίδες στον αυλόγυρο, να καψαλίζουν χοίρους.
Κι ως είδε ο Αντίνοος τον Τηλέμαχο, τα γέλια βάζει, κι ήρθε
γραμμή μπροστά του και του μίλησε το χέρι σφίγγοντας του:
«Τηλέμαχε γλωσσά κι απόκοτε, μη συλλογάσαι τώρα
πια άλλο κακό βαθιά στα φρένα σου, μήτε έργο μήτε λόγο'
305 ἀλλά μοι ἐσθιέμεν καὶ πινέμεν, ὡς τὸ πάρος περ.
ταῦτα δέ τοι μάλα πάντα τελευτήσουσιν Ἀχαιοί,
νῆα καὶ ἐξαίτους ἐρέτας, ἵνα θᾶσσον ἵκηαι
ἐς Πύλον ἠγαθέην μετ᾿ ἀγαυοῦ πατρὸς ἀκουήν.»
τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:
τη χάρη κάνε μου κι ως άλλοτε μονάχα τρώγε, πίνε᾿
κι οι Αργίτες όλα αυτά που γύρεψες — καράβι, λαμνοκόπους
ξεδιαλεχτούς — θα σ'τα τελέψουνε, κι έτσι γοργά θα φτάσεις
στην άγια Πύλο, για τον κύρη σου τον ξακουστό να μάθεις.»
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
310
«Ἀντίνο᾿, οὔ πως ἔστιν ὑπερφιάλοισι μεθ᾿ ὑμῖν
δαίνυσθαί τ᾿ ἀκέοντα καὶ εὐφραίνεσθαι ἕκηλον.
ἦ οὐχ ἅλις ὡς τὸ πάροιθεν ἐκείρετε πολλὰ καὶ ἐσθλὰ
κτήματ᾿ ἐμά, μνηστῆρες, ἐγὼ δ᾿ ἔτι νήπιος ἦα;
νῦν δ᾿ ὅτε δὴ μέγας εἰμὶ καὶ ἄλλων μῦθον ἀκούων
«Αντίνοε, το που λες δε γίνεται, με σας τους φαντασμένους
να κάθουμαι να τρώγω αμίλητος και να ξεδίνω ανέγνοιος.
Δε φτάνει που οι μνηστήρες φάγατε πλήθια αγαθά απ᾿ το βιος
μου
στα χρόνια μέσα που ήμουν άμυαλο, μικρό παιδάκι ακόμα;
Τώρα που τράνεψα κι ακούγοντας των άλλων τις κουβέντες
315 πυνθάνομαι, καὶ δή μοι ἀέξεται ἔνδοθι θυμός,
πειρήσω, ὥς κ᾿ ὔμμι κακὰς ἐπὶ κῆρας ἰήλω,
ἠὲ Πύλονδ᾿ ἐλθών, ἢ αὐτοῦ τῷδ᾿ ἐνὶ δήμῳ.
εἶμι μέν, οὐδ᾿ ἁλίη ὁδὸς ἔσσεται ἣν ἀγορεύω,
ἔμπορος: οὐ γὰρ νηὸς ἐπήβολος οὐδ᾿ ἐρετάων
καταλαβαίνω και στα στήθη μου τρανεύει το κουράγιο,
θα κάμω ό,τι μπορώ στου θανάτου τις Λάμιες να σας ρίξω,
στην Πύλο ως θα᾿ μαι για και φτάνοντας ξανά στη χώρα ετούτη.
θα φύγω — η στράτα που αποφάσισα θα γένει δίχως άλλο —
σαν ταξιδιώτης᾿ δεν αξιώθηκα δικούς μου λαμνοκόπους
320
γίγνομαι: ὥς νύ που ὔμμιν ἐείσατο κέρδιον εἶναι.»
ἦ ῥα, καὶ ἐκ χειρὸς χεῖρα σπάσατ᾿ Ἀντινόοιο
ῥεῖα: μνηστῆρες δὲ δόμον κάτα δαῖτα πένοντο.
οἱ δ᾿ ἐπελώβευον καὶ ἐκερτόμεον ἐπέεσσιν.
ὧδε δέ τις εἴπεσκε νέων ὑπερηνορεόντων:
και πλοίο μαθές᾿ αυτό λογιάζετε πως σας συφέρνει κάλλιο.»
Είπε, κι αδιάφορα αποτράβηξε το χέρι του απ᾿ το χέρι
του Αντίνοου᾿ κι οι μνηστήρες σύνταζαν στο σπίτι τα τραπέζια
και λόγια αγγιχτικά του πέταγαν και τον αναγελούσαν
κι έτσι φώναζαν απ᾿ τους νιούτσικους τους φαντασμένους
κάποιοι:
325 «ἦ μάλα Τηλέμαχος φόνον ἡμῖν μερμηρίζει.
ἤ τινας ἐκ Πύλου ἄξει ἀμύντορας ἠμαθόεντος
ἢ ὅ γε καὶ Σπάρτηθεν, ἐπεί νύ περ ἵεται αἰνῶς:
ἠὲ καὶ εἰς Ἐφύρην ἐθέλει, πίειραν ἄρουραν,
ἐλθεῖν, ὄφρ᾿ ἔνθεν θυμοφθόρα φάρμακ᾿ ἐνείκῃ,
«Το χαλασμό μας ο Τηλέμαχος συγκλώθει, κι απ᾿ την Πύλο
την αμμουδάτη παραστάτορες να φέρει λογαριάζει
για κι απ᾿ τη Σπάρτη, αλλιώς δε θα 'δειχνε να πάει λαχτάρα τόση.
Μπορεί να θέλει κι ως την Εφύρα την παχιοχωματούσα
να πάει, φαρμακεμένα βότανα να κουβαλήσει εκείθε
330 ἐν δὲ βάλῃ κρητῆρι καὶ ἡμέας πάντας ὀλέσσῃ.»
ἄλλος δ᾿ αὖτ᾿ εἴπεσκε νέων ὑπερηνορεόντων:
«τίς δ᾿ οἶδ᾿, εἴ κε καὶ αὐτὸς ἰὼν κοίλης ἐπὶ νηὸς
τῆλε φίλων ἀπόληται ἀλώμενος ὥς περ Ὀδυσσεύς;
οὕτω κεν καὶ μᾶλλον ὀφέλλειεν πόνον ἄμμιν:
και να τα ρίξει στο κροντήρι μας, να μη γλιτώσει ουτ᾿ ένας!»
Κι έλεγαν άλλοι από τους νιούτσικους τους φαντασμένους τέτοια:
«Κι αυτός ποιος ξέρει αν στο ταξίδι του, δεν παραδείρει κι᾿ έβρει
αλάργα απ᾿ τους δικούς του θάνατο, καθώς τον Οδυσσέα —
για να πληθύνουν έτσι οι κόποι μας᾿ τι όλο το βιος του τότε
335 κτήματα γάρ κεν πάντα δασαίμεθα, οἰκία δ᾿ αὖτε
τούτου μητέρι δοῖμεν ἔχειν ἠδ᾿ ὅς τις ὀπυίοι.»
ὣς φάν, ὁ δ᾿ ὑψόροφον θάλαμον κατεβήσετο πατρὸς
εὐρύν, ὅθι νητὸς χρυσὸς καὶ χαλκὸς ἔκειτο
ἐσθής τ᾿ ἐν χηλοῖσιν ἅλις τ᾿ ἐυῶδες ἔλαιον:
θα το μοιράζαμε᾿ θα δίναμε στη μάνα του μονάχα
και σ᾿ όποιον ταίρι θα την έπαιρνε το σπίτι να κάθονται.»
Λέγαν, μα αυτός στο αψηλοτάβανο του κύρη του κελάρι
κατέβη το φαρδύ, κεί που 'κρυβε χρυσάφι στοιβαγμένο
και λάδι ευωδιαστό και χάλκωμα, και ρούχα στις κασέλες'
340 ἐν δὲ πίθοι οἴνοιο παλαιοῦ ἡδυπότοιο
κι ήταν πιθάρια για γλυκόπιοτο, πάλω κρασί, στημένα
ἕστασαν, ἄκρητον θεῖον ποτὸν ἐντὸς ἔχοντες,
ἑξείης ποτὶ τοῖχον ἀρηρότες, εἴ ποτ᾿ Ὀδυσσεὺς
οἴκαδε νοστήσειε καὶ ἄλγεα πολλὰ μογήσας.
κληισταὶ δ᾿ ἔπεσαν σανίδες πυκινῶς ἀραρυῖαι,
γραμμή, γεμάτα άνεροκόπητο, θεϊκό πιοτό, στον τοίχο
δίπλα άναγέρνοντας, αν γύριζε στο σπίτι του ο Οδυσσέας
μετά από τόσα πάθη κάποτε. Μια πόρτα το κελάρι
σφαλνούσε με διπλά πορτόφυλλα, καλαρμοσμένη, στεριά'
345 δικλίδες: ἐν δὲ γυνὴ ταμίη νύκτας τε καὶ ἦμαρ
ἔσχ᾿, ἣ πάντ᾿ ἐφύλασσε νόου πολυϊδρείῃσιν,
Εὐρύκλει᾿, Ὦπος θυγάτηρ Πεισηνορίδαο.
τὴν τότε Τηλέμαχος προσέφη θαλαμόνδε καλέσσας:
«μαῖ᾿, ἄγε δή μοι οἶνον ἐν ἀμφιφορεῦσιν ἄφυσσον
και μια κελάρισσα νυχτόημερα βρισκόταν έκεϊ μέσα
και φύλαε᾿ το μυαλό της έκοβε καλά μαθές — η Ευρύκλεια,
που ήταν αγγόνα του Πεισήνορα και του Ώπα κόρη᾿ τούτη
τότε ο Τηλέμαχος φωνάζοντας της είπε στο κελάρι:
«Νένα, τις στάμνες, έλα, γέμισε κρασί γλυκό, και να 'ναι
350 ἡδύν, ὅτις μετὰ τὸν λαρώτατος ὃν σὺ φυλάσσεις
κεῖνον ὀιομένη τὸν κάμμορον, εἴ ποθεν ἔλθοι
διογενὴς Ὀδυσεὺς θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξας.
δώδεκα δ᾿ ἔμπλησον καὶ πώμασιν ἄρσον ἅπαντας.
ἐν δέ μοι ἄλφιτα χεῦον ἐϋρραφέεσσι δοροῖσιν:
απ᾿ τα κρασιά μας το καλύτερο, μετά απ᾿ αυτό που κρύβεις
για το θεϊκό Οδυσσέα, τον άμοιρο, με την ελπίδα πάντα
πως θα 'ρθει κάπουθε ξεφεύγοντας τις Λάμιες του θανάτου.
Να μου γεμίσεις στάμνες δώδεκα, να τις βουλώσεις όλες,
και σε δερμάτια κριθαράλευρο καλοραμμένα βάλε'
355 εἴκοσι δ᾿ ἔστω μέτρα μυληφάτου ἀλφίτου ἀκτῆς.
αὐτὴ δ᾿ οἴη ἴσθι: τὰ δ᾿ ἁθρόα πάντα τετύχθω:
ἑσπέριος γὰρ ἐγὼν αἱρήσομαι, ὁππότε κεν δὴ
μήτηρ εἰς ὑπερῷ᾿ ἀναβῇ κοίτου τε μέδηται.
εἶμι γὰρ ἐς Σπάρτην τε καὶ ἐς Πύλον ἠμαθόεντα
είκοσι μόδια να 'ναι θα 'θελα καλαλεσμένο αλεύρι᾿
κι όλα σε μια γωνιά συμμάζω τα, και μόνο εσύ να ξέρεις'
και θά'ρθω ατός μου με το σούρουπο να τα σηκώσω, τότε
που θ᾿ ανεβεί στο ανώγι η μάνα μου, να θυμηθεί του γύπνου.
Στη Σπάρτη και στην Πύλο ελόγιασα να πάω την αμμουδάτη,
360 νόστον πευσόμενος πατρὸς φίλου, ἤν που ἀκούσω.»
ὣς φάτο, κώκυσεν δὲ φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια,
καί ῥ᾿ ὀλοφυρομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
«τίπτε δέ τοι, φίλε τέκνον, ἐνὶ φρεσὶ τοῦτο νόημα
ἔπλετο; πῇ δ᾿ ἐθέλεις ἰέναι πολλὴν ἐπὶ γαῖαν
Αν κάπου ακούσω για τον κύρη μου, το πότε θα διαγείρει.»
Είπε κι ευτύς η Ευρύκλεια η βάγια του το μοιρολόι κινούσε,
και μες στα κλάματα ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
«Ο λογισμός αυτός πως πέρασε, παιδί μου, απ᾿ το μυαλό σου;
Στης γης τα μάκρη πως στοχάζεσαι να φύγεις τώρα, που 'σαι
365 μοῦνος ἐὼν ἀγαπητός; ὁ δ᾿ ὤλετο τηλόθι πάτρης
διογενὴς Ὀδυσεὺς ἀλλογνώτῳ ἐνὶ δήμῳ.
οἱ δέ τοι αὐτίκ᾿ ἰόντι κακὰ φράσσονται ὀπίσσω,
ὥς κε δόλῳ φθίῃς, τάδε δ᾿ αὐτοὶ πάντα δάσονται.
ἀλλὰ μέν᾿ αὖθ᾿ ἐπὶ σοῖσι καθήμενος: οὐδέ τί σε χρὴ
αγαπημένος και μονάκριβος; Εκείνος, ο Οδυσσέας
ο αρχοντογέννητος, πια χάθηκε σε αλλόξενους ανθρώπους!
Μα τούτοι, ευτύς ως δουν πως έφυγες, κακά στο νου θα βάλουν,
για να χαθείς με δόλο, κι έπειτα το βιος σου θα μοιράσουν.
Μείνε λοιπόν εδώ, τα πλούτη σου να χαίρεσαι᾿ ποιος λόγος
370 πόντον ἐπ᾿ ἀτρύγετον κακὰ πάσχειν οὐδ᾿
ἀλάλησθαι.»
τὴν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:
«θάρσει, μαῖ᾿, ἐπεὶ οὔ τοι ἄνευ θεοῦ ἥδε γε βουλή.
ἀλλ᾿ ὄμοσον μὴ μητρὶ φίλῃ τάδε μυθήσασθαι,
πρίν γ᾿ ὅτ᾿ ἂν ἑνδεκάτη τε δυωδεκάτη τε γένηται,
να τυραννιέσαι παραδέρνοντας μες στ᾿ άκαρπα πελάγη;»
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά της δίνει:
«Νένα, κουράγιο! και δεν έγινε χωρίς θεός να θέλει
ο λογισμός αυτός᾿ μα ορκίσου μου πως λόγο δε θα κάνεις
στη μάνα μου, πριν μέρες έντεκα καν δώδεκα περάσουν,
375 ἢ αὐτὴν ποθέσαι καὶ ἀφορμηθέντος ἀκοῦσαι,
ὡς ἂν μὴ κλαίουσα κατὰ χρόα καλὸν ἰάπτῃ.»
ὣς ἄρ᾿ ἔφη, γρῆυς δὲ θεῶν μέγαν ὅρκον ἀπώμνυ.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ὄμοσέν τε τελεύτησέν τε τὸν ὅρκον,
αὐτίκ᾿ ἔπειτά οἱ οἶνον ἐν ἀμφιφορεῦσιν ἄφυσσεν,
ξον αν το μάθει πως εμίσεψα και με γυρέψει ατή της᾿
δε θέλω τ᾿ όμορφό της πρόσωπο με θρήνους ν᾿ αφανίζει.»
Αυτά είπε, κι άμωσε η γερόντισσα τον όρκο το μεγάλο
στους αναιώνιους᾿ κι όπως άμωσε και τέλεψε τον όρκο,
χωρίς καιρό να χάσει του 'βαλε κρασί στις στάμνες μέσα,
380 ἐν δέ οἱ ἄλφιτα χεῦεν ἐϋρραφέεσσι δοροῖσι.
Τηλέμαχος δ᾿ ἐς δώματ᾿ ἰὼν μνηστῆρσιν ὁμίλει.
ἔνθ᾿ αὖτ᾿ ἄλλ᾿ ἐνόησε θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη.
Τηλεμάχῳ ἐικυῖα κατὰ πτόλιν ᾤχετο πάντῃ,
καί ῥα ἑκάστῳ φωτὶ παρισταμένη φάτο μῦθον,
και κριθαράλευρο σε δέρματα καλοραμμένα βάνει.
Κινούσε ωστόσο κι ο Τηλέμαχος να σμίξει τους μνηστήρες.
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, στοχάστηκε άλλα πάλε'
πήρε την όψη του Τηλέμαχου και κίνησε να τρέχει,
κι όσους στο κάστρο μέσα αντάμωνε τους έσπρωχνε έναν έναν,
385 ἑσπερίους δ᾿ ἐπὶ νῆα θοὴν ἀγέρεσθαι ἀνώγει.
ἡ δ᾿ αὖτε Φρονίοιο Νοήμονα φαίδιμον υἱὸν
ᾔτεε νῆα θοήν: ὁ δέ οἱ πρόφρων ὑπέδεκτο.
δύσετό τ᾿ ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί,
καὶ τότε νῆα θοὴν ἅλαδ᾿ εἴρυσε, πάντα δ᾿ ἐν αὐτῇ
βραδιάζοντας στο γοργοτάξιδο να μαζωχτούν καράβι.
Κι απ᾿ το Νοήμονα, τον έμνοστο του Φρόνιου γιο, ζητούσε
γοργό καράβι, κι ολοπρόθυμα της το 'ταξεν εκείνος.
Κι ως πήρε ο γήλιος και βασίλεψε κι ισκιώσαν όλοι οι δρόμοι,
το πλοίο το γρήγορο στη θάλασσα τραβώντας το αρματώνει
390 ὅπλ᾿ ἐτίθει, τά τε νῆες ἐύσσελμοι φορέουσι.
στῆσε δ᾿ ἐπ᾿ ἐσχατιῇ λιμένος, περὶ δ᾿ ἐσθλοὶ ἑταῖροι
ἁθρόοι ἠγερέθοντο: θεὰ δ᾿ ὤτρυνεν ἕκαστον.
ἔνθ᾿ αὖτ᾿ ἄλλ᾿ ἐνόησε θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη.
βῆ ἰέναι πρὸς δώματ᾿ Ὀδυσσῆος θείοιο:
με όσα τα πλοία τα καλοκούβερτα για ν᾿ αρμενίσουν θέλουν
μετά το δένει στο ακρολίμανο᾿ κι οι αρχοντικοί συντρόφοι
σε λίγο εκεί μονοσυνάχτηκαν απ᾿ τη θεά σπρωγμένοι.
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, στοχάστηκε άλλα πάλε'
γοργά για το παλάτι εκίνησε του θεϊκού Οδυσσέα
395
ἔνθα μνηστήρεσσιν ἐπὶ γλυκὺν ὕπνον ἔχευε,
πλάζε δὲ πίνοντας, χειρῶν δ᾿ ἔκβαλλε κύπελλα.
οἱ δ᾿ εὕδειν ὤρνυντο κατὰ πτόλιν, οὐδ᾿ ἄρ᾿ ἔτι δὴν
ἥατ᾿, ἐπεί σφισιν ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτεν.
αὐτὰρ Τηλέμαχον προσέφη γλαυκῶπις Ἀθήνη
και τους μνηστήρες, καθώς έπιναν, πλανεύει χύνοντας τους
ύπνο γλυκό, κι από τα χέρια τους οι κούπες χάμω έπεσαν.
Κι αυτοί πολληώρα δεν εκάθισαν να κοιμηθούν κινούσαν στο
κάστρο
εδώ κι εκεί᾿ τους έκλεινε μαθές τα μάτια ο γύπνος.
Αμέσως η Αθηνά η γλαυκόματη την όψη και το λάλο
400 ἐκπροκαλεσσαμένη μεγάρων ἐὺ ναιεταόντων,
Μέντορι εἰδομένη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ αὐδήν:
«Τηλέμαχ᾿, ἤδη μέν τοι ἐυκνήμιδες ἑταῖροι
ἥατ᾿ ἐπήρετμοι τὴν σὴν ποτιδέγμενοι ὁρμήν:
ἀλλ᾿ ἴομεν, μὴ δηθὰ διατρίβωμεν ὁδοῖο.»
πήρε του Μέντορα, και φώναξεν απ᾿ το καλοχτισμένο
το αρχοντικό να βγει ο Τηλέμαχος, κι αυτά τα λόγια του 'πε:
«Κιόλα οι σύντροφοί σου, Τηλέμαχε, κάθονται στα κουπιά τους
κι ώρα την ώρα το ξεκίνημα προσμένουν το δικό σου.
Πάμε λοιπόν, απ᾿ το ταξίδι μας να μη χασομερούμε.»
405 ὣς ἄρα φωνήσασ᾿ ἡγήσατο Παλλὰς Ἀθήνη
καρπαλίμως: ὁ δ᾿ ἔπειτα μετ᾿ ἴχνια βαῖνε θεοῖο.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ἐπὶ νῆα κατήλυθον ἠδὲ θάλασσαν,
εὗρον ἔπειτ᾿ ἐπὶ θινὶ κάρη κομόωντας ἑταίρους.
τοῖσι δὲ καὶ μετέειφ᾿ ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο:
Έτσι η Αθηνά Παλλάδα εμίλησε και μπήκε ομπρός στο δρόμο
γοργά, κι αυτός ξοπίσω ακλούθηξε των θείων ποδιών τ᾿ αχνάρια.
Κι αφού κατέβηκαν στη θάλασσα και στο καράβι, βρήκαν
στο ακρόγιαλο τους μακρομάλληδες να καρτερούν συντρόφους.
Και τότε ο αντρόκαρδος Τηλέμαχος τους μίλησε έτσι κι είπε:
410 «δεῦτε, φίλοι, ἤια φερώμεθα: πάντα γὰρ ἤδη
ἁθρό᾿ ἐνὶ μεγάρῳ. μήτηρ δ᾿ ἐμὴ οὔ τι πέπυσται,
οὐδ᾿ ἄλλαι δμωαί, μία δ᾿ οἴη μῦθον ἄκουσεν.»
ὣς ἄρα φωνήσας ἡγήσατο, τοὶ δ᾿ ἅμ᾿ ἕποντο.
οἱ δ᾿ ἄρα πάντα φέροντες ἐυσσέλμῳ ἐπὶ νηὶ
«Συντρόφοι, ομπρός, να κουβαλήσουμε τις ζωθροφές᾿ στο σπίτι
όλες είναι έτοιμες᾿ δεν το 'μαθε μηδέ κι η μάνα μου η ίδια,
κι από τις δούλες μια είναι που άκουσε το λόγο αυτό μονάχα.»
Ως είπε τούτα, ομπρός ετράβηξε, κι οι επίλοιποι ακλουθούσαν
κι όλα μετά στο καλοκούβερτο καράβι κουβαλώντας
415 κάτθεσαν, ὡς ἐκέλευσεν Ὀδυσσῆος φίλος υἱός.
ἂν δ᾿ ἄρα Τηλέμαχος νηὸς βαῖν᾿, ἦρχε δ᾿ Ἀθήνη,
νηὶ δ᾿ ἐνὶ πρυμνῇ κατ᾿ ἄρ᾿ ἕζετο: ἄγχι δ᾿ ἄρ᾿ αὐτῆς
ἕζετο Τηλέμαχος. τοὶ δὲ πρυμνήσι᾿ ἔλυσαν,
ἂν δὲ καὶ αὐτοὶ βάντες ἐπὶ κληῖσι καθῖζον.
τ᾿ απίθωσαν, ο γιος ως πρόσταζε του αντρόκαρδου Οδυσσέα.
Κι ανέβη στο άρμενο ο Τηλέμαχος την Αθηνά ακλουθώντας'
στου πλοίου την πρύμνη εκείνη εκάθισε, κι ως κάθισε κοντά της
κι ο θείος Τηλέμαχος, οι σύντροφοι ξελύσαν τις πρυμάτσες.
Μετά κι εκείνοι απάνω πήδησαν και στα ζυγά κάθισαν
420 τοῖσιν δ᾿ ἴκμενον οὖρον ἵει γλαυκῶπις Ἀθήνη,
ἀκραῆ Ζέφυρον, κελάδοντ᾿ ἐπὶ οἴνοπα πόντον.
Τηλέμαχος δ᾿ ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσεν
ὅπλων ἅπτεσθαι: τοὶ δ᾿ ὀτρύνοντος ἄκουσαν.
ἱστὸν δ᾿ εἰλάτινον κοίλης ἔντοσθε μεσόδμης
και πρίμο αγέρα η γαλανόματη τους έστελνε Παλλάδα,
πονέντε δυνατό, στο πέλαγο που αχούσε το κρασάτο.
Τότε ο Τηλέμαχος τους συντρόφους φωνάζοντας προστάζει
τα σύνεργα να πιάσουν, κι άκουσαν τους ορισμούς του εκείνοι'
το ελάτινο κατάρτι εστύλωσαν, στο τρύπιο μεσοδόκι
425 στῆσαν ἀείραντες, κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν,
ἕλκον δ᾿ ἱστία λευκὰ ἐυστρέπτοισι βοεῦσιν.
ἔπρησεν δ᾿ ἄνεμος μέσον ἱστίον, ἀμφὶ δὲ κῦμα
στείρῃ πορφύρεον μεγάλ᾿ ἴαχε νηὸς ἰούσης:
ορθό περνώντας το, κι ως το 'δεσαν με τα σκοινιά στην πλώρη,
το άσπρο πανί με τα καλόστριφτα λουριά ψηλά εσηκώσαν.
Κι ο αγέρας το πανί τους φούσκωνε, και στην καρένα γύρα
του πλοίου που επέτα αλικοπόρφυρο το κύμα βαριαχούσε'
ἡ δ᾿ ἔθεεν κατὰ κῦμα διαπρήσσουσα κέλευθον.
κι αυτό πετούσε απά στα κύματα, τελεύοντας τη στράτα.
430 δησάμενοι δ᾿ ἄρα ὅπλα θοὴν ἀνὰ νῆα μέλαιναν
στήσαντο κρητῆρας ἐπιστεφέας οἴνοιο,
λεῖβον δ᾿ ἀθανάτοισι θεοῖς αἰειγενέτῃσιν,
ἐκ πάντων δὲ μάλιστα Διὸς γλαυκώπιδι κούρῃ.
παννυχίη μέν ῥ᾿ ἥ γε καὶ ἠῶ πεῖρε κέλευθον.
Κι ως δέσαν τα πανιά στο γρήγορο, το μελανό καράβι,
πήραν κροντήρια τότε κι έστησαν, κρασί ξεχειλισμένα,
και χύναν στάλες στους αθάνατους θεούς, τους αναιώνιους,
και πάνω απ᾿ όλους στη γλαυκόματη του Δία τη θυγατέρα.
Κι όλη τη νύχτα και τ᾿ αχάραγα δρομούσε το καράβι.
ὤρνυτ᾿ ἄρ᾿ ἐξ εὐνῆφιν Ὀδυσσῆος φίλος υἱὸς
εἵματα ἑσσάμενος, περὶ δὲ ξίφος ὀξὺ θέτ᾿ ὤμῳ,
ποσσὶ δ᾿ ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα,
Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
από την κλίνη ο γιος πετάχτηκε και ντύθη του Οδυσσέα'
μετά απ᾿ τους ώμους γύρω εκρέμασε το κοφτερό σπαθί του
και πέρασε πανώρια σάνταλα στ᾿ αστραφτερά του πόδια,
5 Ἀ βῆ δ᾿ ἴμεν ἐκ θαλάμοιο θεῷ ἐναλίγκιος ἄντην.
αἶψα δὲ κηρύκεσσι λιγυφθόγγοισι κέλευσε
κηρύσσειν ἀγορήνδε κάρη κομόωντας Ἀχαιούς.
οἱ μὲν ἐκήρυσσον, τοὶ δ᾿ ἠγείροντο μάλ᾿ ὦκα.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ἤγερθεν ὁμηγερέες τ᾿ ἐγένοντο,
κι έτσι κινούσε από την κάμαρα, θεός θαρρείς στην όψη.
Βγαίνοντας όξω τους βροντόφωνους γοργά προστάζει κράχτες
σε συντυχιά τους μακρομάλληδες Αργίτες να καλέσουν.
Κι ως φώναζαν αυτοί, μαζώχτηκε το πλήθος με βιασύνη.
Κι αφού οι θιακοί μονοσυνάχτηκαν κι όλοι μαζί βρέθηκαν,
10 βῆ ῥ᾿ ἴμεν εἰς ἀγορήν, παλάμῃ δ᾿ ἔχε χάλκεον ἔγχος,
οὐκ οἶος, ἅμα τῷ γε δύω κύνες ἀργοὶ ἕποντο.
θεσπεσίην δ᾿ ἄρα τῷ γε χάριν κατέχευεν Ἀθήνη.
τὸν δ᾿ ἄρα πάντες λαοὶ ἐπερχόμενον θηεῦντο:
ἕζετο δ᾿ ἐν πατρὸς θώκῳ, εἶξαν δὲ γέροντες.
κινάει κι αυτός στη μάζωξη, χαλκό φουντώνοντας κοντάρι,
όχι μονάχος᾿ δυο γοργόποδα σκυλιά τον ακλουθούσαν
κι ως η Αθηνά με χάρη αθάνατη τον περεχούσε ακέριο,
ο κόσμος γύρα τον καμάρωνε, καθώς περνούσε ομπρός του,
κι όλοι οι γερόντοι του αναμέριζαν, στο πατρικό να κάτσει
15 τοῖσι δ᾿ ἔπειθ᾿ ἥρως Αἰγύπτιος ἦρχ᾿ ἀγορεύειν,
ὃς δὴ γήραϊ κυφὸς ἔην καὶ μυρία ᾔδη.
καὶ γὰρ τοῦ φίλος υἱὸς ἅμ᾿ ἀντιθέῳ Ὀδυσῆι
Ἴλιον εἰς ἐύπωλον ἔβη κοίλῃς ἐνὶ νηυσίν,
Ἄντιφος αἰχμητής: τὸν δ᾿ ἄγριος ἔκτανε Κύκλωψ
θρονί᾿ κι ο Αιγύπτιος ο πολέμαρχος, που ήξερε μύρια ο νους του
κι είχε σκεβρώσει απ᾿ τα γεράματα, το λόγο εκίνα πρώτος.
Με του Οδυσσέα του ισόθεου τ᾿ άρμενα τα βαθουλά ένας γιος του
είχε διαβεί στην καλοφόραδη την Τροία πριν τόσα χρόνια,
τρανές κοντοφομάχος, ο Άντιφος᾿ μα ο Κύκλωπας τον είχε
20 ἐν σπῆι γλαφυρῷ, πύματον δ᾿ ὡπλίσσατο δόρπον.
τρεῖς δέ οἱ ἄλλοι ἔσαν, καὶ ὁ μὲν μνηστῆρσιν ὁμίλει,
Εὐρύνομος, δύο δ᾿ αἰὲν ἔχον πατρώια ἔργα.
ἀλλ᾿ οὐδ᾿ ὣς τοῦ λήθετ᾿ ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων.
τοῦ ὅ γε δάκρυ χέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπε:
σκοτώσει στη σπηλιά του ο ανήμερος για το στερνό του δείπνο.
Τρεις είχε γιους ακόμα᾿ πήγαινε με τους μνηστήρες ο ένας,
ο Ευρύνομος, κι οι δυο τα χτήματα τα πατρικά αφεντεύαν.
Μα εκείνον δεν τον ξέχναε κι άπαυτα χτυπιόταν και θρηνούσε.
Γι᾿ αυτόν και τώρα δάκρυα χύνοντας μιλούσε αναμεσό τους:
25
«κέκλυτε δὴ νῦν μευ, Ἰθακήσιοι, ὅττι κεν εἴπω:
οὔτε ποθ᾿ ἡμετέρη ἀγορὴ γένετ᾿ οὔτε θόωκος
ἐξ οὗ Ὀδυσσεὺς δῖος ἔβη κοίλῃς ἐνὶ νηυσί.
νῦν δὲ τίς ὧδ᾿ ἤγειρε; τίνα χρειὼ τόσον ἵκει
ἠὲ νέων ἀνδρῶν ἢ οἳ προγενέστεροί εἰσιν;
«Βάλετε αφτί, Θιακοί, στα λόγια μου κι ό,τι σας πω γρικάτε'
βουλή ούτε μια φορά δεν χάναμε και σύναξη από τότε
που ο ισόθεος Οδυσσέας εμίσεψε στα βαθουλά καράβια.
Μα τώρα ποιος εδώ μας σύναξε; ποιόν βρήκε ανάγκη τόση;
Να 'ναι άντρας τάχα από τους νιούτσικους για από τους πιο
γερόντους;
30 ἠέ τιν᾿ ἀγγελίην στρατοῦ ἔκλυεν ἐρχομένοιο,
ἥν χ᾿ ἡμῖν σάφα εἴποι, ὅτε πρότερός γε πύθοιτο;
ἦέ τι δήμιον ἄλλο πιφαύσκεται ἠδ᾿ ἀγορεύει;
ἐσθλός μοι δοκεῖ εἶναι, ὀνήμενος. εἴθε οἱ αὐτῷ
Ζεὺς ἀγαθὸν τελέσειεν, ὅτι φρεσὶν ᾗσι μενοινᾷ.»
Τάχα μην του 'ρθε ξάφνου μήνυμα πως διαγυρνά ο στρατός μας,
κι ως το 'μαθε από μας πρωτύτερα, να μας το πει γυρεύει;
Μη γι᾿ άλλο κάτι, την κοινότη μας που αγγίζει, θα μιλήσει;
Μα άρχοντας θα 'ναι λέω — καλότυχος! Μακάρι ο Δίας να δώσει
να του 'βγει σε καλό το που 'βαλε και μελετάει στα φρένα!»
35
ἡὣς φάτο, χαῖρε δὲ φήμῃ Ὀδυσσῆος φίλος υἱός,
οὐδ᾿ ἄρ᾿ ἔτι δὴν ἧστο, μενοίνησεν δ᾿ ἀγορεύειν,
στῆ δὲ μέσῃ ἀγορῇ: σκῆπτρον δέ οἱ ἔμβαλε χειρὶ
κῆρυξ Πεισήνωρ πεπνυμένα μήδεα εἰδώς.
Είπε, και χάρηκε ο Τηλέμαχος για τον καλό το λόγο,
και πια δεν κάθουνταν, τον έπιασε να τους μιλήσει πόθος'
στης μάζωξης τη μέση εστάθηκε, κι ως του 'βαλε στο χέρι
ραβδί ο διαλάλης ο Πεισήνορας ο πολυμυαλωμένος,
πιο πρώτα γύρισε στο γέροντα και τέτοια λόγια του 'πε:
40 ὣπρῶτον ἔπειτα γέροντα καθαπτόμενος προσέειπεν:
«ὦ γέρον, οὐχ ἑκὰς οὗτος ἀνήρ, τάχα δ᾿ εἴσεαι αὐτός,
ὃς λαὸν ἤγειρα: μάλιστα δέ μ᾿ ἄλγος ἱκάνει.
οὔτε τιν᾿ ἀγγελίην στρατοῦ ἔκλυον ἐρχομένοιο,
ἥν χ᾿ ὑμῖν σάφα εἴπω, ὅτε πρότερός γε πυθοίμην,
οὔτε τι δήμιον ἄλλο πιφαύσκομαι οὐδ᾿ ἀγορεύω,
«εν είναι αλάργα! Αμέσως, γέροντα, τον που ζητάς θα μάθεις᾿
εγώ είμαι το λαό που σύναξα, βαρύς καημός με ζώνει.
Όχι, δε μου 'ρθε ξάφνου μήνυμα πως διαγυρνά ο στρατός μας,
κι ως το 'μαθα από σας πρωτύτερα, να σας το πω γυρεύω'
μήτε και γι᾿ άλλο, την κοινότη μας που αγγίζει, θα μιλήσω.
45 ἀλλ᾿ ἐμὸν αὐτοῦ χρεῖος, ὅ μοι κακὰ ἔμπεσεν οἴκῳ
δοιά: τὸ μὲν πατέρ᾿ ἐσθλὸν ἀπώλεσα, ὅς ποτ᾿ ἐν ὑμῖν
τοίσδεσσιν βασίλευε, πατὴρ δ᾿ ὣς ἤπιος ἦεν:
νῦν δ᾿ αὖ καὶ πολὺ μεῖζον, ὃ δὴ τάχα οἶκον ἅπαντα
πάγχυ διαρραίσει, βίοτον δ᾿ ἀπὸ πάμπαν ὀλέσσει.
Εγώ έχω ανάγκη, που μου πλάκωσαν οι συφορές στο σπίτι
διπλές᾿ η μια είναι που τον κύρη μου τον αντρειανό έχω χάσει,
που εδώ σας κυβερνούσε κάποτε κι ήταν γλυκός σαν κύρης.
Μα τώρα μου 'ρθε μια τρανότερη πολύ, να μου ρημάξει
το σπίτι ολάκερο κι ολότελα το βιος μου ν᾿ αφανίσει.
50 μητέρι μοι μνηστῆρες ἐπέχραον οὐκ ἐθελούσῃ,
τῶν ἀνδρῶν φίλοι υἷες, οἳ ἐνθάδε γ᾿ εἰσὶν ἄριστοι,
οἳ πατρὸς μὲν ἐς οἶκον ἀπερρίγασι νέεσθαι
Ἰκαρίου, ὥς κ᾿ αὐτὸς ἐεδνώσαιτο θύγατρα,
δοίη δ᾿ ᾧ κ᾿ ἐθέλοι καί οἱ κεχαρισμένος ἔλθοι:
Έχουν μαθές ριχτεί στη μάνα μου μνηστήρες άθελα της
οι γιοι γονιών, που εδώ στον τόπο μας οι πιο τρανοί λογιούνται.
Ωστόσο τρέμουν στου πατέρα της το αρχοντικό να πάνε,
στου Ικάριου, αυτός στη θυγατέρα του προικιά πολλά να δώσει
αντρεύοντας τη με όποιον βούλεται κι αρέσει και στην ίδια.
55 οἱ δ᾿ εἰς ἡμέτερον πωλεύμενοι ἤματα πάντα,
βοῦς ἱερεύοντες καὶ ὄις καὶ πίονας αἶγας
εἰλαπινάζουσιν πίνουσί τε αἴθοπα οἶνον
μαψιδίως: τὰ δὲ πολλὰ κατάνεται. οὐ γὰρ ἔπ᾿ ἀνήρ,
οἷος Ὀδυσσεὺς ἔσκεν, ἀρὴν ἀπὸ οἴκου ἀμῦναι.
Κάλλιο 'χουν να περνούν τις μέρες τους στο σπίτι το δικό μας
τ᾿ αρνιά μας σφάζοντας, τα βόδια 'μας και τις παχιές μας γίδες,
χαροκοπώντας, το φλογόμαυρο ξοδιάζοντας κρασί μας,
ανέγνοιοι᾿ κι όλα εδώ ασωτευούνται, κι άντρας κανείς δεν είναι,
ως ο Οδυσσέας, από το σπίτι μας το χαλασμό να διώξει.
60 ἡμεῖς δ᾿ οὔ νύ τι τοῖοι ἀμυνέμεν: ἦ καὶ ἔπειτα
λευγαλέοι τ᾿ ἐσόμεσθα καὶ οὐ δεδαηκότες ἀλκήν.
ἦ τ᾿ ἂν ἀμυναίμην, εἴ μοι δύναμίς γε παρείη.
οὐ γὰρ ἔτ᾿ ἀνσχετὰ ἔργα τετεύχαται, οὐδ᾿ ἔτι καλῶς
οἶκος ἐμὸς διόλωλε. νεμεσσήθητε καὶ αὐτοί,
Εμείς και πως ν᾿ αντιπαλέψουμε, που αμέσως θα φάνουμε
του λυπημού, μαζί κι ακάτεχοι στην τέχνη του πολέμου;
Δύναμη αν είχα, θα δοκίμαζα να βγω ν᾿ αντιπαλέψω,
τι είναι οι δουλειές αυτές αβάσταχτες, και ντροπιασμένα σβήνει
το αρχοντικό μας. Όμως θα 'πρεπε και σεις ν᾿ αγαναχτείτε
65 ἄλλους τ᾿ αἰδέσθητε περικτίονας ἀνθρώπους,
οἳ περιναιετάουσι: θεῶν δ᾿ ὑποδείσατε μῆνιν,
μή τι μεταστρέψωσιν ἀγασσάμενοι κακὰ ἔργα.
λίσσομαι ἠμὲν Ζηνὸς Ὀλυμπίου ἠδὲ Θέμιστος,
ἥ τ᾿ ἀνδρῶν ἀγορὰς ἠμὲν λύει ἠδὲ καθίζει:
και τους γειτόνους σας να ντρέπεστε, που ζουν ολόγυρα σας'
κι ακόμα των θεών την όργητα να τρέμετε;, μην τύχει
για σας κι αλλάξουν γνώμη, από θυμό για τις δουλειές ετούτες.
Στου Ολύμπιου Δία, στης Θέμης τ᾿ όνομα, που το λαό μαζώνει
και πάλι τον σκολνα απ᾿ τη σύναξη, στα πόδια σας προσπέφτω,
70 σχέσθε, φίλοι, καί μ᾿ οἶον ἐάσατε πένθεϊ λυγρῷ
τείρεσθ᾿, εἰ μή πού τι πατὴρ ἐμὸς ἐσθλὸς Ὀδυσσεὺς
δυσμενέων κάκ᾿ ἔρεξεν ἐυκνήμιδας Ἀχαιούς,
τῶν μ᾿ ἀποτινύμενοι κακὰ ῥέζετε δυσμενέοντες,
τούτους ὀτρύνοντες. ἐμοὶ δέ κε κέρδιον εἴη
μονάχο, φίλοι, παρατάτε με να λιώνω στον καημό μου!
Ξον αν ο κύρης μου ο αρχοντόγεννος τους αντρειανούς Αργίτες
οχτρεύτη και κακά τους έκανε χρόνια παλιά, και τώρα
και σεις απ᾿ όχτρητα μου κάνετε κακό με τη σειρά σας,
σ᾿ αυτούς εδώ κουράγιο δίνοντας. Θα προτιμούσα ωστόσο
75 ὑμέας ἐσθέμεναι κειμήλιά τε πρόβασίν τε.
εἴ χ᾿ ὑμεῖς γε φάγοιτε, τάχ᾿ ἄν ποτε καὶ τίσις εἴη:
τόφρα γὰρ ἂν κατὰ ἄστυ ποτιπτυσσοίμεθα μύθῳ
χρήματ᾿ ἀπαιτίζοντες, ἕως κ᾿ ἀπὸ πάντα δοθείη:
νῦν δέ μοι ἀπρήκτους ὀδύνας ἐμβάλλετε θυμῷ.»
όλοι οι Θιακοί και τα κοπάδια μου να τρώτε και το βιος μου'
μια μέρα, εσείς αν μου τα τρώγατε, κι η πλερωμή θα 'ρχόταν
στο κάστρο μέσα ολούθε θα 'τρεχα το βιος ζητώντας πίσω
με παρακάλια, ωσόπου κάποτε να τα γυρίσετε όλα.
Μα τώρα πόνους ανημπόρετους μου ανάβετε στα στήθη!»
80 ὣς φάτο χωόμενος, ποτὶ δὲ σκῆπτρον βάλε γαίῃ
δάκρυ᾿ ἀναπρήσας: οἶκτος δ᾿ ἕλε λαὸν ἅπαντα.
ἔνθ᾿ ἄλλοι μὲν πάντες ἀκὴν ἔσαν, οὐδέ τις ἔτλη
Τηλέμαχον μύθοισιν ἀμείψασθαι χαλεποῖσιν:
Αυτά είπε με θυμό, κι ως πέταξε στο χώμα το ραβδί του
και ξέσπασε σε θρήνους, το λαό τον πήρεν η συμπόνια.
Οι άλλοι βουβοί απόμεναν όλοι τους και δεν το αποδυνάστη
κανείς με λόγια στον Τηλέμαχο πικρά ν᾿ αντιμιλήσει᾿
Ἀντίνοος δέ μιν οἶος ἀμειβόμενος προσέειπε:
ο Αντίνοος μοναχά αντιμίλησε και τέτοια του αποκρίθη:
85 «Τηλέμαχ᾿ ὑψαγόρη, μένος ἄσχετε, ποῖον ἔειπες
ἡμέας αἰσχύνων: ἐθέλοις δέ κε μῶμον ἀνάψαι.
σοὶ δ᾿ οὔ τι μνηστῆρες Ἀχαιῶν αἴτιοί εἰσιν,
ἀλλὰ φίλη μήτηρ, ἥ τοι πέρι κέρδεα οἶδεν.
ἤδη γὰρ τρίτον ἐστὶν ἔτος, τάχα δ᾿ εἶσι τέταρτον,
«Τηλέμαχε γλωσσά κι απόκοτε, τι λόγια αυτά που κρένεις;
να μας ντροπιάσεις θες κι απάνω μας να ρίξεις κατηγόρια;
Οι Αργίτες, οι μνηστήρες, μάθε το, δεν είναι αυτοί που φταίνε,
μονάχα η μάνα σου, που πλήθυνε την πονηριά στο νου της.
Παν τώρα χρόνια τρία, και γρήγορα στα τέσσερα θα μπουμε,
90 ἐξ οὗ ἀτέμβει θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν Ἀχαιῶν.
πάντας μέν ῥ᾿ ἔλπει καὶ ὑπίσχεται ἀνδρὶ ἑκάστῳ
ἀγγελίας προϊεῖσα, νόος δέ οἱ ἄλλα μενοινᾷ.
ἡ δὲ δόλον τόνδ᾿ ἄλλον ἐνὶ φρεσὶ μερμήριξε:
στησαμένη μέγαν ἱστὸν ἐνὶ μεγάροισιν ὕφαινε,
κι όλο μας τρώει καιρό πλανεύοντας στα στήθη την καρδιά μας.
Ελπίδες δίνει αλήθεια σε όλους μας, και σ᾿ έναν έναν τάζει
και τον πλανεύει με μηνύματα, μα ο νους της άλλα κλώθει.
Κι αυτός ο δόλος ο άλλος που 'βαλε στα φρένα της μια μέρα!
Τρανό αργαλειό στο ανώι της έστησε και κίνησε να υφάνει
95 λεπτὸν καὶ περίμετρον: ἄφαρ δ᾿ ἡμῖν μετέειπε:
«‘κοῦροι ἐμοὶ μνηστῆρες, ἐπεὶ θάνε δῖος Ὀδυσσεύς,
μίμνετ᾿ ἐπειγόμενοι τὸν ἐμὸν γάμον, εἰς ὅ κε φᾶρος
ἐκτελέσω, μή μοι μεταμώνια νήματ᾿ ὄληται,
Λαέρτῃ ἥρωι ταφήιον, εἰς ὅτε κέν μιν
πανί μακρύ πολύ, ψιλόκλωστο, κι αυτά μας είπε τότε:
,, Εσείς οι νιοι που με γυρεύετε, μια κι ο Οδυσσέας εχάθη,
για καρτεράτε με, κι ας βιάζεστε για γάμο, να τελέψω
καν το διασίδι αυτό, τα νήματα να μη μου παν χαμένα.
Του αρχοντικού Λαέρτη σάβανο το φτιάνω, για την ώρα
100 μοῖρ᾿ ὀλοὴ καθέλῃσι τανηλεγέος θανάτοιο,
μή τίς μοι κατὰ δῆμον Ἀχαιϊάδων νεμεσήσῃ.
αἴ κεν ἄτερ σπείρου κεῖται πολλὰ κτεατίσσας’.
«ὣς ἔφαθ᾿, ἡμῖν δ᾿ αὖτ᾿ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ.
ἔνθα καὶ ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱστόν,
που θα τον πάρει ο ανήλεος θάνατος κι η ασβολωμένη μοίρα᾿
να μη βρεθεί στον κόσμο Αργίτισσα μαζί μου να τα βάλει,
τάχα πως κοίτεται ασαβάνωτος, κι ας είχε τόσα πλούτη."
Έτσι μας μίλησε, κι η πέρφανη καρδιά μας τ᾿ αποδέχτη.
Κι αλήθεια όλη τη μέρα δούλευε το ατέλειωτο πανί της,
105 νύκτας δ᾿ ἀλλύεσκεν, ἐπεὶ δαί̈δας παραθεῖτο.
ὣς τρίετες μὲν ἔληθε δόλῳ καὶ ἔπειθεν Ἀχαιούς:
ἀλλ᾿ ὅτε τέτρατον ἦλθεν ἔτος καὶ ἐπήλυθον ὧραι,
καὶ τότε δή τις ἔειπε γυναικῶν, ἣ σάφα ᾔδη,
καὶ τήν γ᾿ ἀλλύουσαν ἐφεύρομεν ἀγλαὸν ἱστόν.
και πάλε ολονυχτίς το ξύφαινε στο φως δαδιών που άναβαν.
Τρεις χρόνους κράτησεν ο δόλος της πλανεύοντας μας όλους'
όμως στους τέσσερεις, σαν κύλησαν πάλι οι εποχές του χρόνου,
τότε μια σκλάβα της που τα 'ξερε μας τα μολόγησε όλα,
και την επιάσαμε που ξύφαινε το στραφτερό πανί της'
110 ὣς τὸ μὲν ἐξετέλεσσε καὶ οὐκ ἐθέλουσ᾿ ὑπ᾿ ἀνάγκης:
σοὶ δ᾿ ὧδε μνηστῆρες ὑποκρίνονται, ἵν᾿ εἰδῇς
αὐτὸς σῷ θυμῷ, εἰδῶσι δὲ πάντες Ἀχαιοί:
μητέρα σὴν ἀπόπεμψον, ἄνωχθι δέ μιν γαμέεσθαι
τῷ ὅτεῴ τε πατὴρ κέλεται καὶ ἁνδάνει αὐτῇ.
κι έτσι άθελα της το αποτέλειωσε, σφιγμένη απ᾿ την ανάγκη.
Άκουσε τώρα ποιάν απόκριση σου δίνουν οι μνηστήρες,
κι εσύ να την κατέχεις, κι όλοι τους οι Αργίτες να την ξέρουν:
Στείλε τη μάνα σου στον κύρη της και σπρώξε τη να πάρει
όποιον εκείνος θέλει γι᾿ άντρα της κι αρέσει και στην ίδια.
115 εἰ δ᾿ ἔτ᾿ ἀνιήσει γε πολὺν χρόνον υἷας Ἀχαιῶν,
τὰ φρονέουσ᾿ ἀνὰ θυμόν, ὅ οἱ πέρι δῶκεν Ἀθήνη
ἔργα τ᾿ ἐπίστασθαι περικαλλέα καὶ φρένας ἐσθλὰς
κέρδεά θ᾿, οἷ᾿ οὔ πώ τιν᾿ ἀκούομεν οὐδὲ παλαιῶν,
τάων αἳ πάρος ἦσαν ἐυπλοκαμῖδες Ἀχαιαί,
Μα αν κι άλλο λέει καιρό των Αχαιών τους γιους να βασανίζει
κι ο νους της είναι σε ό,τι απλόχερα της χάρισε η Παλλάδα,
να 'χει μυαλό, δουλειές πανέμορφες γυναικείες να κατέχει
και πονηριές, που δεν ακούσαμε καμιά γυναίκα ως τώρα,
καμιά κι᾿ απ᾿ τις παλιές ωριόμαλλες Αργίτισσες πως είχε,
120 Τυρώ τ᾿ Ἀλκμήνη τε ἐυστέφανός τε Μυκήνη:
τάων οὔ τις ὁμοῖα νοήματα Πηνελοπείῃ
ᾔδη: ἀτὰρ μὲν τοῦτό γ᾿ ἐναίσιμον οὐκ ἐνόησε.
τόφρα γὰρ οὖν βίοτόν τε τεὸν καὶ κτήματ᾿ ἔδονται,
ὄφρα κε κείνη τοῦτον ἔχῃ νόον, ὅν τινά οἱ νῦν
μηδέ η Μυκήνη η ομορφοστέφανη μηδέ η Τυρώ κι η Αλκμήνη —
απ᾿ όλες τούτες δεν την έφτανε καμιά την Πηνελόπη
στην εξυπνάδα. Μα δε λόγιασε σωστά μονάχα ετούτο:
Τόσον καιρό θα σου αφανίζουμε και βιος και πλούτη κι όλα,
όσο σ᾿ αυτή τη γνώμη ασάλευτη κι εκείνη θα κρατιέται,
125 ἐν στήθεσσι τιθεῖσι θεοί. μέγα μὲν κλέος αὐτῇ
ποιεῖτ᾿, αὐτὰρ σοί γε ποθὴν πολέος βιότοιο.
ἡμεῖς δ᾿ οὔτ᾿ ἐπὶ ἔργα πάρος γ᾿ ἴμεν οὔτε πῃ ἄλλῃ,
που έβαλαν οι θεοί στο στήθος της. Στον κόσμο τ᾿ όνομά της
ακούγεται έτσι, ωστόσο χάνουνται και τα δικά σου πλούτη.
Κανείς μας δε θα πάει στα χτήματα κι ουδέ κι αλλού, ως την ώρα
πρίν γ᾿ αὐτὴν γήμασθαι Ἀχαιῶν ᾧ κ᾿ ἐθέλῃσι.»
τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:
που απ᾿ τους Αργίτες ένα η μάνα σου θα πάρει, αυτόν που
θέλει.»
Κι ο γνωστικός γυρνά Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
130 «Ἀντίνο᾿, οὔ πως ἔστι δόμων ἀέκουσαν ἀπῶσαι
ἥ μ᾿ ἔτεχ᾿, ἥ μ᾿ ἔθρεψε: πατὴρ δ᾿ ἐμὸς ἄλλοθι γαίης,
ζώει ὅ γ᾿ ἦ τέθνηκε: κακὸν δέ με πόλλ᾿ ἀποτίνειν
Ἰκαρίῳ, αἴ κ᾿ αὐτὸς ἑκὼν ἀπὸ μητέρα πέμψω.
ἐκ γὰρ τοῦ πατρὸς κακὰ πείσομαι, ἄλλα δὲ δαίμων
«Αντίνοε, στανικώς δε γίνεται να διώξω από το σπίτι
την που με γέννησε, με ανάστησε᾿ κι ο κύρης μου στα ξένα
για ζει για πέθανε᾿ κι είναι άσκημο του Ικάριου να πλερώσω
πολλά, τη μάνα μου αν με θέλημα δικό μου στείλω πίσω.
Κι όχι μονάχα απ᾿ τον πατέρα της — κι από θεό θα πάθω:
135 δώσει, ἐπεὶ μήτηρ στυγερὰς ἀρήσετ᾿ ἐρινῦς
οἴκου ἀπερχομένη: νέμεσις δέ μοι ἐξ ἀνθρώπων
ἔσσεται: ὣς οὐ τοῦτον ἐγώ ποτε μῦθον ἐνίψω.
ὑμέτερος δ᾿ εἰ μὲν θυμὸς νεμεσίζεται αὐτῶν,
ἔξιτέ μοι μεγάρων, ἄλλας δ᾿ ἀλεγύνετε δαῖτας
διωγμένη από το σπίτι η μάνα μου τις Ερινύες θα κράξει
τις φοβερές, να πέσουν πάνω μου᾿ θ᾿ ακούσω κι απ᾿ τον κόσμο
λόγια βαριά, γι᾿ αυτό απ᾿ το στόμα μου δε βγαίνει λόγος τέτοιος!
Κι ατοί σας όμως αν συχύζεστε γι᾿ αυτά που εδώ γίνονται,
το αρχοντικό μου αφήστε, φύγετε, γνοιαστείτε γι᾿ άλλες τάβλες,
140 ὑμὰ κτήματ᾿ ἔδοντες ἀμειβόμενοι κατὰ οἴκους.
εἰ δ᾿ ὑμῖν δοκέει τόδε λωίτερον καὶ ἄμεινον
ἔμμεναι, ἀνδρὸς ἑνὸς βίοτον νήποινον ὀλέσθαι,
κείρετ': ἐγὼ δὲ θεοὺς ἐπιβώσομαι αἰὲν ἐόντας,
αἴ κέ ποθι Ζεὺς δῷσι παλίντιτα ἔργα γενέσθαι.
και συναλλάζοντας τα σπίτια σας από το βιος σας τρώτε!
Ξον πιο συφερτικό αν το κρίνετε πως είναι και πιο δίκιο
το βιος ν᾿ αφανιστεί αξεπλέρωτο μονάχα ενός ανθρώπου.
Χαλάτε το! Μα τους αθάνατους θεούς εγώ θα κράξω,
αν δώσει ο Δίας να πάρω εγδίκηση για τις δουλειές ετούτες,
145 νήποινοί κεν ἔπειτα δόμων ἔντοσθεν ὄλοισθε.»
«ὣς φάτο Τηλέμαχος, τῷ δ᾿ αἰετὼ εὐρύοπα Ζεὺς
ὑψόθεν ἐκ κορυφῆς ὄρεος προέηκε πέτεσθαι.
τὼ δ᾿ ἕως μέν ῥ᾿ ἐπέτοντο μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο
πλησίω ἀλλήλοισι τιταινομένω πτερύγεσσιν:
να βρείτε μέσα εδώ το θάνατο χωρίς ξεπλερωμή μου.»
Αυτά τους έλεγε ο Τηλέμαχος, κι ο Δίας ο βροντολάλος
δυο αϊτούς για χάρη του απ᾿ ακρόκορφο βουνού ψηλάθε αφήκε,
για λίγην ώρα που φτερούγιζαν με τις πνοές του ανέμου
ο ένας κοντά στον άλλο, απλώνοντας ορθάνοιχτες φτερούγες.
150 ἀλλ᾿ ὅτε δὴ μέσσην ἀγορὴν πολύφημον ἱκέσθην,
ἔνθ᾿ ἐπιδινηθέντε τιναξάσθην πτερὰ πυκνά,
ἐς δ᾿ ἰδέτην πάντων κεφαλάς, ὄσσοντο δ᾿ ὄλεθρον:
δρυψαμένω δ᾿ ὀνύχεσσι παρειὰς ἀμφί τε δειρὰς
δεξιὼ ἤιξαν διά τ᾿ οἰκία καὶ πόλιν αὐτῶν.
Μα μόλις στης πολύβουης σύναξης τη μέση έφτασαν, πήραν
να κόβουν γύρους από πάνω τους φτεροκοπώντας, κι όλων
τις κεφαλές ψηλάθε ακράγγιζαν κι άγριο χαμό μηνούσαν.
Κι ως με τα νύχια συναλλήλως τους λαιμούς, σαγόνια έσκισαν,
δεξιά τράβηξαν, πίσω αφήνοντας τα σπίτια και το κάστρο.
155 θάμβησαν δ᾿ ὄρνιθας, ἐπεὶ ἴδον ὀφθαλμοῖσιν:
ὥρμηναν δ᾿ ἀνὰ θυμὸν ἅ περ τελέεσθαι ἔμελλον.
τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε γέρων ἥρως Ἁλιθέρσης
Μαστορίδης: ὁ γὰρ οἶος ὁμηλικίην ἐκέκαστο
ὄρνιθας γνῶναι καὶ ἐναίσιμα μυθήσασθαι:
Κι εκείνοι τα όρνια με τα μάτια τους σαν είδανε, σαστίσαν
και μέσα τους ψυχανεμίζουνταν τα μέλλουνταν να γενούν.
Πήρε ο Αλιθέρσης τότε ο γέροντας το λόγο, του Μαστόρου
ο γιος, που κάλλιο απ᾿ όλους κάτεχε τους συνομήλικους του
τα όρνια τι δείχνουν και ξεδιάλυνε και τα σημάδια τ᾿ άλλα.
160
ὅ σφιν ἐὺ φρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπε:
«κέκλυτε δὴ νῦν μευ, Ἰθακήσιοι, ὅττι κεν εἴπω:
μνηστῆρσιν δὲ μάλιστα πιφαυσκόμενος τάδε εἴρω:
τοῖσιν γὰρ μέγα πῆμα κυλίνδεται: οὐ γὰρ Ὀδυσσεὺς
δὴν ἀπάνευθε φίλων ὧν ἔσσεται, ἀλλά που ἤδη
Και τότε μίλησε καλόγνωμος κι αναμεσό τους είπε:
«Βάλετε αφτί, Θιακοί, στα λόγια μου κι ό,τι σας πω γρικάτε,
για τους μνηστήρες όμως πιότερο τα λέω τα λόγια τούτα'
κακό μεγάλο καταπάνω τους πλακώνει, κι ούτε θα 'ναι
καιρό ο Οδυσσέας πολύ απ᾿ τους φίλους του μακριά᾿ μπορεί και
τώρα
165 ἐγγὺς ἐὼν τοῖσδεσσι φόνον καὶ κῆρα φυτεύει
πάντεσσιν: πολέσιν δὲ καὶ ἄλλοισιν κακὸν ἔσται,
οἳ νεμόμεσθ᾿ Ἰθάκην ἐυδείελον. ἀλλὰ πολὺ πρὶν
φραζώμεσθ᾿, ὥς κεν καταπαύσομεν: οἱ δὲ καὶ αὐτοὶ
παυέσθων: καὶ γάρ σφιν ἄφαρ τόδε λώιόν ἐστιν.
να 'ναι κοντά, για τούτους θάνατο και χαλασμό κλωσώντας —
όλους᾿ μα κι άλλοι λέω θα πάθουμε πολλοί κακό μεγάλο,
απ᾿ όσους ζούμε μες στην ξέφαντην Ιθάκη᾿ μα ας γνοιαστούμε
τούτους πιο πριν ν᾿ ανακρατήσουμε, και τούτοι ατοί τους όμως
να κρατηθούν τι άλλο δε βρίσκεται καλύτερο να κάνουν.
170 οὐ γὰρ ἀπείρητος μαντεύομαι, ἀλλ᾿ ἐὺ εἰδώς:
καὶ γὰρ κείνῳ φημὶ τελευτηθῆναι ἅπαντα,
ὥς οἱ ἐμυθεόμην, ὅτε Ἴλιον εἰσανέβαινον
Ἀργεῖοι, μετὰ δέ σφιν ἔβη πολύμητις Ὀδυσσεύς.
φῆν κακὰ πολλὰ παθόντ᾿, ὀλέσαντ᾿ ἄπο πάντας
ἑταίρους,
Μάντης δεν είμαι εγώ αδοκίμαστος, κι αυτά καλά τα ξέρω᾿
λέω και για κείνον πως τα λόγια μου σωστά ως την άκρη εβγήκαν,
καθώς του τα 'χα πεί, σαν έφευγαν οι Αργίτες για την Τροία,
κι αναμεσό τους κι ο πολύβουλος κινούσεν Οδυσσέας.
Κακά πολλά θα πάθει, του 'λεγα, και τους συντρόφους όλους
175 ἄγνωστον πάντεσσιν ἐεικοστῷ ἐνιαυτῷ
οἴκαδ᾿ ἐλεύσεσθαι: τὰ δὲ δὴ νῦν πάντα τελεῖται.»
τὸν δ᾿ αὖτ᾿ Εὐρύμαχος Πολύβου πάϊς ἀντίον ηὔδα:
«ὦ γέρον, εἰ δ᾿ ἄγε νῦν μαντεύεο σοῖσι τέκεσσιν
οἴκαδ᾿ ἰών, μή πού τι κακὸν πάσχωσιν ὀπίσσω:
θα χάσει, και θα στρέψει σπίτι του στα είκοσι χρόνια απάνω
και δε θα τον γνωρίσει ουτ᾿ ένας μας. Τώρα τελεύουν όλα.»
Κι ο Ευρύμαχος, ο γιος του Πόλυβου, γυρνώντας του αποκρίθη:
«Γέροντα, φεύγα, και μαντέματα για τα παιδιά σου κάνε
στο αρχοντικό σου, από μελλούμενο κακά να τα γλιτώσεις.
180 ταῦτα δ᾿ ἐγὼ σέο πολλὸν ἀμείνων μαντεύεσθαι.
ὄρνιθες δέ τε πολλοὶ ὑπ᾿ αὐγὰς ἠελίοιο
φοιτῶσ᾿, οὐδέ τε πάντες ἐναίσιμοι: αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
ὤλετο τῆλ᾿, ὡς καὶ σὺ καταφθίσθαι σὺν ἐκείνῳ
ὤφελες. οὐκ ἂν τόσσα θεοπροπέων ἀγόρευες,
Να ξεδιαλύνω εγώ καλύτερα μπορώ από σένα τούτα:
Στου ήλιου το φως κι αν πηγαινόρχονται πουλιά πολλά, δεν είναι
σημαδιακά, να ξέρεις, όλα τους. Κι αν λες για του Οδυσσέα
τη μοίρα, αλάργα εκείνος χάθηκε. Να 'ταν και συ μαζί του
να 'χες χαθεί, να μην προφήτευες μπροστά μας τόσα τώρα,
185 οὐδέ κε Τηλέμαχον κεχολωμένον ὧδ᾿ ἀνιείης,
σῷ οἴκῳ δῶρον ποτιδέγμενος, αἴ κε πόρῃσιν.
ἀλλ᾿ ἔκ τοι ἐρέω, τὸ δὲ καὶ τετελεσμένον ἔσται:
αἴ κε νεώτερον ἄνδρα παλαιά τε πολλά τε εἰδὼς
παρφάμενος ἐπέεσσιν ἐποτρύνῃς χαλεπαίνειν
,
μηδέ να κένταες τον Τηλέμαχο στη βράση του θύμου του,
δώρο στο σπίτι σου απαντέχοντας κανένα μη σου στείλει.
Πάνω σε τούτα κάτι θα 'λεγα, που σίγουρα θα γένει'
έναν πιο νιο σου εσύ, κατέχοντας πολλά και περασμένα,
αν τον πλανεύεις με τα λόγια σου κι ανάβεις το θυμό του,
190 αὐτῷ μέν οἱ πρῶτον ἀνιηρέστερον ἔσται,
πρῆξαι δ᾿ ἔμπης οὔ τι δυνήσεται εἵνεκα τῶνδε:
σοὶ δέ, γέρον, θωὴν ἐπιθήσομεν, ἥν κ᾿ ἐνὶ θυμῷ
τίνων ἀσχάλλῃς: χαλεπὸν δέ τοι ἔσσεται ἄλγος.
Τηλεμάχῳ δ᾿ ἐν πᾶσιν ἐγὼν ὑποθήσομαι αὐτός:
εκείνος πρώτα θα 'χει βάσανα να σύρει, κι από πάνω
όλοι θα παν χαμένοι οι κόποι του για κείνα που παλεύει.
Και σένα, γέροντα, όμως πρόστιμο θα βάλουμε, στα φρένα
πλερώνοντας το να συχύζεσαι᾿ πολύ βαρύ θα σου 'ρθει.
Μπρος σε όλους τώρα στον Τηλέμαχο βουλή θα δώσω ατός μου:
195 μητέρα ἣν ἐς πατρὸς ἀνωγέτω ἀπονέεσθαι:
οἱ δὲ γάμον τεύξουσι καὶ ἀρτυνέουσιν ἔεδνα
πολλὰ μάλ᾿, ὅσσα ἔοικε φίλης ἐπὶ παιδὸς ἕπεσθαι.
οὐ γὰρ πρὶν παύσεσθαι ὀίομαι υἷας Ἀχαιῶν
μνηστύος ἀργαλέης, ἐπεὶ οὔ τινα δείδιμεν ἔμπης,
Να πει της μάνας του στον κύρη της ξοπίσω να διαγείρει᾿
κι εκείνοι θα γνοιαστούν το γάμο της, θα φτιάξουν τα προικιά της,
αρίφνητα, στη θυγατέρα τους την ακριβή ως ταιριάζει.
πιο πριν οι Αργίτες δε φαντάζουμαι τα προξενειά να πάψουν,
που σας πειράζουν δε σκιαζόμαστε κανέναν, όπως να 'ναι,
200 οὔτ᾿ οὖν Τηλέμαχον μάλα περ πολύμυθον ἐόντα,
οὔτε θεοπροπίης ἐμπαζόμεθ᾿, ἣν σύ, γεραιέ,
μυθέαι ἀκράαντον, ἀπεχθάνεαι δ᾿ ἔτι μᾶλλον.
χρήματα δ᾿ αὖτε κακῶς βεβρώσεται, οὐδέ ποτ᾿ ἶσα
ἔσσεται, ὄφρα κεν ἥ γε διατρίβῃσιν Ἀχαιοὺς
μηδέ τον ίδιο τον Τηλέμαχο, πολυλογάς κι ας είναι!
Κι ουδέ ψηφάμε τα μαντόλογα, που τώρα, γέροντα μου,
μας λες — και δε θα βγούνε᾿ πιότερο την έχτρα μας τρανεύεις.
Κακήν κακώς, χωρίς ξαντίμεμα, θα τρώγεται το βιος του,
όσο και κείνη με το γάμο της ανακρατά εδώ πέρα
205 ὃν γάμον: ἡμεῖς δ᾿ αὖ ποτιδέγμενοι ἤματα πάντα
εἵνεκα τῆς ἀρετῆς ἐριδαίνομεν, οὐδὲ μετ᾿ ἄλλας
ἐρχόμεθ᾿, ἃς ἐπιεικὲς ὀπυιέμεν ἐστὶν ἑκάστῳ.»
τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:
«Εὐρύμαχ᾿ ἠδὲ καὶ ἄλλοι, ὅσοι μνηστῆρες ἀγαυοί,
τους Αχαιούς᾿ κι εμείς προσμένοντας μέρα και νύχτα πάντα
για τις περίσσιες της μαλώνουμε τις χάρες, κι ούτε γι᾿ άλλες
γυναίκες πάμε, που θα ταίριαζε να παντρευτεί ο καθείς μας.»
Κι ο γνωστικός γυρνά Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
«Ευρύμαχε και σεις επίλοιποι περίλαμπροι μνηστήρες,
210 ταῦτα μὲν οὐχ ὑμέας ἔτι λίσσομαι οὐδ᾿ ἀγορεύω:
ἤδη γὰρ τὰ ἴσασι θεοὶ καὶ πάντες Ἀχαιοί.
ἀλλ᾿ ἄγε μοι δότε νῆα θοὴν καὶ εἴκοσ᾿ ἑταίρους,
οἵ κέ μοι ἔνθα καὶ ἔνθα διαπρήσσωσι κέλευθον.
δεν πέφτω πια γι᾿ αυτά στα πόδια σας κι ουδέ τα κουβεντιάζω,
απ᾿ τη στιγμή οι θεοί που τ᾿ άκουσαν και τούτοι οι Αργίτες όλοι.
Μόνο καράβι τώρα κι είκοσι συντρόφους δώσετε μου,
για να με παν μακριά αρμενίζοντας και πίσω να με φέρουν
22
εἶμι γὰρ ἐς Σπάρτην τε καὶ ἐς Πύλον ἠμαθόεντα στη Σπάρτη και στην Πύλο λόγιασα να πάω την αμμουδάτη,
215
νόστον πευσόμενος πατρὸς δὴν οἰχομένοιο,
ἤν τίς μοι εἴπῃσι βροτῶν ἢ ὄσσαν ἀκούσω
ἐκ Διός, ἥ τε μάλιστα φέρει κλέος ἀνθρώποισιν:
εἰ μέν κεν πατρὸς βίοτον καὶ νόστον ἀκούσω,
ἦ τ᾿ ἄν, τρυχόμενός περ, ἔτι τλαίην ἐνιαυτόν:
να μάθω αν θα διαγείρει ο κύρης μου, που τόσα χρόνια λείπει᾿
μήπως βρεθεί κανένας άνθρωπος και ξέρει, για κι ακούσω
λόγο απ᾿ το Δία, που απλώνει το άκουσμα πιο γρήγορα στον
κόσμο.
Αν τώρα μάθω για τον κύρη μου πως ζει και θα διαγείρει,
θα κάνω υπομονή, κι ας θλίβουμαι, κανένα χρόνο ακόμα.
220 εἰ δέ κε τεθνηῶτος ἀκούσω μηδ᾿ ἔτ᾿ ἐόντος,
νοστήσας δὴ ἔπειτα φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν
σῆμά τέ οἱ χεύω καὶ ἐπὶ κτέρεα κτερεί̈ξω
πολλὰ μάλ᾿, ὅσσα ἔοικε, καὶ ἀνέρι μητέρα δώσω.»
τοι ὅ γ᾿ ὣς εἰπὼν κατ᾿ ἄρ᾿ ἕζετο, τοῖσι δ᾿ ἀνέστη
Όμως αν μάθω πως απόθανε και πια το φως δε βλέπει,
τότε στα χώματα διαγέρνοντας της γης της πατρικής μου
μνημούρι θα του ασκώσω και πολλές θυσίες, καθώς ταιριάζει,
θα του προσφέρω, και τη μάνα μου θα δώσω σε άλλον άντρα.»
Είπε, κι ως κάθισεν, ο Μέντορας, που του άψεγου Οδυσσέα
225 Μέντωρ, ὅς ῥ᾿ Ὀδυσῆος ἀμύμονος ἦεν ἑταῖρος,
καὶ οἱ ἰὼν ἐν νηυσὶν ἐπέτρεπεν οἶκον ἅπαντα,
πείθεσθαί τε γέροντι καὶ ἔμπεδα πάντα φυλάσσειν:
ὅ σφιν ἐὺ φρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν:
«κέκλυτε δὴ νῦν μευ, Ἰθακήσιοι, ὅττι κεν εἴπω:
σύντροφος ήταν συνομήλικος, σηκώθηκε μπροστά τους᾿
εκείνος φεύγοντας το σπίτι του του το μπιστεύτηκε όλο,
ν᾿ ακούει το γέροντα κι αχάλαστο να του φυλάει το βιος του᾿
και τότε μίλησε καλόγνωμος αναμεσό τους κι είπε:
«Βάλετε αφτί, Θιακοί, στα λόγια μου κι ό,τι σας πω γρικάτε'
230 μή τις ἔτι πρόφρων ἀγανὸς καὶ ἤπιος ἔστω
σκηπτοῦχος βασιλεύς, μηδὲ φρεσὶν αἴσιμα εἰδώς,
ἀλλ᾿ αἰεὶ χαλεπός τ᾿ εἴη καὶ αἴσυλα ῥέζοι:
ὡς οὔ τις μέμνηται Ὀδυσσῆος θείοιο
λαῶν οἷσιν ἄνασσε, πατὴρ δ᾿ ὣς ἤπιος ἦεν.
γλυκός αλήθεια και καλόγνωμος να μη βρεθεί πια ρήγας,
μηδέ και δίκιος, που στο χέρι του κρατά βασιλοράβδι,
μόνο να δείχνει πάντα ανέσπλαχνος κι όλο ανομιές να κάνει,
την ώρα που όλοι τον λησμόνησαν απ᾿ το λαό τον θείο
τον Οδυσσέα,που όντας αφέντευε, του ήταν γλυκός σαν κύρης.
235 ἀλλ᾿ ἦ τοι μνηστῆρας ἀγήνορας οὔ τι μεγαίρω
ἔρδειν ἔργα βίαια κακορραφίῃσι νόοιο:
σφὰς γὰρ παρθέμενοι κεφαλὰς κατέδουσι βιαίως
οἶκον Ὀδυσσῆος, τὸν δ᾿ οὐκέτι φασὶ νέεσθαι.
νῦν δ᾿ ἄλλῳ δήμῳ νεμεσίζομαι, οἷον ἅπαντες
Εμένα δε μου κακοφαίνεται που οι πέρφανοι μνηστήρες
άνομα θέλουν οι κακόγνωμοι να κάνουν έργα πάντα'
αυτοί το παίζουν το κεφάλι τους, το σπίτι του Οδυσσέα
μεβιάς χαλνώντας, λογαριάζοντας πως πίσω δε διαγέρνει᾿
με το λαό τον αποδέλοιπο θυμώνω, που καθόστε
240 ἧσθ᾿ ἄνεῳ, ἀτὰρ οὔ τι καθαπτόμενοι ἐπέεσσι
παύρους μνηστῆρας καταπαύετε πολλοὶ ἐόντες.»
τὸν δ᾿ Εὐηνορίδης Λειώκριτος ἀντίον ηὔδα:
«Μέντορ ἀταρτηρέ, φρένας ἠλεέ, ποῖον ἔειπες
ἡμέας ὀτρύνων καταπαυέμεν. ἀργαλέον δὲ
αμίλητοι όλοι και δε στρώνετε στα λόγια αυτούς τους λίγους
μνηστήρες, τόσο πλήθος που 'σαστε, να τους ανακρατήστε!»
Κι ο Ληόκριτος, ο γιος του Βυήνορα, του απηλογήθη κι είπε:
«Μέντορα ξέφρενε, θεότρελε, τι λόγια αυτά που κρένεις;
τι τους κεντάς να μας κρατήσουνε; σα δύσκολο το βλέπω
245 ἀνδράσι καὶ πλεόνεσσι μαχήσασθαι περὶ δαιτί.
εἴ περ γάρ κ᾿ Ὀδυσεὺς Ἰθακήσιος αὐτὸς ἐπελθὼν
δαινυμένους κατὰ δῶμα ἑὸν μνηστῆρας ἀγαυοὺς
ἐξελάσαι μεγάροιο μενοινήσει᾿ ἐνὶ θυμῷ,
οὔ κέν οἱ κεχάροιτο γυνή, μάλα περ χατέουσα,
με άντρες πολλούς ν᾿ ανοίξεις πόλεμο, για το φαγί σαν είναι.
Ακόμα κι ο Θιακός αν έρχουνταν ατός του εδώ Οδυσσέας
και τους λαμπρούς μνηστήρες έβρισκε να τρων στο αρχονταρίκι'
κι έπαιρνε απόφαση απ᾿ το σπίτι του μεβιάς να τους πετάξει,
λέω δε θα πρόφταινε η γυναίκα του να τον χαρεί, κι ας του 'χει
250 ἐλθόντ᾿, ἀλλά κεν αὐτοῦ ἀεικέα πότμον ἐπίσποι,
εἰ πλεόνεσσι μάχοιτο: σὺ δ᾿ οὐ κατὰ μοῖραν ἔειπες.
ἀλλ᾿ ἄγε, λαοὶ μὲν σκίδνασθ᾿ ἐπὶ ἔργα ἕκαστος,
τούτῳ δ᾿ ὀτρυνέει Μέντωρ ὁδὸν ἠδ᾿ Ἁλιθέρσης,
οἵ τέ οἱ ἐξ ἀρχῆς πατρώιοί εἰσιν ἑταῖροι.
λαχτάρα τόση᾿ θα τον έβρισκε σε λίγο αταίριαστος του
χαμός, με πιότερους αν τα 'βαζε. Μα εσύ σωστά δεν τα 'πες!
Σκορπάτε τώρα ο κόσμος κι όλοι σας τρεχάτε στις δουλειές σας'
για το ταξίδι του 'χει ο κύρης του παλιούς αφήσει φίλους,
τον Αλιθέρση και το Μέντορα — να το γνοιαστούν ετούτοι!
255 ἀλλ᾿ ὀίω, καὶ δηθὰ καθήμενος ἀγγελιάων
πεύσεται εἰν Ἰθάκῃ, τελέει δ᾿ ὁδὸν οὔ ποτε ταύτην.»
Μα ακόμα λέω καιρό θα κάθεται, μαντάτα στην Ιθάκη
να καρτερεί, και πάντα ατέλευτος θα μένει ο μισεμός του!»
ὣς ἄρ᾿ ἐφώνησεν, λῦσεν δ᾿ ἀγορὴν αἰψηρήν.
οἱ μὲν ἄρ᾿ ἐσκίδναντο ἑὰ πρὸς δώμαθ᾿ ἕκαστος,
μνηστῆρες δ᾿ ἐς δώματ᾿ ἴσαν θείου Ὀδυσῆος.
Έτσι τους μίλησε και σχόλασε τη σύναξη με βιάση'
σκόρπισε ο κόσμος ο άλλος, σπίτι του γυρνώντας ο καθένας,
και μοναχά οι μνηστήρες τράβηξαν στου ισόθεου του Οδυσσέα.
260 Τηλέμαχος δ᾿ ἀπάνευθε κιὼν ἐπὶ θῖνα θαλάσσης,
χεῖρας νιψάμενος πολιῆς ἁλὸς εὔχετ᾿ Ἀθήνῃ:
«κλῦθί μευ, ὃ χθιζὸς θεὸς ἤλυθες ἡμέτερον δῶ
καὶ μ᾿ ἐν νηὶ κέλευσας ἐπ᾿ ἠεροειδέα πόντον
νόστον πευσόμενον πατρὸς δὴν οἰχομένοιο
Μάκρυνε ωστόσο κι ο Τηλέμαχος, κι ως ήρθε στο ακρογιάλι,
τα χέρια του ένιψε στη θάλασσα και στην Παλλάδα εύκήθη:
«Άκου με εσύ ο θεός, που φτάνοντας εψές στο αρχοντικό μας
να μπω με το καράβι μ᾿ έσπρωξες στο ανταριασμένο κύμα,
να πάω να μάθω για τον κύρη μου, που τόσα χρόνια λείπει,
265
ἔρχεσθαι: τὰ δὲ πάντα διατρίβουσιν Ἀχαιοί,
μνηστῆρες δὲ μάλιστα κακῶς ὑπερηνορέοντες.»
ὣς ἔφατ᾿ εὐχόμενος, σχεδόθεν δέ οἱ ἦλθεν Ἀθήνη,
Μέντορι εἰδομένη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ αὐδήν,
καί μιν φωνήσασ᾿ ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
αν θα διαγείρει᾿ μα ό,τι πρόσταξες το σταματούν οι Αργίτες,
και πιο πολύ οι μνηστήρες οι άνομοι στην τόση αδιαντροπιά
τους.»
Με τέτοια λόγια δέουνταν τρέχοντας ήρθε η Αθηνά κοντά του,
το διώμα παίρνοντας του Μέντορα, κορμί μαζί και λάλο,
και κράζοντας τον ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
270 «Τηλέμαχ᾿, οὐδ᾿ ὄπιθεν κακὸς ἔσσεαι οὐδ᾿ ἀνοήμων,
εἰ δή τοι σοῦ πατρὸς ἐνέστακται μένος ἠύ,
οἷος κεῖνος ἔην τελέσαι ἔργον τε ἔπος τε:
οὔ τοι ἔπειθ᾿ ἁλίη ὁδὸς ἔσσεται οὐδ᾿ ἀτέλεστος.
εἰ δ᾿ οὐ κείνου γ᾿ ἐσσὶ γόνος καὶ Πηνελοπείης,
«Εδώ κι ομπρός ανάξιος κι άμυαλος, Τηλέμαχε, δε θα 'σαι,
φτάνει μονάχα του πατέρα σου να κλείνεις το κουράγιο,
που ήταν παράξιος λόγια κι έργα του να τα τελεύει πλέρια.
Άν έτσι, η στράτα σου ανωφέλευτη κι ατέλευτη δε θα 'βγει.
Μα αν από τούτον δε γεννήθηκες κι από την Πηνελόπη,
275 οὐ σέ γ᾿ ἔπειτα ἔολπα τελευτήσειν, ἃ μενοινᾷς.
παῦροι γάρ τοι παῖδες ὁμοῖοι πατρὶ πέλονται,
οἱ πλέονες κακίους, παῦροι δέ τε πατρὸς ἀρείους.
ἀλλ᾿ ἐπεὶ οὐδ᾿ ὄπιθεν κακὸς ἔσσεαι οὐδ᾿ ἀνοήμων,
οὐδέ σε πάγχυ γε μῆτις Ὀδυσσῆος προλέλοιπεν,
να καταφέρεις δε φαντάζουμαι τα μελετάς στο νου σου.
Μετριούνται τα παιδιά στα δάχτυλα που μοιάζουν του κυρού τους,
λίγα καλύτερα, τα πιότερα χειρότερα απ᾿ τον κύρη.
Ωστόσο, μια κι ανάξιος κι άμυαλος εδώ κι ομπρός δε θα 'σαι
και μήτε κι η εξυπνάδα σου 'λειψε καθόλου του Οδυσσέα,
280 ἐλπωρή τοι ἔπειτα τελευτῆσαι τάδε ἔργα.
τῶ νῦν μνηστήρων μὲν ἔα βουλήν τε νόον τε
ἀφραδέων, ἐπεὶ οὔ τι νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι:
οὐδέ τι ἴσασιν θάνατον καὶ κῆρα μέλαιναν,
ὃς δή σφι σχεδόν ἐστιν, ἐπ᾿ ἤματι πάντας ὀλέσθαι.
σου μένει ελπίδα ό,τι λογάριασες να βγάλεις ως την άκρη.
Γι᾿ αυτό οι μνηστήρες πια μη γνοιάζεσαι τι λεν και τι λογιάζουν,
οί άνέμυαλοι, που νου δεν έχουνε κι ουδέ ψηφούν το δίκιο'
κι ουδέ που άνανογιοΰνται θάνατο, το μαύρο που σιμώνει
γραφτό τους, να πεθάνουν όλοι τους σε μιαν ημέρα μέσα.
285
σοὶ δ᾿ ὁδὸς οὐκέτι δηρὸν ἀπέσσεται ἣν σὺ μενοινᾷς:
τοῖος γάρ τοι ἑταῖρος ἐγὼ πατρώιός εἰμι,
ὅς τοι νῆα θοὴν στελέω καὶ ἅμ᾿ ἕψομαι αὐτός.
ἀλλὰ σὺ μὲν πρὸς δώματ᾿ ἰὼν μνηστῆρσιν ὁμίλει,
ὅπλισσόν τ᾿ ἤια καὶ ἄγγεσιν ἄρσον ἅπαντα,
Και το ταξίδι τώρα που 'βαλες στα φρένα δε θ᾿ αργήσει᾿
τι φίλος γονικός και σύντροφος σου στέκω πάντα τέτοιος,
που πλοίο θα σου αρματώσω γρήγορο και θα 'ρθω αντάμα ατός
μου.
Όμως εσύ στο σπίτι πήγαινε και σμίγε τους μνηστήρες,
κι ετοίμασε θροφές και κλείσε τις μες σε δοχεία, και βάλε
290
οἶνον ἐν ἀμφιφορεῦσι, καὶ ἄλφιτα, μυελὸν ἀνδρῶν,
δέρμασιν ἐν πυκινοῖσιν: ἐγὼ δ᾿ ἀνὰ δῆμον ἑταίρους
αἶψ᾿ ἐθελοντῆρας συλλέξομαι. εἰσὶ δὲ νῆες
πολλαὶ ἐν ἀμφιάλῳ Ἰθάκῃ, νέαι ἠδὲ παλαιαί:
τάων μέν τοι ἐγὼν ἐπιόψομαι ἥ τις ἀρίστη,
κρασί σε στάμνες, και κριθάλευρο, μεδούλι των ανθρώπων,
σε σάκους μέσα᾿ εγώ στο κάστρο μας να σου μαζέψω τρέχω
γοργά θεληματάρους συντρόφους᾿ κι ουδέ από την Ιθάκη
μας λείπουν λέω τη θαλασσόζωστη — παλιά, καινούργια —
πλήθος
καράβια᾿ απ᾿ όλα το καλύτερο θα σου διαλέξω, κι έτσι,
295 ὦκα δ᾿ ἐφοπλίσσαντες ἐνήσομεν εὐρέι πόντῳ.»
ὣς φάτ᾿ Ἀθηναίη κούρη Διός: οὐδ᾿ ἄρ᾿ ἔτι δὴν
Τηλέμαχος παρέμιμνεν, ἐπεὶ θεοῦ ἔκλυεν αὐδήν.
βῆ δ᾿ ἰέναι πρὸς δῶμα, φίλον τετιημένος ἦτορ,
σαν το αρματώσουμε, στης θάλασσας τα πλάτη θ᾿ ανοιχτούμε.»
Είπε η Αθηνά, κι ως ο Τηλέμαχος τη θεία φωνή νογήθη,
πολληώρα στο γιαλό δεν έμεινε᾿ χωρίς καιρό να χάσει,
πήρε το δρόμο για το σπίτι του με πικραμένα σπλάχνα'
εὗρε δ᾿ ἄρα μνηστῆρας ἀγήνορας ἐν μεγάροισιν,
και μες στο αρχοντικό του αντάμωσε τους πέρφανους μνηστήρες
300 αἶγας ἀνιεμένους σιάλους θ᾿ εὕοντας ἐν αὐλῇ.
Ἀντίνοος δ᾿ ἰθὺς γελάσας κίε Τηλεμάχοιο,
ἔν τ᾿ ἄρα οἱ φῦ χειρί, ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿ ὀνόμαζε:
«Τηλέμαχ᾿ ὑψαγόρη, μένος ἄσχετε, μή τί τοι ἄλλο
ἐν στήθεσσι κακὸν μελέτω ἔργον τε ἔπος τε,
να γδέρνουν γίδες στον αυλόγυρο, να καψαλίζουν χοίρους.
Κι ως είδε ο Αντίνοος τον Τηλέμαχο, τα γέλια βάζει, κι ήρθε
γραμμή μπροστά του και του μίλησε το χέρι σφίγγοντας του:
«Τηλέμαχε γλωσσά κι απόκοτε, μη συλλογάσαι τώρα
πια άλλο κακό βαθιά στα φρένα σου, μήτε έργο μήτε λόγο'
305 ἀλλά μοι ἐσθιέμεν καὶ πινέμεν, ὡς τὸ πάρος περ.
ταῦτα δέ τοι μάλα πάντα τελευτήσουσιν Ἀχαιοί,
νῆα καὶ ἐξαίτους ἐρέτας, ἵνα θᾶσσον ἵκηαι
ἐς Πύλον ἠγαθέην μετ᾿ ἀγαυοῦ πατρὸς ἀκουήν.»
τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:
τη χάρη κάνε μου κι ως άλλοτε μονάχα τρώγε, πίνε᾿
κι οι Αργίτες όλα αυτά που γύρεψες — καράβι, λαμνοκόπους
ξεδιαλεχτούς — θα σ'τα τελέψουνε, κι έτσι γοργά θα φτάσεις
στην άγια Πύλο, για τον κύρη σου τον ξακουστό να μάθεις.»
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
310
«Ἀντίνο᾿, οὔ πως ἔστιν ὑπερφιάλοισι μεθ᾿ ὑμῖν
δαίνυσθαί τ᾿ ἀκέοντα καὶ εὐφραίνεσθαι ἕκηλον.
ἦ οὐχ ἅλις ὡς τὸ πάροιθεν ἐκείρετε πολλὰ καὶ ἐσθλὰ
κτήματ᾿ ἐμά, μνηστῆρες, ἐγὼ δ᾿ ἔτι νήπιος ἦα;
νῦν δ᾿ ὅτε δὴ μέγας εἰμὶ καὶ ἄλλων μῦθον ἀκούων
«Αντίνοε, το που λες δε γίνεται, με σας τους φαντασμένους
να κάθουμαι να τρώγω αμίλητος και να ξεδίνω ανέγνοιος.
Δε φτάνει που οι μνηστήρες φάγατε πλήθια αγαθά απ᾿ το βιος
μου
στα χρόνια μέσα που ήμουν άμυαλο, μικρό παιδάκι ακόμα;
Τώρα που τράνεψα κι ακούγοντας των άλλων τις κουβέντες
315 πυνθάνομαι, καὶ δή μοι ἀέξεται ἔνδοθι θυμός,
πειρήσω, ὥς κ᾿ ὔμμι κακὰς ἐπὶ κῆρας ἰήλω,
ἠὲ Πύλονδ᾿ ἐλθών, ἢ αὐτοῦ τῷδ᾿ ἐνὶ δήμῳ.
εἶμι μέν, οὐδ᾿ ἁλίη ὁδὸς ἔσσεται ἣν ἀγορεύω,
ἔμπορος: οὐ γὰρ νηὸς ἐπήβολος οὐδ᾿ ἐρετάων
καταλαβαίνω και στα στήθη μου τρανεύει το κουράγιο,
θα κάμω ό,τι μπορώ στου θανάτου τις Λάμιες να σας ρίξω,
στην Πύλο ως θα᾿ μαι για και φτάνοντας ξανά στη χώρα ετούτη.
θα φύγω — η στράτα που αποφάσισα θα γένει δίχως άλλο —
σαν ταξιδιώτης᾿ δεν αξιώθηκα δικούς μου λαμνοκόπους
320
γίγνομαι: ὥς νύ που ὔμμιν ἐείσατο κέρδιον εἶναι.»
ἦ ῥα, καὶ ἐκ χειρὸς χεῖρα σπάσατ᾿ Ἀντινόοιο
ῥεῖα: μνηστῆρες δὲ δόμον κάτα δαῖτα πένοντο.
οἱ δ᾿ ἐπελώβευον καὶ ἐκερτόμεον ἐπέεσσιν.
ὧδε δέ τις εἴπεσκε νέων ὑπερηνορεόντων:
και πλοίο μαθές᾿ αυτό λογιάζετε πως σας συφέρνει κάλλιο.»
Είπε, κι αδιάφορα αποτράβηξε το χέρι του απ᾿ το χέρι
του Αντίνοου᾿ κι οι μνηστήρες σύνταζαν στο σπίτι τα τραπέζια
και λόγια αγγιχτικά του πέταγαν και τον αναγελούσαν
κι έτσι φώναζαν απ᾿ τους νιούτσικους τους φαντασμένους
κάποιοι:
325 «ἦ μάλα Τηλέμαχος φόνον ἡμῖν μερμηρίζει.
ἤ τινας ἐκ Πύλου ἄξει ἀμύντορας ἠμαθόεντος
ἢ ὅ γε καὶ Σπάρτηθεν, ἐπεί νύ περ ἵεται αἰνῶς:
ἠὲ καὶ εἰς Ἐφύρην ἐθέλει, πίειραν ἄρουραν,
ἐλθεῖν, ὄφρ᾿ ἔνθεν θυμοφθόρα φάρμακ᾿ ἐνείκῃ,
«Το χαλασμό μας ο Τηλέμαχος συγκλώθει, κι απ᾿ την Πύλο
την αμμουδάτη παραστάτορες να φέρει λογαριάζει
για κι απ᾿ τη Σπάρτη, αλλιώς δε θα 'δειχνε να πάει λαχτάρα τόση.
Μπορεί να θέλει κι ως την Εφύρα την παχιοχωματούσα
να πάει, φαρμακεμένα βότανα να κουβαλήσει εκείθε
330 ἐν δὲ βάλῃ κρητῆρι καὶ ἡμέας πάντας ὀλέσσῃ.»
ἄλλος δ᾿ αὖτ᾿ εἴπεσκε νέων ὑπερηνορεόντων:
«τίς δ᾿ οἶδ᾿, εἴ κε καὶ αὐτὸς ἰὼν κοίλης ἐπὶ νηὸς
τῆλε φίλων ἀπόληται ἀλώμενος ὥς περ Ὀδυσσεύς;
οὕτω κεν καὶ μᾶλλον ὀφέλλειεν πόνον ἄμμιν:
και να τα ρίξει στο κροντήρι μας, να μη γλιτώσει ουτ᾿ ένας!»
Κι έλεγαν άλλοι από τους νιούτσικους τους φαντασμένους τέτοια:
«Κι αυτός ποιος ξέρει αν στο ταξίδι του, δεν παραδείρει κι᾿ έβρει
αλάργα απ᾿ τους δικούς του θάνατο, καθώς τον Οδυσσέα —
για να πληθύνουν έτσι οι κόποι μας᾿ τι όλο το βιος του τότε
335 κτήματα γάρ κεν πάντα δασαίμεθα, οἰκία δ᾿ αὖτε
τούτου μητέρι δοῖμεν ἔχειν ἠδ᾿ ὅς τις ὀπυίοι.»
ὣς φάν, ὁ δ᾿ ὑψόροφον θάλαμον κατεβήσετο πατρὸς
εὐρύν, ὅθι νητὸς χρυσὸς καὶ χαλκὸς ἔκειτο
ἐσθής τ᾿ ἐν χηλοῖσιν ἅλις τ᾿ ἐυῶδες ἔλαιον:
θα το μοιράζαμε᾿ θα δίναμε στη μάνα του μονάχα
και σ᾿ όποιον ταίρι θα την έπαιρνε το σπίτι να κάθονται.»
Λέγαν, μα αυτός στο αψηλοτάβανο του κύρη του κελάρι
κατέβη το φαρδύ, κεί που 'κρυβε χρυσάφι στοιβαγμένο
και λάδι ευωδιαστό και χάλκωμα, και ρούχα στις κασέλες'
340 ἐν δὲ πίθοι οἴνοιο παλαιοῦ ἡδυπότοιο
κι ήταν πιθάρια για γλυκόπιοτο, πάλω κρασί, στημένα
ἕστασαν, ἄκρητον θεῖον ποτὸν ἐντὸς ἔχοντες,
ἑξείης ποτὶ τοῖχον ἀρηρότες, εἴ ποτ᾿ Ὀδυσσεὺς
οἴκαδε νοστήσειε καὶ ἄλγεα πολλὰ μογήσας.
κληισταὶ δ᾿ ἔπεσαν σανίδες πυκινῶς ἀραρυῖαι,
γραμμή, γεμάτα άνεροκόπητο, θεϊκό πιοτό, στον τοίχο
δίπλα άναγέρνοντας, αν γύριζε στο σπίτι του ο Οδυσσέας
μετά από τόσα πάθη κάποτε. Μια πόρτα το κελάρι
σφαλνούσε με διπλά πορτόφυλλα, καλαρμοσμένη, στεριά'
345 δικλίδες: ἐν δὲ γυνὴ ταμίη νύκτας τε καὶ ἦμαρ
ἔσχ᾿, ἣ πάντ᾿ ἐφύλασσε νόου πολυϊδρείῃσιν,
Εὐρύκλει᾿, Ὦπος θυγάτηρ Πεισηνορίδαο.
τὴν τότε Τηλέμαχος προσέφη θαλαμόνδε καλέσσας:
«μαῖ᾿, ἄγε δή μοι οἶνον ἐν ἀμφιφορεῦσιν ἄφυσσον
και μια κελάρισσα νυχτόημερα βρισκόταν έκεϊ μέσα
και φύλαε᾿ το μυαλό της έκοβε καλά μαθές — η Ευρύκλεια,
που ήταν αγγόνα του Πεισήνορα και του Ώπα κόρη᾿ τούτη
τότε ο Τηλέμαχος φωνάζοντας της είπε στο κελάρι:
«Νένα, τις στάμνες, έλα, γέμισε κρασί γλυκό, και να 'ναι
350 ἡδύν, ὅτις μετὰ τὸν λαρώτατος ὃν σὺ φυλάσσεις
κεῖνον ὀιομένη τὸν κάμμορον, εἴ ποθεν ἔλθοι
διογενὴς Ὀδυσεὺς θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξας.
δώδεκα δ᾿ ἔμπλησον καὶ πώμασιν ἄρσον ἅπαντας.
ἐν δέ μοι ἄλφιτα χεῦον ἐϋρραφέεσσι δοροῖσιν:
απ᾿ τα κρασιά μας το καλύτερο, μετά απ᾿ αυτό που κρύβεις
για το θεϊκό Οδυσσέα, τον άμοιρο, με την ελπίδα πάντα
πως θα 'ρθει κάπουθε ξεφεύγοντας τις Λάμιες του θανάτου.
Να μου γεμίσεις στάμνες δώδεκα, να τις βουλώσεις όλες,
και σε δερμάτια κριθαράλευρο καλοραμμένα βάλε'
355 εἴκοσι δ᾿ ἔστω μέτρα μυληφάτου ἀλφίτου ἀκτῆς.
αὐτὴ δ᾿ οἴη ἴσθι: τὰ δ᾿ ἁθρόα πάντα τετύχθω:
ἑσπέριος γὰρ ἐγὼν αἱρήσομαι, ὁππότε κεν δὴ
μήτηρ εἰς ὑπερῷ᾿ ἀναβῇ κοίτου τε μέδηται.
εἶμι γὰρ ἐς Σπάρτην τε καὶ ἐς Πύλον ἠμαθόεντα
είκοσι μόδια να 'ναι θα 'θελα καλαλεσμένο αλεύρι᾿
κι όλα σε μια γωνιά συμμάζω τα, και μόνο εσύ να ξέρεις'
και θά'ρθω ατός μου με το σούρουπο να τα σηκώσω, τότε
που θ᾿ ανεβεί στο ανώγι η μάνα μου, να θυμηθεί του γύπνου.
Στη Σπάρτη και στην Πύλο ελόγιασα να πάω την αμμουδάτη,
360 νόστον πευσόμενος πατρὸς φίλου, ἤν που ἀκούσω.»
ὣς φάτο, κώκυσεν δὲ φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια,
καί ῥ᾿ ὀλοφυρομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
«τίπτε δέ τοι, φίλε τέκνον, ἐνὶ φρεσὶ τοῦτο νόημα
ἔπλετο; πῇ δ᾿ ἐθέλεις ἰέναι πολλὴν ἐπὶ γαῖαν
Αν κάπου ακούσω για τον κύρη μου, το πότε θα διαγείρει.»
Είπε κι ευτύς η Ευρύκλεια η βάγια του το μοιρολόι κινούσε,
και μες στα κλάματα ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
«Ο λογισμός αυτός πως πέρασε, παιδί μου, απ᾿ το μυαλό σου;
Στης γης τα μάκρη πως στοχάζεσαι να φύγεις τώρα, που 'σαι
365 μοῦνος ἐὼν ἀγαπητός; ὁ δ᾿ ὤλετο τηλόθι πάτρης
διογενὴς Ὀδυσεὺς ἀλλογνώτῳ ἐνὶ δήμῳ.
οἱ δέ τοι αὐτίκ᾿ ἰόντι κακὰ φράσσονται ὀπίσσω,
ὥς κε δόλῳ φθίῃς, τάδε δ᾿ αὐτοὶ πάντα δάσονται.
ἀλλὰ μέν᾿ αὖθ᾿ ἐπὶ σοῖσι καθήμενος: οὐδέ τί σε χρὴ
αγαπημένος και μονάκριβος; Εκείνος, ο Οδυσσέας
ο αρχοντογέννητος, πια χάθηκε σε αλλόξενους ανθρώπους!
Μα τούτοι, ευτύς ως δουν πως έφυγες, κακά στο νου θα βάλουν,
για να χαθείς με δόλο, κι έπειτα το βιος σου θα μοιράσουν.
Μείνε λοιπόν εδώ, τα πλούτη σου να χαίρεσαι᾿ ποιος λόγος
370 πόντον ἐπ᾿ ἀτρύγετον κακὰ πάσχειν οὐδ᾿
ἀλάλησθαι.»
τὴν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:
«θάρσει, μαῖ᾿, ἐπεὶ οὔ τοι ἄνευ θεοῦ ἥδε γε βουλή.
ἀλλ᾿ ὄμοσον μὴ μητρὶ φίλῃ τάδε μυθήσασθαι,
πρίν γ᾿ ὅτ᾿ ἂν ἑνδεκάτη τε δυωδεκάτη τε γένηται,
να τυραννιέσαι παραδέρνοντας μες στ᾿ άκαρπα πελάγη;»
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά της δίνει:
«Νένα, κουράγιο! και δεν έγινε χωρίς θεός να θέλει
ο λογισμός αυτός᾿ μα ορκίσου μου πως λόγο δε θα κάνεις
στη μάνα μου, πριν μέρες έντεκα καν δώδεκα περάσουν,
375 ἢ αὐτὴν ποθέσαι καὶ ἀφορμηθέντος ἀκοῦσαι,
ὡς ἂν μὴ κλαίουσα κατὰ χρόα καλὸν ἰάπτῃ.»
ὣς ἄρ᾿ ἔφη, γρῆυς δὲ θεῶν μέγαν ὅρκον ἀπώμνυ.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ὄμοσέν τε τελεύτησέν τε τὸν ὅρκον,
αὐτίκ᾿ ἔπειτά οἱ οἶνον ἐν ἀμφιφορεῦσιν ἄφυσσεν,
ξον αν το μάθει πως εμίσεψα και με γυρέψει ατή της᾿
δε θέλω τ᾿ όμορφό της πρόσωπο με θρήνους ν᾿ αφανίζει.»
Αυτά είπε, κι άμωσε η γερόντισσα τον όρκο το μεγάλο
στους αναιώνιους᾿ κι όπως άμωσε και τέλεψε τον όρκο,
χωρίς καιρό να χάσει του 'βαλε κρασί στις στάμνες μέσα,
380 ἐν δέ οἱ ἄλφιτα χεῦεν ἐϋρραφέεσσι δοροῖσι.
Τηλέμαχος δ᾿ ἐς δώματ᾿ ἰὼν μνηστῆρσιν ὁμίλει.
ἔνθ᾿ αὖτ᾿ ἄλλ᾿ ἐνόησε θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη.
Τηλεμάχῳ ἐικυῖα κατὰ πτόλιν ᾤχετο πάντῃ,
καί ῥα ἑκάστῳ φωτὶ παρισταμένη φάτο μῦθον,
και κριθαράλευρο σε δέρματα καλοραμμένα βάνει.
Κινούσε ωστόσο κι ο Τηλέμαχος να σμίξει τους μνηστήρες.
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, στοχάστηκε άλλα πάλε'
πήρε την όψη του Τηλέμαχου και κίνησε να τρέχει,
κι όσους στο κάστρο μέσα αντάμωνε τους έσπρωχνε έναν έναν,
385 ἑσπερίους δ᾿ ἐπὶ νῆα θοὴν ἀγέρεσθαι ἀνώγει.
ἡ δ᾿ αὖτε Φρονίοιο Νοήμονα φαίδιμον υἱὸν
ᾔτεε νῆα θοήν: ὁ δέ οἱ πρόφρων ὑπέδεκτο.
δύσετό τ᾿ ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί,
καὶ τότε νῆα θοὴν ἅλαδ᾿ εἴρυσε, πάντα δ᾿ ἐν αὐτῇ
βραδιάζοντας στο γοργοτάξιδο να μαζωχτούν καράβι.
Κι απ᾿ το Νοήμονα, τον έμνοστο του Φρόνιου γιο, ζητούσε
γοργό καράβι, κι ολοπρόθυμα της το 'ταξεν εκείνος.
Κι ως πήρε ο γήλιος και βασίλεψε κι ισκιώσαν όλοι οι δρόμοι,
το πλοίο το γρήγορο στη θάλασσα τραβώντας το αρματώνει
390 ὅπλ᾿ ἐτίθει, τά τε νῆες ἐύσσελμοι φορέουσι.
στῆσε δ᾿ ἐπ᾿ ἐσχατιῇ λιμένος, περὶ δ᾿ ἐσθλοὶ ἑταῖροι
ἁθρόοι ἠγερέθοντο: θεὰ δ᾿ ὤτρυνεν ἕκαστον.
ἔνθ᾿ αὖτ᾿ ἄλλ᾿ ἐνόησε θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη.
βῆ ἰέναι πρὸς δώματ᾿ Ὀδυσσῆος θείοιο:
με όσα τα πλοία τα καλοκούβερτα για ν᾿ αρμενίσουν θέλουν
μετά το δένει στο ακρολίμανο᾿ κι οι αρχοντικοί συντρόφοι
σε λίγο εκεί μονοσυνάχτηκαν απ᾿ τη θεά σπρωγμένοι.
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, στοχάστηκε άλλα πάλε'
γοργά για το παλάτι εκίνησε του θεϊκού Οδυσσέα
395
ἔνθα μνηστήρεσσιν ἐπὶ γλυκὺν ὕπνον ἔχευε,
πλάζε δὲ πίνοντας, χειρῶν δ᾿ ἔκβαλλε κύπελλα.
οἱ δ᾿ εὕδειν ὤρνυντο κατὰ πτόλιν, οὐδ᾿ ἄρ᾿ ἔτι δὴν
ἥατ᾿, ἐπεί σφισιν ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτεν.
αὐτὰρ Τηλέμαχον προσέφη γλαυκῶπις Ἀθήνη
και τους μνηστήρες, καθώς έπιναν, πλανεύει χύνοντας τους
ύπνο γλυκό, κι από τα χέρια τους οι κούπες χάμω έπεσαν.
Κι αυτοί πολληώρα δεν εκάθισαν να κοιμηθούν κινούσαν στο
κάστρο
εδώ κι εκεί᾿ τους έκλεινε μαθές τα μάτια ο γύπνος.
Αμέσως η Αθηνά η γλαυκόματη την όψη και το λάλο
400 ἐκπροκαλεσσαμένη μεγάρων ἐὺ ναιεταόντων,
Μέντορι εἰδομένη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ αὐδήν:
«Τηλέμαχ᾿, ἤδη μέν τοι ἐυκνήμιδες ἑταῖροι
ἥατ᾿ ἐπήρετμοι τὴν σὴν ποτιδέγμενοι ὁρμήν:
ἀλλ᾿ ἴομεν, μὴ δηθὰ διατρίβωμεν ὁδοῖο.»
πήρε του Μέντορα, και φώναξεν απ᾿ το καλοχτισμένο
το αρχοντικό να βγει ο Τηλέμαχος, κι αυτά τα λόγια του 'πε:
«Κιόλα οι σύντροφοί σου, Τηλέμαχε, κάθονται στα κουπιά τους
κι ώρα την ώρα το ξεκίνημα προσμένουν το δικό σου.
Πάμε λοιπόν, απ᾿ το ταξίδι μας να μη χασομερούμε.»
405 ὣς ἄρα φωνήσασ᾿ ἡγήσατο Παλλὰς Ἀθήνη
καρπαλίμως: ὁ δ᾿ ἔπειτα μετ᾿ ἴχνια βαῖνε θεοῖο.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ἐπὶ νῆα κατήλυθον ἠδὲ θάλασσαν,
εὗρον ἔπειτ᾿ ἐπὶ θινὶ κάρη κομόωντας ἑταίρους.
τοῖσι δὲ καὶ μετέειφ᾿ ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο:
Έτσι η Αθηνά Παλλάδα εμίλησε και μπήκε ομπρός στο δρόμο
γοργά, κι αυτός ξοπίσω ακλούθηξε των θείων ποδιών τ᾿ αχνάρια.
Κι αφού κατέβηκαν στη θάλασσα και στο καράβι, βρήκαν
στο ακρόγιαλο τους μακρομάλληδες να καρτερούν συντρόφους.
Και τότε ο αντρόκαρδος Τηλέμαχος τους μίλησε έτσι κι είπε:
410 «δεῦτε, φίλοι, ἤια φερώμεθα: πάντα γὰρ ἤδη
ἁθρό᾿ ἐνὶ μεγάρῳ. μήτηρ δ᾿ ἐμὴ οὔ τι πέπυσται,
οὐδ᾿ ἄλλαι δμωαί, μία δ᾿ οἴη μῦθον ἄκουσεν.»
ὣς ἄρα φωνήσας ἡγήσατο, τοὶ δ᾿ ἅμ᾿ ἕποντο.
οἱ δ᾿ ἄρα πάντα φέροντες ἐυσσέλμῳ ἐπὶ νηὶ
«Συντρόφοι, ομπρός, να κουβαλήσουμε τις ζωθροφές᾿ στο σπίτι
όλες είναι έτοιμες᾿ δεν το 'μαθε μηδέ κι η μάνα μου η ίδια,
κι από τις δούλες μια είναι που άκουσε το λόγο αυτό μονάχα.»
Ως είπε τούτα, ομπρός ετράβηξε, κι οι επίλοιποι ακλουθούσαν
κι όλα μετά στο καλοκούβερτο καράβι κουβαλώντας
415 κάτθεσαν, ὡς ἐκέλευσεν Ὀδυσσῆος φίλος υἱός.
ἂν δ᾿ ἄρα Τηλέμαχος νηὸς βαῖν᾿, ἦρχε δ᾿ Ἀθήνη,
νηὶ δ᾿ ἐνὶ πρυμνῇ κατ᾿ ἄρ᾿ ἕζετο: ἄγχι δ᾿ ἄρ᾿ αὐτῆς
ἕζετο Τηλέμαχος. τοὶ δὲ πρυμνήσι᾿ ἔλυσαν,
ἂν δὲ καὶ αὐτοὶ βάντες ἐπὶ κληῖσι καθῖζον.
τ᾿ απίθωσαν, ο γιος ως πρόσταζε του αντρόκαρδου Οδυσσέα.
Κι ανέβη στο άρμενο ο Τηλέμαχος την Αθηνά ακλουθώντας'
στου πλοίου την πρύμνη εκείνη εκάθισε, κι ως κάθισε κοντά της
κι ο θείος Τηλέμαχος, οι σύντροφοι ξελύσαν τις πρυμάτσες.
Μετά κι εκείνοι απάνω πήδησαν και στα ζυγά κάθισαν
420 τοῖσιν δ᾿ ἴκμενον οὖρον ἵει γλαυκῶπις Ἀθήνη,
ἀκραῆ Ζέφυρον, κελάδοντ᾿ ἐπὶ οἴνοπα πόντον.
Τηλέμαχος δ᾿ ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσεν
ὅπλων ἅπτεσθαι: τοὶ δ᾿ ὀτρύνοντος ἄκουσαν.
ἱστὸν δ᾿ εἰλάτινον κοίλης ἔντοσθε μεσόδμης
και πρίμο αγέρα η γαλανόματη τους έστελνε Παλλάδα,
πονέντε δυνατό, στο πέλαγο που αχούσε το κρασάτο.
Τότε ο Τηλέμαχος τους συντρόφους φωνάζοντας προστάζει
τα σύνεργα να πιάσουν, κι άκουσαν τους ορισμούς του εκείνοι'
το ελάτινο κατάρτι εστύλωσαν, στο τρύπιο μεσοδόκι
425 στῆσαν ἀείραντες, κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν,
ἕλκον δ᾿ ἱστία λευκὰ ἐυστρέπτοισι βοεῦσιν.
ἔπρησεν δ᾿ ἄνεμος μέσον ἱστίον, ἀμφὶ δὲ κῦμα
στείρῃ πορφύρεον μεγάλ᾿ ἴαχε νηὸς ἰούσης:
ορθό περνώντας το, κι ως το 'δεσαν με τα σκοινιά στην πλώρη,
το άσπρο πανί με τα καλόστριφτα λουριά ψηλά εσηκώσαν.
Κι ο αγέρας το πανί τους φούσκωνε, και στην καρένα γύρα
του πλοίου που επέτα αλικοπόρφυρο το κύμα βαριαχούσε'
ἡ δ᾿ ἔθεεν κατὰ κῦμα διαπρήσσουσα κέλευθον.
κι αυτό πετούσε απά στα κύματα, τελεύοντας τη στράτα.
430 δησάμενοι δ᾿ ἄρα ὅπλα θοὴν ἀνὰ νῆα μέλαιναν
στήσαντο κρητῆρας ἐπιστεφέας οἴνοιο,
λεῖβον δ᾿ ἀθανάτοισι θεοῖς αἰειγενέτῃσιν,
ἐκ πάντων δὲ μάλιστα Διὸς γλαυκώπιδι κούρῃ.
παννυχίη μέν ῥ᾿ ἥ γε καὶ ἠῶ πεῖρε κέλευθον.
Κι ως δέσαν τα πανιά στο γρήγορο, το μελανό καράβι,
πήραν κροντήρια τότε κι έστησαν, κρασί ξεχειλισμένα,
και χύναν στάλες στους αθάνατους θεούς, τους αναιώνιους,
και πάνω απ᾿ όλους στη γλαυκόματη του Δία τη θυγατέρα.
Κι όλη τη νύχτα και τ᾿ αχάραγα δρομούσε το καράβι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου