https://www.facebook.com/artemissky.blogspot?ref_type=bookmark

ΑΡΤΕΜΙΣ

ΑΡΤΕΜΙΣ
Ήταν θεά του κυνηγιού,”πότνια θηρών” κατά τον Όμηρο,θεά των αγριμιών και της Σελήνης.

ΕΛΛΑΣ - HELLAS

'' Επιόντος άρα θανάτου επί τον άνθρωπον, το μεν θνητόν, ως έοικεν, αυτού αποθνήσκει, το δ' αθάνατον, σώον και αδιάφθορον, οίχεται απιόν. `Οταν επέρχεται ο θάνατος στον άνθρωπο, το μεν θνητό μέρος αυτού, καθώς φαίνεται, πεθαίνει, το δε αθάνατο, η ψυχή, σηκώνεται και φεύγει σώο και άφθαρτο '' ΠΛΑΤΩΝΑ

ΕΛΛΑΣ - HELLAS .

ΕΛΛΑΣ - HELLAS .
ΑΝΟΙΚΩ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ




 
    Τὰ κάλαντα σὰν ἔθιμο εἶναι ἀρχαϊκὸ ἑλληνικὸ καὶ ῥωμαϊκό, καὶ μᾶλλον προϊστορικὸ καὶ γιὰ τὰ δύο ἔθνη. σὰν τωρινὸ ἑλληνικὸ εἶναι μιγαδικὸ ἑλληνορρωμαϊκό. ἡ λέξι κάλαντα εἶναι λατινική. στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα τὰ κάλαντα ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀγερμούς, δηλαδή τοὺς ἐράνους. καὶ λέγονταν ἔτσι ἀκριβῶς κι αὐτὰ γερμοί, ἑνῷ εἶχαν καὶ τὶς ἰδιαίτερες ἐποχιακὲς ὀνομασίες εἰρεσιῶναιχελιδονίσματα, καὶ κορωνίσματα. λέγονταν βέβαια γερμοὶ (ἀπὸ τὸ ῥῆμα γείρω, ποὺ θὰ πῇ ἀθροίζω, μαζεύω, ἐρανίζομαι) καὶ ὅλοι γενικῶς οἱ ἔρανοι. ὁ ἔρανος χορηγιῶν μεταξὺ τῶν ὑποστηρικτῶν ἑνὸς πολιτικοῦ γιὰ τὴν οἰκονομικὴ στήριξι τοῦ πολιτικοῦ ἀγῶνος του1, ἡ ζητιανιὰ τῶν φτωχῶν στ΄ ἀρχοντικὰ ποὺ γλεντοῦσαν2, ἢ στοὺς ναοὺς ποὺ πανηγύριζαν3, ἡ θρησκευτικὴ καὶ βακούφικη ζητεία σιτηρῶν καὶ ἄλλων ἀγροτικῶν προϊόντων γιὰ τοὺς ναοὺς καὶ τὰ μοναστήρια τῶν θηλυκῶν ἰδίως θεοτήτων Ῥέας, Εἰλειθυίας, Μητρός, Κυβέλης, Ἀρτέμιδος, Ἥρας, Νυμφῶν, καὶ πολλῶν ἄλλων4, ἀλλὰ κυρίως καὶ ἐν τέλει γερμοὶ λέγονταν αὐτὰ ποὺ τώρα λέμε κάλαντα ἢ κόλιντα τῶν παιδιῶν. πρὶν ὅμως πῶ γιὰ τοὺς γερμοὺς ἢ κάλαντα, πρέπει νὰ πῶ ὡρισμένα πράγματα γιὰ τὰ ἡμερολόγια τῶν ἀρχαίων. κατὰ τὴν ἀρχαιότητα τὰ ἡμερολόγια δὲν ἦταν ἀκριβῆ καὶ οἱ ἡμεροδεῖκτες, εἴτε σὰν κρεμαστάρια τοῦ τοίχου εἴτε σὰ σημειωματάρια ἐπιτραπέζια εἴτε σὰ βιβλιαράκια τῆς τσέπης, δὲν ὑπῆρχαν. τὸ ἀρχαιότερο ἡμερολόγιο τοίχου ἢ τραπέζης ἔγραψε κατὰ τὸν Δ΄ π.Χ. αἰῶνα ὁ σύγχρονος τοῦ Ἀριστοτέλους μαθηματικὸς καὶ ἀστρονόμος Εὔδοξος ὁ Κνίδιος. γι΄ αὐτὸ λεγόταν Εὐδόξου Τέχνη. πιὸ μπροστὰ ὁ ἁπλὸς λαὸς καὶ κυρίως ὁ ἀγρότης μάθαινε τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἔτους ἢ καὶ τοῦ μηνὸς ὡς ἄγγελμα ἀπὸ τὰ μικρὰ παιδιὰ ποὺ ἔλεγαν τὰ κάλαντα. ἀκριβέστερα τὶς ἡμερολογιακὲς ἀλλαγὲς στὸ λαὸ τὶς ἀνακοίνωναν μὲ τὰ παιδιὰ ἐκεῖνοι ποὺ ἀσχολοῦνταν μὲ τὸ ἡμερολόγιο, τὸ ὁποῖο, ὅπως λέει ὁ ποιητὴς Ἡσίοδος, ἦταν Ἔργα καὶ ἡμέραι, δηλαδὴ Καζαμίας, ἀγροτικὸ ἡμερολόγιο. τὰ παιδιὰ μετέφεραν στὸ λαὸ τὸ μήνυμα τῆς χρονικῆς ἀλλαγῆς μὲ μηνυτήρια κι εὐχετήρια τραγουδάκια, ὁ δὲ λαὸς ἔδινε στοὺς μικροὺς ἀγγελιοφόρους φιλοδωρήματα. στὴν ἀρχή, ποὺ δὲν ὑπῆρχε νόμισμα, τὰ φιλοδωρήματα ἦταν καρποί, ἰδίως ξηροὶ ἢ λιασμένοι, ἀμύγδαλα, καρύδια, ξυλοκέρατα, σῦκα, αὐγά, τυρί, κρέας, ψωμιά, κουλοῦρες, κρασὶ στὸ ποτήρι, σιτάρι, κριθάρι, μέλι, ἅλας, καὶ διάφορα ἄλλα καλούδια ἀπὸ τὸ κελλάρι τοῦ σπιτιοῦ. ἀργότερα ἦταν καὶ νομίσματα μικρῆς ἀξίας, ὀβολοὶ καὶ ἡμιώβολα ἢ ἤμαιθα.
    Στοὺς ἀρχαίους ἑλληνικοὺς παιδικοὺς ἀγερμοὺς ἀναφέρονται οἱ κωμικοὶ ποιηταὶ Ἀριστοφάνης ( Ε΄ π.Χ. αἰ.) Ἔφιππος, καὶ Ἁγνοκλῆς ὁ Ῥόδιος, ὁ ἰαμβικὸς ποιητὴς Φοίνιξ ὁ Κολοφώνιος, ὁ ἱστορικὸς τῶν ἀλεξανδρινῶν χρόνων Θέογνις, οἱ λεξικογράφοι Πάμφιλος Ἀλεξανδρεύς, καὶ Ἡσύχιος Ἀλεξανδρεύς, ὁ λόγιος ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης Εὐστάθιος, ὁ Ἰωάννης Τζέτζης, καὶ κυρίως ὁ Πλούταρχος (Α΄-Β΄ μ.Χ. αἰ.), ὁ ἀνώνυμος συγγραφεὺς τοῦ Β΄ π.Χ. αἰῶνος ποὺ ἔγραψε τὸν ψευδηροδότειο Ὁμήρου βίον, ὁ συγγραφεὺς τοῦ Γ΄ αἰῶνος Ἀθήναιος, καὶ ἡ ἀρχαία ἐγκυκλοπαίδεια Σούμμα5. οἱ τέσσερες τελευταῖοι διέσωσαν καὶ τέσσερα πολὺ ἀρχαιότερά τους δημοτικὰ τραγούδια καλάντων, δύο στὴν ἰωνικὴ διάλεκτο τῆς Σάμου καὶ τῆς Κολοφῶνος, ἕνα στὴ δωρικὴ τῆς Ῥόδου, καὶ ἕνα στὴν πρότερη κοινὴ ἑλληνικὴ τὴ λεγομένη καὶ ἀττική. τὰ δύο εἶναι ἀρχαιότερα τοῦ 500 π.Χ. καὶ τ᾽ ἄλλα δύο νεώτερα.
    Τὸ ἕνα ἔτος ἔχει περίπου 365,24 μέρες, δηλαδὴ τόσες περιστροφὲς τῆς γῆς γύρω ἀπὸ τὸν ἄξονά της περιέχει μία περιφορά της γύρω ἀπὸ τὸν ἥλιο, ἔχει 13,37 μῆνες, δηλαδὴ τόσες περιφορὲς τῆς σελήνης γύρω ἀπὸ τὴ γῆ, ἤτοι τόσα διαστήματα ἀπὸ πανσέληνο σὲ πανσέληνο, καὶ 53,5 ἑβδομάδες, δηλαδὴ τόσα τέταρτα τῆς περιφορᾶς τῆς σελήνης ἤτοι τέταρτα τῆς φωτισμένης ἐπιφανείας της. ἐπειδὴ καμμία ἀπὸ τὶς χρονικὲς αὐτὲς μονάδες δὲν εἶναι ἀκριβὴς ὑποδιαίρεσι τῆς ἄλλης, καὶ μάλιστα ἐπειδὴ ἐκτὸς ἀπὸ τὸν πάντα περιττὸ ἀριθμό τους ἔχουν καὶ κλάσματα, ὁ ἄνθρωπος ἄργησε νὰ ῥυθμίσῃ τὸ ἡμερολόγιό του ὑποδιαιρώντας τὸ ἔτος σὲ μῆνες καὶ τοὺς μῆνες σὲ μέρες κι ἑβδομάδες. δεύτερη αἰτία ποὺ τὸν δυσκόλευε ἦταν τὸ ὅτι δὲν γνώριζε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴν ἀκριβῆ χρονικὴ διάρκεια τοῦ ἔτους, ποὺ εἶναι 365 μέρες, 5 ὥρες, 48΄ λεπτὰ καὶ 47΄΄ δευτερόλεπτα, οὔτε τοῦ μηνὸς οὔτε τῆς ἑβδομάδος. εἶναι τεκμαρτὸ ὅτι στὴν ἀρχὴ νόμισε ὅτι τὸ ἔτος ἔχει 360 μέρες. γι΄αὐτὸ διῄρεσε τὸν κύκλο καὶ τὸ μοιρογνωμόνιό του σὲ 360 μοῖρες, καὶ ὄχι σὲ 400 ἢ 1000, γι΄αὐτὸ καὶ στὸ παλιότερο ἀριθμητικό του σύστημα, τὸ ἑξαδικό, εἶχε ‘’χιλιάδα‘’ τὸ 360, ‘’ἑκατοντάδα‘’ τὸ 60, καὶ ‘’δεκάδα’’ τὸ 6. ἀργότερα ἦταν ποὺ κατάλαβε ὅτι τὸ ἔτος τραβάει 365 μέρες (κατὰ τὴν προϊστορικὴ ἀκόμη ἐποχή), ἀκόμη ἀργότερα ὅτι τραβάει 365, 25 μέρες (τὸ 46 π.Χ.), καὶ τέλος κατάλαβε ὅτι τραβάει 365,242217 μέρες (τὸ 1580). καὶ τρίτη αἰτία ποὺ δυσκόλευε τὸν ἄνθρωπο νὰ κάνῃ ἕνα ἀκριβὲς ἡμερολόγιο ἦταν τὸ ὅτι στὴν ἀρχὴ ἤθελε νὰ λαμβάνῃ στὰ σοβαρὰ ὑπ᾽ ὄψι του καὶ τοὺς κύκλους τῆς σελήνης (μῆνες) καὶ ταυτόχρονα νὰ τοὺς ἔχῃ συνήθως 12 (=6+6 ἤτοι δύο "δεκάδες" τοῦ ἑξαδικοῦ ἀριθμητικοῦ συστήματος), ἐνῷ αὐτοὶ εἶναι 13,37. στὴν ἀρχὴ ἰσοφάριζε τὰ πράγματα παρεμβάλλοντας καὶ δέκατο τρίτο μῆνα, τὸν ἐμβόλιμον (=σφηνωμένο), ὄχι πάντα πετυχημένον στὸ χρονικὸ μῆκος του ἢ στὴ συχνότητα παρεμβολῆς του, ἢ αὐξομειώνοντας τὴ διάρκεια τῶν μηνῶν ἀπὸ 28 μέχρι 35 μέρες. ὁ μακεδονικὸς λ.χ. μήνας Ὑπερβερεταος (=ὑπερφερεταος , αὐτὸς ποὺ ὑπερφέρει , δηλαδὴ τὸ παρατραβάει) εἶχε 35 μέρες, ἑνῷ οἱ ἄλλοι 11 μῆνες εἶχαν 30 μέρες (30x11=330. 330+35=365). ὅλ΄ αὐτὰ δείχνουν ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς τελευταίους 4 αἰῶνες σ᾽ ὁλόκληρη τὴν ὑπόλοιπη ἱστορία του ὁ ἄνθρωπος εἶχε ἡμερολόγια ποὺ δούλευαν σὰ ῥολόγια ποὺ πηγαίνουν μπροστά. μόνο τὸ προτελευταῖο ἡμερολόγιο, τὸ ἰουλιανὸ τοῦ 46 π.Χ., πήγαινε πίσω κατὰ 11 λεπτὰ καὶ 13 δευτερόλεπτα. κι ὅπως, ὅταν τὸ ῥολόγι πηγαίνῃ μπροστὰ ἢ πίσω, σὲ μεγάλο χρονικὸ διάστημα θὰ δείξῃ τὸ μεσημέρι νὰ εἶναι καὶ 12  ἡ ὥρα, καὶ 1, καὶ 2, καὶ 3, μέχρι καὶ πάλι 12, ἀλλὰ θὰ ἔχῃ χάσει μία μέρα, ἔτσι καὶ τ᾽ ἀρχαῖα ἡμερολόγια ἔδειχναν τὸ καλοκαίρι καὶ Ἰούλιο μῆνα, καὶ Ὀκτώβριο, καὶ Φεβρουάριο, καὶ Μάιο, καὶ ὁποιονδήποτε ἄλλο μῆνα. τὸ ἀτελέστατο λ.χ. αἰγυπτιακὸ ἡμερολόγιο, σὲ παράλληλη χρῆσι μὲ τὸ τότε ἑλληνικὸ ἡμερολόγιο τοῦ Μέτωνος, τὴ χρονιὰ ποὺ πέθανε ὁ Μ. Ἀλέξανδρος, τὸ 323 π.Χ., ἔδειχνε τὴν 1 τοῦ μηνός του Θώθ, τὴν πρωτοχρονιά του, στὶς 28 Ὀκτωβρίου, τὴ χρονιὰ ποὺ πέθανε ἡ Κλεοπάτρα, τὸ 31 π.Χ., ἔδειχνε τὴν ἴδια ἡμερομηνία του στὶς 30 Αὐγούστου τοῦ μετωνείου ἡμερολογίου, καὶ τὸ 140 μ.Χ. τὴν ἔδειχνε στὶς 20 Ἰουλίου. διότι πήγαινε μπροστά. καὶ πήγαινε μπροστά, ἐπειδὴ ἦταν κοντό, μικρότερο ἀπὸ 365 μέρες.
    Ἀπὸ τὴν προϊστορικὴ ἤδη ἐποχὴ ὁ ἄνθρωπος εἶχε παρατηρήσει ἐπίσης καὶ τὰ τέσσερα κρίσιμα σημεῖα τοῦ ἔτους, ποὺ τὸ χωρίζουν σὲ τέσσερα τέταρτα (ἑποχές), τὶς δύο δηλαδὴ ἰσημερίες, ἑαρινὴ καὶ φθινοπωρινή, καὶ τὰ δύο ἡλιοστάσια, τὸ χειμερινὸ μὲ τὴ μέγιστη νύχτα τῆς χρονιᾶς, καὶ τὸ θερινὸ μὲ τὴ μέγιστη μέρα. εἶναι εὐνόητο ὅτι αὐτὰ τὰ διαπίστωνε παρατηρώντας ποιό εἶναι τὸ βορειότερο καὶ ποιό τὸ νοτιώτερο σημεῖο τῆς ἀνατολῆς καὶ τῆς δύσεως, στὰ δόντια τῶν ὀροσειρῶν τοῦ ὁρίζοντος δηλαδή, ὅπου φτάνει ὁ ἥλιος (ἡλιοστάσια), καὶ ποιά εἶναι τὰ μεσαῖα (ἰσημερίες). τὰ σημεῖα αὐτά, μὲ τὸ σημερινὸ ἡμερολόγιο, σὲ ἔτος δίσεκτο ποὺ εἶναι τὸ ἔτος τὸ χωρὶς ὑπόλοιπα κλάσματα ἡμερονυκτίου καὶ ἐκκρεμότητες, βρίσκονται στὶς 20 Μαρτίου, 21 Ἰουνίου, 22 Σεπτεμβρίου, καὶ 21 Δεκεμβρίου. ἡ μόνη ἀκαταστασία τοῦ σημερινοῦ ἡμερολογίου εἶναι ὅτι δὲν ἔχει τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἔτους στὴ μέγιστη νύχτα του, δηλαδὴ τὴν πρωτοχρονιὰ στὶς 22 Δεκεμβρίου. πρέπει δηλαδὴ τὸ ἔτος νὰ τραβηχτῇ ἄλλες 10 μέρες μπροστά, ὥστε ἡ σημερινὴ 22 Δεκεμβρίου ἑνὸς δισέκτου ἔτους νὰ γίνῃ 1 Ἰανουαρίου. καὶ τὸ μῆκος τοῦ κάθε μηνὸς ἀνὰ τριμηνία νὰ ὁριστῇ τόσο, ὥστε τὰ τέσσερα ἐν λόγῳ σημεῖα τοῦ ἔτους νὰ πέφτουν στὴν τελευταία μέρα τῶν μηνῶν Δεκεμβρίου, Μαρτίου, Ἰουνίου, καὶ Σεπτεμβρίου. 

    Τέλος κατὰ τὴν ἀρχαιότητα δὲν ὥριζαν ὡς ἀρχὴ τοῦ ἔτους τὸ πιὸ νεκρὸ σημεῖο του, τὸ χειμερινὸ δηλαδὴ ἡλιοστάσιο, ὅπως περίπου γίνεται τώρα, ἀλλὰ προτιμοῦσαν τὶς δυὸ ἰσημερίες, τὴν ἐαρινὴ πιὸ πολὺ σὰν πρωΐ τοῦ ἔτους, ἢ λιγώτερο τὴ φθινοπωρινὴ σὰ δειλινὸ τοῦ ἔτους καὶ τέλος τοῦ κύκλου τῶν γεωργικῶν ἐργασιῶν. διότι ὁ χειμώνας εἶναι, ἂς ποῦμε, ἡ νύχτα τοῦ ἔτους, τὸ δὲ καλοκαίρι ἡ μέρα. καὶ διότι καὶ τὸ εἰκοσιτετράωρο ἡμερονύκτιο οἱ ἀρχαῖοι τὸ ἄρχιζαν ἢ ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου ἢ συνηθέστερα ἀπὸ τὴ δύσι του, σημεῖα ποὺ δὲν εἶναι σταθερά. ἄργησαν νὰ καταλάβουν ὅτι τὰ σταθερὰ σημεῖα τοῦ εἰκοσιτετραώρου εἶναι μόνο τὸ μεσονύκτιο καὶ τὸ μεσημέρι, καὶ ὅτι, ἀφοῦ τὸ μεσονύκτιο εἶναι καὶ τὸ πιὸ νεκρὸ σημεῖο του, εἶναι καὶ ἡ καλλίτερη ἀρχή του καὶ τέλος του.
    Γιὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους, ὅταν κατὰ τὴν ἀρχαιότητα ὡριζόταν μιὰ ἑορτὴ σὲ μιὰ ἡμερομηνία, λ.χ. τὴν 1 Μαρτίου, καθὼς τὸ ἡμερολόγιο πήγαινε σὰ χαλασμένο ῥολόγι πότε μπροστὰ καὶ πότε πίσω, αὐτὴ ἡ 1η Μαρτίου ἄλλοτε ἔφτανε στοὺς καύσωνες τοῦ καλοκαιριοῦ καὶ ἄλλοτε στοὺς παγετοὺς τοῦ χειμῶνος. ὀνομαστικὰ ἦταν πάντοτε ἡ 1η Μαρτίου, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα ἔφτανε σχεδὸν σ᾽ ὁποιαδήποτε ἐποχή. ὅταν οἱ ἀστρονόμοι, οἱ ὅποιοι ἀστρονόμοι τῆς κάθε ἐποχῆς, διώρθωναν τὸ ἡμερολόγιο, οἱ ἁπλοϊκοὶ ἐπέμεναν στὴν 1η Μαρτίου μὲ τὸ παλιό, ὅπως λ.χ. καὶ οἱ σημερινοὶ παλαιοημερολογῖτες ἔχουν τὴν 1η Μαρτίου τους στὶς 14 Μαρτίου. ἔτσι καὶ στὴν ἀρχαιότητα ἡ 1η Μαρτίου γιὰ τοὺς κατὰ καιροὺς παλαιοημερολογῖτες, ποὺ εἶναι σχεδὸν πάντα οἱ δεισιδαίμονες θρῆσκοι, ἔπεφτε καὶ στὶς 25 Μαρτίου καὶ στὶς 2 Ἀπριλίου καὶ στὶς 21 Ἀπριλίου, ἡ δὲ 1η Ἰανουαρίου ἔπεφτε καὶ στὶς 24 ἢ 25 Δεκεμβρίου καὶ στὶς 5 ἢ 6 Ἰανουαρίου. σ᾽ αὐτὲς κυρίως τὶς ἡμερολογιακὲς μανοῦβρες καὶ παλαιοημερογιτικὲς ἐμμονὲς ὀφείλονται τὰ κάλαντα (κάλαντα = kalendae = νουμηνία, νεομηνία, πρωτομηνιὰ) τῶν Χριστουγέννων ἢ τῆς παραμονῆς των, τῶν Φώτων ἢ τῆς παραμονῆς των, τοῦ Λαζάρου, τῶν Βαΐων, τοῦ Πάσχα, κλπ.. ἀρχικὰ ἦταν κάλαντα τῆς 1 ΄Ιανουαρίου ἢ τῆς 1 Μαρτίου (παλιᾶς πρωτοχρονιᾶς). ἀλλὰ προέτρεξα.
    Τὰ παιδιὰ τῆς προϊστορικῆς ἐποχῆς, γιὰ τοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς Ῥωμαίους ὁ λόγος, στὴν ἀρχὴ ἔλεγαν τὰ κάλαντα (=μήνυμα καὶ εὐχὲς νεομηνίας) κάθε πρωτομηνιά. κι αὐτὸ τὸ μνημονεύει ὁ συντάκτης τοῦ ψευδηροδοτείου Βίου τοῦ Ὁμήρου, ποὺ γράφει ὅτι δῆθεν ὁ φτωχὸς Ὅμηρος, παραχειμάζων ἐν τῇ Σάμῳ, τας νουμηνίαις προσπορευόμενος πρς τς οἰκίας τς εὐδαιμονεστάτας, ἐλάμβανέ τι είδων τ ἔπεα τάδε ἃ καλεται εἰρεσιώνη˙ ὡδήγουν δὲ αὐτν καὶ συμπαρῆσαν αἰεὶ τῶν παίδων τινὲς τῶν ἐγχωρίων6. ἀργότερα, κατὰ τὴν ἱστορικὴ ἐποχή, ὅταν τὰ ἡμερολόγια ἦταν προγράμματα καταγραφόμενα, τὰ κάλαντα τῶν παιδιῶν περιωρίστηκαν ἢ στὰ τέσσερα κρίσιμα σημεῖα τοῦ ἔτους, ἰσημερίες καὶ ἡλιοστάσια, ἢ στὶς κατὰ καιροὺς πρωτοχρονιές, ποὺ ἦταν τοποθετημένες ἡ κάθε μιὰ σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ τέσσερα αὐτὰ σημεῖα. στὴν Ἑλλάδα λ.χ. πρὶν ἀπὸ τὸ 432 π.Χ. εἶχαν τὴν πρωτοχρονιὰ στὴ φθινοπωρινὴ ἰσημερία ( 1 Ὀκτωβρίου ἢ καὶ λίγο πρὶν ἀπ᾽ αὐτή), ἐνῷ ἀπὸ τὸ 432 π.Χ. ὁ μεγάλος μαθηματικὸς Μέτων, ποὺ ἔκανε τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ τρία τελευταῖα καὶ τελειότερα ἡμερολόγια (μετώνειο τοῦ Μέτωνος, ἰουλιανὸ τοῦ Σωσιγένους, γρηγοριανὸ τοῦ Lilio), τοποθέτησε τὴν πρωτοχρονιὰ στὴν ἐαρινὴ ἰσημερία (31 Μαρτίου ἢ λίγο πρὶν ἀπ᾽ αὐτή). γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα ἔχουμε διασωσμένα κάλαντα καὶ φθινοπωρινὰ ἢ σεπτεμβριάτικα, καὶ ἐαρινὰ ἢ μαρτιάτικα. δὲν ἔχουμε χειμερινὰ καὶ θερινὰ διασωσμένα τραγούδια καλάντων οὔτε μαρτυρίες γιὰ τέτοια.
    Οἱ Ῥωμαῖοι πολὺ σωστὰ ἤδη τὸ 153 π.Χ.7 ὥρισαν ὡς πρωτοχρονιὰ τὴν 1 Ἰανουαρίου, δηλαδὴ ἀκριβῶς ἢ περίπου τὸ χειμερινὸ ἡλιοστάσιο, ποὺ εἶναι τὸ μεσονύκτιο τοῦ ἔτους, ἡ μέγιστη νύχτα του. κι ἐνῷ πῆγαν ἐκεῖ καὶ τὰ κάλαντα, παρέμειναν καὶ στὴν παλιὰ πρωτοχρονιά τους τὴν 1 Μαρτίου. ὅταν αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ ἐθιμικὸ καθεστὼς διήνυε τὸ δεύτερο αἰῶνα τῆς διαρκείας του, τότε ἦρθε ὁ Χριστιανισμός. ἔτσι μέσα στὸ δικό του κλῖμα, τὸ κάπως μεταγενέστερο βέβαια, μπῆκε κι ἐπιβίωσε καὶ τὸ ἐθιμικὸ αὐτὸ καθεστώς. μὲ αἰτία τὶς προειρημένες ἡμερολογιακὲς μανοῦβρες τὰ μὲν κάλαντα τῆς 1 Ἰανουαρίου διασπάρηκαν καὶ στὶς 24 καὶ 25 Δεκεμβρίου (Χριστούγεννα καὶ παραμονή τους) καὶ στὶς 5 καὶ 6 Ἰανουαρίου (Φῶτα καὶ παραμονή τους), τὰ δὲ κάλαντα τῆς 1 Μαρτίου διασπάρηκαν καὶ στὶς 25 Μαρτίου (Εὐαγγελισμός), καὶ μέσα σ᾽ ὅλο τὸν Ἀπρίλιο (Σάββατο τοῦ Λαζάρου, Κυριακὴ τῶν Βαΐων, Μ. Πέμπτη, Μ. Παρασκευή, Κυριακὴ τοῦ Πάσχα). γιὰ τὰ κάλαντα τῆς Ἀναλήψεως, καὶ τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου (21 Μαΐου) δὲν φαίνεται ἂν εἶναι ἔσχατα σημεῖα διασπορᾶς τῶν καλάντων τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας καὶ πρωτοχρονιᾶς ἢ πρώιμα σημεῖα διασπορᾶς κάποιων πολὺ ἀρχαιοτέρων καλάντων τοῦ θερινοῦ ἡλιοστασίου ἢ κάποιας θερινῆς πρωτοχρονιᾶς (21 Ἰουνίου). πάντως, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὶς μέχρι τώρα γενόμενες λαογραφικὲς ἔρευνες, στὸν ἑλληνικὸ χῶρο κάλαντα λέγονται στὶς 24 Δεκεμβρίου (κόλιντα παραμονῆς Χριστουγέννων), 25 Δεκεμβρίου (Χριστούγεννα), 1 Ἰανουαρίου (πρωτοχρονιὰ - Ἅγιος Βασίλειος), 5 Ἰανουαρίου (παραμονὴ Φώτων), 6 Ἰανουαρίου (Φῶτα), 1 Μαρτίου (χελιδόνα - χελιδονίσματα), 25 Μαρτίου (Εὐαγγελισμός), 27 Μαρτίου - 27 Ἀπριλίου (Σάββατο Λαζάρου - λαζαρῖνες - λαζαρίσματα), 28 Μαρτίου - 28 Ἀπριλίου (Κυριακὴ Βαΐων - Σήμερα τ βάια καὶ τῶν βαϊῶν), 1 Ἀπριλίου - 2 Μαΐου (Μ. Πέμπτη - Σήμερα μαρος οὐρανός), 2 Ἀπριλίου - 3 Μαΐου (Μ. Παρασκευή), 4 Ἀπριλίου - 5 Μαΐου (Κυριακὴ τοῦ Πάσχα - Χριστς γεννήθη, χαρ στν κόσμο), 14 Μαΐου - 15 Ἰουνίου (Πέμπτη τῆς Ἀναλήψεως - Σήμερον τ ἅγια Κούντουρα καὶ αὔριο ἡ νάληψι), καὶ 21 Μαΐου (Ἅγιος Κωνσταντῖνος). καὶ γιὰ ὅλες αὐτὲς τὶς ἑορτὲς ὑπάρχουν τὰ ἀνάλογα κάλαντα, τὰ προσαρμοσμένα ὄχι μόνο στὴ Χριστιανικὴ πίστι ἀλλὰ καὶ στὸν ἅγιο ἢ τὴν ἑορτὴ τῆς ἡμέρας (Βασίλειος, Λάζαρος, Κωνσταντῖνος, Βάια, Ἀνάληψι). εἶναι ὅμως παρατηρήσιμο ὅτι ἡ ἀναφορὰ στὸν ἅγιο ἢ τὴν ἑορτὴ εἶναι ὑποτυπώδης, τὸ δὲ κύριο περιεχόμενο τῶν καλάντων εἶναι εὐχὲς τῶν καλαντιστῶν στὰ μέλη τῆς οἰκογενείας ποὺ δέχεται τὸ ἄγγελμά τους καὶ μάλιστα εὐχὲς στ΄ ἀνύπαντρα παλληκάρια καὶ κορίτσια τῆς οἰκογενείας γιὰ ἕναν καλὸ ἔρωτα ἢ γάμο, ἀκόμη κι ὅταν εἶναι νήπια. μερικὲς φορὲς εἶναι καὶ ἄμεση ἐρωτικὴ πρότασι σὲ δεύτερο πρόσωπο. διότι ἀπὸ μιὰ ἄποψι τὰ κάλαντα ἦταν κάποτε καὶ εὐκαιρία καντάδας ἐκ τοῦ συστάδην. καὶ μιὰ τάχαμου τολμηρὴ καντάδα ἦταν καὶ τάχαμου καμουφλαρισμένη ἀνάμεσα στοὺς στίχους τῶν ἐγκωμίων τοῦ ἁγίου τῆς ἡμέρας, ὅπως περίπου εἶναι κρυμμένες οἱ συλλαβὲς τῶν κορακίστικων ἀνάμεσα στοὺς κορακισμοὺς κε-κε-κε (κε Α κε ὔρι κε ο κε θἄ κε ρθω κε ν κε σὲ κε δῶ).

        Βαστάει πέννα καὶ χαρτί, χαρτὶ καὶ καλαμάρι.
        Ζαχαροκάντιο ζυμωτή, δὲς κι ἐμὲ τ παλληκάρι.

    Ἔχω τὴ γνώμη ὅτι ἐξ ἀρχῆς τὰ κάλαντα ἢ κατὰ τὶς ἀρχαῖες ἑλληνικὲς ὀνομασίες των εἰρεσιῶναι, χελιδονίσματα, καὶ κορωνίσματα, ἦταν μόνο κοινωνικὰ καὶ ἀγροτικὰ - ἡμερολογιακὰ καὶ παιδικά, χωρὶς κανένα θρησκευτικὸ χαρακτῆρα. θρησκευτικὰ στοιχεῖα, εἰδωλολατρικὰ πρῶτα κι ἔπειτα χριστιανικά, μπῆκαν σ᾽ αὐτὰ μόνο σὲ χρόνια ὄψιμα. ἔτσι βλέπουμε στὰ μὲν ἀρχαϊκὰ καὶ ἔντονα διαλεκτικὰ ἑλληνικὰ χελιδονίσματα καὶ εἰρεσιώνας ν᾽ ἀπουσιάζῃ κάθε ἴχνος θρησκευτικοῦ στοιχείου, στὸ δὲ ὀψιμώτερο κορώνισμα νὰ ἐμφανίζωνται ὁ Ἀπόλλων σὰν πατέρας τῆς Κορώνης καὶ οἱ θεοὶ σὰν ἐκτελεσταὶ τῶν εὐχῶν, κι αὐτοὺς ὅλους ἀργότερα νὰ τοὺς ὑποκαθιστοῦν οἱ ἅγιοι Βασίλειος, Λάζαρος, καὶ Κωνσταντῖνος.
     Εἰρεσιώνη στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ ἐθιμικὴ συνήθεια λεγόταν κατ᾽ ἀρχὴν ἕνα κλωνάρι ἐλιᾶς στολισμένο μὲ μιὰ τούφα ερος8 ἤτοι ἔριον (=μαλλί) – γι᾽ αὐτὸ ἄλλωστε λεγόταν καὶ εἰρεσιώνη9 - καὶ μὲ διαφόρους πρόσθετους καρποὺς ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ ὑπάρχουν ἄφθονοι κατὰ τὴ φθινοπωρινὴ καὶ σεπτεμβριάτικη ἰσημερία, ἰδίως ῥόδια, κυδώνια, σῦκα, καὶ σταφύλια. αὐτὸ τὸ κλωνάρι, τὴν εἰρεσιώνη, τὸ κρεμοῦσαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες στὴν πόρτα τους καὶ τὸ κρατοῦσαν ὅσο περισσότερον καιρὸ μποροῦσαν, ὅπως τώρα κρεμοῦν τὸ στεφάνι τῆς πρωτομαγιᾶς. ἀπ᾽ αὐτὴ τὴν εἰρεσιώνη κατάγονται τόσο τὰ κρεμαστάρια ῥοδιῶν καὶ κυδωνιῶν στὸ ταβάνι τοῦ νεοελληνικοῦ ἀγροτικοῦ σπιτιοῦ, ὅσο καὶ ὁ γαμήλιος φλάμπουρας τῶν Σαρακατσάνων ποὺ ἔχει στὰ ἄκρα του μπηγμένα μῆλα. ἐννοεῖται ὅτι τὴν ἀρχαία εἰρεσιώνη τὴν κρεμοῦσαν στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τὰ παιδιὰ ποὺ πήγαιναν νὰ τραγουδήσουν τὴν εἰρεσιώνη - κάλαντα. γι᾽ αὐτὸ εἶναι ἀναντίρρητο ὅτι καὶ τὸ δημοτικὸ τραγούδι τῶν καλάντων, ποὺ λεγόταν εἰρεσιώνη 10, εἶναι τῆς φθινοπωρινῆς ἰσημερίας καὶ πρωτοχρονιᾶς.
   Χελιδονίσματα λέγονταν στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα τὰ κάλαντα τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας καὶ πρωτοχρονιᾶς, ἐπειδὴ τὰ παιδιά, ποὺ τὰ τραγουδοῦσαν περιερχόμενα στὰ σπίτια καὶ δεχόμενα φιλοδωρήματα, κυρίως ἀνήγγελλαν τὸν ἐρχομὸ τῆς ἀποδημητικῆς χελιδόνος. καὶ τὰ παιδιὰ αὐτὰ λέγονταν χελιδονισταί 11. καὶ μέχρι σήμερα ἡ χελιδόνα τραγουδιέται ἀπὸ τὰ παιδιὰ σὰν κάλαντα τῆς 1 Μαρτίου σ᾽ ὁλόκληρη τὴν Ἑλλάδα, οἱ δὲ σημερινοὶ χελιδονισταὶ ἔχουν μιὰ ξύλινη χελιδόνα ποὺ τὴν περιστρέφουν σὲ ἄξονα μὲ ἑλκόμενο κορδόνι πάνω σὲ μιὰ ξύλινη τρουλλοειδῆ βάσι στολισμένη μὲ πρώιμα λουλούδια. τὸ ἴδιο πρέπει, νομίζω, νὰ ἔκαναν καὶ οἱ ἀρχαῖοι χελιδονισταί. τὰ ἴδια ἐαρινὰ κάλαντα σὲ μερικὲς περιοχὲς τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος λέγονταν κορωνίσματα, καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ τὰ τραγουδοῦσαν κορωνισταί 12, ἐπειδὴ ἀντὶ γιὰ τὴ χελιδόνα τραγουδοῦσαν τὴν κορώνη (=κουρούνα), ἐπίσης ἀποδημητικὸ πτηνὸ καρακοειδές. στὸ μοναδικὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κορώνισμα, ποὺ διασώθηκε, φαίνεται ἔντονα ὅτι οἱ κορωνισταὶ κρατοῦσαν κι ἔπαιζαν ὁμοίωμα κορώνης, καὶ ἀπ᾽ αὐτὸ συμπέρανα προηγουμένως ὅτι τὸ ἴδιο ἔκαναν καὶ στὴ χελιδόνα, πρᾶγμα ἄλλωστε ποὺ μαρτυρεῖται ὡς ἐπιβίωσι καὶ στὴ νεοελληνικὴ παιδικὴ ἐθιμικὴ πρακτική. ὅσο γιὰ τὸ Λάζαρο, ποὺ τραγουδοῦν οἱ λαζαρνες στὰ λαζαρίσματά τους, εἶναι, νομίζω, διασκευὴ καὶ μεταπήδησι τοῦ εἰδωλολατρικοῦ θεοῦ Ἡλίου (Ἀπόλλωνος), ἢ ἴσως καὶ Ἡλαζάρου κάποτε λεγομένου, ὅπως κι ὁ Ἁη Λιᾶς ἢ Ἠλίας, ποὺ τὰ ἐξωκκλήσια του εἶναι συνήθως σὲ βουνοκορφὲς (Ἐκε ψηλ στν Ἁη Λιᾶ), εἶναι στὴν πραγματικότητα ὁ θεὸς Ἥλιος, ποὺ λατρευόταν στὰ ὑψηλ καὶ στὶς βουνοκορφές, ὅπως κατ᾽ ἐπανάληψι μαρτυρεῖται καὶ στὸ βιβλίο τῶν Βασιλειῶν τῆς Π. Διαθήκης. ἀλλὰ καὶ ὁ λεγόμενος Τίμιος Πρόδρομος, ποὺ στὰ «γενέθλιά του» κατὰ τὸ θερινὸ ἡλιοστάσιο, 24 Ἰουνίου, ἀνάβουν καὶ πηδοῦν φωτιὲς (ἐκφυλισμένες βακχικὲς ὀργιαστικὲς πυροβασίες ποὺ τραβήχτηκαν καὶ ἕνα μῆνα πιὸ μπροστὰ στὶς 21 Μαΐου τῶν ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης) καὶ ὁ δῆθεν Χριστὸς ποὺ τὴν παραμονὴ τῶν «γενεθλίων του» κατὰ τὸ χειμερινὸ ἡλιοστάσιο, 24 Δεκεμβρίου, ἀνάβουν πάλι φωτιὲς καὶ στὴ Φλώρινα καὶ σ᾽ ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδος, (ἐνῷ ὁ ἀληθινὸς Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι βεβαιωμένο καὶ μαρτυρημένο ὅτι γεννήθηκε στὶς 5 Σεπτεμβρίου), δὲν εἶναι, λέω γιὰ τοὺς ἑορταζομένους στὶς 24 Ἰουνίου καὶ Δεκεμβρίου μὲ φωτιές, δὲν εἶναι παρὰ ὁ εἰδωλολατρικὸς θεὸς Ἥλιος ἢ Ἀπόλλων ἢ Διόνυσος - Βάκχος ἢ ῥωμαϊκὸς Σάτυρος (Σατῦρνος - Saturnus = Ἐπιβήτωρ). πρόκειται γιὰ εἰδωλολατρικὲς ἑορτὲς μεταμφιεσμένες σὲ χριστιανικές. ἀλλ᾽ αὐτὰ τῶν δυὸ ἡλιοστασίων μὲ τὶς φωτιὲς καὶ τὶς ἐκφυλισμένες πυροβασίες δὲν ἔχουν σχέσι μὲ τὰ κάλαντα. τ΄ ἀνέφερα μόνο σὰ δείγματα μεταμφιέσεως εἰδωλολατρικῶν θεῶν καὶ σατύρων σὲ χριστιανικοὺς ἁγίους. τέτοια περίπτωσι θέλω νὰ πῶ, μόνον ὡς πρὸς τὸ ὄνομα, εἶναι καὶ ὁ Λάζαρος τῶν λαζαρισμάτων. ὄχι ὅμως καὶ ὡς πρὸς τὸν ἀγερμόν.
    Κατὰ τὴ ῥωμαϊκὴ ἐποχή, δηλαδὴ τὴν ἑλληνορρωμαϊκὴ καὶ βυζαντινή, αἱ εἰρεσιῶναι καὶ τὰ χελιδονίσματα ἢ κορωνίσματα ἔγιναν κάλανδα ἢ κάλαντα 13 ἢ μὲ κάποια γλωσσικὴ φθορὰ κόλιντα 14 ἀπὸ τὶς ῥωμαϊκὲς kalendae (=νουμηνία, πρωτομηνιά, τραγούδια πρωτομηνιᾶς καὶ πρωτοχρονιᾶς —ρχιμηνι κιρχιχρονιά— , ἀγγελτήρια τῆς ἀλλαγῆς τοῦ μηνὸς ἢ τῆς χρονιᾶς). καὶ ἔτσι μὲ τὴ λατινική τους ὀνομασία ἔμειναν μέχρι σήμερα. καὶ τραβήχτηκαν ὡς κάλαντα καὶ στὴ νεώτερη πρωτοχρονιὰ τοῦ χειμερινοῦ ἡλιοστασίου, τὴν 1 Ἰανουαρίου καὶ τὰ πέριξ.
στὴ συνέχεια παραθέτω, μεταφράζω, καὶ σχολιάζω τὰ τέσσερα σῳζόμενα ἀρχαῖα ἑλληνικὰ καὶ προρρωμαϊκὰ κάλαντα, ἤτοι δύο εἰρεσιώνας ἕνα χελιδόνισμα, καὶ ἕνα κορώνισμα. ἀπ΄ ὅ,τι ξέρω, μέχρι σήμερα, οὔτε τὰ προσδιώρισε κανεὶς πρὶν ἀπὸ μένα ὡς κάλαντα, οὔτε τὰ μετέφρασε, οὔτε κἂν τὰ περισυνέλεξε σὲ σῶμα.

 
 
1. Εἰρεσιώνη α΄

       Δῶμα προσετραπόμεσθ΄ 
νδρς μέγα δυναμένοιο,
       ὃς μέγα μὲν δύναται, μέγα δὲ βρέμει, ὄλβιος αἰεί.
       Αὐταὶ 
νακλίνεσθε θύραι. πλοτος γρ ἔσεισι
       πολλός, σὺν πλούτῳ δὲ καὶ εὐφροσύνη τεθαλυ
α, 5     εἰρήνη τ᾽ γαθή. ὅσα δ᾽ ἄγγεα, μεστ μὲν εἴη,
       κυρβέη δ᾽ αἰεὶ κατ
 καρδόπου ἕρποι μᾶζα,
       το
 παιδς δὲ γυνὴ κατ διφράδα βήσεται ὕμμιν,
       ἡμίονοι δ᾽ ἄξουσι κραταίποδες ἐς τόδε δῶμα,
       αὐτὴ δ᾽ ἱστ
ν ὑφαίνοι ἐπ΄ ἠλέκτρῳ βεβαυα. 10   νεμαί τοι νεμαι ἐνιαύσιος ὥστε χελιδὼν
       ἕστηκ᾽ ἐν προθύροις ......................................
       εἰ μέν τι δώσεις. εἰ δὲ μή, οὐχ ἑστήξομεν˙
       οὐ γ
ρ συνοικήσοντες ἐνθάδ᾽ ἤλθομεν.

Μετάφρασι
 
Μπαίνουμε μὲς στ᾽ ἀρχοντικὸ μεγάλου νοικοκύρη,
ἀντρειωμένου καὶ βροντόφωνου καὶ πάντα εὐτυχισμένου.
Ἀνοίξτε, πόρτες, μόνες σας, πλοῦτος πολὺς νὰ ἔμπῃ μέσα,
καὶ μὲ τὸν πλοῦτο συντροφιὰ χαρὰ μεγάλη κι εὐτυχία
κι ὁλόγλυκη εἰρήνη. τ᾽ ἀγγειά του ὅλα γεμάτα νἆναι
καὶ τὸ ψωμὶ στὴ σκάφη νὰ φουσκώνῃ πάντα καὶ νὰ ξεχειλίζῃ.
γι᾽ αὐτὸ ἐδῶ τὸ παλληκάρι σας ἡ νύφη νἄρθῃ θρονιασμένη σὲ θρονί,
ἡμίονοι σκληροπόδαροι στὸ σπιτικὸ αὐτὸ νὰ σᾶς τὴν κουβαλήσουν,
καὶ νὰ ὑφαίνῃ πανὶ σὲ ἀργαλειὸ μὲ χρυσάργυρες πατῆθρες.
σοὔρχομαι σοῦ ξανάρχομαι σὰ χελιδόνι κάθε χρόνο
καὶ στὴν αὐλόθυρά σου στέκομαι . ..........................................
............................................................................................
Ἂν εἶναι νὰ μᾶς δώσῃς τίποτα, καλὰ καὶ καμωμένα,
εἰ δὲ μή, δὲν θὰ στεκόμαστε ἐδῶ γιὰ πάντα.
γιατὶ ἐδῶ δὲν ἤρθαμε γιὰ νὰ συγκατοικήσουμε μαζί σου.

    Τὸ τραγούδι διασῴζουν ὁ συντάκτης τοῦ ψευδηροδοτείου Βίου το Ὁμήρου καὶ ἡ Σούμμα 15. δημοτικὸ τῆς Σάμου ὁπωσδήποτε ἀρχαιότερο τοῦ 500 π.Χ., ποὺ ἴσως φτάνει καὶ μέχρι τὸν Ζ΄ π.Χ. αἰῶνα. γλῶσσα αὐθεντικὴ καὶ ἀρχαϊκὴ ἰωνικὴ τῆς Σάμου. δακτυλικὸ ἑξάμετρο, μέτρο τῆς ἐπικῆς ποιήσεως σὲ κατ΄ οὐσίαν λυρικὸ κομμάτι, πρᾶγμα ποὺ μαρτυρεῖ χρόνο ἀρχαιότερο ἀπὸ τὴν ἄνθησι τῆς τυπικῆς λυρικῆς ποιήσεως καὶ θυμίζει τὰ λεγόμενα Προοίμια ἢ Ὁμηρικοὺς Ὕμνους, πολλὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι στὴν οὐσία τους λυρικά. ἀπουσία κάθε ἴχνους θρησκείας, καθὼς καὶ νομίσματος. αὐθεντικὸ παιδικὸ τραγούδι. ὁ συντάκτης τοῦ Βίου, ὁ ὁποῖος τόσο τὸ κομμάτι αὐτὸ ὅσο καὶ πολλὰ ἄλλα ἀρχαϊκὰ ἀδέσποτα καὶ δημοτικά, ἐπικὰ στὸ μέτρο καὶ λυρικὰ στὴν οὐσία, ὅλα σὲ ἰωνικὴ διάλεκτο, προσπαθεῖ νὰ τὰ περάσῃ ὅλα σὰ χάντρες στὸ νῆμα τοῦ Βίου, προφανῶς γιὰ νὰ τὰ περισώσῃ καὶ γιὰ νὰ αἰτιολογήσῃ τὴν ὕπαρξί τους στὴν παράδοσι, στὴν εἰσαγωγὴ γιὰ τὴν εἰρεσιώνη αὐτὴ λέει ὅτι τὴν τραγουδοῦσε ὁ τυφλὸς καὶ φτωχὸς Ὅμηρος στὴ Σάμο ἀπὸ ἀρχοντικὸ σὲ ἀρχοντικό, ὁδηγούμενος ἀπὸ τὰ παιδιὰ ποὺ τραγουδοῦσαν κι αὐτὰ μαζί του. στὰ ἐπιλεγόμενα ὅμως γιὰ τὸ τραγούδι λέει˙ ιδετο δὲ τάδε τ ἔπεα ἐν τῇ Σάμῳ ἐπὶ πολὺν χρόνον ὑπ τῶν παίδων, ὅτε γείροιεν ἐν τῇ ἑορτῇ τοπόλλωνος. ἡ ἑορτὴ αὐτὴ πιθανῶς ἦταν ἡ ἴδια ἡ ἰσημερία καὶ πρωτοχρονιά, διότι τέτοια μέρα ἦταν εὐνόητο νὰ ἑορτάζεται ὁ Ἀπόλλων - Ἥλιος. αὐτὸ φυσικὰ δείχνει ὄχι τὴν ἀρχικὴ πραγματικότητα, ἀλλ᾽ ἐκείνη τοῦ Β΄ π.Χ. αἰῶνος, ὅταν βρῆκε καὶ περισυνέλεξε τὸ ᾆσμα ὁ συντάκτης τοῦ Βίου. ἡ ἑορτὴ ὁρίζεται ἢ μετασκευάζεται καὶ σὲ μεταγενέστερο χρόνο. ἐπίσης ὁ στίχος 10 μὲ τὴν ἀπροσδόκητη καὶ σαφῶς ἀταίριαστη ἀναφορὰ τῆς χελιδόνος εἶναι προφανῶς προσθήκη ἢ διασκευὴ νεώτερη τοῦ 432 π.Χ., ὅταν ἡ πρωτοχρονιὰ μετατέθηκε ἀπὸ τὴ φθινοπωρινὴ στὴν ἐαρινὴ ἰσημερία, ὁπότε ἡ εἰρεσιώνη αὐτὴ χρησιμοποιήθηκε καὶ ὡς χελιδόνισμα. στὸ κείμενο τῆς Σούμμας ἡ προσθήκη ἔχει καὶ προέκτασι μὲ ὀνομαστικὴ ἀναφορὰ τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ συνεπῶς εἰσδοχὴ θρησκευτικοῦ στοιχείου ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ὄψιμη ἐποχή. ὅλη μαζὶ ἡ προσθήκη ἔχει ὡς ἑξῆς.

10      νεμαί τοι νεμαι ἐνιαύσιος ὥστε χελιδὼν
          ἕστηκ᾽ ἐν προθύροις ψιλὴ πόδας. 
λλὰ φέρ᾽ αψα
          πέρσαι τῷ 
πόλλωνος γυιάτιδος ....................
2. Εἰρεσιώνη β΄
 
Εἰρεσιώνῃ σκα φέρειν καὶ πίονας ἄρτους
καὶ μέλι ἐν κοτύλῃ καὶ ἔλαιον 
ναψήσασθαι
καὶ κύλικ᾽ εὔζωρον, ὡς ἂν μεθύουσα καθεύδῃ.

Μετάφρασι

Στὴν εἰρεσιώνη φέρνε σῦκα καὶ ψωμιὰ ἀφράτα
καὶ μέλι στὴν κούπα καὶ μύρο ν᾽ ἀλειφτῇ
καὶ κρασὶ στὸ ποτήρι δυνατό, γιὰ νὰ κοιμᾶται σουρωμένη.

    Τὸ τραγούδι διασῴζουν ὁ Πλούταρχος καὶ ἡ Σούμμα 16. δημοτικὸ τῶν Ἀθηνῶν τῆς κλασσικῆς ἢ ἀλεξανδρινῆς ἐποχῆς, πιθανῶς ὄχι ὁλόκληρο. γλῶσσα πρότερη κοινὴ ἑλληνικὴ ἡ λεγομένη καὶ ἀττική. μέτρο λυρικῆς ποιήσεως. ἡ μεταγενέστερη ἡλικία του φαίνεται κι ἀπὸ τὴν προχωρημένη σημασία τοῦ ὅρου εἰρεσιώνη. σημαίνει τὴν παρέα τῶν ἀντρῶν πλέον ποὺ τὴν τραγουδοῦν σὲ συμπόσιο, ὅπου ἀλείφονται μὲ μυρέλαιο καὶ πίνουν καὶ μεθοῦν καὶ κοιμοῦνται. ἀπουσία θρησκείας καὶ νομίσματος, ἴσως ὅμως συμπτωματική, ὀφειλόμενη στὸ ὅτι πρόκειται γιὰ μικρὸ ἀπόσπασμα˙ ἂν πρόκηται γιὰ τέτοιο. ἡ καταγωγὴ τοῦ τραγουδιοῦ ἀνεβάζεται μέχρι τὸ Θησέα τόσο ἀπὸ τὸν Πλούταρχο ὅσο κι ἀπὸ τὴ Σούμμα, ἡ ὁποία ἴσως ἀντλεῖ ἀπ΄ αὐτόν. στὴ Σούμμα λέγεται ὅτι τραγουδιόταν στὴν Ἀθήνα κατὰ τὶς ἑορτὲς Πυανέψια τοῦ Ἀπόλλωνος (7 Πυανεψιῶνος = 22 Ὀκτωβρίου, περίπου φθινοπωρινὴ ἰσημερία καὶ πρωτοχρονιὰ) καὶ Θαργήλια τοῦ Ἡλίου καὶ τῶν Ὡρῶν (=ἐποχῶν τοῦ ἔτους) (7 Θαργηλιῶνος = 22 Μαΐου, ἴσως ἐαρινὴ ἰσημερία καὶ πρωτοχρονιά, ἴσως καὶ θερινὸ ἡλιοστάσιο. περίπου δηλαδή). πάντως οὔτε ὁ Πλούταρχος οὔτε ὁ συντάκτης τοῦ σχετικοῦ λήμματος τῆς Σούμμας φαίνονται νὰ γνωρίζουν ἢ ν᾽ ἀντιλαμβάνωνται ὅτι ἡ εἰρεσιώνη ἦταν, κατ᾽ ἀρχὴν τοὐλάχιστο, αὐτὸ ποὺ λέμε τώρα κάλαντα. ἡμίονος ἐδῶ ἐννοεῖται ὁ φυσικὸς καὶ γόνιμος ἡμίονος (κυπραίικο γαϊδούρι) (Βίβλος, Γε 45, 23˙ Β’ Βα 13, 29. Ὅμηρος, Β 852˙ Η 333), κι ὄχι τὸ ἄγονο ὑβρίδιο ‘’μουλάρι’’, ποὺ λεγόταν οὐρεύς (Ὅμηρος, Α 50˙ Ω 702).

3. Χελιδόνισμα
       Ἦλθ΄ ἦλθε χελιδὼν
        καλ
ς ὥρας ἄγουσα,
        καλοὺς ἐνιαυτούς,
        ἐπὶ γαστέρα λευκά, 
5      ἐπὶ νῶτα μέλαινα.
        Παλάθαν σὺ προκύκλει ἐκ πίονος οἴκου
        οἴνου τε δέπαστρον τυρο
 τε κάνιστρον.
        καὶ πύρνα χελιδὼν καὶ λεκηθίταν οὐκ 
πωθεται.
        Πότερ᾽ πίωμες ἢ λαβώμεθα; 10   εἰ μέν τι δώσεις. εἰ δὲ μή, οὐκ ἐάσομες.
        ἢ τ
ν θύραν φέρωμες ἢ τ ὑπέρθυρον
        ἢ τ
ν γυνακα τν ἔσω καθημέναν.
        μικρ
 μέν ἐστι, ῥᾳδίως νιν οἴσομες.
        ἂν δὴ φέρῃς τι, μέγα δή τι φέροις. 
15    ἄνοιγ᾽ ἄνοιγε τν θύραν χελιδόνι.
        οὐ γ
ρ γέροντές ἐσμεν, λλ παιδία.

Μετάφρασι
Ἦρθε ἦρθε ἡ χελιδόνα,
φέρνει τὸν καλὸ καιρό,
φέρνει τὴν καλὴ χρονιά.
εἶναι ἄσπρη στὴν κοιλιά,
μαύρη στὴ ῥάχι ἑπάνω.

Κύλα κατὰ δῶ ἕναν πελτὲ σύκου ἀπ᾽ τὸ σπιτικὸ τὸ γεμάτο καλούδια.
κέρνα μας ἕνα ποτήρι κρασί, δός μας κι ἕνα πανέρι τυρί.
ἡ χελιδόνα δὲν λέει ὄχι καὶ στὰ σταρόψωμα καὶ στὴν κουλούρα.

Τί λές; θὰ μᾶς δώσῃς ἢ νὰ φύγουμε;
κι ἂν μὲν μᾶς δώσῃς, καλὰ καὶ καμωμένα.
ἂν ὅμως δὲν μᾶς δώσῃς, δὲν θὰ περάσῃ ἔτσι.
ἢ τὴν αὐλόπορτα σοῦ σηκώνουμε ἢ τὸ στέγαστρό της,
ἢ τὴν κοπελλάρα ποὺ κάθεται στὸ σπίτι μέσα.
εἶναι μικρούλα βέβαια, ἀλλὰ τόσο τὸ καλλίτερο,
γιὰ νὰ τὴ σηκώνουμε κι ἐμεῖς ἀκόμη εὐκολώτερα.
κι ἂν φέρῃς νὰ μᾶς δώσῃς κάτι, νἆναι κάτι μεγάλο.
ἔλα ἄνοιξε τὴν πόρτα σου μπροστὰ στὴ χελιδόνα.
δὲν εἴμαστε γέροι ἄνθρωποι, εἴμαστε παιδάκια.

    Τὸ τραγούδι διασῴζουν ὁ Ἀθήναιος καὶ ἀποσπασματικὰ ὁ Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης ποὺ ὁμολογουμένως ἀντλεῖ ἀπὸ τὸν Ἀθήναιο17. ὁ δὲ Ἀθήναιος τὸ πῆρε ἀπὸ τὸ μὴ σῳζόμενο σήμερα ἔργο τοῦ ἱστορικοῦ τῶν ἀλεξανδρινῶν χρόνων Θεόγνιδος Περὶ τῶν ἐν Ῥόδῳ θυσιῶν, βιβλίον β΄. δημοτικὸ τῆς Ῥόδου ὁπωσδήποτε ἀρχαιότερο τοῦ 500 π.Χ., ἀλλὰ καὶ μὲ κομμάτια μεταγενέστερα τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρυθμίσεως τοῦ Μέτωνος κατὰ τὸ 432 π.Χ.. γλῶσσα αὐθεντικὴ καὶ ἀρχαϊκὴ δωρικὴ τῆς Ῥόδου, μέτρα λυρικῆς ποιήσεως, ᾆσμα διαιρούμενο κατὰ τὴ γνώμη μου σὲ τρεῖς στροφές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες μία εἶναι τὸ ἡμερολογιακὸ ἄγγελμα, μία τὰ αἰτήματα τῶν χελιδονιστῶν, καὶ μία οἱ ἀπειλές των σὲ περίπτωσι μὴ ἐκπληρώσεως τῶν αἰτημάτων τους. αὐθεντικὸ παιδικὸ τραγούδι. οἱ στροφὲς β΄ καὶ γ΄, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς δυὸ ἀναφορὲς τῆς χελιδόνος, εἶναι τὸ ἀρχαιότερο μέρος καὶ προέρχονται ἀπὸ εἰρεσιώνη φθινοπωρινῆς ἰσημερίας καὶ πρωτοχρονιᾶς. τὸ δείχνουν τὰ καλούδια ποὺ ζητοῦν τὰ παιδιά. ἡ α΄ στροφὴ ὅμως, ποὺ εἶναι καὶ σὲ διαφορετικὸ μέτρο, καὶ οἱ δύο παρακάτω ἀναφορὲς τῆς χελιδόνος εἶναι τὸ νεώτερο κομμάτι τὸ προστεθειμένο μετὰ τὸ 432 π.Χ. καὶ ἀναφέρονται σὲ ἐαρινὴ ἰσημερία καὶ πρωτοχρονιά. εἶναι τὸ κυρίως χελιδόνισμα. ὁ Θέογνις ἔλεγε ὅτι τραγουδιόταν στὴ Ῥόδο κατὰ τὸ μῆνα Βοηδρομιῶνα (= 15 Σεπτεμβρίου - 15 Ὀκτωβρίου, ἀκριβῶς φθινοπωρινὴ ἰσημερία καὶ πρωτοχρονιά), πρᾶγμα ποὺ στὴν ἀρχὴ μᾶς ἐκπλήσσει, ἀφοῦ ἀναγγέλλει τὴν ἔλευσι τῆς χελιδόνος, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ σκέψι μᾶς βεβαιώνει γιὰ τὴν ἀλλαγὴ καὶ προσαρμοστικὴ προσθήκη καὶ διασκευὴ ποὺ εἶπα προηγουμένως. ὁ Ἀθήναιος λέει ὅτι τὸν ἀγερμὸν αὐτὸν τὸν κατέδειξε πρῶτος ὁ Κλεόβουλος ὁ Λίνδιος στὴ Λίνδο τῆς Ῥόδου, ἕνας δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς λεγομένους ἑπτὰ σοφούς, ποὺ φέρονται νὰ ἔζησαν γύρω στὸ 600 π.Χ.. ἀσφαλῶς τόσο ἀρχαῖες μποροῦν νὰ εἶναι μόνο οἱ στροφὲς β΄ καὶ γ΄, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν προμετώνειο εἰρεσιώνη, καὶ ὄχι τὸ χελιδόνισμα τῆς α΄ στροφῆς. σ᾽ ὅλο τὸ ᾆσμα εἶναι βέβαιη ἡ ἀπουσία θρησκείας καὶ νομίσματος. ἄξια σημειώσεως εἶναι τὸ ἀστεῖο παιδικὸ θράσος τῶν χελιδονιστῶν καὶ ἡ ἐπίσης ἀστεία καὶ ἀπαιτητικὴ παιδικὴ ἀπειλή τους . «Ἢ μᾶς δίνεις ὅ,τι ἀπαιτοῦμε, ἢ σοῦ χαλᾶμε τὴν αὐλόπορτα καὶ ...ἀπάγουμε καὶ τὴν κοπελλάρα τοῦ σπιτιοῦ (προφανῶς νεογνό!) . κι ἂν εἶναι καὶ μικρή, τόσο τὸ καλλίτερο. νὰ μποροῦμε καὶ νὰ τὴ σηκώσουμε!». ἔμμεσο ἐγκώμιο τῆς ὀμορφιᾶς τῆς μικρῆς, πού, ἀπὸ τώρα κιόλας, γίνεται στόχος ἐρωτικῶν ἀπαγωγέων! καὶ στὰ σημερινὰ κόλιντα τῆς Τερπνῆς Σερρῶν ὑπάρχει τὸ στοιχεῖο τῆς ἀπειλῆς. ὑπάρχουν τρία στοιχεῖα. α΄) τὸ ἡμερολογιακὸ ἄγγελμα μὲ τὶς εὐχές, β΄) τὸ θρασὺ αἴτημα, καὶ γ΄) ἡ παιδικὴ ἀπειλή. ὅπως ἀκριβῶς σ΄ αὐτὸ τὸ δωρικὸ χελιδόνισμα. δηλαδή.

α΄.     Κόλιντα, μπάμπω, κόλιντα!                                           (ἄγγελμα)
          τρε
ς χιλιάδις πρόβατα,
          κι ἄλλα τόσα γίδια.                                                         
(εὐχὲς) β΄.     Δῶσι, κυρά, καρύδια,....
          δῶσι κι ἄλλα,...                                                                 
(θρασὺ αἴτημα) γ ΄.   Ν μὴ σὶ σπάσου τ κιραμίδια!
          ν
 μὴ σὶ σπάσου τ᾽ σκάλα !                                             (ἀπειλή).

εἶναι ἐκπληκτικὸ ὅτι τὰ στοιχεῖα αὐτὰ διατηρήθηκαν τόσους αἰῶνες. ὑπ᾽ ὄψιν δὲ ὅτι καὶ ἡ Τερπνή, ὅπως ἡ Ῥόδος, ἦταν μέρος δωρικό, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὶς λέξεις τῆς τοπικῆς της λαλιᾶς σαμόραστος καὶ μᾶκος (σᾶμα-σῆμα, μάκων-μήκων. βλ. Λεξικὸ τοῦ Ν. Πασχαλούδη). ἄλλωστε καὶ ὅλοι οἱ Μακεδόνες ἦταν Δωριεῖς, ἀφοῦ, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, καὶ μέσα στ᾽ ὄνομά τους φαίνεται τὸ δωρικὸ μᾶκος (=μῆκος, ψηλὸ ἀνάστημα).

4. Κορώνισμα

      Ἐσθλοί, κορώνῃ χερα πρόσδοτε κριθέων
      τῇ παιδί τ
πόλλωνος ἢ λέκος πυρῶν
      ἢ ἄρτον ἢ ἤμαιθον ἢ ὅτι τις χρῄζει.
      δότ᾽, ὦγαθοί, <τι> τῶν ἕκαστος ἐν χερσὶν 
5    ἔχει κορώνῃ. χἅλα λήψεται χόνδρον.
      φιλε
 γρ αὕτη πάγχυ τατα δαίνυσθαι.
      ὁ ν
ν ἅλας δοὺς αὖθι κηρίον δώσει.
      ὦ πα
, θύρην ἄγκλινε. πλοτος ἤκουσε,
      καὶ τῇ κορώνῃ παρθένος φέρει σ
κα. 10  θεοί, γένοιτο πάντ᾽ ἄμεμπτος ἡ κούρη
      κ
φνειν ἄνδρα κὠνομαστν ἐξεύροι.
      καὶ τῷ γέροντι πατρὶ κο
ρον εἰς χερας
      καὶ μητρὶ κούρην εἰς τ
 γονα κατθείη,
      θάλος τρέφειν γυνα
κα τος κασιγνήτοις. 15  ἐγὼ δ᾽ ὅκου πόδες φέρουσιν, ὀφθαλμοὺς       ἀμείβομαι Μούσῃσι πρς θύρῃσ᾽ ᾄδων
      καὶ δόντι καὶ μὴ δόντι πλέονα τῶν γεω.
      ...................................................... 
      ἀλλ᾽ , ὦγαθοί, ἐπορέξαθ᾽ ὧν μυχς πλουτε .
      δ
ς ὦν, ἄναξ, δς καὶ σὺ πότνα μοι νύμφη. 20  νόμος κορώνῃ χερα δον᾽ ἐπαιτούσῃ.
      τοσα
τ᾽ είδω. δός τι καὶ καταχρήσει.
Μετάφρασι
Δῶστε, καλοί μου, μιὰ χεριὰ κριθάρι στὴν κορώνη,
τὴν κόρη τοῦ Ἀπόλλωνος, ἢ ἕνα πιάτο στάρι,
ἢ ἕνα ψωμὶ ἢ ἕνα ἡμιώβολο, ἢ ὅ,τι ἔχει κανεὶς προαίρεσι.
δῶστε, καλοί μου, κάτι ἀπ᾽ αὐτὰ ποὺ ὅλοι σας κρατᾶτε,
δῶστε στὴν κορώνη. παίρνει δὲ καὶ λίγα σπυριὰ ἁλάτι.
γιατὶ τῆς ἀρέσουν πάρα πολὺ νὰ τρώῃ κάτι τέτοια.
ὅποιος δίνει ἁλάτι σήμερα, αὔριο θὰ δώσῃ μελιοῦ κηρήθρα.
ἄνοιξε τὴν πόρτα, δοῦλε. ὁ πλοῦτος τὴν κορώνη τὴν ἀκούει.
νά κι ἡ κοπέλλα ποὔρχεται καὶ φέρνει στὴν κορώνη σῦκα.
ὄμορφη κάντε την, θεοί, κόρη χωρὶς ψεγάδι,
κι ἄντρα νὰ βρῇ βοηθῆστε την πλούσιο καὶ παινεμένο.
στὰ χέρια τοῦ γέρου πατέρα της ἕναν ἐγγονὸ ν᾽ ἀκουμπήσῃ,
στῆς γριᾶς μάννας τὰ γόνατα μιὰ ἐγγονὴ ν᾽ ἀφήσῃ.
καὶ γιὰ τοὺς ἀδερφούς της κάποια γυναῖκα βλαστάρι ν᾽ ἀνατρέφῃ.
κι ἐγὼ κυττῶ νὰ πηγαίνω ὅπου μὲ πᾶν τὰ πόδια μου,
κι ἐκεῖ στὶς πόρτες ἐμπροστὰ νὰ τραγουδῶ στὶς Μοῦσες.
μοῦ δώσῃ δὲν μοῦ δώσῃ κάποιος, πιότερα τοῦ εὔχομαι ἀπ᾽ ὅσα ἔχει.
..............................................................................................
Ἀλλ΄, ὦ καλοί μου, δῶστε μου, ἀπ᾽ τοῦ κελλαριοῦ σας τὰ καλούδια.
δῶσε μου καὶ σύ, βασιλιᾶ μου, δῶσε μου καὶ σύ, νεράιδα λατρευτή.
ἔθιμο εἶναι νὰ δίνῃς μιὰ χεριά, ὅταν ἡ κορώνη ζητιανεύῃ.
μέχρι ἐδῶ τὸ ᾆσμα μου. δῶσε κι ἀπ᾽ τὸ ὑστέρημά σου κάτι.

    Τὸ τραγούδι αὐτὸ διασῴζει ὁ Ἀθήναιος18, ὁ ὁποῖος τὸ πῆρε ἀπὸ τὸν Κολοφώνιο ποιητὴ Φοίνικα. ὑπῆρχαν τέτοια δημοτικὰ κορωνίσματα, στὰ ὁποῖα ἀντὶ γιὰ τὴ χελιδόνα τραγουδιόταν ἡ κορώνη (κουρούνα), ὅπως μαρτυροῦσαν οἱ Ἔφιππος, Ἁγνοκλῆς, καὶ Πάμφιλος, στοὺς ὁποίους παραπέμπει ὁ Ἀθήναιος, καὶ μαρτυρεῖ ὁ Ἡσύχιος19 καὶ ἔμμεσα ὁ Αἰλιανός20. ἐννοεῖται ὅτι ἦταν γερμοὶ τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας καὶ πρωτοχρονιᾶς ὅπως τὰ χελιδονίσματα. αὐτὸ ἑδῶ ὅμως εἶναι ἔντεχνο ἰαμβικὸ ᾆσμα τοῦ Φοίνικος ἀπὸ τὴν Κολοφῶνα τῆς Μ. Ἀσίας, ἢ ἀκριβέστερα ἔντεχνη διασκευὴ κάποιου τέτοιου προϋπάρχοντος δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, τὴν ὁποία φιλοτέχνησε ὁ Φοίνιξ. ὁ ποιητὴς αὐτὸς πρέπει νὰ εἶναι τοῦ Δ΄ π.Χ. αἰῶνος ἢ τῶν ἀλεξανδρινῶν χρόνων (Γ΄-Α΄ π.Χ. αἰ.). ἡ γλῶσσα τοῦ ᾄσματος εἶναι ἐλαφρῶς ἰωνίζουσα, ὑπάρχει δὲ σ᾽ αὐτὸ ἀναφορὰ νομίσματος καὶ ἀρκετὸ θρησκευτικὸ στοιχεῖο. ἡ κορώνη εἶναι προσωποποιημένη καὶ θεοποιημένη καὶ θυγατέρα τοῦ Ἀπόλλωνος, τὶς δὲ εὐχὲς ἐκπληρώνουν οἱ θεοί. τὰ τρόφιμα φιλοδωρήματα τὰ «τρώει» ἡ ἴδια ἡ Κορώνη, κάτι ποὺ εἶναι ἱερατικὴ φανφάρα. τὸ κορώνισμα κατὰ μὲν τὴν εἰσαγωγικὴ σημείωσι τοῦ Ἀθηναίου τὸ τραγουδοῦσαν ἄνδρες γείροντες, καὶ ὄχι παιδιά,κατὰ δὲ τὸ ἴδιο τὸ περιεχόμενο τοῦ ᾄσματος ἕνας μόνο ἄντρας, ἐπαγγελματίας κορωνιστής, δηλαδὴ προφανῶς ἱερεύς. εἶναι πολὺ ἐμφανῆ τὸ ἐπαγγελματικὸ ζητιανηλίκι, ἡ προσπάθεια προκλήσεως τοῦ οἴκτου τῶν ἀκροατῶν, ἡ χρῆσι κολακείας, καὶ ἡ διπλωματικὴ γλῶσσα καὶ φιλοφρόνησι τοῦ ἐπαγγελματία ζητιάνου. τὸ νόμισμα ἤμαιθον, ποὺ ἀναφέρεται, εἶναι κατὰ τὸν Ἡσύχιο ἡμιώβολον (μισὸς ὀβολὸς) ἢ στὴν Κύζικο διώβολον (δύο ὀβολοί)21. τὸ κορώνισμα πρέπει νὰ εἶναι ἀρχικὰ μὲν νεώτερο τοῦ 432 π.Χ., ὡς διασκευὴ δὲ εἶναι τοῦ Δ΄ ἢ τῶν Γ΄-Α΄ π.Χ. αἰώνων. πολὺ γρήγορα πρέπει ἀπὸ παιδικὸ κορώνισμα νὰ μεταπήδησε σὲ ἱερατικὸ ἀγερμό, καὶ ἀπὸ ἱερατικὸ ἀγερμὸ σὲ συμποσιακὸ κι ἐν τέλει σὲ γαμήλιο τραγούδι ἐνηλίκων. διότι ὁ μὲν Ἔφιππος στὴν κωμῳδία του Ὀβελιαφόροι ἔχει τὸ στίχο τ μοσχίον / τ τῆς Κορώνης αὔριον δειπνήσομεν22, ὁ δὲ Αἰλιανὸς τὸν Γ΄ μ.Χ. αἰῶνα γράφει˙ κούω δὲ τοὺς πάλαι καὶ ἐν τος γάμοις μετ τν ὑμέναιον τὴν κορώνην ᾄδειν, σύνθημα ὁμονοίας τοτο τος συνιοσιν ἐπὶ παιδοποιίᾳ διδόντας. ἐπειδὴ κατὰ τὸν προλεγόμενο μῦθο του αἱ κορῶναι μυθολογοῦνται ὡς πουλιὰ ποὺ τηροῦν ἰσόβια συζυγικὴ πίστι.
    Πρὸς τὸ τέλος τῆς εἰδωλολατρίας ὅλοι οἱ προχριστιανικοὶ ἀγερμοὶ περιῆλθαν στὴ χρῆσι τοῦ ἱερατείου της. διότι ὁ Ἰωάννης Τζέτζης γνωρίζει τοὺς μηναγύρτας (=καλαντιστὰς τῆς κάθε πρωτομηνιᾶς) ὡς γάλλους (=θηλυστολοῦντες κιναίδους) ἱερεῖς μοναχοὺς τῆς θεᾶς Ῥέας τῆς Μητρὸς τοῦ θεοῦ τους Ἄττεως, οἱ ὁποῖοι ἔβαζαν πάνω σ᾽ ἕνα γαϊδούρι τ εἴδωλον τῆς θεᾶς αὐτῶν Ῥέας καί, περιερχόμενοι τς κώμας, τραγουδοῦσαν τὰ ρχίμηνα χτυπώντας καὶ τύμπανα (=ντέφια) καὶ ζητιανεύοντας (προσαιτοντες) ὄσπρια καὶ σιτηρὰ ὑπὲρ τοῦ μοναστηριοῦ τους. οἱ δὲ λάτρεις ἀσπάζονταν τὸ εἴδωλο καὶ τοὺς ἔδιναν ἕνα πιάτο ἀπ᾽ αὐτὰ ποὺ ζητοῦσαν23. ὅπως ἀκριβῶς ἔκαναν καὶ οἱ καλόγεροι τῶν ἡμερῶν μας ζητείαν γιὰ τὰ μοναστήρια τους, μὲ λείψανα καὶ εἰκονίσματα τῆς Παναγίας πάνω σ᾽ ἕνα γαϊδούρι, καὶ μάζευαν τὰ ἴδια προϊόντα ἢ χρήματα μέχρι τὰ παιδικά μας χρόνια (1960), διατηρώντας τὴν εἰδωλολατρικὴ παράδοσι τῶν κιναίδων ἱερέων τῆς θεομήτορος Ῥέας. τὰ μικρὰ παιδιὰ τραγουδοῦσαν πιὰ τὰ «χριστιανικὰ» κάλαντα.
 
 
 
________________________________________

ΕΠΙΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Ἡρόδοτος 1, 61, 3.
2. Ὅμηρος, ρ 360-3.
3. Πολυδεύκης 3, 111.
4. Αἰσχύλος, Ξάντριαι, ἀπ. 168 Ναuck. Ἡρόδοτος 4, 35, 1-4.
Πλάτων, Πολ., 2 (381 d). Διονύσιος Ἁλικ., Ῥωμ. ἀρχ. 2, 19, 2. Ἐπιγραφὴ-Ψήφισμα Ἁλικαρνασσοῦ 2656, 26-28 (Α΄ π.Χ. αἰ.), CΙG 2, 453. Λουκιανός, Ψευδόμ., 13. Ἡσύχιος, λ. ἀγείρειν. ἀγερμός˙ κορωνισταί˙ χελιδωνισταί. Φώτιος, λ. ἀγείρει. Σούμμα (= Σουΐδας) , λ. ἀγείρει.
5. Ἀριστοφάνης, Ὄρν., 1410-17..Ψευδηρόδοτος,Ὁμήρου βίος, 33. Πλούταρχος, Θησ. 22, 6-7. Ἀθήναιος 8, 59-60 (359b-360b). Ἡσύχιος, λ. κορωνισταί˙ χελιδονισταί. Σούμμα, λ. εἰρεσιώνη˙ Ὅμηρος. Εὐστάθιος, Εἰς Ὀδύσσ., φ 411-412 (1914, 40-50)˙ Ἐπιστ. 41 (μεγάλῳ ἑταιρειάρχῃ), ἔκδ. T.L.F. Tafel, Opuscula, 344 (Francofurti 1832). Ἰωάννης Τζέτζης, Ἱστ. 13, 237-250. οἱ Ἕφιππος, Ἁγνοκλῆς, Φοίνιξ, Θέογνις, καὶ Πάμφιλος, στὸν Ἀθήναιο, ἔνθ΄ ἀνωτ.
6. Ψευδηρόδοτος, Ὁμήρου βίος, 33.
7. Κατ᾽ ἄλλους γύρω στὸ 700 ἢ τὸ 353 ἢ τὸ 46 π.Χ., ἀλλ᾽ αὐτοὶ δὲν ἔχουν δίκαιο.
8. Ὅμηρος, δ 135˙ ι 425-6.
9. Εὔπολις, Οἱ δῆμοι, ἀπόσπ. 131 Edmonds (=Κ119). Ἀριστοφάνης, Ἱππ., 728 - 9˙ Σφ., 398-9˙ Πλ., 1053-54. Ἐπιγραφὴ Ἀττικῆς (ἐπιτυμβία Θεσμοφάνους, νεώτερη τοῦ Μενάδρου) 956, 9-12 CIG 1, 537. Ψευδηρόδοτος, Ὁμήρου βίος, 33.  Πλούταρχος, Θησ. 22, 6-7. Ἰώσηπος, Ἀρχ. 3, 245. Ἀλκίφρων, Ἐπιστ. 2, 35, 1 (ἢ 3, 37, 1) (ἀγροικικαί, Ἐπιφυλὶς Ἀμαρακίνῃ).Ἡσύχιος, λ. εἰρεσιώνη. Σούμμα, λ. εἰρεσιώνη˙ Ὅμηρος.
10. Ψευδηρόδοτος, Ὁμήρου βίος, 33. Πλούταρχος, Θησ. 22, 6-7.  Σούμμα, λ. εἰρεσιώνη˙  Ὅμηρος.
11. Ἀριστοφάνης, Ὄρν., 1410-17.  Ἀθήναιος 8, 60 (360bcd).Ἡσύχιος, λ. χελιδονισταί. Σούμμα, λ. χελιδόνιον μέλος. Εὐστάθιος, Εἰς Ὀδύσσ., φ 411-412 (1914, 40-50)˙ Ἐπιστ. 41, ἔνθ΄ ἀνωτ.. Πρβλ. καὶ Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ συνόδου, καν. 62.
12. Ἔφιππος, Ὀβελιαφόροι, στὸν Ἀθήναιο 8, 58 (359 b). Ἀθήναιος, 8, 58-60 (359b˙ def˙ 360 ab). Αἰλιανός, Περὶ ζῴων 3, 9. Ἡσύχιος, λ. κορώνη˙ κορωνισταί.Ἰωάννης Τζέτζης, Ἱστ. 13, 237-267.
13. Πουλολόγος, (καλανδίζω ). Φορτουνᾶτος (κάλαντα ), στὸ τοῦ Ἐμ. Κριαρᾶ, Λεξικὸ..., λ. καλανδίζω - κάλαντα. σημερινὴ δημοτικὴ γλωσσικὴ χρῆσι.
14. Σήμερα στὴν Τερπνὴ γιὰ τὸν ἀγερμὸ τῆς 24 Δεκεμβρίου.
15. Ψευδηρόδοτος, Ὁμήρου βίος, 33. Σούμμα, λ. Ὅμηρος.
16. Πλούταρχος, Θησ. 22, 6-7. Σούμμα, λ. εἰρεσιώνη.
17. Ἀθήναιος 8, 60 (360bcd). Εὐστάθιος, Εἰς Ὀδύσσ., φ 411-412 (1914, 40-50)˙ Ἐπιστ. 41, ἔνθ΄ ἀνωτ.. τὸ ἐκδίδουν καὶ οἱ ἐκδότες τῶν λυρικῶν ποιητῶν Bergk, Hiller, Crusius, Page, στὴν κατηγορία τῶν δημοτικῶν (populares).
18. Ἀθήναιος 8, 59 (359d-360b).
19. Ἡσύχιος, λ. κορώνη˙ κορωνισταί.
20. Αἰλιανός, Περὶ ζῴων 3,9.
21. Ἡσύχιος, λ. ἤμαιθον. καὶ ὁ Ἡρῴδας (Διδάσκ., 44) ἀναφέρει τρί᾽ ἤμαιθα.
22. Ἔφιππος, στὸν Ἀθήναιο 8, 58 (359b).
23. Ἰωάννης Τζέτζης, Ἱστ. 13, 250-267.
 
Ἡ μελέτη αὐτὴ πρωτοδημοσιεύτηκε τὸ 1999  
στὸ περιοδικὸ ‘’Τερπνή’’, φ. 42 - 44 (2001 - 02).
 
 Μελέτες 4 (2008)
http://www.philologus.gr/ 

Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2016

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΜΑΓΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ


Φυλακτά, φαρμακεία, επικλήσεις πνευμάτων,
κατάδεσμοι, καταπασσαλεύσεις

Βακαλούδη Αναστασία


Όπως φαίνεται από τις μαρτυρίες των πηγών, η μαγεία δεν ήταν άγνωστο φαινόμενο στην αρχαία Ελλάδα. Πληροφορίες για την ελληνική μαγεία βρίσκει κανείς στα κείμενα του Ομήρου. Επίσης, ο μυστηριακός θεός Διόνυσος - Ζαγρεύς ήταν συνδεδεμένος με την ερωτική μαγεία. Από την καρδιά του παρασκευάστηκε ερωτικό φίλτρο, που δόθηκε στη Σεμέλη, μιά θνητή, που επιθυμούσε να δει τον εραστή της, Δία, στην πρωτογενή του μορφή. Τα «επιφάνεια» του θεού ήταν συντριπτικά και την εκμηδένισαν. Ακόμη, μορφές όπως η Εκάτη, ο Ερμής, ο Ορφέας και η Μήδεια, αλλά και υπερφυσικές ιδιότητες των θεών, θετικές ή αρνητικές, επιβεβαίωναν την ευρύτατη πίστη τής ελληνικής φαντασίας στη δύναμη της μαγείας.
Όμως, παρά το γεγονός, ότι η γοητεία, τα μαγικά και οι επικλήσεις πνευμάτων υπήρχαν στην ελληνική αρχαιότητα, οι έλληνες τα αντιμετώπιζαν με επιφύλαξη και απόδειξη γι΄ αυτό αποτελεί το γεγονός, ότι οι δύο διάσημες μάγισσσες Κίρκη και Μήδεια ήταν ξένες, η μία Λιγγυστίς, η άλλη από την Κολχίδα και η θεά των φαντασμάτων και της μαγείας Εκάτη προερχόταν από την Καρία. Είναι, επίσης, χαρακτηριστικό της αρχαιότητας, ότι η μαγεία και η μαγγανεία συνιστούν γυναικείες ενασχολήσεις και όλες οι μάγισσες είναι αφοσιωμένες στην Εκάτη.
Οι θεοί του Ολύμπου ήταν ωραιότεροι, ισχυρότεροι και ακμαιότεροι από τον άνθρωπο, αλλά γεννημένοι όπως αυτός και σχετικά όμοιοί του. Τα κύρια χαρακτηριστικά τους ήταν η αιώνια νεότητα και η αθανασία. Σιγά-σιγά άρχισαν να προβάλλονται κι άλλες θεότητες, που ως τώρα ανήκαν στον κατώτερο χώρο τής λαϊκής πίστης, όπως η Εκάτη. Η Εκάτη με την ακολουθία της αποτελούσαν αναμφίβολα ένα αρχαϊκό δημιούργημα θρησκευτικής φαντασίας, που όμως, δεν αναφέρεται ποτέ στην ομηρική ποίηση. Η λατρεία της άρχισε ως περιορισμένη και τοπική, εξελίχθηκε αργότερα σε επίσημη τελετή τής πόλης και τελικά ο Ησίοδος την εξυμνούσε σχεδόν ως αρχηγό όλων των θεών. Η Εκάτη ήταν μιά υποχθόνια θεά. Είχε σχέση με τη θεά Εστία, που ήταν η Γη, η πηγαία ουσία και αίτια των πάντων και την παμπάλαια λατρεία των ψυχών στην εστία του σπιτιού. Πιστευόταν μάλιστα, ότι η ίδια η Εκάτη κατοικούσε στο βάθος τής εστίας, όπου την τιμούσαν μαζί με τον υποχθόνιο Ερμή, το ανδρικό αντίστοιχό της, και τους («εφεστίους») σπιτικούς πατρογονικούς θεούς. Ήταν, επίσης, η κυρία των ψυχών, οι οποίες είχαν ακόμη δεσμούς με τον επάνω κόσμο, παρούσα στους τόπους κατοικίας των νεκρών, τούς τάφους, και τη λατρεία τους.
Παράλληλα, ιδιαίτερη βαρύτητα απέκτησε η θεωρία του Ησιόδου, που έλεγε, ότι, όταν η πρώτη γενιά των θνητών, που γεννήθηκαν μαζί με τους θεούς πέθανε, κλείστηκαν αυτοί στη γη, ονομάστηκαν χθόνιοι δαίμονες και έγιναν επιστάτες και φύλακες των ανθρώπων. Έτσι, υποβαθμίστηκε και η έννοια του δαίμονα και έγιναν οι δαίμονες τα ενδιάμεσα όντα ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους, που κατείχαν την υπερφυσική δύναμη και μ΄ αυτήν επενέβαιναν στην ανθρώπινη Ζωή. Οι Έλληνες άρχισαν να πιστεύουν, ότι η δύναμη ενυπήρχε και σε αντικείμενα, όπως φυλακτά ή αγάλματα.
Η ιωνική φιλοσοφία, που είχε ως βάση τον ορθολογισμό, αντιστάθηκε σ΄ αυτές τις δοξασίες. Όταν, όμως, τον 6ο π.Χ. αιώνα, το ενδιαφέρον των ελλήνων φιλοσόφων στράφηκε από τη μελέτη της φύσης και του σύμπαντος, στην ερμηνεία τής ηθικής και την αναζήτηση τής ευτυχίας και τής δικαιοσύνης, οι παραπάνω δοξασίες επανήλθαν και ενισχύθηκαν από νέες αντιλήψεις, καθώς οι έλληνες ήλθαν σε επαφή με διάφορους ανατολικούς πολιτισμούς. Έτσι, πραγματικά στοιχεία αναμείχθηκαν με φανταστικά ως προς τις γνώσεις κάποιων ιδιοτήτων των φυτών ή των ορυκτών και κάποιων εμπειριών της φυσικής.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η πίστη στη δύναμη ενός φυτού να θεραπεύει ή ενός λίθου να εξαλείφει τη δυστυχία. Η δύναμη αυτή ήταν απόρροια τής επίδρασης των άστρων και των πλανητών. Έπρεπε, ακόμη, να υπάρχει μια συμβολική ομοιότητα ανάμεσα στην αιτία και το αποτέλεσμα. Για παράδειγμα, η θεραπεία με τα φυτά βασιζόταν σε κάποιο συμβολικό στοιχείο τους: τα φυτά με φύλλα σχήματος ήπατος βοηθούσαν στη θεραπεία ηπατικών νόσων. Αυτή ήταν η λεγόμενη αρχή της «συμπάθειας», σύμφωνα με την οποία η προαναφερθείσα δύναμη των αντικειμένων προσλάμβανε αποκρυφιστικό χαρακτήρα. Ακολουθώντας αυτή την πορεία, το πνεύμα των ελλήνων στράφηκε τελικά σε θεωρίες, που αφορούσαν στη δαιμονολογία και τη μαγεία.


Η ανάπτυξη της δαιμονολογίας και δεισιδαιμονίας

Η πίστη στην ύπαρξη των κακών δαιμόνων βρήκε ανταπόκριση στις δοξασίες για τα φαντάσματα, που υπήρχαν ανέκαθεν στην αρχαία Ελλάδα. Τον 4ο αιώνα, καθώς η αποδοχή των δαιμόνων γενικεύτηκε, φρικιαστικά στοιχεία τής ελληνικής δεισιδαιμονίας, όπως η Έμπουσα και η Λάμια ονομάστηκαν δαίμονες. Η Έμπουσα, ένα είδος αρχαιοελληνικού βρυκόλακα, έγινε μέλος τής συνοδείας τής Εκάτης.
Στις κωμωδίες του Αριστοφάνη διαφαίνεται η περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Στους Όρνιθες παρουσιάζει συμπολίτη του να πραγματοποιεί νεκρομαντική τελετή με θυσία ζώου, για να ανάξει ψυχή από τον Άδη κατά το πρότυπο τού Οδυσσέα και τού Σωκράτη, τον οποίο επίσης παρουσιάζει ρυπαρό να «ψυχαγωγεί» με τελετές τις ψυχές των νεκρών. Κατά τη διάρκεια τής νεκρομαντικής τελετής νυχτερίδα ανέρχεται από τον κόσμο των νεκρών για να πιει το αίμα τής θυσίας. Οι θεοί παρουσιάζονται στους ανθρώπους και τους μιλούν βγάζοντας περίεργους κι ακατανόητους ήχους. Στον Πλούτο ο Αριστοφάνης αναφέρει, πως κατά την εμφάνισή του ο θεός «επόππυσεν», δηλαδή κακάρισε και βγήκαν από το ιερό δύο πελώρια φίδια.

Πομπή ονοκεφάλων δαιμόνων. Θραύσμα τοιχογραφίας από τα ανάκτορα των Μυκηνών (13ος αι. π.Χ.).
 


Κατά τη διάρκεια των τελετών οι ιερείς απήγγελλαν, μαζί με τα εξαγνιστικά ονόματα - σύμβολα, μαγικούς θρησκευτικούς ύμνους και ικετευτικές μαγικές προσευχές, για να εξευμενίσουν κάποιο πνεύμα ή άφηναν να ηχήσει ο ήχος από μπρούντζο και χαλκό, για να εξορκίσουν τους κακούς δαίμονες και να διώξουν τα φρικτά φαντάσματα των φαύλων, των πρόωρα πεθαμένων και αυτών, που πέθαναν με βίαιο τρόπο, που θεωρούνταν συνοδοί της Εκάτης.
Η Εκάτη έγινε η δημιουργός και υποκινήτρια κάθε είδους φρικώδους φαντασίωσης. Εκεί όπου υποχωρούσαν από τρόμο οι ουράνιοι θεοί και δαίμονες εκείνη βρισκόταν στο στοιχείο της. Πριν από κάθε εμφάνισή της ακούγονταν ουρλιαχτά σκύλων, σεισμοί, βροντές και φοβερή βοή. Κατόπιν, εμφανιζόταν εκείνη, ξαφνικά στον άνθρωπο, για να του προξενήσει κακό, με τρομακτικές μορφές, όπως πελώριας γυναίκας με φίδια αντί για μαλλιά, κρατώντας πυρσό στο ένα χέρι και ξίφος στο άλλο. Οι εικόνες αυτές, σαν ονειρικά οράματα εμφανίζονταν τη νύκτα υπό το σεληνόφως ή σε έρημες τοποθεσίες μέσα στην εκτυφλωτική ζέστη τού μεσημεριού και μετασχηματίζονταν άστατα και ταλαντεύονταν μπροστά στα μάτια των έντρομων θυμάτων της. Ακόλουθοί της ήταν οι ψυχές των αμαρτωλών, εκείνων, που δεν έτυχαν ταφής και των νεκρικών ιερών εθίμων ή έχασαν με βίαιο τρόπο τη ζωή τους ή πέθαναν πρόωρα. Αυτές οι ψυχές δεν έβρισκαν ηρεμία μετά το θάνατο. Περιφέρονταν στον αέρα με την Εκάτη και τους δαιμονισμένους της σκύλους. Αυτά τα πνεύματα των ψυχών, που περιφέρονταν τη νύκτα, προκαλούσαν σε όλους όσους συναντούσαν «μίασμα» και συμφορά, τρομακτικό όνειρα, παραφροσύνη ή επιληψία.
 





Η τρίμορφη Εκάτη κυβερνά τον Ουρανό, τη Γη και τον Κάτω Κόσμο. Κρατά, επίσης, τα κλειδιά της κρυμμένης γνώσης. Μοιράζεται με τον Δία την ικανότητα να πραγματοποιεί τις ευχές των ανθρώπων. Ο Ησίοδος αναφέρει, ότι η δύναμη και η λατρεία της χάνονται βαθιά μέσα στο χρόνο. Σημαντικός ήταν ο ρόλος τής θεάς στις ιστορίες, που σχετίζονταν με τα Ελευσίνια Μυστήρια. Στη φωτογραφία εικονίζεται ένα φυλακτό της Εκάτης.


Ως προσφορά προς την Εκάτη και τις ψυχές αυτές τοποθετούσαν οι άνθρωποι την τελευταία νύκτα του μηνός τα «δείπνα της Εκάτης» στα σταυροδρόμια και στα τρίστρατα (τρίοδοι) (ανάλογα με τα τρία ή τέσσερα πρόσωπα της Εκάτης), όπου πίστευαν, ότι τριγύριζαν οι κακοί δαίμονες. Έριχναν, δηλαδή, εκεί, με στραμμένο το πρόσωπο προς τα πίσω, τα υπολείμματα των καθαρτικών θυσιών, για να κρατήσουν μακριά από τις ανθρώπινες κατοικίες τα αποτρόπαια όντα. Επίσης, προς τιμή τής Εκάτης θυσιάζονταν νεαροί σκύλοι προς «κάθαρση», για να την κρατήσουν μακριά. Οι φρικτές αυτές ιδέες και παραστάσεις, που ήρθαν από τη νοτιοδυτική Μικρά Ασία, διανθίστηκαν με ελληνικές και πολυάριθμες ξενόφερτες φαντασιώσεις.


Εξ ανατολών το σκότος

Την εποχή αυτή εισέρευσαν από την Ανατολή και διαδόθηκαν στην Ελλάδα πολλές ξενόφερτες θρησκείες και θρησκευτικές πρακτικές. Η περιγραφή τού «γόητος» Ορφέα, που απέκτησε μεγάλη δύναμη και το θαυμασμό τού κόσμου από τις μουσικές και μαντικές του ικανότητες, καθώς και τις πραγματοποιήσεις θρησκευτικών οργιαστικών τελετών (αγυρτεύων διέζη, είτα και μειζόνων αξιών εαυτόν και όχλον και  δύναμιν περιποιούμενος... από μουσικής τε και μαντικής και των περί τας τελετάς όργιασμών) ή η παράξενη τελετή τού Διονύσου, την οποία εισήγαγε, κατά τον Ευριπίδη, ένας άνδρας «γόης», με αρωματισμένα μαλλιά δεμένα με χρυσές κορδέλες, που έψαλλε επωδές, αποδεικνύουν το γεγονός.
Διάφορες θρησκευτικές οργανώσεις, που αυτοαποκαλούνταν ορφεοτελεστικοί θίασοι, αλλά στην πραγματικότητα ήταν Διονυσιακοί θίασοι (οπαδοί των οργιαστικών τελετών του Διονύσου), διέσχιζαν τους δρόμους κατά τη διάρκεια της νύκτας, σύροντας ιεροτελεστικά προς το μέρος τους και πιέζοντας καστανόχρωμα ήμερα φίδια ή κουνώντας τα πάνω από το κεφάλι τους και παίρνοντας ως αμοιβή από τις γριές ένθρυπτα, στρεπτούς και άλφιτα. Οι μύστες άλειφαν τα πρόσωπά τους με πηλό και πίτυρα, μιμούμενοι την πράξη των Τιτάνων, που άλειψαν με γύψο το πρόσωπο τους, για να μην αναγνωρίζονται, όταν έκλεψαν τον θεό Διόνυσο, με σκοπό να τον θανατώσουν.
Στην Αθήνα, κατά τις μιαρές ημέρες τού μήνα Ανθεστηρίωνα πίστευαν, ότι οι ψυχές των νεκρών έβγαιναν στην επιφάνεια τής γης. Τότε άλειφαν τα σώματα τους με πίττη (αμίαντο) και μασούσαν ράμνο, ένα φυτό που έδιωχνε μακριά το κακό. Κατά τη γέννηση ενός παιδιού άλειφαν την πόρτα τού σπιτιού με πίττη, για να απομακρύνουν τους δαίμονες. Οι θρησκείες αυτές αναμείχθηκαν με παλαιές μαγικές ελληνικές πρακτικές, οι οποίες ήταν αρχικά διαχωρισμένες και καθεμία είχε το δικό της όνομα.
Η λαϊκή ελληνική μαγεία αυτού του είδους περιείχε τελετές, που απέτρεπαν το χαλάζι  ή επωδές, που προκαλούσαν βροχή, βλαπτικά μάγια, που καθιστούσαν άγονους τους αγρούς και κατέστρεφαν τα κοπάδια, φίλτρα ερωτικά ή νεότητας, γυναικεία φάρμακα, θεραπείες νόσων -κυρίως της επιληψίας- φυλακτά κατά τού κακού και έλαιο κατά των ατυχημάτων, καθαρτικές τελετές· όλα αυτά σχετίζονταν με δοξασίες της λαϊκής δεισιδαιμονίας. Στην αρχαία Ελλάδα οι όροι, που γενικά καθόριζαν τις ενασχολήσεις αυτές ήταν «γοητεία» και «φαρμακεία» και οι ενασχολούμενοι ήταν «γόητες» και «φαρμακοί». Οι μάγισσες «φαρμακίδες» με τη μεγαλύτερη φήμη στην Ελλάδα ήταν εκείνες της Θεσσαλίας, που είχαν τη δύναμη να κατεβάζουν τη σελήνη από τον ουρανό και να την φυλακίζουν κατόπιν αμοιβής των πελατών τους ή να προκαλούν έκλειψη ηλίου και, επομένως, είχαν τη δύναμη να παρεμβαίνουν στην ομαλή πορεία των φαινομένων τής φύσης. Ανώτερή τους μπορούσε να είναι κάποτε (όχι πάντα) μόνον η μοίρα. Γνώριζαν, επίσης, τις μαγικές δυνάμεις των βοτάνων, τα οποία συλλέγονταν με τελετουργικές επικλήσεις πιθανόν προς τους χθόνιους δαίμονες ή την Εκάτη.
Γενικά, το συνονθύλευμα αυτό ασκούσαν προφήτες, οιωνοσκόποι, που μάντευαν από το πέταγμα των πουλιών, όνειροσκόποι, που εξηγούσαν τα όνειρα, άνθρωποι που τελούσαν θυσίες και διάβαζαν στα σφάγια την πρόβλεψη τού μέλλοντος, επαοιδοί, που έδιωχναν το κακό και τις αρρώστιες με μαγικές προσευχές, φαρμακοί, που κατασκεύαζαν φάρμακα, γριές, που πουλούσαν ερωτικά φίλτρα και, σε κάποιες περιπτώσεις, θανατηφόρα δηλητήρια και, γενικά, άνθρωποι, που παρείχαν συνταγές ή τελούσαν τελετές προς βοήθεια των πελατών τους ή προς βλάβη των εχθρών εκείνων.
 

Πήλινο κλασικό θυμιατήρι (αριστερά), μολύβδινοι κατάδεσμοι τέλη 4ου - μέσα 3ου αι. π.Χ. (επάνω) και πήλινος φαλλός με οπές ανάρτησης (των ελληνιστικών χρόνων). Ο φαλλός έδινε στους κατόχους του την ελπίδα, ότι τους προστάτευε από το κακό (βασκανία), ενώ παράλληλα συμβόλιζε τη γονιμότητα και την αφθονία. (Μουσείο Πολυγύρου).


Τον 4ο π.Χ. αιώνα οι οπαδοί του Ορθού Λόγου τα αντιμετώπισαν όλα σαν ένα σύνολο, στο οποίο έδωσαν το όνομα «μαγεία», με την αρνητική όμως σημασία τής λέξης, θεωρώντας τα άτομα που την εξασκούσαν ως απατεώνες και τσαρλατάνους. Η γοητεία έγινε τμήμα της μαγείας. Προστάτιδα αυτών των μαγικών τεχνών, καθώς και των ατόμων που τις ασκούσαν, έγινε η Εκάτη, μητέρα των φοβερών μαγισσών Κίρκης και Μήδειας, που διδάχθηκαν απ΄ αυτήν τη φαρμακεία, γνώριζαν όλα τα είδη των δηλητηρίων και τις δυνάμεις και ιδιότητες των ριζών.
Έτσι παρουσιάστηκαν οι «γόητες», ιερείς και μάντεις, που αυτοαποκαλούνταν συνεχιστές του Ορφέα και του Μουσαίου, προσέφεραν θυσίες και έψαλλαν ευχές και επωδές «γοητεύοντες», εφάρμοζαν την «ψυχαγωγία» (το κάλεσμα των νεκρών) και τη «μαγεία» των ψυχών των ζωντανών με τελετές, που έμοιαζαν με τις περσικές μαγικές τελετές. Οι άνθρωποι αυτοί, υιοθετώντας τη λατρεία των δαιμόνων και τη «μαγεία», με το σκεπτικό, ότι μπορούσαν να κατανοήσουν ή να επηρεάσουν τις επεμβάσεις των θεών, τις συνδύασαν με την άποψη του Ομήρου, ότι οι άνθρωποι μπορούν να καλούν τους θεούς με προσευχές, ευπρόσδεκτες θυσίες, κνίσα, σπονδές και παρακλήσεις και να μεταστρέφουν τη θέλησή τους με αυτές τις ενέργειες. Υποστήριζαν, λοιπόν, ότι οι θεοί τούς είχαν δώσει τη δύναμη να μεταστρέφουν τις βουλήσεις τους με τελετές. Οι τελετές τους αποτελούνταν από σειρά μικρών προσευχών, επικεφαλής δε καθεμίας υπήρχε η κατάλληλη θυσία.


Φαρμακεία

Από την τραγωδία του Σοφοκλή Ριζοτόμοι σώζονται μερικά πολύ ενδιαφέροντα αποσπάσματα σχετικά με την ύπαρξη μαγικών πρακτικών στην Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα. Σ΄ ένα από αυτά περιγράφεται ο τρόπος, που η ξακουστή μάγισσα Μήδεια μάζευε τα δηλητηριώδη βότανα για τις φαρμακείες της: «...αποστρέφοντας το κεφάλι της μαζεύει τον αργυρόχρωμο χυμό, που στάζει από την πληγή του φυτού σε χάλκινους κάδους... και οι σκεπασμένες κύστεις κρύβουν τα βοτάνια, που η μάγισσα γυμνή, θέριζε με χάλκινα δρεπάνια αλαλάζοντας».
Την άσκηση της φαρμακείας από μια γριά υπηρέτρια περιγράφει και ο Ευριπίδης στην τραγωδία του Ιππόλυτος, όταν η Φαίδρα ψάχνει τη λύση για να απελευθερωθεί από το ερωτικό της πάθος. Η τροφός της αναφέρει, ότι έχει στην κατοχή της «φίλτρα θελκτήρια έρωτος» που θα την απελευθερώσουν απ΄ αυτή την αρρώστια χωρίς να προξενήσουν ντροπή ή βλάβη στο μυαλό της, με την προϋπόθεση, ότι δεν θα υπαναχωρήσει. Ό,τι χρειάζεται είναι κάποιο ενθύμιο από τον άνδρα που αγαπά, μια τούφα μαλλιά ή ένα κομμάτι ρούχο, το οποίο θα αναμειχθεί με το φάρμακο. Όταν η Φαίδρα ρωτά αν το φάρμακο είναι αλοιφή ή ποτό, η φαρμακευτρια δηλώνει άγνοια, γιατί πασχίσει για το καλό κι όχι για την απόκτηση γνώσεων. Τα λόγια της υπηρέτριας, καθώς και ο φόβος τής Φαίδρας, ότι η ενέργεια αυτή θα της βγει σε κακό υποδηλώνουν, ότι οι φαρμακοί, έχοντας τις περισσότερες φορές πλήρη άγνοια των συστατικών, που χρησιμοποιούσαν ή της κατάλληλης δοσολογίας, τρέλαιναν ή σκότωναν τους ασθενείς. Η απόλυτη μυστικότητα, την οποία απαιτεί η Φαίδρα από την τροφό, φανερώνει, επίσης, ότι η φαρμακεία θεωρείτο ως έργο αποτρόπαιο κι επικίνδυνο.
Αλλά και σε μια αφιερωματική επιγραφή προς τον Ασκληπιό για θαυματουργική σωτηρία ενός ασθενούς υπάρχει μαρτυρία για άσκηση φαρμακείας. Ένας νέος, ονόματι Τορωναίος, κατέφυγε στο ναό του Ασκληπιού, όπου ζήτησε την ονειρομαντική θεραπεία του. Ο θεός εμφανίστηκε στον ύπνο του, τον χειρούργησε, αφαίρεσε από το στήθος του βδέλλες, που κατέτρωγαν τα σωθικά του, τις παρέδωσε στα χέρια του, τον έραψε και εξαφανίστηκε. Την άλλη ημέρα ο νέος ξύπνησε υγιής κρατώντας τα ζώα και κατόπιν ανακάλυψε, ότι τα είχε καταπιεί μέσα σε ποτό, που, με δόλο, του είχε δώσει η μητριά του, νια να τον δηλητηριάσει.
Τα εγκλήματα μαγείας και φαρμακείας τιμωρούνταν με αυστηρότατες ποινές· μαρτυρίες γι΄ αυτό βρίσκονται σε έργα τού Πλάτωνα. Ο Κλαύδιος Αιλιανός αναφέρει την περίπτωση φαρμακίδας, που συνελήφθη στην Αθήνα και καταδικάσθηκε σε θάνατο από τον Άρειο Πάγο. Θανατώθηκε, αφού γέννησε το παιδί της. Ο Δημοσθένης κάνει λόγο για μια γυναίκα από τη Λήμνο, ονόματι Θεωρίδα, που καταδικάστηκε σε θάνατο με όλη την οικογένειά της εξ αιτίας φαρμακείας και γνώσης επωδών. Το αξιοπρόσεκτο είναι, ότι η μάγισσα αυτή θεωρείτο κάτι παραπάνω από απατεώνισσα, αφ΄ ενός, γιατί οι πηγές την αναφέρουν ως «ιέρειαν» και «μάντιν» και, αφ΄ ετέρου, γιατί ο μαθητής της, εφαρμόζοντας τα φάρμακα και τις επωδές της υποστήριζε, πως θεράπευε τους επιληπτικούς. Ο ρόλος της, λοιπόν, ήταν εκείνος της ιέρειας κάποιας μυστηριακής θεότητας. Ενεργούσε σαν εξαγνιστρία, που με μαγικές εξορκιστικές τελετές έδιωχνε τα κακά πνεύματα, έδινε χρησμούς εμπνεόμενη από τη θεότητα και θεράπευε με μαγικό, θρησκευτικό και εμπειρικό τρόπο. Η καταδίκη της, λοιπόν, εξέφραζε το φόβο εκείνων, που πίστευαν, ότι οι πράξεις της ξέφευγαν από τα όρια τού κοινού εγκλήματος και περνούσαν στο χώρο τής ασέβειας, του άγους και του μιάσματος απέναντι στους θεούς. Παράλληλα, αποδείκνυε τη σύγχυση ανάμεσα στα όρια των θρησκευτικών, των μαγικών και των ιαματικών πρακτικών.


Κατάδεσμοι

Όπως φαίνεται, και η μαύρη μαγεία των καταδέσμων και των καταπασσαλεύσεων ανθούσε στην αρχαιότητα. Οι κατάδεσμοι -με παραγωγή από τον 5ο π.Χ. έως τον 5ο μ.Χ. αιώνα- είχαν πάντοτε ευρύτατη διάδοση στο λαό. Ήταν πλάκες μετάλλου χαραγμένες με μαγικούς χαρακτήρες και κατάρες, άλλοτε τρυπημένες από καρφιά κι άλλοτε όχι, που θάβονταν κυρίως σε τάφους, για να επιφέρουν σ΄ έναν εχθρό το κακό ή το θάνατο. Ανήκαν, όπως και τα άλλα παρόμοια, στο χώρο της ελληνικής λαϊκής δεισιδαιμονίας και του λαϊκιστικού αντικοινωνικού τσαρλατανισμού. Η παλαιότερη ελληνική πινακίδα καταδέσμου προέρχεται από τη Σικελία (τέλη 6ου π.Χ. αι.) και ανάλογα παραδείγματα καταδέσμων συναντώνται στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Αττική (μέσα του 5ου π.Χ. αι.), όπου ο αριθμός τους αυξήθηκε πολύ κατά τους 4ο και 3ο π.Χ. αιώνες. 


Οι αρχαίοι, όπως και αρκετοί σύγχρονοι σε πρωτόγονες κοινωνίες πίστευαν, ότι έδεναν με μάγια κι επομένως έβλαπταν όσους εχθρεύονταν γράφοντας μερικές φορές μόνο τα ονόματά τους ή άλλοτε και τις κατάρες σε μολύβδινες πινακίδες, που τις τύλιγαν σφικτά και τις έθαβαν κατά προτίμηση στους τάφους ή τις έριχναν σε βαθιά πηγάδια. Οι κατάδεσμοι είχαν συχνά ερωτικό περιεχόμενο, όπως η εικονίζόμενη αποτύπωση κατάδεσμου γραμμένου και στις δύο πλευρές (τέλη 4ου - μέσα 3ου αι. π.Χ., Μουσείο Πολυγύρου) ή στόχευαν σε επαγγελματική επιτυχία και αντιζηλία, οπότε περιλάμβαναν καταλόγους ονομάτων των υποψηφίων θυμάτων.


Το προτιμητέο υλικό των καταδέσμων είναι ο μόλυβδος «ψυχρός και άθυμος, άχρηστος, άτιμος», γιατί αστρολογικά συνδεόταν με τον πλανήτη Κρόνο (αρχαίο ελληνικό θεό της βιαιότητας) και, κατά συνέπεια, θεωρείτο το κατ΄ εξοχήν κατάλληλο στοιχείο έλξης του κακού. Οι θεοί, που επικαλούνται οι κατασκευαστές των καταδέσμων είναι οι γνωστοί υποχθόνιοι θεοί Εκάτη, Ερμής, Περσεφόνη, Δήμητρα, Κόρη, Ερινύες και, γενικά, οι δαίμονες και οι νεκυοδαίμονες (άωροι, βιαιοθάνατοι) του Κάτω Κόσμου. Το ρήμα, που τους εξαναγκάζει να υπακούσουν και να εκτελέσουν τις εντολές του καταδέσμου είναι το «εξορκίζω σε». Τα χαρακτηριστικά ρήματα, που χρησιμοποιούνται για την κατάδεση και βλάβη των θυμάτων είναι: «καταδίδημι», «καταδώ», «δέω», «καταγράφω», «ανατίθημι».
Οι κατάδεσμοι, ανάλογα με το στόχο τους, αφορούν στην ερωτική απομόνωση του εχθρού ή στην αποτυχία της εργασίας του, στην κατάδεση της γλώσσας τού αντιπάλου (φιμωτικοί κατάδεσμοι), στην αποτυχία των αντιδίκων στο δικαστήριο και στην παράλυση τού νου και τής γλώσσας τους κατά τη διάρκεια της δίκης. Οι πλέον συνηθισμένοι είναι οι κατάδεσμοι τού Ιπποδρόμου, κατά ηνιόχων και των αλόγων τους. Οι αρματηλάτες έκαναν ευρύτατη χρήση αυτών των μαγικών για τη νίκη τους και την ήττα και καταστροφή των αντιπάλων τους. Η μέθοδος, που χρησιμοποιείται είναι η αναλογική μαγεία: «όπως αυτός ο πετεινός καταδένεται στα πόδια, στα χέρια και στο κεφάλι, έτσι να καταδύσουν οι δαίμονες τα σκέλη, τα χέρια και το κεφάλι και την καρδιά των ηνιόχων..», «όπως ο μόλυβος είναι σκληρός και άκαμπτος, έτσι να γίνει και η γλώσσα του ανιπάλου ή του αντιδίκου...».


 
 
Κατάδεσμος από την Πέλλα, όπως βρέθηκε μέσα σε τάφο. Kάτω: Σχεδιαστική αναπαράστασή του (Voutiras, 1998).


Κάποιοι κατάδεσμοι παρουσιάζουν ιδιαίτερο κοινωνιολογικό ενδιαφέρον. Μιά γυναίκα ζητά από τη Δήμητρα και την Κόρη να τιμωρήσουν εκείνους, που την κατηγόρησαν, ότι άσκησε φαρμακεία στον άνδρα της. Μια άλλη γυναίκα ζητά από τη Δήμητρα, την Κόρη και τους άλλους χθόνιους και υποχθόνιους θεούς να τιμωρήσουν την πρώην ερωμένη ή σύζυγο τού άνδρα της. Μια τρίτη διαμαρτύρεται για την άδικη κατηγορία εις βάρος της, ότι είτε η ίδια, είτε κάποια άλλη, την οποία πλήρωσε, κατασκεύασε κατάδεσμο, για να βλάψει έναν άνδρα. Έτσι, λοιπόν, για να εκδικηθεί, καταριέται μ΄ αυτό τον κατάδεσμο τον εχθρό της να υποφέρει φρικτά για τις άδικες κατηγορίες, που της απέδωσε. Άρα, οι γυναίκες έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη χρήση των καταδέσμων και της φαρμακείας, κυρίως στον τομέα της ερωτικής μαγείας.


Καταπασσαλεύσεις

Οι καταπασσαλεύσεις ήταν κηρόπλαστα, μολύβδινα ή από άλλο υλικό ομοιώματα του θύματος, τα οποία οι μάγοι κατέδεναν με δεσμά και κατατρυπούσαν με πασσαλίσκους ή καρφιά στα σημεία όπου επιθυμούσαν να προξενήσουν βλάβη και, κατόπιν, τα έχωναν μέσα σε τάφους. Σε κάποιες περιπτώσεις, η κατάρα τού μάγου στόχευε στην απώλεια της ψυχής τού θύματος. Η κατάδεση των χεριών και των ποδιών εξομοίωνε την πρακτική των καταπασσαλεύσεων μ΄ εκείνη των καταδέσμων, όπου συναντάται η έκφραση: «καταδώ και... Δρόμωνα πόδας χείρας» ή «Μικίωνα εγώ ελαβον και κατέδησα τας χείρας και τους πόδας και την γλώσσαν και την ψυχήν».
Ένα τέτοιο συγκεκριμένο ομοίωμα, που ανακαλύφθηκε σε Αττικό τάφο και μελέτησε ο R. Wunsch  αποδίδεται στον 3ο περίπου π.Χ. αιώνα, έχει 6 εκ. ύψος ως τα γόνατα και είναι κατασκευασμένο από μόλυβδο. Είναι αποκεφαλισμένο, η στάση του είναι γονατιστή, ενώ τα χέρια και τα πόδια είναι δεμένα πίσω με ισχυρά μολύβδινα δεσμά. Δεσμά φαίνονται και στο άνω τμήμα του κορμού, ενώ δύο σιδερένια καρφιά είναι μπηγμένα στο στήθος και την κοιλιά. Ο λόγος, που οι «γοητείες» αυτές πραγματοποιούνταν στους τάφους ήταν η αντίληψη, ότι η μαντική δύναμη των νεκρομάντεων (γοήτων) προερχόταν από τούς νεκρούς. Αυτό οδήγησε τούς μάγους στην ιδέα να μετατρέψουν σε έργο την δύναμη, που αποδιδόταν στα φαντάσματα και να θάβουν στους τάφους τούς καταδέσμους, ώστε να στρέφουν εναντίον τού θύματος τη βλαπτική μανία των δυνάμεων τού Κάτω Κόσμου και των νεκρών.


 




















Πήλινο ομοίωμα γυναίκας, το οποίο είχε χρησιμοποιηθεί σε πράξη ερωτικής μαγείας, με καρφιά σε διάφορα όργανά της. (Μουσείο Λούβρου).
 


Ερωτική Μαγεία

Η μαγεία τής αγάπης ήταν διαδεδομένη, κυρίως, ανάμεσα στο γυναικείο πληθυσμό συνδυασμένη με τη χρήση τής «ίυγγος», που ήταν το πτηνό σουσουράδα, δεμένο πάνω σε τροχό, με τις πτέρυγες και τα πόδια της τεντωμένα έτσι, ώστε να αποτελούν τις τέσσερις ακτίνες τού τροχού. Οι γόητες και οι μάγισσες τής αρχαιότητας τον περιέστρεφαν πιστεύοντας, ότι έτσι μάγευαν και εξανάγκαζαν τις καρδιές των ανδρών να υπακούσουν. Ο Σωκράτης ειρωνευόταν τις γυναίκες που χρησιμοποιούσαν «γοητείες αγάπης», φίλτρα, επωδές και «ίυγγες».
Όλα αυτά δείχνουν τη συνεχώς αυξανόμενη εφαρμογή τής μαγείας σε καθημερινό επίπεδο στην Αθήνα, κυρίως από τον 5ο π.Χ. αι. και εξής και την πίστη του λαού στη μαγεία. Ο φοβερός Πελοποννησιακός Πόλεμος και η ήττα, που ακολούθησε, έφεραν δυστυχία και απελπισία και, όσο κι αν οι άνθρωποι δεν πίστευαν στις ιστορίες, πως οι μάγοι κατεβάζουν το φεγγάρι, οι γοητείες, οι καθαρμοί, τα φυλακτά, η ερωτική μαγεία, η νεκρομαντεία, η φαρμακεία και οι κατάδεσμοι δεν ήταν καθόλου περιφρονημένα στην αρχαία Αθήνα.



Καταδίκη της Μαγείας

Η πλευρά των διανοουμένων εξέφραζε ανοιχτά την απέχθειά της εναντίον όλων αυτών, που παρέσυραν το λαό στο σκοταδισμό. Ο Ιπποκράτης συμπεριλάμβανε στις ενασχολήσεις τού αγύρτη και τού απατεώνα και τις τελετές καθαρμών, που πραγματοποιούσαν κάποιοι, για να εξαγνίσουν ανθρώπους και πόλεις από τα αμαρτήματα τους. Αυτοί οι «μάγοι, καθαρταί και αγύρται» ισχυρίζονταν, ότι μπορούσαν επίσης να προκαλέσουν κακοκαιρία, βροχή, ξηρασία, αφορία στους αγρούς, ταραχή τής θάλασσας, έκλειψη ήλιου, καταβίβαση τής σελήνης.
Ο Πλάτων αντιμετώπιζε τους ενόχους ως μίασμα και οριζε γι΄ αυτούς την ποινή τής φυλάκισης με αυστηρή απομόνωση και τού θανάτου εκτός των ορίων τής πόλης χωρίς ταφή. Στα έργα του εξέφραζε γενικά την έντονη αποστροφή του γι΄ αυτό το είδος της μαγείας, που εξελισσόταν σε μαύρη μαγεία και στόχευε στη βλάβη και το θάνατο των ανθρώπων και τόνιζε, ότι αυστηρότατες ποινές, όπως η θανατική, έπρεπε να επιβληθούν, ιδιαίτερα στους επαγγελματίες μάγους, όχι επειδή η αποτελεσματικότητα τής μαύρης μαγείας ευσταθούσε, αλλά γιατί αυτή έδειχνε την κακόβουλη θέληση των λειτουργών της και των πελατών τους και είχε άσχημα ψυχολογικά αποτελέσματα.
Μέχρι την ελληνιστική περίοδο οι μυημένοι σ΄ αυτή την αμφίβολη τέχνη ανήκαν πάντοτε στα λαϊκά στρώματα, αντιμετωπίζονταν ως απατεώνες από τους οπαδούς τού ορθού λόγου και οι πρακτικές τους εντάσσονταν στο χώρο της λαϊκής δεισιδαιμονίας προκαλώντας την απέχθεια.



Σημείωση:
Η κ. Αναστασία Δ. Βακαλούδη είναι δρ. ιστορικός - βυζαντινολόγος, σχολική σύμβουλος φιλολόγων Θεσσαλονίκης, καθηγήτρια - σύμβουλος του Ανοικτού Πανεπιστημίου. Το παραπάνω άρθρο αποτελείται από αποσπάσματα διάλεξης τής δρ. Βακαλούδη υπό τον τίτλο «Η εξέλιξη της Μαγείας στην Αρχαία Ελλάδα», που πραγματοποιήθηκε στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο Η Μαγεία στην Αρχαία Ελλάδα (έκδ. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, σειρά «Επιστήμης Κοινωνία», Αθήνα, 2008.) Οι εικόνες και οι λεζάντες προέρχονται από το βιβλίο αυτό εκτός από τις φωτογραφίες από το Μουσείο Πολυγύρου, οι οποίες είναι της «Ελεύθερης Έρευνας».





 

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2016

H αποκωδικοποίηση του Δελφικού Ε - Καταπληκτικό!

Ή αλλιώς το «Έψιλον εν Δελφοίς» είναι σήμερα ένα πολύ παρεξηγημένο σύμβολο που οι αδαείς θέλουν να το ταυτίζουν, από άγνοια βέβαια, με μυστικές ομάδες, συνομωσίες και άλλου είδους φανταστικές θεωρίες. Αντιθέτως το Δελφικό Έψιλον, δηλαδή το σύμβολο αυτό που ήταν τοποθετημένο (σύμφωνα με τα αρχαία κείμενα και τα ευρήματα), στην κορυφή τού Αετώματος τού Ναού τού Απόλλωνος στους Δελφούς, είχε για τον αρχαίο κόσμο την δικιά του σημαντική αξία και φιλοσοφία.

Να λοιπόν ποιο ήταν και τι σήμαινε το ΔΕΛΦΙΚΟ ΕΨΙΛΟΝ:
Το Γράμμα Έψιλον σαν σύμβολο σχετίζεται άμεσα με την Δελφική Ηλιακή μυσταγωγία, την μύηση του ανθρώπου στο ΦΩΣ. Η τοποθέτησης του στο αέτωμα του Δελφικού Ναού του ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ (θεού του Φωτός - Ηλιακή λατρεία) δηλώνει την αέναη σχέση του με το Φως, την τελείωση και ως εκ τούτου σαν Έψιλον υποδηλώνεται ο Φωτεινός. Το γράμμα Ε είναι σαν σχήμα η έκφανση της τριαδικότητας εξ ου και η τρείς φορές τοποθέτησή του εις το αέτωμα του Απολλώνιου ναού μια σε ξύλο, δεύτερη σε χαλκό και τρίτη σε χρυσό.Το γράμμα Ε ως αριθμός συμβολίζεται με τον αριθμό 5. Τα 4 κοσμογονικά στοιχεία της Γής, του Αέρα, του Νερού και του Πυρ με την πεμπτουσία του Ουράνιου - Αιθέρα. Όλα τα παραπάνω συνθέτουν τον Άνθρωπο. Ομοίως γνωρίζουμε ότι το ιερό πεντάγραμμο (πεντάλφα) συμβολίζει τον άνθρωπο και παράλληλα τα 5 στοιχεία που τον αποτελούν κατά τους Πυθαγόρειους μύστες όπου το είχαν σαν ιερό σύμβολο.
Τρείς φορές τοποθετήθηκε ένα Ε (ΕΨΙΛΟΝ) στην κορυφή τού Αετώματος τού Ναού τού Απόλλωνος στους Δελφούς, κατάντικρυ σε όποιον πλησίαζε την κεντρική, ανατολική Πύλη του, πάντοτε συνοδευόμενο από το ΓΝΩΘΙ Σ'ΑΥΤΟΝ στην κάτω αριστερή γωνία και το ΜΗΔΕΝ ΑΓΑΝ στην κάτω δεξιά τού ιδίου Αετώματος. Ήταν γνωστά σαν ''Δελφικά παραγγέλματα'', το δε Ε το ''προεδρεύον'' αυτών. Το παλαιότερο από αυτά (τα Ε) ήταν ξύλινο κι αναφέρεται σαν ''Ε των Σοφών '', γιατί αφιερώθηκε από τον Σόλωνα κατά μία εκδοχή, κατά δε άλλη από όλους μαζί τούς τότε αναγνωρισμένους Σοφούς. Όταν αυτό εφθάρη, οι Αθηναίοι ανέθεσαν στο Ναό το δεύτερο, το οποίο ήταν χάλκινο. Σε αντικατάσταση και αυτού, η Λιβία Δρουσέλλα, σύζυγος τού Αυγούστου, αφιέρωσε το τρίτο και τελευταίο, από καθαρό χρυσό. Η μοναδική πληροφορία για το Ε των Δελφών προέρχεται από τον Πλούταρχο (46-127 μ.Χ.), ο οποίος ως Ιερεύς διά βίου τού Απόλλωνος, πρέπει να ήταν κοινωνός και γνώστης των Μυστηρίων.
Το ότι λοιπόν ένα γράμμα τού Αλφαβήτου, είναι το αποκλειστικό αντικείμενο μιας ολόκληρης διατριβής του, δείχνει, όπως και τα γραφόμενα, την μεγάλη σημασία πού ένας συγγραφέας της ολκής του, απέδιδε σ' αυτό. Το ότι κανείς άλλος δεν έγραψε γι' αυτό, αλλά κι ο τρόπος (σε μορφή διαλόγου) πού ο ίδιος ο Πλούταρχος το παρουσιάζει, συνηγορούν ότι πρόκειται για κλείδα των Δελφικών Μυστηρίων, γιατί ως γνωστόν η αποκάλυψη στοιχείων τους στους αμύητους, αποτελούσε ηθικό και ποινικό αδίκημα.
Στον διάλογο αυτόν, προβάλλονται διάφορες ερμηνείες από τούς διαλεγόμενους, σαν προσωπικές τους απόψεις, μερικές αδύναμα τεκμηριωμένες, άλλες ισχυρά, πολλές αλληλοαναιρούσες. Σε κάποιες επεμβαίνει ο ίδιος ο Πλούταρχος, με πληθώρα αναλύσεων, μη παίρνοντας ρητή θέση, αλλ' ωστόσο καθοδηγώντας διακριτικά τον αναγνώστη. Δεν μπορεί έτσι να κατηγορηθεί ότι αποκαλύπτει τα των Μυστηρίων, αλλά προτρέπει σε συλλογισμούς προσέγγισής τους, τηρώντας το ρηθέν από τον Ηράκλειτο ότι : "Ο ΑΝΑΞ Ο ΕΝ ΔΕΛΦΟΙΣ, ΟΥΤΕ ΛΕΓΕΙ, ΟΥΤΕ ΚΡΥΠΤΕΙ, ΑΛΛΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ". Τα δε σημαίνοντα διαφέρουν ως προς την προσέγγισή τους, ανάλογα με την πνευματική, την ποιοτική και την μυητική διαβάθμιση των πιστών. Γιατί κι ο ίδιος ο Θεός έχει ανάλογα ονόματα προς αυτούς: είναι ΛΟΞΙΑΣ για τούς μη νοούντας, ΠΥΘΙΟΣ για εκείνους που αρχίζουν να μαθαίνουν, να ερωτούν, να ενημερώνονται και ΔΗΛΙΟΣ και ΦΑΝΑΙΟΣ σε όσους φανερώνεται και διαφαίνεται κάποια Αλήθεια. Είναι ΙΣΜΗΝΙΟΣ σ' αυτούς που γνωρίζουν την αλήθεια και ΛΕΣΧΗΤΟΡΙΟΣ σ' εκείνους που μεταχειρίζονται αυτήν την Αλήθεια, φιλοσοφώντας. Η πρώτη άποψη στο διάλογο, δηλωμένη από τον αδελφό τού Πλουτάρχου Λαμπρία, είναι πώς οι πέντε από τούς επτά Σοφούς - οι Χίλων, Θαλής, Σόλων, Βίας και Πιττακός θέλοντας να διαχωριστούν από τούς άλλους δύο, τον Κλεόβουλο τον Λίνδιο και τον Περίανδρο τον Κορίνθιο, οι οποίοι με πλάγια μέσα εξεπόρθησαν τη φήμη τού Σοφού - αφιέρωσαν το Ε (δηλαδή τον αριθμό 5) στον Θεό, δηλώνοντας έτσι το πραγματικό πλήθος τους. Άλλος είπε πως το Ε, όντας το δεύτερο των γραμμάτων, των εχόντων Φωνήν (φωνηέντων), δηλώνει τον Απόλλωνα, τον δεύτερο τη ταξει, μετά τον Δία, Θεόν. Η τρίτη άποψη τού Ιερέως Νικάνδρου είναι ότι, επειδή το Ε γράφεται και ΕΙ (βλ. Δειπνοσοφιστού βιβλ. β'.5: '' πάντες οι Αρχαίοι τώ ΟΥ αντί τού Ο μακρού στοιχείου προσεχρώντο, παραπλησίως και τώ ΕΙ αντί τού Ε μακρού. Ώσπερ ορώμεν καν τή Ιλιάδι το πέμπτον βιβλίον σημειούμενον διά τού ΕΙ.), είναι χαρακτηριστικό των προς χρησμοδότησιν ερωτημάτων (εάν), αλλά και μόριο ευχής ή παράκλησης (ΕΙ-θε). Η άποψη τού Θέοντος, πού ακολουθεί, είναι πως ο Θεός ευνοώντας την Διαλεκτική, παραδέχεται αυτό το μόριο (ΕΙ) τού συλλογισμού και χρησιμοποιώντας το συχνά στους Χρησμούς του, προτείνει τή χρήση του στους Φιλοσόφους. Γιατί Φιλοσοφία είναι η έρευνα της Αλήθειας και φώς της Αλήθειας η απόδειξη και της απόδειξης αρχή ο συναπτόμενος συλλογισμός. Και κανένα πράγμα δεν υπάρχει χωρίς αιτία και κανένας συλλογισμός δίχως λογική προϋπόθεση.
Ο Έυστροφος ο Αθηναίος υποστηρίζει πως το Ε δηλώνει την έννοια των αριθμών ως Πεμπάς, αφού οι Σοφοί το αριθμείν ονομάζουν ''πεμπάζειν''. Εκφράζει έτσι την Πυθαγόρεια θέση ότι ο αριθμός είναι πρώτη και απόλυτη αιτία των πάντων κι ότι ο Θεός αεί γεωμετρεί. Την άποψη αυτή συμπληρώνει ο ίδιος ο Πλούταρχος, λέγοντας ότι οι αριθμοί διαιρούνται σε άρτιους και περιττούς και η Μονάδα είναι κοινή κατά τη δύναμη και στα δύο είδη, αφού προστιθέμενη, κάνει τον άρτιο περιττό και τον περιττό άρτιο. Το δύο είναι ο πρώτος άρτιος και το τρία ο πρώτος περιττός. Το άθροισμα αυτών των δύο δίνει αριθμό εξαιρετικής τιμής, γιατί πρώτος αυτός αποτελείται από πρώτους και έχει ονομασθεί από τούς Πυθαγόρειους Γάμος, λόγω της ομοιότητάς του με την ενωτική σχέση τού άρτιου προς το θήλυ και τού περιττού προς το άρρεν. Γιατί από καμιά ανάμιξή τους δεν γεννιέται άρτιος, μα πάντα περιττός και ποτέ άρτιος όταν προστεθεί σε άρτιο δεν γεννά περιττό, ούτε βγαίνει από τή φύση του, από αυτήν ακριβώς την αδυναμία του να γεννήσει άλλον. Αντίθετα, περιττοί όταν προστεθούν σε περιττούς, γεννούν πολλούς άρτιους, γιατί πάντα αποτελούν το γόνιμο στοιχείο. Το πέντε (Ε) λέγεται και φύσις γιατί με τον πολλαπλασιασμό επί τον εαυτό του τελειώνει πάντα στον εαυτό του. Γιατί και η φύση - πού από το σπόρο μετά από διάφορες μεταμορφώσεις, αποδίδει πάλι σπόρο - πάντα τελειώνει στον εαυτό της. Κι όταν αυτό (το Ε) προστίθεται στον εαυτό του, γεννά εκ περιτροπής ή τον εαυτό του ή την δεκάδα, κι αυτό γίνεται επ' άπειρον. Η ένωση λοιπόν της Πεμπάδος (Ε) με τον εαυτό της δεν γεννά τίποτε ατελές ή αλλιώτικο, αλλ' έχει καθορισμένες μεταβολές. Γεννά ή τον αριθμό τού είδους της ή τον τέλειο αριθμό. Εδώ ακριβώς βρίσκεται το κοινόν με τον Απόλλωνα, γιατί ο Θεός υμνείται ως αιώνιος και άφθαρτος από την ίδια Του την φύση, και άλλοτε ως πυρ τα πάντα εξομοιώνει προς τα πάντα (ΠΥΡΟΣ Τ' ΑΝΤΑΜΕΙΒΕΣΘΑΙ ΠΑΝΤΑ), άλλοτε δε καταφεύγει σε μεταμορφώσεις τού εαυτού του ως προς τή μορφή, τή διάθεση και τή δύναμη, όπως ακριβώς κι ο Κόσμος. Αλλά και στη Μουσική πού τόσο αρέσει στον Θεό, η Πεμπάς έχει την σημασία της. Γιατί πέντε είναι οι ορθές συμφωνίες και αν και υπάρχουν πολλά διαστήματα μεταξύ των τόνων, η Μελωδία, πέντε μόνο χρησιμοποιεί: τή Δίεση, το Ημιτόνιο, τον Τόνο, το Τριημιτόνιο και το Δίτονο. Μα και κατά τον Πλάτωνα, αν υπάρχουν περισσότεροι από ένας κόσμοι, τότε αυτοί είναι πέντε. Αλλά κι αν υπάρχει μόνο ένας, όπως λέγει ο Αριστοτέλης, αυτός αποτελείται από πέντε: τον κόσμο της Γής, τον κόσμο τού Ύδατος, αυτόν τού Πυρός, τον τέταρτο τού Αέρος και τον πέμπτο που άλλοι ονομάζουν Ουρανό, άλλοι Φώς, άλλοι Αιθέρα και άλλοι Πέμπτη Ουσία ή Πεμπτουσία.
Αρκετοί Φιλόσοφοι συσχετίζουν με αυτούς τούς πέντε κόσμους, τις πέντε αισθήσεις, γιατί θεωρούν ότι η αφή είναι σκληρή και γεώδης, η γεύση από την υγρότητά της αποκτά αντίληψη για τις ποιότητες γευστών. Η όσφρηση επειδή είναι αναθυμίασης και άρα γεννάται από την θερμότητα, έχει τή φύση τού πυρός. Ο αέρας όταν προσκρούει στο αυτί γίνεται φωνή και ήχος. Και τέλος η όρασης διαλάμπει από το φώς και τον Αιθέρα. Ο διάλογος κλείνει με την άποψη τού Αμμωνίου που υποστηρίζει ότι ούτε αριθμό, ούτε τάξη, ούτε σύνδεσμο, ούτε κάποιο άλλο ελλίπον μόριο λέξεως, δηλώνει το Ε. Αλλά ότι είναι αυτοτελής τού Θεού προσαγόρευσης και προσφώνησης. Ο Θεός όταν πλησιάζει κάποιος στο Ναό, τον χαιρετά και τον προσαγορεύει με το ''Γνώθι σ’αυτόν'', κι αυτός ανταπαντά '' ΕΙ '' (είσαι), αναγνωρίζοντας και ομολογώντας ότι πραγματικά Αυτός υπάρχει. Και ''ΕΙ ΕΝ'', γιατί είναι Ένας (ΕΝ ΔΕ ΑΠΟΛΛΩΝ) - γι' αυτό λέγεται Α-πολλών - αρνούμενος τα πολλά και το πλήθος. Λέγεται και Ιήϊος γιατί είναι Ένας και μόνος, και Φοίβος γιατί οι Αρχαίοι έτσι ονόμαζαν κάθε καθαρό κι αγνό. Ο Πλούταρχος τελειώνει εδώ τον διάλογο, με την τελευταία άποψη να αναιρεί όλες τις προηγούμενες, χωρίς κάποιο συμπερασματικό επίλογο ή σχόλιο, μη κλείνοντας ουσιαστικά το θέμα κι αφήνοντας να εννοηθεί ότι υπάρχουν πιθανώς και άλλες πτυχές της Αλήθειας. Τηρεί έτσι ως Μύστης και Ιερεύς, τις Μυστηριακές επιταγές, κάνοντας συγχρόνως ένα άνοιγμα προς τούς έξω και αμύητους. Άνοιγμα που έχει από μια μεριά σκοπιμότητα - σε μια εποχή παρακμής τού Μαντείου και ανταγωνισμού του από άλλες θρησκείες και Θεούς που εισήγαγαν οι Ρωμαίοι από τα πέρατα της Αυτοκρατορίας - αλλά και ανάγκη της προβολής και δικαίωσης τού Κοσμικού και Νοητικού χαρακτήρα της Απολλώνιας Θεοσέβειας.
Από τούς νεότερους συγγραφείς μόνο δύο έχουν γράψει για το Ε των Δελφών. Ο Στέφ. Καραθεοδωρής, Ιατρός και ο Γ. Λευκοφρύδης, Δικηγόρος (Αθήνα 1977), οι οποίοι αφού αναφέρονται στα τού Πλουτάρχου, διατυπώνουν ο καθένας κι από μια δική του άποψη. Ο μεν πρώτος επισημαίνοντας ότι το Ε συμβολίζει τον Θεό, το συνδέει με το γράμμα (συλλαβή) τού Εβραϊκού αλφαβήτου, που επίσης συμβολίζει το Θείον, υποστηρίζοντας ότι είναι μετάφρασή του και συνεπώς αποτέλεσμα μαθητείας κι αποδοχής της Εβραϊκής Θρησκείας. Ο δε δεύτερος, Λευκοφρύδης, συνδέοντας το Δελφικό Ε με την κατά την άποψή του αποκωδικοποίηση τού έργου τού Αριστοτέλη '' Οργάνων Όργανον'', υποστηρίζει ότι πρόκειται για διακριτικό σύμβολο ενός Πλανητικού συστήματος στον αστερισμό τού Λαγού και τού συνωνύμου του Κοσμοσκάφους. Αν και η λογική της αποκωδικοποίησης τού έργου είναι ισχυρή, εναπόκειται στην κρίση τού κάθε ερευνητή να καταλήξει για το ακραίο ή όχι της θέσης αυτής. Η δική μου άποψη για το γράμμα αυτό τού Ελληνικού Αλφαβήτου, είναι ότι αποτελεί σε Κοσμικό επίπεδο, καθαρό συμβολισμό τού Ενούντος Θείου.
Στην Σαμοθράκη έχουν βρεθεί κεραμικά πιάτα που χρησιμοποιούνταν σε τελετές των Καβειρίων Μυστηρίων. Τα μισά από αυτά είχαν χαραγμένο ένα Ο (Θήτα) και τα υπόλοιπα ένα Ε. Και τα δύο συμβολίζουν το Θείον. Το πρώτο σαν Κέντρο τού Σύμπαντος Όλου, το δεύτερο σαν Ενωτικό των Πάντων στοιχείο. Η Ελληνική γλώσσα δεν είναι απλά μια γλώσσα επικοινωνίας. Είναι το παράγωγο μιας Κοσμικής, Συμπαντικής γεωμετρικής Μήτρας κωδικοποιημένων Εννοιολογήσεων.
Ο Φιλόστρατος αναφέρει ότι: '' Παλαμήδης εύρε τα γράμματα ουχ υπέρ τού γράφειν μόνον, αλλά και υπέρ τού γιγνώσκειν ά δεί μή γράφειν''. Κατά τον Λουκιανό, ο Παλαμήδης - υιός τού Ναυπλίου, Ομηρικός ήρως και εφευρέτης τού Αλφαβήτου- ''... πρώτος ημίν τούς νόμους τούτους διατυπώσας, ου τή ταξει μόνον καθ' ήν προεδρίαν βεβαιούνται, διώρισεν τί πρώτον έσται ή δεύτερον, αλλά καί ποιότητας άς έκαστον έχει καί δυνάμεις συνείδον''. Χαρακτηριστικά δηλαδή τού Αλφαβήτου εκτός από τή σειρά των γραμμάτων είναι και οι ποιότητες αυτών, αλλά και οι δυνάμεις. Τί σημαίνει όμως, τα γράμματα έχουν ποιότητες και δυνάμεις; Δυνάμεις να κάνουν τί, ή δυνάμεις τίνων; Η Ελληνική γλώσσα είναι Λόγος, και ο Λόγος είναι πρώτιστα αναλογία. Κι εκφράζεται πολυσήμαντα και κατ' αναλογία σε άπειρα διαβαθμιστικά επίπεδα. Από τα πλέον Γήινα σαν επικοινωνία, έως τα πλέον Κοσμικά σαν Κοσμικές, Συμπαντικές έννοιες. Έτσι το Ν είναι Νόησης. Το Λ είναι Λόγος. Ο Λόγος όταν αποκτά βάση (-), γίνεται -Δ- Δραστηριοποιείται, αποκτά Διαστάσεις. Το Ο είναι μία Ολότητα, ένα Πάν. Το Όλον με το Κέντρο του, ο Δημιουργός και η Δημιουργία, αδιαίρετα μαζί, είναι το Θ (Θήτα) το Θείον, το Σύν-Πάν. Το Ε είναι τα τρία στοιχεία (οι τρείς παράλληλες γραμμές) τού Τρισυπόστατου Θείου, ενωμένα. Εξ ου και Ένωσης= ώσις πρό τό ΕΝ = ώθηση προς τή Θεία Νόηση.

Τό Ε δηλώνει, τον Ενωτικό χαρακτήρα τού Τρισυπόστατου Θείου και γι' αυτό αφιερώθηκε, μαζί με τα ''Γνώθι σ’αυτόν'' καί ''Μηδέν Άγαν'', που είναι επίσης Ενωτικά παραγγέλματα - αφού δεν νοείται Ένωσης χωρίς την βαθιά, Νοητική γνώση τού Εγώ, αλλ' ούτε και προσέγγισής της με παραθλαστικές λειτουργίες υπερβολής- στον Θεό τού Φωτός και της Αρμονίας. Αυτό το στοιχείο της Ένωσης συνηγορεί προς την ονομασία ''Γάμος'', που έδωσαν στο Ε, οι Πυθαγόρειοι. (ellinonpaligenesia.blogspot.gr)
Tμήμα ειδήσεων defencenet.gr