Η λέξη ψυχή από το ρήμα ψύχω δηλαδή [φυσώ,πνέω] κυριολεκτικά σημαίνει την πνοή,την ύστατη ένδειξη της ζωής στο σώμα που γίνεται αισθητή από την αναπνοή.Εντούτοις, από αρχαιοτάτων χρόνων ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει πολύ περισσότερα, ιδίως όσον αφορά στις νοητικές λειτουργίες του ανθρώπου και τη μετά θάνατον ζωή.Λόγω των πολλών απόψεων για τη θρησκευτικο-φιλοσοφική σημασία της ψυχής , οι ορισμοί που υπάρχουν είναι τουλάχιστον δεκάδες, αλλά ωστόσο ο συνηθέστερος είναι αυτός που ορίζει την ψυχή ως την άυλη ουσία του ανθρώπου η οποία αποτελεί την έδρα της προσωπικότητάς του, επιζεί μετά τον θάνατο του σώματος, όντας η ίδια αθάνατη, και στη συνέχεια μεταβαίνει είτε σε κάποια άλλη κατάσταση, σε άλλο τόπο, είτε σε κάποιο άλλο σώμα. Είναι γεγονός ότι αυτός ο συνήθης ορισμός βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην πλατωνική ψυχολογία, δηλαδή μελέτη της ψυχής, η οποία, παρά τα κενά της, επηρέασε και συνεχίζει να επηρεάζει τους στοχαστές, τους φιλοσόφους και τους θεολόγους. Παρ’ όλα αυτά, οι απόψεις που εκτίθενται στα πλατωνικά έργα αποτελούν μια απόπειρα συστηματοποίησης και ανάπτυξης προϋπαρχουσών θεωριών, δεδομένου ότι τα ερωτήματα για τη φύση του ανθρώπου και τον θάνατο είναι πολύ παλαιότερα του Πλάτωνα και έχουν απασχολήσει ίσως όλους τους πολιτισμούς.
Προϊστορικά χρόνια
Η ιδέα ότι υπάρχει ένα τμήμα που ζει μετά τον θάνατο του σώματος συμπεριλαμβάνεται στις αρχαιότερες εκδηλώσεις της θρησκευτικότητας του ανθρώπου.Oι προϊστορικές αντιλήψεις περί επιβίωσης ενός αόρατου μέρους του ανθρώπου κατά τον θάνατο υπήρξε η γενεσιουργός αιτία της ίδιας της θρησκείας.Για παράδειγμα, η τοποθέτηση στους τάφους προσωπικών αντικειμένων ήδη από την παλαιολιθική εποχή έχει ερμηνευτεί από τους επιστήμονες ως εξοπλισμός για το ταξίδι στον κόσμο των νεκρών.
Αρχαία Ελλάδα
Η ελληνική λέξη ψυχή ακολούθησε δύο βασικές πορείες. Η πρώτη σχετίζεται με τη χρήση της στον καθημερινό λόγο, όπου δηλώνει την πνοή , τη φυσική ζωή , το θάρρος ή το ήθος , και η δεύτερη αφορά τις ειδικές χρήσεις της στις θρησκευτικές δοξασίες και τις διάφορες φιλοσοφικές σχολές ως μια αόρατη—και για μερικούς άυλη ή και αθάνατη—ουσία που δίνει ζωή στο σώμα, το ελέγχει και για πολλούς επιζεί μετά τον θάνατο του σώματος, μεταβαίνοντας σε έναν τόπο δυστυχίας ή μακαριότητας ή, για άλλους, σε κάποιο διαφορετικό σώμα. Μολονότι πρέπει να διαχωριστούν αυτές οι δύο πορείες, καθώς και οι ειδικές σημασίες της λέξης όταν χρησιμοποιείται ως τεχνικός όρος από τους εκάστοτε φιλοσόφους, η κατωτέρω συνοπτική αναδρομή παρουσιάζει ορισμένα στοιχεία της αλληλεπίδρασης αυτών των δύο πορειών, που συνέβαλαν στην εξέλιξη του σημασιολογικού περιεχομένου της.
Όμηρος
Η ομηρική άποψη για τη μετά θάνατον ζωή κυριαρχούσε στη λαϊκή θρησκεία των Ελλήνων επί αιώνες
Στην ελληνική γραμματεία η λέξη «ψυχή» πρωτοαπαντά στον Όμηρο και μάλιστα σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Αυτές σχετίζονται πάντα με τον άνθρωπο, όπου η «ψυχή» παρουσιάζεται είτε ως κάτι το οποίο κινδυνεύει να χάσει ο πολεμιστής στη μάχη είτε ως κάτι που μετά τον θάνατο του σώματος μεταβαίνει στον Άδη, δηλαδή τον κάτω κόσμο. Εκεί ονομάζεται επίσης «είδωλον» επειδή διατηρεί τη μορφή και την προσωπικότητα του εκλιπόντος, αλλά βρίσκεται σε μια εξαιρετικά υποβιβασμένη κατάσταση. Μερικές ψυχές, ωστόσο, έχουν την τύχη να πάνε στα Ηλύσια Πεδία, απολαμβάνοντας αθανασία με τους θεούς.Η ομηρική άποψη για τη μετά θάνατον ζωή φαίνεται να διατηρείται στη λαϊκή θρησκεία των Ελλήνων επί πολλούς αιώνες, ακόμη και στη μετά Χριστόν εποχή, αν και φυσικά από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή εμφανίζονται διαφορές στις αντιλήψεις. Παράλληλα, όμως, αρχίζουν να αναπτύσσονται και να γίνονται δημοφιλείς και άλλες θεωρίες περί της ψυχής και της μετά θάνατον ζωής.
Προσωκρατικοί
Στα γραπτά της προσωκρατικής εποχής (7ος-5ο αι. π.Χ.) παρατηρείται η γενίκευση στη χρήση του όρου ψυχή , η οποία από τότε χρησιμοποιείται ως συνώνυμη της ζωής ή, ακόμη γενικότερα, ως η κινητήρια δύναμη της φύσης. Ως εκ τούτου, έμψυχο χαρακτηρίζεται οτιδήποτε κινείται, και ο Θαλής ο Μιλήσιος θεωρεί τον μαγνήτη έμψυχο λόγω των ελκτικών του ιδιοτήτων. Σε παρόμοιο πλαίσιο, οι Ίωνες φιλόσοφοι γενικά βλέπουν τον κόσμο ως « έμψυχον και δαιμόνων πλήρη».Τον 5ο αι. στον καθημερινό λόγο η ψυχή επιπλέον σημαίνει την έδρα των σωματικών επιθυμιών, των συναισθημάτων και της νόησης.Παράλληλα αρκετοί, μεταξύ των οποίων ο Θουκυδίδης και ο Ιπποκράτης, χρησιμοποιούν τον εν λόγω όρο ή παράγωγά του για να δηλώσουν το θάρρος ή γενικότερα το ήθος του ανθρώπου.Ειδικά η τελευταία σημασιολογική προέκταση της «ψυχής» στον καθημερινό λόγο, που περιλαμβάνει και το έλλογο μέρος του ανθρώπου, εικάζεται ότι οφείλεται στην ορολογία των Πυθαγορείων.Οι Ορφικοί και οι Πυθαγόρειοι,πιστεύουν ότι η ψυχή είναι θεϊκή στη φύση της, ότι έχει φυλακιστεί στο σώμα και ότι μετενσαρκώνεται.Οι Ορφικοί υποστηρίζουν ότι η οριστική απελευθέρωση της ψυχής από τους κύκλους των μετενσαρκώσεων και η μόνιμη διαμονή της στα Ηλύσια Πεδία επιτυγχάνεται με τρεις ενάρετες ζωές. Αντιθέτως, οι ψυχές των αδίκων υφίστανται τιμωρίες και επιπλέον ενσαρκώσεις. Οι Πυθαγόρειοι διδάσκουν ότι η ηθική ζωή οδηγεί σε ανώτερες μετενσαρκώσεις, μέχρι να επιτευχθεί η ένωση με το θείον. Η αποχή των Ορφικών και των Πυθαγορείων από κρέας έχει ερμηνευτεί ως εκδήλωση σεβασμού προς τις μετενσαρκωμένες ψυχές.
Ο Παρμενίδης, που θεωρείται μαθητής των Πυθαγορείων Αμινίου και Διοχαίτου και ιδρυτής της Ελεατικής Σχολής , θεωρούσε ότι οι ψυχές προέρχονται από τον ουρανό.Ο Ηράκλειτος τόνιζε ότι η ψυχή επηρεάζεται δυσμενώς από το ποτό, συσχετίζοντάς την έτσι στενά με το σώμα και γενικά με την ύλη, όπως και οι περισσότεροι σύγχρονοί του, αλλά τη θεωρεί λεπτή και αιθέρια.Ο Εμπεδοκλής, επηρεασμένος από τους Ορφικούς και τους Πυθαγορείους,δίδασκε ότι οι αμαρτωλοί πρέπει να περιπλανηθούν επί 30.000 έτη στη «σπηλιά» της γης, περνώντας με αλλεπάλληλες μετενσαρκώσεις και από τα τέσσερα βασικά στοιχεία της φύσης (τη φωτιά, τον αέρα, το νερό και τη γη) με σκοπό να επιτευχθεί ο εξαγνισμός. Ο ίδιος πίστευε ότι σε προηγούμενες ζωές η ψυχή του βρέθηκε σε θάμνο, σε πουλί και σε ψάρι.
Σωκράτης και Πλάτωνας
Οι απόψεις του Πλάτωνα περί άυλης και αθάνατης ψυχής υπήρξαν καθοριστικές για τους μετέπειτα στοχαστές.Στον Φαίδωνα του Πλάτωνα ο Σωκράτης, ως γνήσιος φιλόσοφος, παρουσιάζεται να επιθυμεί να πεθάνει το σώμα του, ώστε να απελευθερωθεί η ψυχή του από τα απατηλά ερεθίσματα των υλικών αισθητηρίων και, έτσι, να κατακτήσει την πραγματική γνώση και σοφία. Εντούτοις, αντιμετωπίζει τη δυσπιστία καθώς πολλοί αρνούνται τη μετά θάνατον επιβίωση της ψυχής.Για να υποστηρίξει ο Σωκράτης την αθανασία της ψυχής και τον έλλογο χαρακτήρα της, ότι δηλαδή αυτή είναι το «εγώ», η πραγματική έδρα της προσωπικότητας και της υπόστασης του ανθρώπου, εκθέτει τέσσερα επιχειρήματα. Το πρώτο βασίζεται στην ήδη υπάρχουσα δοξασία της μετενσάρκωσης: αν η ψυχή έφθινε και πέθαινε ύστερα από έναν αριθμό μετενσαρκώσεων, τότε η ζωή θα έπρεπε να έχει εκλείψει από τον κόσμο. Αντιθέτως, η ζωή εξακολουθεί να υπάρχει και να κάνει τους κύκλους της μέσα στη φύση, και επομένως οι ψυχές είναι αθάνατες. Το δεύτερο επιχείρημα αντλείται από την ικανότητα που έχει ο άνθρωπος να αντιλαμβάνεται ιδέες και νοήματα χωρίς να εξαρτάται από τις αισθήσεις του: για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να φανταστεί έναν τέλειο κύκλο χωρίς να έχει δει ποτέ του κάτι τέτοιο στον υλικό κόσμο. Τούτη η ικανότητα δείχνει ότι η ψυχή κατέχει γνώση από τον κόσμο των Ιδεών και, επομένως, προέρχεται από εκεί. Η συσχέτιση της ψυχής με τον κόσμο των Ιδεών είναι σημαντική και αυτό το δηλώνει ιδιαίτερα το τρίτο επιχείρημα: εφόσον η ψυχή είναι αόρατη, προφανώς συγγενεύει με τον κόσμο των Ιδεών: είναι απλή και ασύνθετη, αδιάλυτη και αιώνια, όπως είναι και οι Ιδέες. Τέλος, σύμφωνα με το τέταρτο επιχείρημα, εφόσον η ψυχή είναι αυτή που δίνει ζωή στο σώμα και ο χωρισμός ψυχής και σώματος σημαίνει θάνατος για το σώμα, άρα η ίδια διαθέτει αυτονομία ζωής.
Στο Συμπόσιο μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη πως, όταν η ψυχή πρόκειται να ενσαρκωθεί, χωρίζεται σε δύο τμήματα που εισέρχονται σε δύο διαφορετικά σώματα. Εντούτοις, τα δύο μέρη της ψυχής έλκονται μεταξύ τους, και έτσι εξηγείται το φαινόμενο του έρωτα. Στον Φαίδρο παρουσιάζεται η θεωρία ότι ο άνθρωπος έχει τρεις ψυχές: μία στο κεφάλι (έδρα της νόησης), μία στο στήθος (έδρα των συναισθημάτων) και μία στην κοιλιά (έδρα των σωματικών επιθυμιών). Στην Πολιτεία, όμως, η προσέγγιση αλλάζει με σκοπό να ξεπεραστούν τα κενά των προηγούμενων θεωριών. Εκεί λοιπόν αναφέρεται ότι ο άνθρωπος έχει μία μόνο ψυχή αλλά τριμερή: τον νουν (νόηση), τον θυμόν (συναίσθημα) και το επιθυμητικόν (επιθυμία).Στον Τίμαιο, επιπρόσθετα, παρουσιάζεται η θεωρία της τριμερούς ψυχής εφαρμόζεται και στην ψυχή του κόσμου, και αυτή η τριάδα των ιδιοτήτων είναι που εξασφαλίζει την κίνηση στα ουράνια σώματα.
Αριστοτέλης
Για τον Αριστοτέλη η ψυχή αντιστοιχεί στις ιδιότητες που έχει ένα ζωντανό ον (μορφή ή εντελέχεια), είτε πρόκειται για φυτό είτε για ζώο είτε για άνθρωπο. Και όπως οι ιδιότητες ενός αντικειμένου οφείλουν την υπόστασή τους στο ίδιο το αντικείμενο, έτσι και η ψυχή οφείλει την υπόστασή της στο υλικό σώμα. Όταν λοιπόν αυτό πεθαίνει και διαλύεται, η ψυχή του εκμηδενίζεται.Για τον άνθρωπο η ψυχή του έχει πέντε «δυνάμεις», ή αλλιώς δυνατότητες:
(1) το «θρεπτικόν», που σχετίζεται με τη θρέψη του σώματος·
(2) το «ορεκτικόν», δηλαδή την τάση για καθετί καλό·
(3) το «αισθητικόν», την ικανότητα της πρόσληψης των πληροφοριών μέσω των αισθήσεων·
(4) το «κινητικόν», που εξασφαλίζει τις κινήσεις του σώματος
(5) το «διανοητικόν».
Στωικισμός
Οι Στωικοί πίστευαν ότι ολόκληρο το σύμπαν έχει ως κινητήρια δύναμη το «Πνεύμα» και ότι η ψυχή αντιστοιχεί στο «πνεύμα» που διαπνέει το σώμα (είτε των ζώων είτε των ανθρώπων, όχι των φυτών) και το κάνει να λειτουργεί και να ζει. Στην περίπτωση των ανθρώπων, όμως, η ψυχή έχει περισσότερες λειτουργίες. Συγκεκριμένα, αποτελείται από οχτώ μέρη, το «ηγεμονικόν», δηλαδή τον λόγο, τις πέντε αισθήσεις και τις αναπαραγωγικές δυνάμεις. Οι Στωικοί απέκλειαν την ιδέα της απόλυτης αθανασίας της ψυχής, εφόσον πίστευαν ότι κάποια στιγμή τα πάντα θα κατακαούν. Μερικοί Στωικοί δεν το δέχονταν ούτε και αυτό, όπως ο Κλεάνθης και ο Χρύσιππος ο Σολεύς, υποστηρίζοντας ότι η ψυχή πεθαίνει μαζί με το σώμα.
Επικούρειοι
Οι Επικούρειοι δίδασκαν ότι η ψυχή αποτελείται από τα πιο λεπτά και πιο κινητικά άτομα του σύμπαντος, λεπτότερα ακόμη και από αυτά του αέρα και της φωτιάς, και σε αυτό απέδιδαν τις λειτουργίες της σε σχέση με τη σκέψη και τις αισθήσεις. Κατ’ αυτούς, όταν τραυματίζεται το σώμα, μερικά άτομα της ψυχής διαρρέουν. Αν το ποσοστό τους είναι μεγάλο, τότε επέρχεται θάνατος του σώματος και όλα τα άτομα της ψυχής σκορπίζονται.
Νεοπλατωνισμός
Ο Πλωτίνος, αναπλάθοντας την πλατωνική διδασκαλία και προσδίδοντάς της έντονη θρησκευτική χροιά, επανέλαβε τις απόψεις περί άυλης ψυχής, συγγενούς με τον κόσμο των Ιδεών, η οποία έχει φυλακιστεί στο σώμα και υφίσταται μετενσαρκώσεις, το επίπεδο των οποίων μπορεί να αναβαθμιστεί ή να υποβαθμιστεί ανάλογα με το πώς διάγει κανείς τη ζωή του. Ύστατος σκοπός η επανένωση της ατομικής ψυχής με την ψυχή του κόσμου, οπότε και η πρώτη χάνει την ατομικότητά της. Και πριν όμως από αυτό, ήδη κατά τη διάρκεια του ένσαρκου βίου, η ψυχή μπορεί να αποζητήσει τον πνευματικό κόσμο μέσω του ασκητισμού και του στοχασμού, και τότε ίσως καταστεί δυνατόν να δει το θείο φως. Ως αρετή ορίζεται η προσέγγιση της ψυχής προς τον Θεό και ως κάλλος η επικράτησή της επί του σώματος και των επιθυμιών του.Οι απόψεις του Πλωτίνου περί της ψυχής είναι επηρεασμένες και από τον νεοπυθαγορισμό, δεδομένου ότι προτάσσει πως όσοι αγαπούν τη μουσική, αυτοί στην επόμενη ζωή θα γίνουν ωδικά πτηνά, ενώ οι στοχαστικοί φιλόσοφοι θα μεταμορφωθούν σε αετούς.
Κατά την ελληνιστική περίοδο, ωστόσο, εμφανίζεται η διχοτόμηση του ανθρώπου σε άυλη ψυχή και υλικό σώμα, γεγονός που οφείλεται στην επίδραση του ελληνισμού, και ιδιαίτερα του πλατωνισμού.
Προϊστορικά χρόνια
Η ιδέα ότι υπάρχει ένα τμήμα που ζει μετά τον θάνατο του σώματος συμπεριλαμβάνεται στις αρχαιότερες εκδηλώσεις της θρησκευτικότητας του ανθρώπου.Oι προϊστορικές αντιλήψεις περί επιβίωσης ενός αόρατου μέρους του ανθρώπου κατά τον θάνατο υπήρξε η γενεσιουργός αιτία της ίδιας της θρησκείας.Για παράδειγμα, η τοποθέτηση στους τάφους προσωπικών αντικειμένων ήδη από την παλαιολιθική εποχή έχει ερμηνευτεί από τους επιστήμονες ως εξοπλισμός για το ταξίδι στον κόσμο των νεκρών.
Αρχαία Ελλάδα
Η ελληνική λέξη ψυχή ακολούθησε δύο βασικές πορείες. Η πρώτη σχετίζεται με τη χρήση της στον καθημερινό λόγο, όπου δηλώνει την πνοή , τη φυσική ζωή , το θάρρος ή το ήθος , και η δεύτερη αφορά τις ειδικές χρήσεις της στις θρησκευτικές δοξασίες και τις διάφορες φιλοσοφικές σχολές ως μια αόρατη—και για μερικούς άυλη ή και αθάνατη—ουσία που δίνει ζωή στο σώμα, το ελέγχει και για πολλούς επιζεί μετά τον θάνατο του σώματος, μεταβαίνοντας σε έναν τόπο δυστυχίας ή μακαριότητας ή, για άλλους, σε κάποιο διαφορετικό σώμα. Μολονότι πρέπει να διαχωριστούν αυτές οι δύο πορείες, καθώς και οι ειδικές σημασίες της λέξης όταν χρησιμοποιείται ως τεχνικός όρος από τους εκάστοτε φιλοσόφους, η κατωτέρω συνοπτική αναδρομή παρουσιάζει ορισμένα στοιχεία της αλληλεπίδρασης αυτών των δύο πορειών, που συνέβαλαν στην εξέλιξη του σημασιολογικού περιεχομένου της.
Όμηρος
Η ομηρική άποψη για τη μετά θάνατον ζωή κυριαρχούσε στη λαϊκή θρησκεία των Ελλήνων επί αιώνες
Στην ελληνική γραμματεία η λέξη «ψυχή» πρωτοαπαντά στον Όμηρο και μάλιστα σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Αυτές σχετίζονται πάντα με τον άνθρωπο, όπου η «ψυχή» παρουσιάζεται είτε ως κάτι το οποίο κινδυνεύει να χάσει ο πολεμιστής στη μάχη είτε ως κάτι που μετά τον θάνατο του σώματος μεταβαίνει στον Άδη, δηλαδή τον κάτω κόσμο. Εκεί ονομάζεται επίσης «είδωλον» επειδή διατηρεί τη μορφή και την προσωπικότητα του εκλιπόντος, αλλά βρίσκεται σε μια εξαιρετικά υποβιβασμένη κατάσταση. Μερικές ψυχές, ωστόσο, έχουν την τύχη να πάνε στα Ηλύσια Πεδία, απολαμβάνοντας αθανασία με τους θεούς.Η ομηρική άποψη για τη μετά θάνατον ζωή φαίνεται να διατηρείται στη λαϊκή θρησκεία των Ελλήνων επί πολλούς αιώνες, ακόμη και στη μετά Χριστόν εποχή, αν και φυσικά από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή εμφανίζονται διαφορές στις αντιλήψεις. Παράλληλα, όμως, αρχίζουν να αναπτύσσονται και να γίνονται δημοφιλείς και άλλες θεωρίες περί της ψυχής και της μετά θάνατον ζωής.
Προσωκρατικοί
Στα γραπτά της προσωκρατικής εποχής (7ος-5ο αι. π.Χ.) παρατηρείται η γενίκευση στη χρήση του όρου ψυχή , η οποία από τότε χρησιμοποιείται ως συνώνυμη της ζωής ή, ακόμη γενικότερα, ως η κινητήρια δύναμη της φύσης. Ως εκ τούτου, έμψυχο χαρακτηρίζεται οτιδήποτε κινείται, και ο Θαλής ο Μιλήσιος θεωρεί τον μαγνήτη έμψυχο λόγω των ελκτικών του ιδιοτήτων. Σε παρόμοιο πλαίσιο, οι Ίωνες φιλόσοφοι γενικά βλέπουν τον κόσμο ως « έμψυχον και δαιμόνων πλήρη».Τον 5ο αι. στον καθημερινό λόγο η ψυχή επιπλέον σημαίνει την έδρα των σωματικών επιθυμιών, των συναισθημάτων και της νόησης.Παράλληλα αρκετοί, μεταξύ των οποίων ο Θουκυδίδης και ο Ιπποκράτης, χρησιμοποιούν τον εν λόγω όρο ή παράγωγά του για να δηλώσουν το θάρρος ή γενικότερα το ήθος του ανθρώπου.Ειδικά η τελευταία σημασιολογική προέκταση της «ψυχής» στον καθημερινό λόγο, που περιλαμβάνει και το έλλογο μέρος του ανθρώπου, εικάζεται ότι οφείλεται στην ορολογία των Πυθαγορείων.Οι Ορφικοί και οι Πυθαγόρειοι,πιστεύουν ότι η ψυχή είναι θεϊκή στη φύση της, ότι έχει φυλακιστεί στο σώμα και ότι μετενσαρκώνεται.Οι Ορφικοί υποστηρίζουν ότι η οριστική απελευθέρωση της ψυχής από τους κύκλους των μετενσαρκώσεων και η μόνιμη διαμονή της στα Ηλύσια Πεδία επιτυγχάνεται με τρεις ενάρετες ζωές. Αντιθέτως, οι ψυχές των αδίκων υφίστανται τιμωρίες και επιπλέον ενσαρκώσεις. Οι Πυθαγόρειοι διδάσκουν ότι η ηθική ζωή οδηγεί σε ανώτερες μετενσαρκώσεις, μέχρι να επιτευχθεί η ένωση με το θείον. Η αποχή των Ορφικών και των Πυθαγορείων από κρέας έχει ερμηνευτεί ως εκδήλωση σεβασμού προς τις μετενσαρκωμένες ψυχές.
Ο Παρμενίδης, που θεωρείται μαθητής των Πυθαγορείων Αμινίου και Διοχαίτου και ιδρυτής της Ελεατικής Σχολής , θεωρούσε ότι οι ψυχές προέρχονται από τον ουρανό.Ο Ηράκλειτος τόνιζε ότι η ψυχή επηρεάζεται δυσμενώς από το ποτό, συσχετίζοντάς την έτσι στενά με το σώμα και γενικά με την ύλη, όπως και οι περισσότεροι σύγχρονοί του, αλλά τη θεωρεί λεπτή και αιθέρια.Ο Εμπεδοκλής, επηρεασμένος από τους Ορφικούς και τους Πυθαγορείους,δίδασκε ότι οι αμαρτωλοί πρέπει να περιπλανηθούν επί 30.000 έτη στη «σπηλιά» της γης, περνώντας με αλλεπάλληλες μετενσαρκώσεις και από τα τέσσερα βασικά στοιχεία της φύσης (τη φωτιά, τον αέρα, το νερό και τη γη) με σκοπό να επιτευχθεί ο εξαγνισμός. Ο ίδιος πίστευε ότι σε προηγούμενες ζωές η ψυχή του βρέθηκε σε θάμνο, σε πουλί και σε ψάρι.
Σωκράτης και Πλάτωνας
Οι απόψεις του Πλάτωνα περί άυλης και αθάνατης ψυχής υπήρξαν καθοριστικές για τους μετέπειτα στοχαστές.Στον Φαίδωνα του Πλάτωνα ο Σωκράτης, ως γνήσιος φιλόσοφος, παρουσιάζεται να επιθυμεί να πεθάνει το σώμα του, ώστε να απελευθερωθεί η ψυχή του από τα απατηλά ερεθίσματα των υλικών αισθητηρίων και, έτσι, να κατακτήσει την πραγματική γνώση και σοφία. Εντούτοις, αντιμετωπίζει τη δυσπιστία καθώς πολλοί αρνούνται τη μετά θάνατον επιβίωση της ψυχής.Για να υποστηρίξει ο Σωκράτης την αθανασία της ψυχής και τον έλλογο χαρακτήρα της, ότι δηλαδή αυτή είναι το «εγώ», η πραγματική έδρα της προσωπικότητας και της υπόστασης του ανθρώπου, εκθέτει τέσσερα επιχειρήματα. Το πρώτο βασίζεται στην ήδη υπάρχουσα δοξασία της μετενσάρκωσης: αν η ψυχή έφθινε και πέθαινε ύστερα από έναν αριθμό μετενσαρκώσεων, τότε η ζωή θα έπρεπε να έχει εκλείψει από τον κόσμο. Αντιθέτως, η ζωή εξακολουθεί να υπάρχει και να κάνει τους κύκλους της μέσα στη φύση, και επομένως οι ψυχές είναι αθάνατες. Το δεύτερο επιχείρημα αντλείται από την ικανότητα που έχει ο άνθρωπος να αντιλαμβάνεται ιδέες και νοήματα χωρίς να εξαρτάται από τις αισθήσεις του: για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να φανταστεί έναν τέλειο κύκλο χωρίς να έχει δει ποτέ του κάτι τέτοιο στον υλικό κόσμο. Τούτη η ικανότητα δείχνει ότι η ψυχή κατέχει γνώση από τον κόσμο των Ιδεών και, επομένως, προέρχεται από εκεί. Η συσχέτιση της ψυχής με τον κόσμο των Ιδεών είναι σημαντική και αυτό το δηλώνει ιδιαίτερα το τρίτο επιχείρημα: εφόσον η ψυχή είναι αόρατη, προφανώς συγγενεύει με τον κόσμο των Ιδεών: είναι απλή και ασύνθετη, αδιάλυτη και αιώνια, όπως είναι και οι Ιδέες. Τέλος, σύμφωνα με το τέταρτο επιχείρημα, εφόσον η ψυχή είναι αυτή που δίνει ζωή στο σώμα και ο χωρισμός ψυχής και σώματος σημαίνει θάνατος για το σώμα, άρα η ίδια διαθέτει αυτονομία ζωής.
Στο Συμπόσιο μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη πως, όταν η ψυχή πρόκειται να ενσαρκωθεί, χωρίζεται σε δύο τμήματα που εισέρχονται σε δύο διαφορετικά σώματα. Εντούτοις, τα δύο μέρη της ψυχής έλκονται μεταξύ τους, και έτσι εξηγείται το φαινόμενο του έρωτα. Στον Φαίδρο παρουσιάζεται η θεωρία ότι ο άνθρωπος έχει τρεις ψυχές: μία στο κεφάλι (έδρα της νόησης), μία στο στήθος (έδρα των συναισθημάτων) και μία στην κοιλιά (έδρα των σωματικών επιθυμιών). Στην Πολιτεία, όμως, η προσέγγιση αλλάζει με σκοπό να ξεπεραστούν τα κενά των προηγούμενων θεωριών. Εκεί λοιπόν αναφέρεται ότι ο άνθρωπος έχει μία μόνο ψυχή αλλά τριμερή: τον νουν (νόηση), τον θυμόν (συναίσθημα) και το επιθυμητικόν (επιθυμία).Στον Τίμαιο, επιπρόσθετα, παρουσιάζεται η θεωρία της τριμερούς ψυχής εφαρμόζεται και στην ψυχή του κόσμου, και αυτή η τριάδα των ιδιοτήτων είναι που εξασφαλίζει την κίνηση στα ουράνια σώματα.
Αριστοτέλης
Για τον Αριστοτέλη η ψυχή αντιστοιχεί στις ιδιότητες που έχει ένα ζωντανό ον (μορφή ή εντελέχεια), είτε πρόκειται για φυτό είτε για ζώο είτε για άνθρωπο. Και όπως οι ιδιότητες ενός αντικειμένου οφείλουν την υπόστασή τους στο ίδιο το αντικείμενο, έτσι και η ψυχή οφείλει την υπόστασή της στο υλικό σώμα. Όταν λοιπόν αυτό πεθαίνει και διαλύεται, η ψυχή του εκμηδενίζεται.Για τον άνθρωπο η ψυχή του έχει πέντε «δυνάμεις», ή αλλιώς δυνατότητες:
(1) το «θρεπτικόν», που σχετίζεται με τη θρέψη του σώματος·
(2) το «ορεκτικόν», δηλαδή την τάση για καθετί καλό·
(3) το «αισθητικόν», την ικανότητα της πρόσληψης των πληροφοριών μέσω των αισθήσεων·
(4) το «κινητικόν», που εξασφαλίζει τις κινήσεις του σώματος
(5) το «διανοητικόν».
Στωικισμός
Οι Στωικοί πίστευαν ότι ολόκληρο το σύμπαν έχει ως κινητήρια δύναμη το «Πνεύμα» και ότι η ψυχή αντιστοιχεί στο «πνεύμα» που διαπνέει το σώμα (είτε των ζώων είτε των ανθρώπων, όχι των φυτών) και το κάνει να λειτουργεί και να ζει. Στην περίπτωση των ανθρώπων, όμως, η ψυχή έχει περισσότερες λειτουργίες. Συγκεκριμένα, αποτελείται από οχτώ μέρη, το «ηγεμονικόν», δηλαδή τον λόγο, τις πέντε αισθήσεις και τις αναπαραγωγικές δυνάμεις. Οι Στωικοί απέκλειαν την ιδέα της απόλυτης αθανασίας της ψυχής, εφόσον πίστευαν ότι κάποια στιγμή τα πάντα θα κατακαούν. Μερικοί Στωικοί δεν το δέχονταν ούτε και αυτό, όπως ο Κλεάνθης και ο Χρύσιππος ο Σολεύς, υποστηρίζοντας ότι η ψυχή πεθαίνει μαζί με το σώμα.
Επικούρειοι
Οι Επικούρειοι δίδασκαν ότι η ψυχή αποτελείται από τα πιο λεπτά και πιο κινητικά άτομα του σύμπαντος, λεπτότερα ακόμη και από αυτά του αέρα και της φωτιάς, και σε αυτό απέδιδαν τις λειτουργίες της σε σχέση με τη σκέψη και τις αισθήσεις. Κατ’ αυτούς, όταν τραυματίζεται το σώμα, μερικά άτομα της ψυχής διαρρέουν. Αν το ποσοστό τους είναι μεγάλο, τότε επέρχεται θάνατος του σώματος και όλα τα άτομα της ψυχής σκορπίζονται.
Νεοπλατωνισμός
Ο Πλωτίνος, αναπλάθοντας την πλατωνική διδασκαλία και προσδίδοντάς της έντονη θρησκευτική χροιά, επανέλαβε τις απόψεις περί άυλης ψυχής, συγγενούς με τον κόσμο των Ιδεών, η οποία έχει φυλακιστεί στο σώμα και υφίσταται μετενσαρκώσεις, το επίπεδο των οποίων μπορεί να αναβαθμιστεί ή να υποβαθμιστεί ανάλογα με το πώς διάγει κανείς τη ζωή του. Ύστατος σκοπός η επανένωση της ατομικής ψυχής με την ψυχή του κόσμου, οπότε και η πρώτη χάνει την ατομικότητά της. Και πριν όμως από αυτό, ήδη κατά τη διάρκεια του ένσαρκου βίου, η ψυχή μπορεί να αποζητήσει τον πνευματικό κόσμο μέσω του ασκητισμού και του στοχασμού, και τότε ίσως καταστεί δυνατόν να δει το θείο φως. Ως αρετή ορίζεται η προσέγγιση της ψυχής προς τον Θεό και ως κάλλος η επικράτησή της επί του σώματος και των επιθυμιών του.Οι απόψεις του Πλωτίνου περί της ψυχής είναι επηρεασμένες και από τον νεοπυθαγορισμό, δεδομένου ότι προτάσσει πως όσοι αγαπούν τη μουσική, αυτοί στην επόμενη ζωή θα γίνουν ωδικά πτηνά, ενώ οι στοχαστικοί φιλόσοφοι θα μεταμορφωθούν σε αετούς.
Κατά την ελληνιστική περίοδο, ωστόσο, εμφανίζεται η διχοτόμηση του ανθρώπου σε άυλη ψυχή και υλικό σώμα, γεγονός που οφείλεται στην επίδραση του ελληνισμού, και ιδιαίτερα του πλατωνισμού.