«Ο αέρας κινεί τα καράβια στις θάλασσες και καθαρίζει την ατμόσφαιρα από τα κακά. Αυτός κτυπά και την καμπάνα, που ο Μέγας Αλέξανδρος έβαλε επάνω από τους λόφους, όπου είναι, κλεισμένοι οι σκυλοκέφαλοι, που θα βγουν έπειτα από καιρούς». Μία από τις πλέον παράδοξες επιβιώσεις από την αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη εποχή είναι αυτή που αφορά τους κυνοκέφαλους, πλάσματα ανθρώπινα που έχουν όμως κεφάλι σκύλου, πλάσματα που αναφέρονται συχνά και των οποίων -παραδόξως- έχουμε πολλές απεικονίσεις. Φυσικά έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις, αλλά…
επειδή ποτέ και σε καμία περίπτωση δεν εμφανίστηκε πάνω στη γη φυλή ανθρώπων με κεφάλι σκύλου, θα πρέπει να στραφούμε στο χώρο του μύθου και του συμβολισμού για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε την παράξενη αυτή, όσο και τερατώδη φιγούρα.
Και το πιο περίεργο είναι ότι ως κυνοκέφαλο λάτρευαν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι τον θεό Άνουβι (θεό του θανάτου), οι αρχαίοι Έλληνες τον ταύτιζαν με τον ψυχοπομπό Ερμή, ενώ ένα χριστιανός άγιος, ο Άγιος Χριστόφορος, εμφανίζεται στις πηγές ως κυνοκέφαλος και ως τέτοιος απεικονίζεται σε πολλές αναπαραστάσεις του.
Στην προχριστιανική εποχή μπορούμε να ανιχνεύσουμε δύο διαύλους που αφορούν τους κυνοκέφαλους. Ο πρώτος ξεκινά σε άγνωστη εποχή, με μυθολογικές ρίζες στο απώτατο ελληνικό προϊστορικό παρελθόν, ενσωματωμένος σε αρχέγονες θυσιαστικές τελετουργίες και χρονολογικά φτάνει μέχρι τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο δεύτερος δίαυλος είναι ο ίδιος με τον προηγούμενο, αλλά επεκτείνεται δεχόμενος επιδράσεις από τη ζωή και τα έργα του μεγάλου στρατηλάτη καθώς σε αυτόν εντάσσεται η μυθιστορία του Αλέξανδρου και αποκτά μεγάλες φιλολογικές και κατ’ επέκταση λαογραφικές διαστάσεις.
Η αρχαία ελληνική μυθολογία έχει διασώσει πολλές πληροφορίες για τους σκυλόμορφους των προϊστορικών χρόνων, στοιχεία τα οποία φυσικά δεν μπορούν να επαληθευτούν. Π.χ. ο τρικέφαλος σκύλοςΚέρβερος, φύλακας του Άδη, τον οποίο οι Δωριείς συσχέτιζαν με τον κυνοκέφαλο αιγυπτιακό θεό Άνουβι, τον ψυχοπομπό. Πίστευαν ότι ο Κέρβερος, επειδή είχε τρία κεφάλια ήταν αρχικά η θεά του θανάτου Εκάτη ή Εκάβη.
Η Εκάτη ή Αγριόπης (=αγριοπρόσωπη), μια πανάρχαια θεά του μητριαρχικού κύκλου, ταυτισμένη εν πολλοίς και με τη Σελήνη ή την Άρτεμη, δύο άλλες φεγγαροθεές, είχε κόρες τις Έμπουσες (= αυτές που παραβιάζουν), θηλυκούς δαίμονες της αποπλάνησης, οι οποίες μεταμορφώνονταν (ανάμεσα σε άλλα) και σε σκύλες.
Η Εκάτη, όμως, εκτός από τη μορφή της Σκύλας (= αυτή που σκίζει), θεωρείται ότι θήλαζε τον Ασκληπιό, τον ημίθεο της Ιατρικής και γι’ αυτό από τότε τον συνοδεύει σε κάθε αναπαράσταση ή απεικόνιση του. Άλλη σημαντική εκδοχή για την Εκάτη είναι ότι γέννησε μια κληματόβεργα και έφερε το αμπέλι στην Ελλάδα, και αυτή η εκδοχή είναι ο αρχαιότερος ελληνικός μύθος για την πρώτη παρουσία του κρασιού στον ελληνικό χώρο. Η ταύτιση φαίνεται και από άλλο γεγονός- μια μεταμόρφωση της Εκάτης ήταν σε Μαίρα (η άλλη ήταν σε «Σκύλα»), που αποτελούσε το σύμβολο της Σκύλας στον ουρανό, δηλαδή ήταν ο αστερισμός του Μικρού Κυνός.
Η εξήγηση γι’ αυτό ήταν η εξής: όταν ο Διόνυσος θέλησε να εξαπλώσει την καλλιέργεια της αμπέλου στην Αττική έπεισε τον βασιλιά Ικάριο να το κάνει. Όταν ο τελευταίος έφτιαξε κρασί πρόσφερε από αυτό σε βοσκούς της Αττικής για να τους κάνει να το συνηθίσουν.
Η συνέχεια είναι γνωστή και ταυτίζεται με την κατάρα της Ηριγόνης στους Αθηναίους. Λόγω της πράξης της αυτής η Μαίρα κέρδισε μια θέση στον ουρανό και έγινε το άστρο Μικρός Κύων, που όταν έβγαινε στον ουρανό οι βοσκοί του Μαραθώνα Αττικής του πρόσφεραν ανθρωποθυσίες.
Άλλη μεταμόρφωση της Εκάτης ήταν στη γνωστή Σκύλλα του ομηρικού έπους Οδύσσεια. Ο θρύλος διηγείται ότι η Σκύλλα ήταν κάποτε μια πανέμορφη κοπέλλα. κόρη της Εκάτης Κραταιΐδας από τονΦόρκυνα ή τον Φόρβαντα -ή της Έχιδνας από τον Τυφώνα, τον Τρίτωνα ή τον Τυρρηνό- αλλά ύστερα μεταμορφώθηκε σ’ ένα φοβερό σκυλάμορφο τέρας, με έξι κεφάλια και δώδεκα πόδια. Η Σκύλλα γαύγιζε σαν μικρό κουτάβι και ταυτιζόταν με τα κόκκινα σκυλιά του ψυχοπομπού Άνουβι.
Άλλη πληροφορία για κυνοκέφαλα όντα προέρχεται από τον Ιωάννη Τζέτζη (Εις τον Λυκόφρονα, 45 και 50), ο οποίος «…αναφέρει κάτι που φαίνεται να έχει εσφαλμένα συναχθεί από αρχαία αγγειογραφία, όπου η Αμφιτρίτη στέκεται δίπλα σε μια πηγή που την έχει καταλάβει ένα κυνόμορφο τέρας- από την άλλη πλευρά του αγγείου είναι ένας πνιγμένος ήρωας που περιβάλλεται από δύο τριάδες κυνοκέφαλες θεές στην είσοδο του Κάτω Κόσμου». Με κυνοκέφαλες θεές που τη συνοδεύουν απεικονίζεται η Εκάτη, τα γνωστά στη φιλολογία ως «κυνοκέφαλα φάσματα της Εκάτης», απεικονίσεις που διασώζονται ακόμα και σε χριστιανικά χειρόγραφα και κώδικες, όπως π.χ. αυτός του Παναγίου Τάφου” ή της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού”.
Από το χώρο της μυθολογίας και περνώντας στο χώρο της ιστορίας και της φιλολογικής παράδοσης είναι φανερό ότι όσα στοιχεία διαθέτουμε προέρχονται από καταγραφές εκστρατειών των διαφόρων ηρώων και μυθικών (;) προσώπων σε άγνωστους τόπους μακρινούς, όπως π.χ. του Ηρακλή, του Περσέα, του Θησέα, του Ιάσονα κ.α. Ειδικά για τους σκυλόμορφους («Ημίκυνες»), πλάσματα ανθρώπινα με κεφάλι σκύλου, γράφει πρώτος ο Ησίοδος και κατόπιν ο Αισχύλος, που μιλά για «κυνοκέφαλους», ενώ άλλοι περιγράφουν τέτοια τέρατα που συναντώνται στα ταξίδια των Ελλήνων ανατολικά, κυρίως στην Ινδία, σε εποχές ακόμα πριν την άφιξη εκεί του Αλέξανδρου.
Η επαφή των Ελλήνων με την Ινδία είναι πολύ παλιά.
Σύμφωνα με το θρύλο, τη χώρα αυτή είχε επισκεφτεί ο θεός Διόνυσος και η ακολουθία του και είχε διδάξει στους κατοίκους της την καλλιέργεια της αμπέλου και την παραγωγή κρασιού.
Πέρα από το μύθο, όμως, η ιστορία έχει διασώσει πραγματικές επαφές με αυτή τη χώρα και πρώτος, από όλους όσους την αναφέρουν, είναι ο Σκύλαξ ο Καρυανδεύς (520 π.Χ.) στο έργο του Γης περίοδος. Ο πρώτος αυτός Σκύλαξ, γιατί υπάρχει και ένας νεότερος με το ίδιο όνομα γύρω στο 350 π.Χ., κατ’ εντολή του Δαρείου του Κοδομανού είχε διαπλεύσει τον Ινδό ποταμό και εκτέλεσε περίπλου από τις εκβολές του έως την Αραβία και το Σουέζ”. Δυστυχώς ο Σκύλαξ δεν αναφέρεται σε Κυνοκέφαλους, κάτι που κάνει εκτεταμένα ο Κτησίας.
Ο Κτησίας ο Κνίδιος (5ος-4ος αι. π.Χ.) είναι ο πρώτος Έλληνας συγγραφέας που έγραψε βιβλίο ειδικά για την Ινδία, τα Ινδικά, το οποίο απωλέσθηκε, όπως και το άλλο περίφημο έργο του τα Περσικά. Όμως τα γνωρίζουμε διότι, εκτός των λίγων αποσπασμάτων που έχουν διασώσει διάφοροι συγγραφείς -όπως ο Αιλιανός-, τα περιλαμβάνει ο Φώτιος στην περίφημη «Βιβλιοθήκη» του, γνωστή και ως «Μυριόβιβλος». Ο Φώτιος, μια από τις μεγάλες πνευματικές προσωπικότητες του Βυζαντίου, διετέλεσε Οικουμενικός Πατριάρχης τις περιόδους 857-867 και 877-886.
Κάποτε με απόφαση της Βυζαντινής Γερουσίας διορίσθηκε «πρέσβης στους Ασσυρίους». Προτού αναχωρήσει, συνέγραψε τη «Βιβλιοθήκη» που είναι ουσιαστικά περίληψη 279 ακριβώς βιβλίων από όσα είχε διαβάσει ο ευρυμαθής Πατριάρχης, στα οποία αναφέρθηκε από μνήμης (!). Αυτό φυσικά είναι και καλό και κακό. Το καλό είναι αυτονόητο- ο Πατριάρχης διέσωσε -έστω και περιληπτικά- το περιεχόμενο βιβλίων που έχουν χαθεί, ενώ το κακό είναι ότι «από μνήμης» δεν ήταν δυνατόν να θυμάται ακριβώς ό,τι είχε διαβάσει. Και επί του προκειμένου, το έργο του Κτησία Ινδικά σαφέστατα είναι διαφοροποιημένο και όχι ακριβές. Αντιπαρέρχομαι τα όσα «θαυμαστά» αναφέρει ο Κτησίας στο έργο του Ινδικά και περιορίζομαι στα όσα έγραφε για τους κυνοκέφαλους:
«Στα βουνά του Ινδού ποταμού ζουν άνθρωποι που έχουν κεφάλι σκύλου. Τα ρούχα τους είναι από δέρμα άγριων ζώων. Δεν μιλούν καμμιά γλώσσα αλλά γαυγίζουν σαν τα σκυλιά και συνεννοούνται με τον τρόπο αυτό. Οι Ινδοί τους αποκαλούν “Καλύστριους” που σημαίνει “κυνοκέφαλοι”. Τα δόντια τους είναι ισχυρότερα από εκείνα των σκύλων. Τους βρίσκει κανείς μέχρι και του Ινδού ποταμού. Είναι μαύροι και έχουν βαθύ το αίσθημα της δικαιοσύνης όπως και οι άλλοι Ινδοί με τους οποίους άλλωστε είναι σε επαφή. Καταλαβαίνουν την γλώσσα των άλλων αλλά δεν μπορούν να τους μιλήσουν. Συνεννοούνται με νοήματα όπως οι κωφάλαλοι.Το έθνος τους αριθμεί 120.000.
»Οι κυνοκέψαλοι που κατοικούν στα βουνά δεν κάνουν καμμιά δουλειά. Ζουν από το κυνήγι, το κρέας του οποίου ξηραίνουν στον ήλιο. Έχουν πρόβατα, κατσίκες και όνους. Πίνουν γάλα και ξυνόγαλα. Τρώνε επίσης τον καρπό του “σιπταχόρου” που είναι γλυκό και που οι Ινδοί ξεραίνουν όπως οι Έλληνες τη σταφίδα.
»Οι κυνοκέφαλοι κατασκευάζουν σχεδία στην οποία φορτώνουν τους ξερούς αυτούς καρπούς, το άνθος της πορφύρας καθαρισμένο και το ήλεκτρο, τα οποία ανταλλάσονν με τους Ινδούς έναντι άρτων, αλευριού και βαμβακερών ρούχων. Αγοράζουν από αυτούς τα ξίφη που χρησιμοποιούν για να κυνηγήσουν άγρια θηρία, ακόμη δε και τόξα και ακόντια, στη χρήση των οποίων είναι εξαιρετικά ικανοί. Είναι αήττητοι γιατί ζουν στα ψηλά βουνά που είναι απρόσιτα. Κάθε τρία χρόνια ο βασιλιάς τους χαρίζει 300.000 βέλη, 120.000 ασπίδες και 500.000 ξίφη.
»Οι κυνοκέφαλοι δεν ζοuν σε σπίτια. Ζουν σε σπήλαια, κυνηγούν θηρία με τόξα και ακόντια. Είναι τόσο γρήγοροι ώστε ξεπερνούν τα θηρία αυτά στο τρέξιμο.
»Οι γυναίκες τους λούζονται μια φορά το μήνα όταν έλθει η περίοδο τους -ποτέ άλλοτε. Οι άνδρες δεν λούζονται αλλά τρίβονται με κάποιο λάδι που βγάζουν από τα γάλα και σκουπίζονται με δέρματα. Ντύνονται με λεπτά δέρματα, άνδρες και γυναίκες.
Οι πλουσιότεροι φορούν λινά αλλά είναι λίγοι. Δεν έχουν κρεβάτια. Κοιμούνται σε στρώματα από φύλλα δέντρου. Ο πλούτος υπολογίζεται με βάση τον αριθμό των προβάτων. Κατά τα λοιπά όμως είναι αρκετά ισόνομα κατανεμημένος.
»Όλοι τους, άνδρες και γυναίκες έχουν ουρά όπως τα σκυλιά.
Οι άνδρες ενώνονται με την γυναίκα “τετραποδιστί”, όπως και πάλι τα σκυλιά. Είναι δίκαιοι και ζουν μέχρι 200 χρόνια».
Αφήνοντας το Φώτιο και το θαυμαστό έργο του, πρέπει να σημειώσω ότι οι αναφορές του Κτησία σε μια φυλή κυνοκέφαλων ανθρώπων θεωρούνται φανταστικές, και είναι λογικό.
Άνθρωποι με κεφάλι σκύλου δεν υπήρξαν ποτέ, γι’ αυτό και νεότεροι μελετητές προσπάθησαν να διερευνήσουν το θέμα πιο διεξοδικά, όπως ο Ο C. Lassen, που υποστήριξε ότι ο Κτησίας δεν επινόησε όσα φανταστικά διηγείται. Όπως αναφέρει ο Δ.Κ. Βελισσαρόπουλος, που παραθέτει τα σχετικά στοιχεία: «Όσον αφορά τους Κυνοκέφαλους ή τους Κυναμολγούς, κατά τον Lassen ο Κτησίας αναφερόταν, χωρίς ο ίδιος να το ξέρει, σε φυλή που έτρεφε μεγάλα κοπάδια ζώων. Η φυλή αυτή είχε πελώρια σκυλιά για να φυλάγουν τα ζώα. Και στην περίπτωση αυτή, πρόκειται για πρωτόγονη φυλή που είχε αποσυρθεί στα απρόσιτα βουνά της Νότιας Ινδίας. Κατ’ ανάγκην συναλασσόταν ειρηνικά με τους Ινδούς κατακτητές που περιφρονούσαν τα μέλη της και της έδωσαν το περιφρονητικό όνομα που έφτασε στ’ αυτιά του Κτησία. Η φυλή αυτή αντιστοιχούσε κατά τον Lassen προς τη γνωστή από την ινδική παράδοση φυλή των cunamukta».
Η άποψη αυτή είναι πιθανότατα πολύ λογική και μπορεί να γίνει αποδεκτή. Αλλά για να δικαιολογήσουμε λίγο τον Κτησία, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην ελληνική μυθολογία, ιστορία ή φιλολογία, συχνά εμφανίζονται τέρατα, ανθρωπόμορφα ή όχι, που έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο. Όπως σημειώνει και ο Jacquew Heers;, βιογράφος του Κολόμβου, «Ο βάρβαρος ξένος, οι μυθοπλασμένοι άνθρωποι πάντοτε έλκυσαν τη φαντασία από την εποχή των Ελλήνων ως τον Πάπα Πιο τον Β’. Μερικοί συγγραφείς ή καλλιτέχνες περιέγραψαν ή απεικόνισαν τέρατα, που αναπαριστούσαν άλλωστε και τα γλυπτά της ρωμαϊκής εποχής.
Πολύ συχνά πράγματι παρίσταναν ανθρώπους με κεφάλια σκύλων, με μακριά αυτιά, ανθρώπους φυτά, κενταύρους και ανθρώπους κατά το ήμισυ ζώα». Άρα ήταν φαινόμενο που παρουσιάστηκε και αλλού εκτός Ελλάδος. Ο Ηeers αναφέρει ονομαστικά κάποιον Οderic De Paderne «…πού είχε επισκεφθεί ωρισμένες περιοχές της Ασίας και που διηγείται ότι συνάντησε πυγμαίους τριών σπιθαμών και κυνοκέφαλους και άλλα τερατόμορφα όντα…», ενώ προσθετικά σημειώνεται και ο Μάρκο Πόλο, που αναφέρει ότι κυνοκέφαλοι ζούσαν στο αρχιπέλαγος του Αdaman.
Όμως δεν πρέπει να μας διαφεύγει κάτι. Από την εποχή του Κτησία (5ος αι. π.Χ.) έως το 1500 μ.Χ. (Κολόμβος) μεσολαβούν 2000 χρόνια και δεδομένου ότι το έργο του Κτησία Ινδικά απωλέσθηκε, πρέπει να βρούμε από ποια πηγή αντλήθηκε αυτή η παράδοση για την ύπαρξη κυνοκέφαλων ανθρώπων. Αλλά πριν φτάσουμε στον ενδιάμεσο κρίκο, πρέπει να δούμε κάτι άλλο: τη σχέση του «κυνοκέφαλου» με αντίστοιχα αιγυπτιακά πρότυπα.
Πράγματι δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη η ταύτιση και η ονομασία. Η ελληνική λέξη Κυνοκέφαλος σαφέστατα αναφερόταν στον ιερό μπαμπουΐνο της αιγυπτιακής θρησκείας, που είχε μορφή σκύλου, και ο Reau στο θαυμαστό έργο του συνδέει τον Κυνόμορφο Άγιο Χριστόφορο με τον Αιγύπτιο θεό Άνουβι που είχε κεφάλι τσακαλιού. Ωστόσο η μεταγενέστερη ευρωπαϊκή παράδοση για τους κυνοκέφαλους δεν οφείλεται σε ελληνικής προέλευσης πηγή, αλλά στον Πλίνιο και στο έργο του Φυσική Ιστορία (βιβλ. 7, 2.), στο οποίο φυσικά προστέθηκαν και όσα αναφέρονται στη σχετικά με τον Μ. Αλέξανδρο φιλολογία, η οποία έγινε αποδεκτή και από Άραβες λόγιους μεταγενέστερων εποχών. Και βέβαια αυτή η αλληλουχία είναι μια θαυμάσια απεικόνιση της διάδοσης των ιδεών (και ιδεοληψιών) από τον έναν πολιτισμό στον άλλο.
Η μυθιστορία του Αλέξανδρου
Στη γνωστή παραλλαγή του μυθιστορήματος του Ψευδο-Καλλισθένη Το Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου, που γνωρίζουμε και ως Φυλλάδα τον Μεγ’ Αλέξανδρου, θέμα στο οποίο έχω αναφερθεί σε σχετικό άρθρο, αναφέρεται η συνάντηση του στρατηλάτη με τους κυνοκέφαλους: «…Απ’ αυτού ημέρας δέκα εδιάβη εις ένα τόπον, όπου ήτον οι Σκυλοκέφαλοι. Τούτων το κορμί ήτον ανθρώπινον, το κεφάλι σκύλινον, και η φωνή τους ανθρώπινη και επεριπατούσαν ωσάν σκυλιά. Εσκότωσεν ο Αλέξανδρος πολλούς και από εκείνους, και μετά δέκα ημέρας αφήνοντας τον τόπον τους, επήγε εις ένα χωρίον…».
Αυτή η σύντομη αναφορά φαινομενικά δεν είναι αρκετή ώστε να δικαιολογήσει την έκταση της παρουσίας κυνοκέφαλων στους μεταγενέστερους χρόνους και την τόσο έντονη επιρροή τους στη βυζαντινή αγιογραφία και στο Χριστιανισμό εν γένει. Όπως φαίνεται, όμως, η μυθιστορία του Αλέξανδρου είχε άλλη, πολύ μεγαλύτερη διεισδυτική ικανότητα και δεν υπήρξε ένα ακόμη ελληνικό μυθιστόρημα ανάμεσα στα πολλά άλλα της ελληνιστικής εποχής.
Αυτή η υπέρ τα όρια μυθοποίηση και αποδοχή του Μ. Αλεξάνδρου δεν συνέβη φυσικά αμέσως. Κάθε αιώνας που περνούσε, από το θάνατο του και πέρα, συσσώρευε υλικό μυθοπλασίας και φαντασίωσης σε τέτοιο σημείο ώστε ο μύθος να είναι ζωντανός έως πρόσφατα. Φυσικά, η διαδικασία μυθοποίησης του Αλέξανδρου δεν είναι τόσο εύκολα εξηγήσιμη, αλλά μάλλον πρέπει να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή και να δούμε εν τη γενέσει του το θέμα.
Από όλους τους ιστορικούς, ερευνητές και μελετητές της λογοτεχνίας είναι σήμερα αποδεκτή η άποψη ότι το λογοτεχνικό είδος που γνωρίζουμε ως μυθιστόρημα αποτελεί μια ελληνική συνεισφορά στην παγκόσμια λογοτεχνία. Και αυτό επινοήθηκε στην Ελλάδα, στη διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων (330-30 π.Χ.) όχι με την ονομασία «μυθιστόρημα», αλλά με την ονομασία «Δραματικός λόγος». Την άποψη αυτή διασώζει ο Πατριάρχης Φώτιος στην περίφημη Βιβλιοθήκη του. Τα έργα παρόμοιας μορφής τα αποκαλούσαν ακόμη με τις ονομασίες δράμα, βιβλίον ή βιβλία, ενώ στη μεσαιωνική περίοδο τα γνωρίζουμε ως διηγήσεις. Σαφέστατα λοιπόν η ονομασία «μυθιστόρημα» είναι πολύ μεταγενέστερη. Ο Τοmas Hagg στο θαυμάσιο έργο του σημειώνει τα εξής:
«Η λέξη μυθιστορία (mythistoria) εμφανίζεται για πρώτη φορά σε λατινικό κείμενο τέταρτου αιώνα μ.Χ., για να δηλώσει βιογραφίες που περιέχουν ασήμαντα γεγονότα ή ψεύδη ανάμεικτα με αλήθειες. Τον όρο αυτόν προτείνει το 1804 ο Κοραής για το αρχαίο ελληνικό μυθιστόρημα, αντί του “βάρβαρου” romance (που ο ίδιος αποδίδει: “ρωμανόν”), με το εξής επιχείρημα: “τοιούτον όνομα σύντομον και κατάλληλον κρίνω το ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΑ, το οποίον όχι μόνον εναργώς σημαίνει την φύσιν του πράγματος, αλλά είναι και μια λέξις [...] προς τούτοις Ελληνικότατη”».
Από την προηγούμενη κατάταξη βλέπουμε ότι το Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου ανήκει στις μυθιστορίες της εποχής εκείνης, συγκροτημένη αρκετούς αιώνες μετά το θάνατο του στρατηλάτη, από ανώνυμο συγγραφέα του 300 μ.Χ. Επειδή το έργο αποδόθηκε, λανθασμένα, στον ιστορικό Καλλισθένη από την Όλυνθο, που συνόδευε τον Αλέξανδρο στις εκστρατείες του, αποκαλούμε το συγγραφέα του Ψευδο-Καλλισθένη. Η αρχική απόδοση του έργου στον ιστορικό Καλλισθένη έγινε από το βυζαντινό λόγιο Ιωάννη Τζέτζη τον 12ο αιώνα και την ξανασυναντούμε σε διάφορα χειρόγραφα του έργου κατά τον 14ο και 15ο αιώνα. Ακόμα το γνωρίζουμε ως Το παραμύθι τον Μεγ’ Αλέξανδρου, ή ο Μύθοςτον Αλεξάνδρου, ή Βίος του Αλεξάνδρου τον Μακεδόνος και πράξεις. Τέλος το γνωρίζουμε και ως Ψευδό-Καλλισθένης, λόγω των όσων αναφέρθηκαν. Μια άλλη ονομασία του έργου, βυζαντινή διασκευή σε πεζό λόγο (επειδή υπάρχουν και έμμετρες διασκευές), φέρει τον τίτλο Ιστορία Αλεξάνδρου του Μακεδόνος. Βίος, Πόλεμοι και Θάνατος αυτού και ως βιβλίο τυπώθηκε στη Βενετία στα 1699, με αρκετές μεταγενέστερες επανεκδόσεις. Η διασκευή αυτή είναι η πιο γνωστή, κυκλοφορούσε σε φτηνή έκδοση σε κακότεχνα φυλλάδια και έμεινε γνωστή με τη λαϊκή έκφραση Φυλλάδα του Μεγ’ Αλέξανδρου. Από όσα γνωρίζω, νομίζω ότι η «Φυλλάδα» είναι η πιο διαδεδομένη μορφή αφήγησης των περιπετειών του Αλέξανδρου.
Παρά τις τερατώδεις αναλήθειες και τις κατά κόρον φανταστικές περιγραφές του έργου, ο συγγραφέας του ο Ψευδο-Καλλισθένης (γνωστός και ως Αίσωπος) κάπου στηρίχθηκε για να αφηγηθεί το μύθο του, κάποια πρότυπα χρησιμοποίησε. Φυσικά χρησιμοποίησε το έργο του ιστορικού Καλλισθένη Πράξεις Αλεξάνδρου, που έμεινε ατελές λόγω θανάτου του συγγραφέως του. Το έργο περιλαμβάνει γεωγραφική περιγραφή των χωρών της Μ. Ασίας, Συρίας, Φοινίκης κ.λπ. απ’ όπου πέρασε ο Αλέξανδρος, χωρίς να παραθέτει ιστορικές υπερβολές και μυθοπλασίες, δεδομένου ότι ως ιστοριογράφος του Αλέξανδρου ήταν σαφώς ακριβολόγος και καθόλου κόλαξ. Ακριβώς επειδή δεν ανήκε στους αυλοκόλακες που περιστοίχιζαν τον Αλέξανδρο, έπεσε στη δυσμένεια του. Άρα ως ιστορική πηγή ήταν αξιόλογη.
Άλλη πηγή του Ψευδο-Καλλισθένη ήταν οι Βασίλειοι Εφημερίδες, που συντάσσονταν από τον αρχιγραμματέα της Αυλής, διαδικασία που συμφωνούσε με τα έθιμα της Περσικής Αυλής. Υποθέτουμε ότι οι Βασίλειοι Εφημερίδες ήταν η επίσημη συγκέντρωση στοιχείων που αφορούσαν το κράτος και τη βασιλεία γενικά, παρά το γεγονός ότι η λέξη «εφημερίδες» σημαίνει κάτι εντελώς πρόχειρο. Δεν μπορώ να φανταστώ κάποια άλλη χρήση τους, παρά ως επίσημο αρχείο του Βασιλείου, εκτός αν ήσαν μια μορφή εφημερίδας, φυσικά χειρόγραφης, που ετοιχοκολλείτο στο χώρο του Παλατιού και είχε διάφορες ειδήσεις.
Μια τρίτη και τελευταία πηγή του Ψευδο-Καλλισθένη πρέπει να ήταν η Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου του Πτολεμαίου Α’, ο οποίος τόσο πολύ εκμεταλλεύτηκε το μύθο του Αλέξανδρου για να εδραιώσει τη θέση του στο θρόνο της Αιγύπτου. Ο Άγγελος Φουριώτης σημειώνει επ’ αυτού:
«Δεν είναι απίθανο η ιστορία του (έργο του Πτολεμαίου Α’) ν’ αποτέλεσε τη βάση των αντιγράφων που κυκλοφόρησαν τον Β’ μ.Χ. αιώνα, που ίσως ν’ αποτέλεσαν, συνέχεια, τη βάση της παραλλαγής του Γ’ μ.Χ. αιώνα. Η δεύτερη παραλλαγή πρέπει νά’γινε τον Β’ μ.Χ. αιώνα, γιατί ένα στοιχείο βασικό ευνοεί την τότε σύνταξη της: η παρεμβολή, μέσα στο μυθιστόρημα, της εκστρατείας του ήρωα στην Ιταλία και η κατάκτηση της Ρώμης. Είναι τούτο μια έμμεση εκδίκηση του συγγραφέα εναντίον της Ρωμαϊκής κατοχής. Όσο για την πλήρη συγκρότηση της όλης μυθιστορίας, αυτή είναι έργο του Γ’ μ.Χ. αιώνα, όπως φανερώνουν: η μνημόνευση του φιλόσοφου Favorins, η πληθώρα των ασιατών αυτοκρατόρων της Ρώμης που ακούνε στ’ όνομα Αλέξανδρος, η χρονολογία των μύθων και των παραδόσεων για τον Αλέξανδρο, οι στίχοι που έχουν παρεμβληθεί στο μυθιστόρημα, και οι επιβιώσεις σ’ αυτό Πτολεμα’ίκών στοιχείων και στοιχείων του Β’ μ.Χ. αιώνα, με κυριώτερο την παρεμβολή επιστολών (Αλεξάνδρου: προς Αριστοτέλη, προς Ολυμπιάδα) και αλληλογραφίας (Αλεξάνδρου-Δινδίμου, βασιλέα των Βραχμάνων), μέσο για να γίνεται περισσότερο εκλαϊκευμένη και περισσότερο πλούσια σε δράση η διήγηση, όπως συνηθιζόταν κατά τη διάρκεια των αυτοκρατορικών Ρωμαϊκών χρόνων».
Η παράθεση ή ενσωμάτωση των διαφόρων επιστολών στο βίο του Αλέξανδρου αποτελεί, σύμφωνα με τους μελετητές, μια αξιόλογη καινοτομία. Από τη μια δίνει τη δυνατότητα να αναδειχθεί η προσωπικότητα του επιστολογράφου, να γίνει σαφής η υποκειμενική ικανότητα κρίσης, να δώσει τις οπτικές γωνίες υπό τις οποίες αξιολογούσε τα διάφορα γεγονότα, και από την άλλη να εμπεδώσει το βαθμό αντικειμενικότητας των όσων περιγράφονται, ώστε να θεωρηθούν ως πραγματικά. Και δεν είναι τυχαίο ότι ακριβώς σ’ αυτή την ακατάσχετη επιστολογραφία εμπεριέχονται τα περισσότερα των φανταστικών στοιχείων του έργου.
Μια πλούσια ακατάσχετη φαντασία που δεν αφήνει τίποτα να χαθεί. Εκμεταλλεύεται κάθε συμβάν, καθετί που είναι γνωστό στο συγγραφέα, οτιδήποτε υπέπεσε στην αντίληψη του ή άκουσε ή διάβασε έτσι ώστε το μυθιστόρημα αυτό να αποτελεί ένα κράμα ιστορικής αλήθειας και φαντασίας. Τα δύο αυτά στοιχεία είναι τόσο αδιαχώριστα, τόσο στέρεα ενσωματωμένα το ένα στο άλλο, ώστε χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια να διαχωριστούν.
Στην παράδοση για την επαφή του Αλέξανδρου με τους κυνοκέφαλους ανήκει μια λαογραφική αναφορά από τη Ρουμανία, και είναι ενδιαφέρουσα από την άποψη της διάστασης αλλά και παραμόρφωσης του μύθου:
«Ο Θεός έστειλε τον μέγαν Αλέξανδρο να τιμωρήσει τους κακούς. Όταν ο Αλέξανδρος ενίκησε τον Βασιλέα Πώρο, τον έπιασε και τον εφυλάκισε μέσα στα σκοτεινά κοιλώματα μιας λοφοσειράς, που έκλεινε τους σκυλοκέφαλους. Από εκεί ο Πώρος δεν ημπορεί να βγεί παρά στον κατοπινό καιρό. Πάνω από τους λόφους αυτούς ο Μέγας Αλέξανδρος έμπηξε μια φούρκα (δίκρανο) και του έβαλε μια καμπάνα που κτυπά μονάχη της με το φύσημα του αέρα. Οι σκυλοκέφαλοι, όταν ακούνε την καμπάνα, ξέρουν πως ο Αλέξανδρος είναι εκεί και τους φυλάει. Αυτοί θα βγουν στον κατοπινό καιρό και θα αρχίσουν τη δουλειά που γι’ αυτούς τους προώρισε ο θεός. Οι σκυλοκέφαλοι έχουν ένα μάτι στο μέτωπο κι ένα στον τράχηλο. Είναι βίαιοι και υπερβολικά κακοί. Η ομιλία τους είναι άσχημη. Πιάνουν τους ανθρώπους και, αφού τους λιπαίνουν, τους ψήνουν στο φούρνο και τους τρώνε».
Τα ίδια περίπου αναφέρει και η επόμενη παράδοση: «Ο αέρας κινεί τα καράβια στις θάλασσες και καθαρίζει την ατμόσφαιρα από τα κακά. Αυτός κτυπά και την καμπάνα, που ο Μέγας Αλέξανδρος έβαλε επάνω από τους λόφους, όπου είναι, κλεισμένοι οι σκυλοκέφαλοι, που θα βγουν έπειτα από καιρούς».
Οι δύο αυτές παραδόσεις που σαφέστατα ανήκουν στον κύκλο περί Μ. Αλεξάνδρου, παρουσιάζουν μια νέα εκδοχή- εισβάλλουν στην όλη μυθιστορία των μονόφθαλμων-ανθρωποφάγων (κύκλωπες;), τους επονομαζόμενους και μονομμάτηδες, ενώ ένας μονομμάτης δράκος αναφέρεται σε παραμύθι από την Κερασούντα. Ακόμα μιλούν ή υπαινίσσονται όντα με τρία μάτια, γνωστούς ως Τριαμμάτες, που και αυτοί σχετίζονται με τους κύκλωπες σύμφωνα με δημώδεις παραδόσεις.
Όπως υποστηρίζει ο Αnsbacher, ο μύθος των κυνοκέφαλων υπάρχει και στην αραβική φιλολογία, κάτι που είναι φανερό στο έργο του άραβα λόγιου Αl-Qazwini, ο οποίος αναφέρεται σε μια φυλή κυνοκέφαλων που είχαν πρόσωπο σκύλου, σώμα ανθρώπινο και φτερά(!), μια παραλλαγή του μύθου που δεν συναντάμε πουθενά αλλού. Μια δεύτερη παραλλαγή θέλει τους κυνοκέφαλους με δύο σώματα(!) και υπάρχουν σχετικά απεικονίσεις τους στα έργα του Wolfhardt ή του Aldrovandi.
Ως όντα με διπλή σωματική εμφάνιση -ανθρώπου και σκύλου- οι κυνοκέφαλοι εμφανίζονται κυρίως στους σλαβικούς λαούς, όπου η λαϊκή φιλολογία τους θεωρεί καννίβαλους και μερικές φορές τους ταύτιζαν με τους Τάρταρους (236), και στην Ελλάδα έχουμε σχετικές αναφορές, όπως αναφέρει ο Οικονομίδης: «Εν Θράκη διηγούνται ότι “οι κυνοκέφαλοι απ’ εμπρός είναι άνθρωποι και από πίσω σκύλοι απ’ εμπρός μιλούν και από πίσω γαυγίζουνε απ’ εμπρός σε καλοπιάνουνε και από πίσω σε τρώνε”. Εν Λακεδαίμονι παραδίδονται ότι ούτοι κατοικούσαν παρά την Βουρλιάν και έτρωγαν ανθρώπους. Εις ελληνικά τινά παραμύθια οι κυνοκέφαλοι είναι παραπλήσιοι προς δράκους, που καταπολεμεί ο παραμυθιακός ήρωας και γίνεται κύριος των θησαυρών αυτών».
Ομοιότητα προς τους κυνοκέφαλους έχουν η συκιένεζα των Αλβανών, ο psoglavi των Βουλγάρων και οι capcani ή catsuni (κατσαούνοι) των Ρουμάνων, έτσι για να πάρουμε μια γενικότερη βαλκανική ιδέα περί κυνοκέφαλων. Υποθέτω ότι σε αδρές γραμμές αυτή είναι μια συνολική σκιαγράφιση του ιστορικού προβλήματος που αφορά στους κυνοκέφαλους, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του Μεσαίωνα, οπόταν έχουμε και πάλι μια ιδιάζουσα «έξαρση» πληροφοριών γύρω από το θέμα, όπως έχω αναφέρει ήδη.
Εκτός του Οderic de Paderne, του Φραγκισκανού καλόγερου, που άλλοι ονομάζουν Oderico of Pordenone, τις ίδιες θεωρίες πρέσβευε και ο John Mandeville, ενώ η όλη ιστορία (αναφορά δηλ. σε τερατόμορφους ανθρώπους) επιτάθηκε με τις ανακαλύψεις και εξερευνήσεις τον 15ου αιώνα. Όμως όσο τα όρια του γνωστού κόσμου επεκτείνονταν λόγω αυτών ακριβώς των εξερευνητικών ταξιδιών, οι φήμες για την ύπαρξη κάποιας φυλής κυνοκέφαλων ανθρώπων υπεχώρησαν και οι πληροφορίες περιορίστηκαν στο μυθολογικό παρελθόν.
Προφανώς αυτό το μυθολογικό παρελθόν επέζησε μέσω μιας άλλης διαδικασίας: της παρουσίας στη χριστιανική ιστορία και εικονογραφία ενός αγίου με κυνοκέφαλη εμφάνιση, του Αγίου Χριστόφορου, του προστάτη των αυτοκινητιστών.
Πώς συνέβη το καθόλα παράδοξο αυτό φαινόμενο;
Όταν ο Χριστιανισμός εδραιώθηκε ως επίσημη θρησκεία του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, που γνωρίζουμε ως Βυζάντιο, ειδικά από τον 4 έως τον 6ο αιώνα, οι λεγόμενοι παγανιστές, δηλαδή οι Εθνικοί, οι Έλληνες Δωδεκαθεϊστές υπέστησαν δεινούς διωγμούς και η θρησκεία τους απαγορεύθηκε τουλάχιστον επισήμως διότι εν κρυφώ αυτή επέζησε για πολλούς αιώνες ακόμη.
Και όχι μόνο επέζησε, αλλά διέτρησε τις λαϊκές δοξασίες περί χριστιανισμού και αγίων εμβολιάζοντας τες με διάφορα παγανιστικά έθιμα, όπως τα χελιδονίσματα, τα λιθοβολία κ.λπ. Στο επίπεδο της τέχνης, μεταξύ των άλλων, αυτό υλοποιήθηκε κυρίως με την παρουσία του κυνοκέφαλου Αγίου Χριστόφορου, μοναδικού (με την έννοια τους παράδοξου) χαρακτηριστικού της βυζαντινής τέχνης, όπως το παρουσίασε διεξοδικά σε σχετική εργασία του ο Χ. Χοτζάκογλου.
επειδή ποτέ και σε καμία περίπτωση δεν εμφανίστηκε πάνω στη γη φυλή ανθρώπων με κεφάλι σκύλου, θα πρέπει να στραφούμε στο χώρο του μύθου και του συμβολισμού για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε την παράξενη αυτή, όσο και τερατώδη φιγούρα.
Στην προχριστιανική εποχή μπορούμε να ανιχνεύσουμε δύο διαύλους που αφορούν τους κυνοκέφαλους. Ο πρώτος ξεκινά σε άγνωστη εποχή, με μυθολογικές ρίζες στο απώτατο ελληνικό προϊστορικό παρελθόν, ενσωματωμένος σε αρχέγονες θυσιαστικές τελετουργίες και χρονολογικά φτάνει μέχρι τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο δεύτερος δίαυλος είναι ο ίδιος με τον προηγούμενο, αλλά επεκτείνεται δεχόμενος επιδράσεις από τη ζωή και τα έργα του μεγάλου στρατηλάτη καθώς σε αυτόν εντάσσεται η μυθιστορία του Αλέξανδρου και αποκτά μεγάλες φιλολογικές και κατ’ επέκταση λαογραφικές διαστάσεις.
Η τεράστια αποδοχή της προσωπικότητας του Αλέξανδρου από πλήθος λαών -φαινόμενο μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία- και οι πραγματικές ή μυθολογικές περιγραφές των κατορθωμάτων του, όπως εξιστορούνται στη Φυλλάδα του Μεγάλου Αλεξάνδρου από τον ψευδο-Καλλισθένη συνέβαλλαν στην όλη υπόθεση. Μέσω αυτής της φιλολογίας οι κυνοκέφαλοι «πέρασαν» στη βυζαντινή εικονογραφία ενώ η αρχέγονη, ιδιότυπη μορφή του κυνός ή και του λύκου (λυκ = φως) αποδόθηκε στον Άγιο Χριστόφορο.
Η θεά, που και αυτή ήταν τριπλής φύσης, εικονιζόταν σαν σκύλα, επειδή τα σκυλιά τρώνε σάρκες πτωμάτων και αλυχτούν στο φεγγάρι. Όταν ο Ηρακλής κατεβαίνει στον Τάρταρο για να αιχμαλωτίσει τον Κέρβερο (12ος άθλος), ήταν η τρικέφαλη Εκάτη που τον υποδέχθηκε ως Κέρβερος. Θεωρούνταν θανατηφόρα η επαφή με τον Κέρβερο αφού όταν γαύγιζε ράντιζε με το σάλιο του τα πράσινα λιβάδια και έκανε να φυτρώνει το δηλητηριώδες φυτό στριγγλοβότανο, που το ονόμαζαν και φυτό της Εκάτης.
Η Εκάτη ή Αγριόπης (=αγριοπρόσωπη), μια πανάρχαια θεά του μητριαρχικού κύκλου, ταυτισμένη εν πολλοίς και με τη Σελήνη ή την Άρτεμη, δύο άλλες φεγγαροθεές, είχε κόρες τις Έμπουσες (= αυτές που παραβιάζουν), θηλυκούς δαίμονες της αποπλάνησης, οι οποίες μεταμορφώνονταν (ανάμεσα σε άλλα) και σε σκύλες.
Η Εκάτη, όμως, εκτός από τη μορφή της Σκύλας (= αυτή που σκίζει), θεωρείται ότι θήλαζε τον Ασκληπιό, τον ημίθεο της Ιατρικής και γι’ αυτό από τότε τον συνοδεύει σε κάθε αναπαράσταση ή απεικόνιση του. Άλλη σημαντική εκδοχή για την Εκάτη είναι ότι γέννησε μια κληματόβεργα και έφερε το αμπέλι στην Ελλάδα, και αυτή η εκδοχή είναι ο αρχαιότερος ελληνικός μύθος για την πρώτη παρουσία του κρασιού στον ελληνικό χώρο. Η ταύτιση φαίνεται και από άλλο γεγονός- μια μεταμόρφωση της Εκάτης ήταν σε Μαίρα (η άλλη ήταν σε «Σκύλα»), που αποτελούσε το σύμβολο της Σκύλας στον ουρανό, δηλαδή ήταν ο αστερισμός του Μικρού Κυνός.
Το κρασί, όμως, ήταν άκρατος οίνος (δεν ήταν δηλαδή κρασί ήτοι ανακατεμένο με νερό), οπότε γρήγορα τους ζάλισε και νιώθοντας άσχημα, νόμισαν ότι ο Ικάριος προσπάθησε να τους δολοφονήσει.
Τότε, μέσα στη ζάλη τους, τον σκότωσαν και τον έθαψαν σ’ ένα μέρος που κράτησαν μυστικό. Όμως την ταφή είδε η σκύλα του Ικάριου η Μαίρα, η οποία οδήγησε εκεί την κόρη του Ηριγόνη που τον ξέθαψε και τον έθαψε αλλού με τις ανάλογες τιμές.
Από το χώρο της μυθολογίας και περνώντας στο χώρο της ιστορίας και της φιλολογικής παράδοσης είναι φανερό ότι όσα στοιχεία διαθέτουμε προέρχονται από καταγραφές εκστρατειών των διαφόρων ηρώων και μυθικών (;) προσώπων σε άγνωστους τόπους μακρινούς, όπως π.χ. του Ηρακλή, του Περσέα, του Θησέα, του Ιάσονα κ.α. Ειδικά για τους σκυλόμορφους («Ημίκυνες»), πλάσματα ανθρώπινα με κεφάλι σκύλου, γράφει πρώτος ο Ησίοδος και κατόπιν ο Αισχύλος, που μιλά για «κυνοκέφαλους», ενώ άλλοι περιγράφουν τέτοια τέρατα που συναντώνται στα ταξίδια των Ελλήνων ανατολικά, κυρίως στην Ινδία, σε εποχές ακόμα πριν την άφιξη εκεί του Αλέξανδρου.
Η επαφή των Ελλήνων με την Ινδία είναι πολύ παλιά.
Σύμφωνα με το θρύλο, τη χώρα αυτή είχε επισκεφτεί ο θεός Διόνυσος και η ακολουθία του και είχε διδάξει στους κατοίκους της την καλλιέργεια της αμπέλου και την παραγωγή κρασιού.
Πέρα από το μύθο, όμως, η ιστορία έχει διασώσει πραγματικές επαφές με αυτή τη χώρα και πρώτος, από όλους όσους την αναφέρουν, είναι ο Σκύλαξ ο Καρυανδεύς (520 π.Χ.) στο έργο του Γης περίοδος. Ο πρώτος αυτός Σκύλαξ, γιατί υπάρχει και ένας νεότερος με το ίδιο όνομα γύρω στο 350 π.Χ., κατ’ εντολή του Δαρείου του Κοδομανού είχε διαπλεύσει τον Ινδό ποταμό και εκτέλεσε περίπλου από τις εκβολές του έως την Αραβία και το Σουέζ”. Δυστυχώς ο Σκύλαξ δεν αναφέρεται σε Κυνοκέφαλους, κάτι που κάνει εκτεταμένα ο Κτησίας.
Κάποτε με απόφαση της Βυζαντινής Γερουσίας διορίσθηκε «πρέσβης στους Ασσυρίους». Προτού αναχωρήσει, συνέγραψε τη «Βιβλιοθήκη» που είναι ουσιαστικά περίληψη 279 ακριβώς βιβλίων από όσα είχε διαβάσει ο ευρυμαθής Πατριάρχης, στα οποία αναφέρθηκε από μνήμης (!). Αυτό φυσικά είναι και καλό και κακό. Το καλό είναι αυτονόητο- ο Πατριάρχης διέσωσε -έστω και περιληπτικά- το περιεχόμενο βιβλίων που έχουν χαθεί, ενώ το κακό είναι ότι «από μνήμης» δεν ήταν δυνατόν να θυμάται ακριβώς ό,τι είχε διαβάσει. Και επί του προκειμένου, το έργο του Κτησία Ινδικά σαφέστατα είναι διαφοροποιημένο και όχι ακριβές. Αντιπαρέρχομαι τα όσα «θαυμαστά» αναφέρει ο Κτησίας στο έργο του Ινδικά και περιορίζομαι στα όσα έγραφε για τους κυνοκέφαλους:
»Οι κυνοκέφαλοι κατασκευάζουν σχεδία στην οποία φορτώνουν τους ξερούς αυτούς καρπούς, το άνθος της πορφύρας καθαρισμένο και το ήλεκτρο, τα οποία ανταλλάσονν με τους Ινδούς έναντι άρτων, αλευριού και βαμβακερών ρούχων. Αγοράζουν από αυτούς τα ξίφη που χρησιμοποιούν για να κυνηγήσουν άγρια θηρία, ακόμη δε και τόξα και ακόντια, στη χρήση των οποίων είναι εξαιρετικά ικανοί. Είναι αήττητοι γιατί ζουν στα ψηλά βουνά που είναι απρόσιτα. Κάθε τρία χρόνια ο βασιλιάς τους χαρίζει 300.000 βέλη, 120.000 ασπίδες και 500.000 ξίφη.
»Οι κυνοκέφαλοι δεν ζοuν σε σπίτια. Ζουν σε σπήλαια, κυνηγούν θηρία με τόξα και ακόντια. Είναι τόσο γρήγοροι ώστε ξεπερνούν τα θηρία αυτά στο τρέξιμο.
»Οι γυναίκες τους λούζονται μια φορά το μήνα όταν έλθει η περίοδο τους -ποτέ άλλοτε. Οι άνδρες δεν λούζονται αλλά τρίβονται με κάποιο λάδι που βγάζουν από τα γάλα και σκουπίζονται με δέρματα. Ντύνονται με λεπτά δέρματα, άνδρες και γυναίκες.
Οι πλουσιότεροι φορούν λινά αλλά είναι λίγοι. Δεν έχουν κρεβάτια. Κοιμούνται σε στρώματα από φύλλα δέντρου. Ο πλούτος υπολογίζεται με βάση τον αριθμό των προβάτων. Κατά τα λοιπά όμως είναι αρκετά ισόνομα κατανεμημένος.
»Όλοι τους, άνδρες και γυναίκες έχουν ουρά όπως τα σκυλιά.
Οι άνδρες ενώνονται με την γυναίκα “τετραποδιστί”, όπως και πάλι τα σκυλιά. Είναι δίκαιοι και ζουν μέχρι 200 χρόνια».
Αφήνοντας το Φώτιο και το θαυμαστό έργο του, πρέπει να σημειώσω ότι οι αναφορές του Κτησία σε μια φυλή κυνοκέφαλων ανθρώπων θεωρούνται φανταστικές, και είναι λογικό.
Άνθρωποι με κεφάλι σκύλου δεν υπήρξαν ποτέ, γι’ αυτό και νεότεροι μελετητές προσπάθησαν να διερευνήσουν το θέμα πιο διεξοδικά, όπως ο Ο C. Lassen, που υποστήριξε ότι ο Κτησίας δεν επινόησε όσα φανταστικά διηγείται. Όπως αναφέρει ο Δ.Κ. Βελισσαρόπουλος, που παραθέτει τα σχετικά στοιχεία: «Όσον αφορά τους Κυνοκέφαλους ή τους Κυναμολγούς, κατά τον Lassen ο Κτησίας αναφερόταν, χωρίς ο ίδιος να το ξέρει, σε φυλή που έτρεφε μεγάλα κοπάδια ζώων. Η φυλή αυτή είχε πελώρια σκυλιά για να φυλάγουν τα ζώα. Και στην περίπτωση αυτή, πρόκειται για πρωτόγονη φυλή που είχε αποσυρθεί στα απρόσιτα βουνά της Νότιας Ινδίας. Κατ’ ανάγκην συναλασσόταν ειρηνικά με τους Ινδούς κατακτητές που περιφρονούσαν τα μέλη της και της έδωσαν το περιφρονητικό όνομα που έφτασε στ’ αυτιά του Κτησία. Η φυλή αυτή αντιστοιχούσε κατά τον Lassen προς τη γνωστή από την ινδική παράδοση φυλή των cunamukta».
Η άποψη αυτή είναι πιθανότατα πολύ λογική και μπορεί να γίνει αποδεκτή. Αλλά για να δικαιολογήσουμε λίγο τον Κτησία, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην ελληνική μυθολογία, ιστορία ή φιλολογία, συχνά εμφανίζονται τέρατα, ανθρωπόμορφα ή όχι, που έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο. Όπως σημειώνει και ο Jacquew Heers;, βιογράφος του Κολόμβου, «Ο βάρβαρος ξένος, οι μυθοπλασμένοι άνθρωποι πάντοτε έλκυσαν τη φαντασία από την εποχή των Ελλήνων ως τον Πάπα Πιο τον Β’. Μερικοί συγγραφείς ή καλλιτέχνες περιέγραψαν ή απεικόνισαν τέρατα, που αναπαριστούσαν άλλωστε και τα γλυπτά της ρωμαϊκής εποχής.
Όμως δεν πρέπει να μας διαφεύγει κάτι. Από την εποχή του Κτησία (5ος αι. π.Χ.) έως το 1500 μ.Χ. (Κολόμβος) μεσολαβούν 2000 χρόνια και δεδομένου ότι το έργο του Κτησία Ινδικά απωλέσθηκε, πρέπει να βρούμε από ποια πηγή αντλήθηκε αυτή η παράδοση για την ύπαρξη κυνοκέφαλων ανθρώπων. Αλλά πριν φτάσουμε στον ενδιάμεσο κρίκο, πρέπει να δούμε κάτι άλλο: τη σχέση του «κυνοκέφαλου» με αντίστοιχα αιγυπτιακά πρότυπα.
Πράγματι δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη η ταύτιση και η ονομασία. Η ελληνική λέξη Κυνοκέφαλος σαφέστατα αναφερόταν στον ιερό μπαμπουΐνο της αιγυπτιακής θρησκείας, που είχε μορφή σκύλου, και ο Reau στο θαυμαστό έργο του συνδέει τον Κυνόμορφο Άγιο Χριστόφορο με τον Αιγύπτιο θεό Άνουβι που είχε κεφάλι τσακαλιού. Ωστόσο η μεταγενέστερη ευρωπαϊκή παράδοση για τους κυνοκέφαλους δεν οφείλεται σε ελληνικής προέλευσης πηγή, αλλά στον Πλίνιο και στο έργο του Φυσική Ιστορία (βιβλ. 7, 2.), στο οποίο φυσικά προστέθηκαν και όσα αναφέρονται στη σχετικά με τον Μ. Αλέξανδρο φιλολογία, η οποία έγινε αποδεκτή και από Άραβες λόγιους μεταγενέστερων εποχών. Και βέβαια αυτή η αλληλουχία είναι μια θαυμάσια απεικόνιση της διάδοσης των ιδεών (και ιδεοληψιών) από τον έναν πολιτισμό στον άλλο.
Η μυθιστορία του Αλέξανδρου
Αυτή η σύντομη αναφορά φαινομενικά δεν είναι αρκετή ώστε να δικαιολογήσει την έκταση της παρουσίας κυνοκέφαλων στους μεταγενέστερους χρόνους και την τόσο έντονη επιρροή τους στη βυζαντινή αγιογραφία και στο Χριστιανισμό εν γένει. Όπως φαίνεται, όμως, η μυθιστορία του Αλέξανδρου είχε άλλη, πολύ μεγαλύτερη διεισδυτική ικανότητα και δεν υπήρξε ένα ακόμη ελληνικό μυθιστόρημα ανάμεσα στα πολλά άλλα της ελληνιστικής εποχής.
Αυτή η υπέρ τα όρια μυθοποίηση και αποδοχή του Μ. Αλεξάνδρου δεν συνέβη φυσικά αμέσως. Κάθε αιώνας που περνούσε, από το θάνατο του και πέρα, συσσώρευε υλικό μυθοπλασίας και φαντασίωσης σε τέτοιο σημείο ώστε ο μύθος να είναι ζωντανός έως πρόσφατα. Φυσικά, η διαδικασία μυθοποίησης του Αλέξανδρου δεν είναι τόσο εύκολα εξηγήσιμη, αλλά μάλλον πρέπει να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή και να δούμε εν τη γενέσει του το θέμα.
Από όλους τους ιστορικούς, ερευνητές και μελετητές της λογοτεχνίας είναι σήμερα αποδεκτή η άποψη ότι το λογοτεχνικό είδος που γνωρίζουμε ως μυθιστόρημα αποτελεί μια ελληνική συνεισφορά στην παγκόσμια λογοτεχνία. Και αυτό επινοήθηκε στην Ελλάδα, στη διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων (330-30 π.Χ.) όχι με την ονομασία «μυθιστόρημα», αλλά με την ονομασία «Δραματικός λόγος». Την άποψη αυτή διασώζει ο Πατριάρχης Φώτιος στην περίφημη Βιβλιοθήκη του. Τα έργα παρόμοιας μορφής τα αποκαλούσαν ακόμη με τις ονομασίες δράμα, βιβλίον ή βιβλία, ενώ στη μεσαιωνική περίοδο τα γνωρίζουμε ως διηγήσεις. Σαφέστατα λοιπόν η ονομασία «μυθιστόρημα» είναι πολύ μεταγενέστερη. Ο Τοmas Hagg στο θαυμάσιο έργο του σημειώνει τα εξής:
«Η λέξη μυθιστορία (mythistoria) εμφανίζεται για πρώτη φορά σε λατινικό κείμενο τέταρτου αιώνα μ.Χ., για να δηλώσει βιογραφίες που περιέχουν ασήμαντα γεγονότα ή ψεύδη ανάμεικτα με αλήθειες. Τον όρο αυτόν προτείνει το 1804 ο Κοραής για το αρχαίο ελληνικό μυθιστόρημα, αντί του “βάρβαρου” romance (που ο ίδιος αποδίδει: “ρωμανόν”), με το εξής επιχείρημα: “τοιούτον όνομα σύντομον και κατάλληλον κρίνω το ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΑ, το οποίον όχι μόνον εναργώς σημαίνει την φύσιν του πράγματος, αλλά είναι και μια λέξις [...] προς τούτοις Ελληνικότατη”».
Από την προηγούμενη κατάταξη βλέπουμε ότι το Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου ανήκει στις μυθιστορίες της εποχής εκείνης, συγκροτημένη αρκετούς αιώνες μετά το θάνατο του στρατηλάτη, από ανώνυμο συγγραφέα του 300 μ.Χ. Επειδή το έργο αποδόθηκε, λανθασμένα, στον ιστορικό Καλλισθένη από την Όλυνθο, που συνόδευε τον Αλέξανδρο στις εκστρατείες του, αποκαλούμε το συγγραφέα του Ψευδο-Καλλισθένη. Η αρχική απόδοση του έργου στον ιστορικό Καλλισθένη έγινε από το βυζαντινό λόγιο Ιωάννη Τζέτζη τον 12ο αιώνα και την ξανασυναντούμε σε διάφορα χειρόγραφα του έργου κατά τον 14ο και 15ο αιώνα. Ακόμα το γνωρίζουμε ως Το παραμύθι τον Μεγ’ Αλέξανδρου, ή ο Μύθοςτον Αλεξάνδρου, ή Βίος του Αλεξάνδρου τον Μακεδόνος και πράξεις. Τέλος το γνωρίζουμε και ως Ψευδό-Καλλισθένης, λόγω των όσων αναφέρθηκαν. Μια άλλη ονομασία του έργου, βυζαντινή διασκευή σε πεζό λόγο (επειδή υπάρχουν και έμμετρες διασκευές), φέρει τον τίτλο Ιστορία Αλεξάνδρου του Μακεδόνος. Βίος, Πόλεμοι και Θάνατος αυτού και ως βιβλίο τυπώθηκε στη Βενετία στα 1699, με αρκετές μεταγενέστερες επανεκδόσεις. Η διασκευή αυτή είναι η πιο γνωστή, κυκλοφορούσε σε φτηνή έκδοση σε κακότεχνα φυλλάδια και έμεινε γνωστή με τη λαϊκή έκφραση Φυλλάδα του Μεγ’ Αλέξανδρου. Από όσα γνωρίζω, νομίζω ότι η «Φυλλάδα» είναι η πιο διαδεδομένη μορφή αφήγησης των περιπετειών του Αλέξανδρου.
Παρά τις τερατώδεις αναλήθειες και τις κατά κόρον φανταστικές περιγραφές του έργου, ο συγγραφέας του ο Ψευδο-Καλλισθένης (γνωστός και ως Αίσωπος) κάπου στηρίχθηκε για να αφηγηθεί το μύθο του, κάποια πρότυπα χρησιμοποίησε. Φυσικά χρησιμοποίησε το έργο του ιστορικού Καλλισθένη Πράξεις Αλεξάνδρου, που έμεινε ατελές λόγω θανάτου του συγγραφέως του. Το έργο περιλαμβάνει γεωγραφική περιγραφή των χωρών της Μ. Ασίας, Συρίας, Φοινίκης κ.λπ. απ’ όπου πέρασε ο Αλέξανδρος, χωρίς να παραθέτει ιστορικές υπερβολές και μυθοπλασίες, δεδομένου ότι ως ιστοριογράφος του Αλέξανδρου ήταν σαφώς ακριβολόγος και καθόλου κόλαξ. Ακριβώς επειδή δεν ανήκε στους αυλοκόλακες που περιστοίχιζαν τον Αλέξανδρο, έπεσε στη δυσμένεια του. Άρα ως ιστορική πηγή ήταν αξιόλογη.
Άλλη πηγή του Ψευδο-Καλλισθένη ήταν οι Βασίλειοι Εφημερίδες, που συντάσσονταν από τον αρχιγραμματέα της Αυλής, διαδικασία που συμφωνούσε με τα έθιμα της Περσικής Αυλής. Υποθέτουμε ότι οι Βασίλειοι Εφημερίδες ήταν η επίσημη συγκέντρωση στοιχείων που αφορούσαν το κράτος και τη βασιλεία γενικά, παρά το γεγονός ότι η λέξη «εφημερίδες» σημαίνει κάτι εντελώς πρόχειρο. Δεν μπορώ να φανταστώ κάποια άλλη χρήση τους, παρά ως επίσημο αρχείο του Βασιλείου, εκτός αν ήσαν μια μορφή εφημερίδας, φυσικά χειρόγραφης, που ετοιχοκολλείτο στο χώρο του Παλατιού και είχε διάφορες ειδήσεις.
Μια τρίτη και τελευταία πηγή του Ψευδο-Καλλισθένη πρέπει να ήταν η Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου του Πτολεμαίου Α’, ο οποίος τόσο πολύ εκμεταλλεύτηκε το μύθο του Αλέξανδρου για να εδραιώσει τη θέση του στο θρόνο της Αιγύπτου. Ο Άγγελος Φουριώτης σημειώνει επ’ αυτού:
«Δεν είναι απίθανο η ιστορία του (έργο του Πτολεμαίου Α’) ν’ αποτέλεσε τη βάση των αντιγράφων που κυκλοφόρησαν τον Β’ μ.Χ. αιώνα, που ίσως ν’ αποτέλεσαν, συνέχεια, τη βάση της παραλλαγής του Γ’ μ.Χ. αιώνα. Η δεύτερη παραλλαγή πρέπει νά’γινε τον Β’ μ.Χ. αιώνα, γιατί ένα στοιχείο βασικό ευνοεί την τότε σύνταξη της: η παρεμβολή, μέσα στο μυθιστόρημα, της εκστρατείας του ήρωα στην Ιταλία και η κατάκτηση της Ρώμης. Είναι τούτο μια έμμεση εκδίκηση του συγγραφέα εναντίον της Ρωμαϊκής κατοχής. Όσο για την πλήρη συγκρότηση της όλης μυθιστορίας, αυτή είναι έργο του Γ’ μ.Χ. αιώνα, όπως φανερώνουν: η μνημόνευση του φιλόσοφου Favorins, η πληθώρα των ασιατών αυτοκρατόρων της Ρώμης που ακούνε στ’ όνομα Αλέξανδρος, η χρονολογία των μύθων και των παραδόσεων για τον Αλέξανδρο, οι στίχοι που έχουν παρεμβληθεί στο μυθιστόρημα, και οι επιβιώσεις σ’ αυτό Πτολεμα’ίκών στοιχείων και στοιχείων του Β’ μ.Χ. αιώνα, με κυριώτερο την παρεμβολή επιστολών (Αλεξάνδρου: προς Αριστοτέλη, προς Ολυμπιάδα) και αλληλογραφίας (Αλεξάνδρου-Δινδίμου, βασιλέα των Βραχμάνων), μέσο για να γίνεται περισσότερο εκλαϊκευμένη και περισσότερο πλούσια σε δράση η διήγηση, όπως συνηθιζόταν κατά τη διάρκεια των αυτοκρατορικών Ρωμαϊκών χρόνων».
Η παράθεση ή ενσωμάτωση των διαφόρων επιστολών στο βίο του Αλέξανδρου αποτελεί, σύμφωνα με τους μελετητές, μια αξιόλογη καινοτομία. Από τη μια δίνει τη δυνατότητα να αναδειχθεί η προσωπικότητα του επιστολογράφου, να γίνει σαφής η υποκειμενική ικανότητα κρίσης, να δώσει τις οπτικές γωνίες υπό τις οποίες αξιολογούσε τα διάφορα γεγονότα, και από την άλλη να εμπεδώσει το βαθμό αντικειμενικότητας των όσων περιγράφονται, ώστε να θεωρηθούν ως πραγματικά. Και δεν είναι τυχαίο ότι ακριβώς σ’ αυτή την ακατάσχετη επιστολογραφία εμπεριέχονται τα περισσότερα των φανταστικών στοιχείων του έργου.
Μια πλούσια ακατάσχετη φαντασία που δεν αφήνει τίποτα να χαθεί. Εκμεταλλεύεται κάθε συμβάν, καθετί που είναι γνωστό στο συγγραφέα, οτιδήποτε υπέπεσε στην αντίληψη του ή άκουσε ή διάβασε έτσι ώστε το μυθιστόρημα αυτό να αποτελεί ένα κράμα ιστορικής αλήθειας και φαντασίας. Τα δύο αυτά στοιχεία είναι τόσο αδιαχώριστα, τόσο στέρεα ενσωματωμένα το ένα στο άλλο, ώστε χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια να διαχωριστούν.
Στην παράδοση για την επαφή του Αλέξανδρου με τους κυνοκέφαλους ανήκει μια λαογραφική αναφορά από τη Ρουμανία, και είναι ενδιαφέρουσα από την άποψη της διάστασης αλλά και παραμόρφωσης του μύθου:
Τα ίδια περίπου αναφέρει και η επόμενη παράδοση: «Ο αέρας κινεί τα καράβια στις θάλασσες και καθαρίζει την ατμόσφαιρα από τα κακά. Αυτός κτυπά και την καμπάνα, που ο Μέγας Αλέξανδρος έβαλε επάνω από τους λόφους, όπου είναι, κλεισμένοι οι σκυλοκέφαλοι, που θα βγουν έπειτα από καιρούς».
Οι δύο αυτές παραδόσεις που σαφέστατα ανήκουν στον κύκλο περί Μ. Αλεξάνδρου, παρουσιάζουν μια νέα εκδοχή- εισβάλλουν στην όλη μυθιστορία των μονόφθαλμων-ανθρωποφάγων (κύκλωπες;), τους επονομαζόμενους και μονομμάτηδες, ενώ ένας μονομμάτης δράκος αναφέρεται σε παραμύθι από την Κερασούντα. Ακόμα μιλούν ή υπαινίσσονται όντα με τρία μάτια, γνωστούς ως Τριαμμάτες, που και αυτοί σχετίζονται με τους κύκλωπες σύμφωνα με δημώδεις παραδόσεις.
Ως όντα με διπλή σωματική εμφάνιση -ανθρώπου και σκύλου- οι κυνοκέφαλοι εμφανίζονται κυρίως στους σλαβικούς λαούς, όπου η λαϊκή φιλολογία τους θεωρεί καννίβαλους και μερικές φορές τους ταύτιζαν με τους Τάρταρους (236), και στην Ελλάδα έχουμε σχετικές αναφορές, όπως αναφέρει ο Οικονομίδης: «Εν Θράκη διηγούνται ότι “οι κυνοκέφαλοι απ’ εμπρός είναι άνθρωποι και από πίσω σκύλοι απ’ εμπρός μιλούν και από πίσω γαυγίζουνε απ’ εμπρός σε καλοπιάνουνε και από πίσω σε τρώνε”. Εν Λακεδαίμονι παραδίδονται ότι ούτοι κατοικούσαν παρά την Βουρλιάν και έτρωγαν ανθρώπους. Εις ελληνικά τινά παραμύθια οι κυνοκέφαλοι είναι παραπλήσιοι προς δράκους, που καταπολεμεί ο παραμυθιακός ήρωας και γίνεται κύριος των θησαυρών αυτών».
Εκτός του Οderic de Paderne, του Φραγκισκανού καλόγερου, που άλλοι ονομάζουν Oderico of Pordenone, τις ίδιες θεωρίες πρέσβευε και ο John Mandeville, ενώ η όλη ιστορία (αναφορά δηλ. σε τερατόμορφους ανθρώπους) επιτάθηκε με τις ανακαλύψεις και εξερευνήσεις τον 15ου αιώνα. Όμως όσο τα όρια του γνωστού κόσμου επεκτείνονταν λόγω αυτών ακριβώς των εξερευνητικών ταξιδιών, οι φήμες για την ύπαρξη κάποιας φυλής κυνοκέφαλων ανθρώπων υπεχώρησαν και οι πληροφορίες περιορίστηκαν στο μυθολογικό παρελθόν.
Πώς συνέβη το καθόλα παράδοξο αυτό φαινόμενο;
Όταν ο Χριστιανισμός εδραιώθηκε ως επίσημη θρησκεία του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, που γνωρίζουμε ως Βυζάντιο, ειδικά από τον 4 έως τον 6ο αιώνα, οι λεγόμενοι παγανιστές, δηλαδή οι Εθνικοί, οι Έλληνες Δωδεκαθεϊστές υπέστησαν δεινούς διωγμούς και η θρησκεία τους απαγορεύθηκε τουλάχιστον επισήμως διότι εν κρυφώ αυτή επέζησε για πολλούς αιώνες ακόμη.
Και όχι μόνο επέζησε, αλλά διέτρησε τις λαϊκές δοξασίες περί χριστιανισμού και αγίων εμβολιάζοντας τες με διάφορα παγανιστικά έθιμα, όπως τα χελιδονίσματα, τα λιθοβολία κ.λπ. Στο επίπεδο της τέχνης, μεταξύ των άλλων, αυτό υλοποιήθηκε κυρίως με την παρουσία του κυνοκέφαλου Αγίου Χριστόφορου, μοναδικού (με την έννοια τους παράδοξου) χαρακτηριστικού της βυζαντινής τέχνης, όπως το παρουσίασε διεξοδικά σε σχετική εργασία του ο Χ. Χοτζάκογλου.