https://www.facebook.com/artemissky.blogspot?ref_type=bookmark

ΑΡΤΕΜΙΣ

ΑΡΤΕΜΙΣ
Ήταν θεά του κυνηγιού,”πότνια θηρών” κατά τον Όμηρο,θεά των αγριμιών και της Σελήνης.

ΕΛΛΑΣ - HELLAS

'' Επιόντος άρα θανάτου επί τον άνθρωπον, το μεν θνητόν, ως έοικεν, αυτού αποθνήσκει, το δ' αθάνατον, σώον και αδιάφθορον, οίχεται απιόν. `Οταν επέρχεται ο θάνατος στον άνθρωπο, το μεν θνητό μέρος αυτού, καθώς φαίνεται, πεθαίνει, το δε αθάνατο, η ψυχή, σηκώνεται και φεύγει σώο και άφθαρτο '' ΠΛΑΤΩΝΑ

ΕΛΛΑΣ - HELLAS .

ΕΛΛΑΣ - HELLAS .
ΑΝΟΙΚΩ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

BINTEO-ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΕΛΛΗΝΑΣ… What it means to Be Greek!

Ένα βίντεο που μέσα σε 12 λεπτά δείχνει σε ολόκληρο τον κόσμο τι πρεσβεύει η λέξη ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ και μας υπενθυμίζει ότι πρέπει να είμαστε υπερήφανοι που είμαστε Έλληνες.
The world owes a huge cultural debt to Greece.

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

Εξοστρακισμός - μια δικλείδα ασφαλείας της Αθηναϊκής Δημοκρατίας / Ο εξοστρακισμός του Αριστείδη



Ο Θεσμός του εξοστρακισμού αποτελούσε μια εσωτερική θωράκιση της Αθηναϊκής Δημοκρατίας έναντι της αυξημένης ισχύος οποιουδήποτε πολιτικού άνδρα της πόλης και του κινδύνου της τυραννίας. Πιο συγκεκριμένα, ο δήμος εξόριζε για 10 χρόνια οποιαδήποτε σημαντική πολιτική προσωπικότητα θεωρούσε ότι συγκέντρωνε πολύ μεγάλη εξουσία, είτε βρισκόταν σε συνεχή πολιτική διαμάχη και δίχαζε την πόλη. Για να επιβληθεί ο εξοστρακισμός, έπρεπε να συγκεντρωθούν 6000 όστρακα (θραύσματα αγγείων) με το όνομα αυτού που θεωρούσαν επικίνδυνο για την Δημοκρατία, τα οποία οι Αθηναίοι πολίτες εναπόθεταν σε συγκεκριμένο σημείο για να εξασφαλιστεί η μυστικότητα της διαδικασίας.

Ο Θεσμός του εξοστρακισμού σχεδόν αμέσως καταστρατηγήθηκε και χρησιμοποιήθηκε για ξεκαθάρισμα πολιτικών λογαριασμών. Ο τελευταίος που εξοστρακίστηκε ήταν ο Υπέρβολος, δημαγωγός που φιλοδόξησε να ηγηθεί του Δημοκρατικού κόμματος μετά τον θάνατο του Κλέωνα. Την εποχή εκείνη οι δύο μεγάλοι πολιτικοί αντίπαλοι που πρωταγωνιστούσαν στα δημόσια πράγματα ήταν ο Νικίας και ο Αλκιβιάδης και ο δήμος φανερά θα εξοστράκιζε έναν εκ των δύο. Οι δύο μεγάλοι αντίπαλοι συνεννοήθηκαν μυστικά και κινητοποίησαν τους φίλους και οπαδούς τους να ψηφίσουν τον Υπέρβολο, ώστε να γλυτώσουν και οι δύο. Ο δήμος αντελήφθη την συμπαιγνία και τον εξευτελισμό του θεσμού και τον κατήργησε οριστικά. 

Ο Αριστείδης συναντά τον χωρικό
    

Ο εξοστρακισμός του Αριστείδη - το μεγαλείο ψυχής του ακέραιου ανθρώπου έναντι του άδικου φθόνου της κοινωνίας

Ο εξοστρακισμός του Αριστείδη υπήρξε εντελώς άδικος, μια πράξη μοχθηρίας των πολιτών της Αθήνας έναντι ενός δημόσιου άνδρα του οποίου η εντιμότητα ήταν διαπιστωμένη. Αναμφίβολα σημαντικός παράγοντας για τον εξοστρακισμό υπήρξε η κινητοποίηση του πολιτικού του αντιπάλου Θεμιστοκλή και των οπαδών του, που κατάφεραν να υποδαυλίσουν το συναίσθημα φθόνου των πολλών για την υπεροχή του ενός. Η παράδοση μεταφέρει ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο από την συγκεκριμένη διαδικασία, όταν ο Αριστείδης την ημέρα του εξοστρακισμού του συνάντησε τυχαία έναν αγράμματο χωριάτη. Αυτός χωρίς να γνωρίζει τον Αριστείδη του ζήτησε να γράψει το όνομα του στο όστρακο. Ο Αριστείδης τότε χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του ρώτησε τον συμπολίτη του αν του έχει κάνει κάτι και θέλει να εξοστρακίσει τον Αριστείδη. Τότε ο χωριάτης του απάντησε πως "όχι δεν μου έχει κάνει τίποτε και ούτε τον γνωρίζω, αλλά ενοχλούμαι να ακούω παντού να τον αποκαλούν Δίκαιο".(γραφομένων οὖν τότε τῶν ὀστράκων λέγεταί τινα τῶν ἀγραμμάτων καὶ παντελῶς ἀγροίκων ἀναδόντα τῷ Ἀριστείδῃ τὸ ὄστρακον ὡς ἑνὶ τῶν τυχόντων παρακαλεῖν, ὅπως Ἀριστείδην ἐγγράψειε. [7.6] τοῦ δὲ θαυμάσαντος καὶ πυθομένου, μή τι κακὸν αὐτὸν Ἀριστείδης πεποίηκεν, “οὐδέν,” εἶπεν, “οὐδὲ γιγνώσκω τὸν ἄνθρωπον, ἀλλ' ἐνοχλοῦμαι πανταχοῦ τὸν Δίκαιον ἀκούων.” ταῦτα ἀκούσαντα τὸν Ἀριστείδην ἀποκρίνασθαι μὲν οὐδέν, ἐγγράψαι δὲ τοὔνομα τῷ ὀστράκῳ καὶ ἀποδοῦναι.)

Ο Αριστείδης έγραψε το όνομα του στο όστρακο και το έδωσε στον συμπολίτη του χωρίς να του πει τίποτε. 

Πηγές

http://el.wikipedia.org/Αριστείδης

Πλούταρχος, Παράλληλοι βίοι - Αριστείδης, εκδόσεις Ζήτρος (μετάφραση, ερμηνεία, σχόλια, Γεώργιος Ράπτης)

Πλούταρχος βίοι παράλληλοι - Αριστείδης (αρχαίο κείμενο)  

Ηρόδοτος, Μούσαι (Ουρανία), (εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Ευάγγελος Πανέτσος), εκδόσεις Ζαχαρόπουλος 

Ηρόδοτος, Μούσαι (Ουρανία) - αρχαίο κείμενο
http://www.istorikathemata.com/

Αριστείδης ο γιος του Λυσιμάχου (ο επονομαζόμενος Δίκαιος): μια βιογραφία


Αριστείδης ο γιος του Λυσιμάχου
(

Ο Αριστείδης, ο γιος του Λυσιμάχου, υπήρξε ένας από τις κορυφαίες πολιτικές προσωπικότητες που ανέδειξε η Αρχαία Αθήνα.Γεννήθηκε το 550 π.Χ. περίπου και κατάγονταν από τον δήμο της Αλωπεκής της Αντιοχίδας φυλήςΑπό τα πρώτα βήματα του στον πολιτικό βίο της πόλης του, συνδέθηκε με τον ιδρυτή της Αθηναϊκής Δημοκρατίας Κλεισθένη και προσχώρησε στο αριστοκρατικό κόμμα έχοντας ως βασικό του πολιτικό αντίπαλο τον Θεμιστοκλή. Το πρώτο πολιτικό αξίωμα που έλαβε ο Αριστείδης ήταν αυτό της επιμελητείας των δημοσίων εξόδων, όταν και αποκάλυψε μια σειρά από οικονομικά σκάνδαλα και ατασθαλίες τα οποία αφορούσαν τον Θεμιστοκλή και συνεργάτες του. Ο Θεμιστοκλής αντέδρασε αμέσως προσπαθώντας να του χρεώσει οικονομικές ατασθαλίες, αλλά ο Αριστείδης απέδειξε το αβάσιμο των ισχυρισμών αυτών προστατεύοντας το όνομα του και την τιμή του.

Η πρώτη Περσική εκστρατεία με τον Δάτη και τον Αρταφέρνη, βρίσκουν τον Αριστείδη έναν από τους δέκα εκλεγμένους στρατηγούς, οι οποίοι ως γνωστόν, αναλάμβαναν την συνολική διοίκηση του Αθηναϊκού στρατού ανά ημέρα. Ο Αριστείδης υπήρξε ο πρώτος ο οποίος παραιτήθηκε από την στρατηγία δίνοντας την θέση του στον Μιλτιάδη πείθοντας και τους υπολοίπους να πράξουν το ίδιο για να υπηρετηθεί αποτελεσματικότερα το συμφέρον της πατρίδας. Ο Μιλτιάδης με την στρατηγία του συνέτριψε τους Πέρσες στην μάχη του Μαραθώνα και ο Αριστείδης πολέμησε δίπλα στον πολιτικό του αντίπαλο Θεμιστοκλή στην πρώτη γραμμή στο κέντρο της Αθηναϊκής παράταξης που δέχθηκε και την μεγαλύτερη Περσική πίεση (ἐν δὲ τῇ μάχῃ μάλιστα τῶν Ἀθηναίων τοῦ μέσου πονήσαντος καὶ πλεῖστον ἐνταῦθα χρόνον τῶν βαρβάρων ἀντερεισάντων κατὰ τὴν Λεοντίδα καὶ τὴν Ἀντιοχίδα φυλήν, ἠγωνίσαντο λαμπρῶς τεταγμένοι παρ' ἀλλήλους ὅ τε Θεμιστοκλῆς καὶ ὁ Ἀριστείδης). Μετά το τέλος της μάχης, και την αποχώρηση του Περσικού στόλου ο Αθηναϊκός στρατός με επικεφαλής τον Μιλτιάδη έσπευσε να υπερασπιστεί την Αθήνα σε περίπτωση Περσικής επίθεσης και ο Αριστείδης ορίστηκε από τον Μιλτιάδη να παραμείνει με ένα στρατιωτικό τμήμα στο πεδίο της μάχης, φυλάσσοντας τους αιχμαλώτους και τα λάφυρα που είχε αφήσει ο εχθρός.
Ο Αριστείδης επέδειξε θαυμαστή ανιδιοτέλεια και εντιμότητα σε αυτή την περίπτωση επιβεβαιώνοντας την φήμη του, καθώς ούτε ο ίδιος καταχράστηκε το παραμικρό, ούτε επέτρεψε σε κανέναν οπλίτη που βρισκόταν στον χώρο να κλέψει από τα πλούτη που είχαν κατακτηθεί και άνηκαν στην πόλη, τηρώντας απόλυτη τάξη στον χώρο. Η συμπεριφορά του αυτή και η εν γένει πολιτεία του στα δημόσια πράγματα, η εντιμότητα και η ευθυκρισία που τον διέκρινε, του χάρισε το προσωνύμιο "Δίκαιος" που τον συνόδεψε σε όλη του την ζωή. Μετά τον θρίαμβο του Μαραθώνα η πολιτική αντιπαράθεση με τον Θεμιστοκλή εντάθηκε, καθώς ο Αριστείδης αντιτέθηκε
στην στροφή της Αθήνας προς την θάλασσα, το εμπόριο και την πανελλήνια ναυτική υπεροχή. Ο Αριστείδης θεώρησε ότι αυτή η πολιτική απομάκρυνε τον Αθηναίο από την γη και τις πατροπαράδοτες αξίες της. Ο Θεμιστοκλής τότε κατάφερε να υποκινήσει τον φθόνο των Αθηναίων εναντίον του Αριστείδη και να τον εξοστρακίσει το 483 π.Χ. , εξουδετερώνοντας τον πολιτικά. Την αδικία αυτή ο Αριστείδης την δέχθηκε αγόγγυστα και χωρίς να κρατήσει μνησικακία για τους συμπολίτες του επέλεξε ως τόπο εξορίας του την Αίγινα, ώστε να βρίσκεται πλησίον της Αθήνας και να παρακολουθεί τις εξελίξεις στην πατρίδα του.

Θεμιστοκλής
Η εκστρατεία του Ξέρξη τρία χρόνια μετά τον εξοστρακισμό του το 480 π. Χ., έφερε εκ νέου τον Αριστείδη στο πολιτικό προσκήνιο καθώς οι Αθηναίοι αποφάσισαν να επιτρέψουν την επιστροφή των εξόριστων, φοβούμενοι την πιθανότητα αυτοί να "μηδίσουν". Ο Αριστείδης προέτρεψε τους Αθηναίους να αγωνιστούν για την ελευθερία τους εναντίον του Πέρση εισβολέα (διετέλει προτρέπων καὶ παροξύνων τοὺς Ἕλληνας ἐπὶ τὴν ἐλευθερίαν), αδιαφορώντας για την ισχύ του. Στήριξε την πολιτική του Θεμιστοκλή και του έδωσε πολύτιμες πληροφορίες και συμβουλές λίγο πριν την ναυμαχία της Σαλαμίνας, όταν και έγινε η συμφιλίωση των δύο ανδρών. Την προηγουμένη της ναυμαχίας της Σαλαμίνας, ο Αριστείδης προέβλεψε την αξία της θέσης της Ψυττάλειας και με μια δύναμη Αθηναίων οπλίτων επιτέθηκε εναντίον των Περσών που κατείχαν το νησί και τους σκότωσε όλους  (καὶ μάχην πρὸς τοὺς βαρβάρους συνάψας ἀπέκτεινε πάνταςκαταλαμβάνοντας την επίκαιρη αυτή θέση. Την ημέρα της ναυμαχίας πολλά πλοία των δύο αντιπάλων ναυάγησαν στο νησί καθώς στην τοποθεσία έγιναν πολλές σφοδρές συγκρούσεις. Ο Αριστείδης κύριος της τοποθεσίας σκότωσε όλους τους Πέρσες που ναυαγούσαν από τα βυθιζόμενα Περσικά πλοία, ενώ έσωσε όλα τα Ελληνικά πληρώματα (τὴν δὲ νησῖδα τοῖς ὅπλοις πανταχόθεν ὁ Ἀριστείδης περιστέψας ἐφήδρευε τοῖς ἐκφερομένοις πρὸς αὐτήν, ὡς μήτε τῶν φίλων τινὰ διαφθαρῆναι μήτε τῶν πολεμίων διαφυγεῖν).    

Μετά την συντριβή του Ξέρξη στην Σαλαμίνα, ο Αριστείδης αντιτέθηκε στο φιλόδοξο σχέδιο του Θεμιστοκλή να καταστρέψουν τις γέφυρες στον Ελλήσποντο και να τον παγιδεύσουν στην Ευρώπη, αντιθέτως προέτρεπε τον Θεμιστοκλή να βρει τρόπο οι Πέρσες να εκκενώσουν τον Ελλαδικό χώρο το συντομότερο. Όταν ο Μαρδόνιος επανήλθε στους Αθηναίους με δελεαστικές ειρηνευτικές προτάσεις υποσχόμενος να ανοικοδομήσει την κατεστραμμένη τους πόλη, να τους δώσει πλούτη και να τους κάνει κυρίαρχους στην Ελλάδα υπό τον όρο ότι θα σταματούσαν να πολεμούν εναντίον των Περσών ο Αριστείδης έδειξε τον ήλιο και απάντησε "όσο αυτός θα πορεύεται αυτή την πορεία, οι Αθηναίοι θα πολεμούν τους Πέρσες για την χώρα που έχει λεηλατηθεί και για τα ιερά που έχουν βεβηλωθεί και κατακαεί" (τὸν ἥλιον δείξας, “ἄχρι ἂν οὗτος,” ἔφη, “ταύτην πορεύηται τὴν πορείαν, Ἀθηναῖοι πολεμήσουσι Πέρσαις ὑπὲρ τῆς δεδῃωμένης χώρας καὶ τῶν ἠσεβημένων καὶ κατακεκαυμένων ἱερῶν.”)Την ίδια περήφανη απάντηση έστειλε γραπτώς στους Σπαρτιάτες που φοβούνταν μια πιθανή αποσκίρτηση των Αθηναίων.

η μάχη των Πλαταιών
Σύντομα όλες οι Ελληνικές πόλεις που δεν είχαν "μηδίσει", έστειλαν στρατό εναντίον του Μαρδόνιου στις Πλαταιές για να συντρίψουν τον εισβολέα. Οι Σπαρτιάτες έστειλαν το άνθος του στρατού τους (5.000 Σπαρτιάτες με 35.000 βοηθητικούς) υπό τον Παυσανία, ενώ οι Αθηναίοι έστειλαν 8.000 οπλίτες υπό τον Αριστείδη στον οποίο είχαν δοθεί απεριόριστες αρμοδιότητες λόγω της έκτακτης περίστασης. Στο Ελληνικό στρατόπεδο ακόμα και σε αυτή την κρίσιμη στιγμή δεν έλειψαν οι εσωτερικές έριδες για εντελώς ασήμαντες αφορμές όπως ποιας πόλης οι στρατιώτες θα αγωνιστούν στην αριστερή πτέρυγα (την δεξιά πτέρυγα είχαν οι Σπαρτιάτες), ενώ στις παραμονές της μάχης εξυφάνθηκε μια ευρύτατη συνωμοσία σημαινόντων Αθηναίων πολιτών που επεδίωκαν την συνεννόηση με τον Μαρδόνιο. Ο Αριστείδης κατάφερε να συμβιβάσει τις ακατανόητες για την κρισιμότητα της περίστασης ενδοελληνικές φιλονικίες, ενώ από τους κρυφά  μηδίζοντες Αθηναίους συνέλαβε μόνο οκτώ, δίνοντας στους υπόλοιπους την ευκαιρία να μετανοήσουν, ώστε να μην τραυματιστεί η ενότητα των Αθηναίων.

Ο Μαρδόνιος,  λόγω έλλειψης εφοδίων αναγκάστηκε να επιτεθεί ξαφνικά με την πρόθεση να αιφνιδιάσει τους Έλληνες, αλλά αυτοί ειδοποιημένοι μυστικά την προηγούμενη νύχτα από τον Μακεδόνα Βασιλιά Αλέξανδρο, δεν αιφνιδιάστηκαν αλλά μετά από μια καθυστέρηση λόγω των μη ευνοϊκών οιωνών από τις θυσίες, οι Έλληνες συνέτριψαν σχετικά εύκολα τους υπεράριθμους Πέρσες σκοτώνοντας τον Μαρδόνιο. Μετά την επικράτηση τους στο πεδίο της μάχης, οι Έλληνες καταδίωξαν τους Πέρσες μέχρι το στρατόπεδο τους το οποίο και κυρίευσαν σκοτώνοντας τους αντιπάλους τους. Μετά τις νίκες τους στις Πλαταιές και στην Μυκάλη, οι ενωμένοι Έλληνες συνέχισαν τις εκστρατείες τους εναντίον των Περσών με επικεφαλής τον Παυσανία. Πολύ σύντομα όμως η δεσποτική και αυταρχική συμπεριφορά του Παυσανία, έστρεψε τις ελληνικές πόλεις προς την Αθήνα, καθώς οι εκπρόσωποι της Αριστείδης και Κίμωνας πολιτεύονταν με σύνεση, δικαιοσύνη και μετριοπάθεια (προσφιλεῖς γὰρ ὄντας τοὺς Ἀθηναίους τοῖς Ἕλλησι διὰ τὴν Ἀριστείδου δικαιοσύνην καὶ τὴν Κίμωνος ἐπιείκειαν ἔτι μᾶλλον ἡ τοῦ Παυσανίου πλεονεξία). Η Σπάρτη αποχώρησε από την συμμαχία και τιμωρώντας με την ποινή του θανάτου τον Παυσανία που παρέβη όλους τους κανόνες της αυστηρής Σπαρτιατικής ηθικής.

Όλες οι Ελληνικές πόλεις συσπειρώθηκαν γύρω από την Αθήνα για να προφυλάξουν αποτελεσματικότερα την ανεξαρτησία τους έναντι των Περσών. Οι περισσότερες από αυτές, έδιναν οικονομικές εισφορές σε ένα κοινό ταμείο για να αντιμετωπίζονται τα έξοδα του πολέμου. Το ποσό αυτό οι εκπρόσωποι των Ελληνικών πόλεων ζήτησαν να το προσδιορίσει ο Αριστείδης αφού θα επισκεπτόταν κάθε πόλη χωριστά για να εκτιμήσει τις οικονομικές της δυνατότητες. Ο Αριστείδης για άλλη μια φορά επιβεβαίωσε την φήμη της δίκαιης κρίσης του, καθορίζοντας με αμεροληψία και αντικειμενικότητα το ύψος των εισφορών κάθε πόλης, καθορίζοντας το τελικό ποσό σε 460 τάλαντα, κερδίζοντας την εκτίμηση όλων των πόλεων για την ορθή κρίση του. Η αναλογία των εισφορών μεταξύ των πόλεων που όρισε ο Αριστείδης κρατήθηκε ανέπαφη καθ όλη την διάρκεια της Αθηναϊκής συμμαχίας, αν και πολύ σύντομα διπλασιάστηκε και τριπλασιάστηκε. Ο Περικλής αύξησε το σύνολο των εισφορών σε 600 τάλαντα, ενώ κατά την διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου αυξήθηκε μέχρι και 1400 τάλαντα! έσοδα που οι Αθηναίοι είτε διένειμαν μεταξύ τους, είτε τα ξόδευαν σε δωρεάν θεατρικά εισιτήρια και δημόσια έργα καλλωπισμού της πόλης τους. Ο Αριστείδης όρισε για έδρα του Συμμαχικού ταμείου το νησί της Δήλου, αλλά πολύ σύντομα οι Αθηναίοι αποφάσισαν να μεταφέρουν το ταμείο στην πόλη τους ώστε να χρησιμοποιούν τους πόρους του κατά το δοκούν.

Όταν ο Αριστείδης ρωτήθηκε αν αυτή η πρωτοβουλία είναι δίκαιη η όχι απάντησε "είναι συμφέρουσα" (ὡς οὐ δίκαιον μέν, συμφέρον δὲ τοῦτ' ἐστί)Σε μια ακόμη λίαν αμφιλεγόμενη πρωτοβουλία του, ο Αριστείδης προέτρεπε τους Αθηναίους να χειρίζονται τα ζητήματα της συμμαχίας κατά το συμφέρον τους, χρεώνοντας την επιορκία πάνω του (ἐκέλευε τοὺς Ἀθηναίους τὴν ἐπιορκίαν τρέψαντας εἰς ἑαυτὸν ᾗ συμφέρει χρῆσθαι τοῖς πράγμασι).  Ο Αριστείδης παρέμεινε φτωχός ως το τέλος της ζωής του παρά τις υψηλότατα δημόσια αξιώματα που ανέλαβε και τα μεγάλα χρηματικά ποσά που διαχειρίστηκε. Στάθηκε επιεικής και μεγαλόψυχος έναντι του Θεμιστοκλή όταν ο τελευταίος έπεσε στην δυσμένεια του δήμου και εξοστρακίστηκε, δεν χάρηκε με την κακοτυχία του παρά το γεγονός ότι υπήρξαν πολιτικοί αντίπαλοι (οὐδ' ἀπέλαυσεν ἐχθροῦ δυστυχοῦντος) και ποτέ δεν τον κατηγόρησε δημοσίως.

Ο Αριστείδης πέθανε στην Αθήνα το 467 π.Χ. σε ηλικία 73 ετών, τιμώμενος από τους συμπολίτες του για τις μεγάλες υπηρεσίες που πρόσφερε στην πατρίδα του. Πέθανε όπως έζησε, παμφτωχος, ενταφιάστηκε στο Φάληρο και η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη καθώς ο ίδιος δεν είχε το παραμικρό περιουσιακό στοιχείο. Οι θυγατέρες του προικίστηκαν με δαπάνες του δημοσίου, ενώ ο γιος του Λυσίμαχος έλαβε 100 ασημένιες μνες και δημόσια γη για να καλλιεργήσει (καὶ τὰς μὲν θυγατέρας ἱστοροῦσιν ἐκ τοῦ πρυτανείου τοῖς νυμφίοις ἐκδοθῆναι δημοσίᾳ, τῆς πόλεως τὸν γάμον ἐγγυώσης καὶ προῖκα τρισχιλίας δραχμὰς ἑκατέρᾳ ψηφισαμένης, Λυσιμάχῳ δὲ τῷ υἱῷ μνᾶς μὲν ἑκατὸν ἀργυρίου καὶ γῆς τοσαῦτα πλέθρα πεφυτευμένης ἔδωκεν ὁ δῆμος).

Ο Αριστείδης υπήρξε υπόδειγμα δημοσίου ανδρός, σε όλες τις περιστάσεις του βίου του τοποθέτησε το συμφέρον της πατρίδας του υπεράνω οποιασδήποτε προσωπικής σκοπιμότητας, υπήρξε μεγαλόφρων απέναντι στους εχθρούς του και δίκαιος έναντι των φίλων του χωρίς να ευνοήσει κανέναν που δεν το άξιζε. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο υπήρξε το πλέον επίλεκτο και δίκαιο άτομο που ανέδειξε η Αθήνα ως την εποχή του (Ἀριστείδης ὁ Λυσιμάχου, ἀνὴρ Ἀθηναῖος μὲν ἐξωστρακισμένος δὲ ὑπὸ τοῦ δήμου· τὸν ἐγὼ νενόμικα, πυνθανόμενος αὐτοῦ τὸν τρόπον, ἄριστον ἄνδρα γενέσθαι ἐν Ἀθήνῃσι καὶ δικαιότατον.)

Ι. Β. Δ.   http://www.istorikathemata.com/

Τριήρεις


  Η Τριήρης ήταν ταχύτατο αρχαίο κωπήλατο πολεμικό πλοίο, του οποίου ο τύπος εξελίχθηκε στον αρχαίο ελλαδικό χώρο (αρχικά στην Κόρινθο, σύμφωνα με την παράδοση) από τη διήρη, η οποία ήδη κυριαρχούσε στις ελληνικές αποικίες της Μ. Ασίας, στην Κύπρο και τη Φοινίκη. Χαρακτηρίστηκε, από τη γενικευμένη χρήση της, ως μεσογειακή τεχνολογία της εποχής με τρεις σειρές κωπηλατών (ερετών), που στον ελληνικό χώρο κατανέμονταν σε ισάριθμα καταστρώματα (τρίκροτες τριήρεις), αλλά στη Φοινίκη, στην Καρχηδόνα και στην Ιταλική  εμφανίστηκαν επίσης δίκροτες τριήρεις, δηλαδή με δυο καταστρώματα, αλλά 2 κωπηλάτες ανά κουπί στο πάνω, καθώς και μονόκροτες, δηλαδή με ένα κατάστρωμα, αλλά 3 κωπηλάτες ανά κουπί.
Ανάγλυφο με αναπαράσταση τριήρους, περίπου 410-400 π.Χ., που ανευρέθη το 1852 και εκτίθεται στο Μουσείο της Ακρόπολης

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΕ ΣΤΗΝ ΤΡΙΗΡΗ 
Τα πλοία, από την εποχή του Ομήρου και του Τρωικού Πολέμου είχαν ουσιαστικά τη χρήση μεταγωγικών. Οι κυρίαρχοι τύποι στο Αιγαίο Πέλαγος και γενικότερα στη Μεσόγειο Θάλασσα ήταν οι τριακόντοροι και κυρίως οι πεντηκόντοροι.
Κατά τον 9ο π.Χ. αιώνα στην Ιωνία (με τη γενική έννοια της μορφής των ακτών της) ή κατ΄ άλλους στη Φοινίκη (αν και υπάρχει διχογνωμία για την πρωτιά, όπως και πολλά αναπάντητα ακόμη ερωτηματικά) εμφανίστηκαν πλοία με δυο σειρές κουπιά (άρα και κωπηλάτες). Αυτά αρχικά ονομάστηκαν εκατόντοροι, αλλά τελικά επικράτησε η ονομασία διήρης. Έτσι ναυπηγική εξέλιξη αυτών ήταν η τριήρης.


Υπήρχε ιστορικό εξελικτικό πλαίσιο αυτού του είδους για τους  Έλληνες , αρκεί να δούμε τα προηγούμενα πλοία που χρησιμοποιούσαν. Εδώ το σχέδιο μιας πεντηκοντόρους  αρκετά προ του 800 πΧ με 25 κωπηλάτες σε κάθε πλευρά σημαίνει ότι τουλάχιστον έχει 30- 35 μέτρα μήκος

Ως πρώτος ναυπηγός που ναυπήγησε τριήρεις αναφέρεται από το Θουκυδίδη ο περίφημος Κορίνθιος ναυπηγός Αμεινοκλής ο οποίος το έτος 704 π.Χ. ναυπήγησε για λογαριασμό των Σαμίων τέσσερις τριήρεις. Περί του ακριβούς τύπου και της διάταξης ιδίως των κουπιών (κωπών) γράφτηκαν πολλοί τόμοι και έγιναν ατέλειωτες συζητήσεις μεταξύ των ναυτικών ερευνητών και αρχαιολόγων. Εξ αυτών εκείνοι που στηρίζονταν στις μαρτυρίες που έχουν δώσει οι Διόδωρος, Στράβων, Παυσανίας, Πλούταρχος, Αιλιανός ο Τακτικός κ.ά. υποστηρίζουν την άποψη ότι γενικά η κατάληξη -ήρης αναφέρεται στον αριθμό των σειρών των κωπηλατών ανά πλευρά, (διήρης, τριήρης, τετρήρης) ενώ η κατάληξη -ορος αναφέρεται στον αριθμό των κουπιών ανά πλευρά (τριακόντορος, πεντηκόντορος).
ΝΑΥΣ ΜΕ ΤΡΕΙΣ ΣΕΙΡΕΣ ΚΩΠΗΛΑΤΩΝ ΑΝΑ ΠΛΕΥΡΑ
Η άποψη αυτή θεμελιώνεται κυρίως στη μαρτυρία του Αιλιανού που γράφει στην "Τακτική θεωρία" του σαφώς ότι: "Η τριακόντορος και τετρακόντορος και πεντηκόντορος λέγεται κατά το πλήθος των κωπών, η μονήρης, και διήρης και τριήρης και εφεξής κατά τους στίχους, τους κατά το ύψος επαλλήλους", καθώς επίσης και από το σχετικό χωρίο που περιγράφει ο Ξενοφών την με ιδιαίτερη σπουδή ετοιμασία των αθηναϊκών τριήρεων κατά τον αιφνιδιασμό που υπέστη ο αθηναϊκός στόλος στους Αιγός Ποταμούς, όπου και αναφέρει επί λέξει: "... αι μεν των νεών ήσαν δίκροτοι, αι δε μονόκροτοι, αι δε παντελώς κεναί", πράγμα που δεν επιδέχεται άλλης ερμηνείας παρά να δεχθεί κανείς την επάλληλη διάταξη των σειρών των κουπιών. Πάντως το σημαντικότερο τεκμήριο επ΄ αυτού είναι το μαρμάρινο σχετικό ανάγλυφο που βρέθηκε από τον Λε Νορμάν το 1852

ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΣΧΕΔΙΟ ΠΛΟΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ Ν. ΔΗΛΟ

Για την ιστορία του θέματος αυτού που είχε ανακύψει σημειώνεται ότι ο Πλοίαρχος των Γαλερών του Βασιλέως της Γαλλίας, Μπαρά ντε Λα Πεν (1715), ξεκίνησε με πάθος να υποστηρίζει ότι μια τέτοια διάταξη κουπιών ήταν πολύ δύσκολη για την κωπηλασία και προσπάθησε να εξηγήσει ότι η λέξη τριήρης προσδιόριζε είτε αριθμό κωπηλατών εκάστου κουπιού, είτε μία διάταξη όπου τρεις κωπηλάτες κάθονταν στο αυτό σέλμα και λοξά, χειριζόμενοι ανίσου μεγέθους ισάριθμα κουπιά. Η άποψη αυτή είχε υιοθετηθεί αιώνες πριν, από την εποχή των γαλερών, από πολλούς ναυτικούς ιστορικούς όπως και ο ναύαρχος Ζυριέν ντε λα Γκραβιέρ που την υποστήριζε "περισσότερο επί της ναυτικής του διαίσθησης" παρά από τα κείμενα.
 Γεγονός πάντως ήταν ότι κανένας τότε ναυτικός ιστορικός δεν έδωσε σημασία ότι οι κωπηλάτες της τριήρους έφεραν διαφορετικές ονομασίες σε "θρανίτες", "ζυγίτες" και "θαλαμίτες που και μόνο αυτό μαρτυρούσε τη διαφορετικότητά τους, που ήταν η καθ΄ ύψος θέση τους, οι μεν θρανίτες σε θρόνους της άνω σειράς, οι δε ζυγίτες επί των ζυγών του σκάφους, (κύριο κατάστρωμα), και οι θαλαμίτες στο ύψος του θαλάμου (καμπίνας) του τριηράρχου, συνεπώς χαμηλότερα.
 Ωστόσο, οι περισσότεροι από ένας κωπηλάτες ανά κουπί μετρούσαν ως επιπλέον στοίχοι κανονικά και γι' αυτό λίγο νωρίτερα από τους ελληνιστικούς χρόνους εμφανίζονται τετρήρεις, πεντήρεις και μεγαλύτερες πολυήρεις.


ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΣΕ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΠΛΟΙΟ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ  ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΕ ΤΡΕΙΣ ΚΩΠΗΛΑΤΕΣ  
 Επίσης οι Φοίνικες, οι Καρχηδόνιοι και οι Ρωμαίοι, τουλάχιστον, χρησιμοποίησαν και δίκροτες τριήρεις (η μια σειρά είχε δυο κωπηλάτες ανά κουπί).
Η τριήρης χρησιμοποιήθηκε επί πάνω από 400 χρόνια (700-300 π.Χ., περίπου), οπότε υποσκελίστηκε από βαρύτερες γαλέρες και κυρίως από την πεντήρη, η οποία αν και λιγότερο ευέλικτη, ανταποκρινόταν καλύτερα στις διαφοροποιημένες πλέον ανάγκες του ναυτικού πολέμου. Κάποιοι συγγραφείς αναφέρουν χρήση διηρών και τριηρών πολύ μεταγενέστερα από το ρωμαϊκό και το βυζαντινό ναυτικό. Πρόκειται όμως για το γνωστό λάθος μεταξύ αριθμού καταστρωμάτων και αριθμού σειρών κωπηλατών. Μετά το 300 π.Χ. χρησιμοποιούνταν δίκροτα και τρίκροτα κωπήλατα πολεμικά πλοία, αλλά ήταν τουλάχιστον τετρήρεις με την αρχαία ορολογία.
ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΣΚΑΦΟΥΣ 
Η τριήρης ήταν πλοίο μακρόστενο, ταχύ, χαμηλό, με ρηχή καρίνα και γενικά σχετικά ελαφριά και απλή συνολική κατασκευή.
Το μήκος του κυμαινόταν από 33 έως 43 μέτρα, το πλάτος του 3,5-4,4 μέτρα, το ύψος του 2,1-2,5 μέτρα πάνω από την ίσαλο γραμμή και το βύθισμά του 0,9-1 μέτρα.
Η μέγιστη ταχύτητα του έφτανε περίπου τους 8 κόμβους μόνο με τα κουπιά και τους 10 με χρήση και του ιστίου με ούριο άνεμο σε κατασκευή ενός τέτοιου πλοίου το 1988, ενώ το 1987 το πρώτο πλήρωμα της έφτασε τους 12 κόμβους με κουπιά και με πανιά. Μπορούσε να καλύψει απόσταση 100 χιλιόμετρων ημερησίως.
Στο μπροστινό μέρος του πλοίου υπήρχε τοποθετημένο ένα έμβολο επενδυμένο με ορείχαλκο, το οποίο χρησιμοποιούταν και για εμβολισμό εναντίον πλοίων σε ναυμαχίες, όποτε αυτό θεωρούνταν εφικτό, αλλά και για την προστασία του πλοίου κατά την προσάραξη σε ρηχά νερά, όταν χρειάζονταν να γίνει εκτός λιμένων ή ναυστάθμων με νεώρια.
Όσον αφορά το υλικό κατασκευής σώζεται η σχετική κατατοπιστική μαρτυρία του Θεόφραστου:
«Το έλατο, λοιπόν, το πεύκο και το αγριοκυπάρισσο είναι, γενικά, χρήσιμα στη ναυπηγική, διότι οι τριήρεις και (τα υπόλοιπα) πολεμικά πλοία κατασκευάζονται από έλατο, λόγω της ελαφρότητάς του και τα εμπορικά πλοία από πεύκο, επειδή δε σαπίζει. Μερικοί όμως κατασκευάζουν και τριήρεις από αυτό, επειδή δε βρίσκουν αρκετό έλατο. Στη Συρία και στη Φοινίκη χρησιμοποιούν κέδρο, μια και δεν μπορούν να προμηθευτούν αρκετό πεύκο. Στην Κύπρο όμως χρησιμοποιούν την κουκουναριά, αφού το νησί έχει αυτό το δέντρο και φαίνεται ότι είναι καλύτερο από το πεύκο τους. Τα περισσότερα μέρη (της τριήρους) γίνονται από αυτά τα ξύλα. Η καρίνα όμως των τριηρών γίνεται από βελανιδιά, για να αντέχει στη νεώλκηση. Τα «στραβόξυλα»... για τις τριήρεις μερικοί τα κατασκευάζουν από κουκουναριά, επειδή είναι ελαφριά..., τα καπόνια γίνονται από μελιά, μαυρομουριά και φτελιά...»
Η δύναμή της βασιζόταν στους περίπου 170 κωπηλάτες (ερέτες), που ήταν τοποθετημένοι σε τρία επίπεδα (δύο εσωτερικά και το εξωτερικό). Ως πηδάλιο χρησιμοποιούνταν μεγαλύτερα διπλά κουπιά στην πρύμνη. Είχε βύθισμα μόνο 0,9-1 μέτρα, οπότε διέθετε και τη δυνατότητα πλεύσης σε αβαθή νερά.
Από τη διάταξη αυτή των ερετών της Τριήρους και εκ του υλικού κατασκευής συνάγονται οι ακόλουθες απόψεις που συμφωνούν οι ιστορικοί μελετητές.
Η ταχύτητά της έφθανε τους 10 κόμβους, αλλά λόγω του μικρού βυθίσματος και των χαμηλών εξάλων οι ναυτικές αρετές του τύπου αυτού ήταν περιορισμένες σε ανοικτή θάλασσα και υπό κυματισμό. Στην αρχή οι Τριήρεις ναυπηγούνταν ως «κοίλα πλοία», δηλαδή ανοικτά από πάνω με δύο ακραία καταστρώματα, ένα στη πλώρη όπου στέκονταν οι πολεμιστές, οι «επιβάτες» όπως λέγονταν στην αρχαιότητα, και ένα στη πρύμνη όπου και η θέση του Τριηράρχη. Αργότερα επικράτησε ο τύπος της «κατάφρακτης» τριήρους, δηλαδή με ενιαίο κατάστρωμα σε όλο το μήκος της, την επινόηση του οποίου ο Πλίνιος την αποδίδει στους Θηβαίους.
 
ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΣΕ ΑΓΓΕΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΗΒΑ  Η ΚΛΟΠΗ ΤΗΣ ΩΡΑΙΑΣ ΕΛΕΝΗΣ
Ως προς τις μέσες διαστάσεις της τριήρους κατά τον Γάλλο ναυτικό αρχαιολόγο Ζαλ ήταν μήκος 39,25 μ., πλάτος 5,50 μ., κοίλον 2,18 μ., ύψος εξάλων 1,60 μ. και βύθισμα περί το 1 μέτρο. Με τις διαστάσεις αυτές προκύπτει ότι το εκτόπισμα της τριήρους ήταν 100 - 130 τόνοι. Ο Έλληνας Κ. Ράδος περιορίζει αυτή σε 80 τόνους βασιζόμενος στην ελαφρότητα της όλης κατασκευής.
Είναι σαφές πάντως ότι υπήρχαν διαφοροποιήσεις στα παραπάνω χαρακτηριστικά μεταξύ διαφορετικών αρχαίων κρατών και εποχών.


ΝΑΥΠΗΓΗΣΗ 
Στην ισχυρή Αθήνα επιλεγόταν ο «ναυπηγός» (αρχιτέκτων) μεταξύ πολλών ειδικών που παρουσιάζονταν. Αυτό δε σήμαινε πάντα ότι ήταν ειδικός από την άποψη των σχετικών τεχνικών γνώσεων, αλλά απλά ότι ήταν εξειδικευμένος εργολάβος. Αυτός οργάνωνε την κατασκευή της τριήρους, έχοντας δική του κατασκευαστική ομάδα με ειδικούς τεχνίτες (ναυπηγούς και μαραγκούς) και ανειδίκευτους εργάτες. Η χρήση δούλων αποφεύγονταν σε τέτοιου είδους έργα. Οι συγκεκριμένοι εργολάβοι συνήθως ασχολούνταν παράλληλα και με το εμπόριο ξυλείας.Όλη η εργασία κατασκευής γίνονταν σε απλό ναυπηγείο σε κάποια παραλία με τα ξύλα της τρόπιδας φυτεμένα στην άμμο, με ξύλινα (συνήθως) εργαλεία, περίπου όπως κάνουν και σήμερα σε μικρά ναυπηγεία ξύλινων πλοίων.
Η τεχνική της ναυπήγησης γενικά πήγαινε από πατέρα σε γιο, βάση παράδοσης, στα πλαίσια συντεχνίας, όχι όμως με απόλυτο τρόπο.
Συνήθως τα πλοία κατασκευάζονταν με όσο το δυνατό περισσότερα όμοια εξαρτήματα, ώστε να επιτυγχάνεται οικονομία κλίμακας, για μείωση του κόστους κατασκευής και μεγιστοποίηση του κέρδους του εργολάβου. Η παραγγελία αφορούσε τις περισσότερες φορές ένα σεβαστό αριθμό τριηρών και με συγκεκριμένους όρους ταχύτητας κατασκευής, ιδιαίτερα σε εμπόλεμη κατάσταση.
Στην τελευταία περίπτωση ο ρυθμός κατασκευής νέων τριηρών πιθανό να έπαιζε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του πολέμου, ακόμη και κρίσιμο.
Στο μόνο σημείο που ο ναυπηγός είχε δικαίωμα να αυτοσχεδιάζει, σε συμφωνία με τον τριήραρχο (που συνήθως χορηγούσε το κόστος τους πλοίου), ήταν η διακόσμηση του εμβόλου και του υπόλοιπου πλοίου. Φυσικά αυτό αφορούσε μόνο την περίπτωση που υπήρχε ο απαραίτητος επιπλέον χρόνος και το επιπλέον χρήμα για να διατεθεί. Ο ναυπηγός μπορούσε πάντως να «υπογράφει» το έργο του σε εμφανές σημείο του πλοίου.
Δεν είναι σαφές το πού βρίσκονταν ακριβώς αυτά τα ναυπηγεία, ούτε καν αν βρίσκονταν όλα στην Αττική. Πιθανό να εισάγονταν κιόλας τριήρεις από τα νησιά του Αιγαίου, την Ιωνία ή τις παράλιες πόλεις της Θράκης.
Επίσης δεν είναι σαφές αν οι ναυπηγοί έπρεπε να είναι Αθηναίοι πολίτες ή αν επιτρεπόταν να είναι μέτοικοι ή και ξένοι.
ΚΙΝΗΣΗ 
Η τριήρης μπορούσε να κινηθεί με τα ιστία της, την κωπηλασία ή και με συνδυασμό των παραπάνω, όταν υπήρχε λόγος.
Ως πολεμικό πλοίο ήταν κατασκευασμένη να έχει ως κύριο μέσον πρόωσης τα κουπιά (οι κώπες) και βοηθητικά τα ιστία (πανιά) που κατά κανόνα ήταν τετράγωνα ή περισσότερο τραπεζοειδή εκ των οποίων το κυριότερο φέρονταν επί κεραίας στον μεγάλο ιστό (κατάρτι) που ήταν στο μέσον του σκάφους, ενώ το μικρότερο φέρονταν σε κεκλιμένο ιστό πρώραθεν του κυρίου που ονομαζόταν «ακάτιος». Τα πανιά αυτά χρησιμοποιούνταν μόνο και εφόσον έπνεαν «ούριοι άνεμοι» δηλαδή από τη πρύμνη ή από το ισχίο του σκάφους. Ήταν δε τελείως ακατάλληλα για πλεύση «κατά την εγγυτάτην» κοινώς «όρτσα» ή σε πλαγιοδρομία. Υπήρχαν ακόμη δύο ειδών ιστία τα μεγάλα που χρησιμοποιούνταν για μεγάλες πλεύσεις και τα μικρά που χρησιμοποιούνταν όταν ο άνεμος ήταν ισχυρός και ως βοηθητικά στις ναυμαχίες, κατά τις οποίες τα μεγάλα ήταν πάντα διπλωμένα ή είχαν αφαιρεθεί από πριν.
Ο Αριστοτέλης τη χαρακτήρισε «κωπηλατική μηχανή». Είχε 170 κουπιά, ενώ αν ήταν μονόκροτη με ίσο μήκος θα είχε μόνο 54. Αυτό επιτυγχάνονταν με την κατάλληλη διάταξη των σειρών των κουπιών σε τρία διαφορετικά επίπεδα, αλλά σχετικά κοντινά μεταξύ τους, για να αποφευχθεί το υπερβολικό μήκος κουπιών για το ανώτατο επίπεδο.
ΕΥΡΗΜΑ ΑΓΚΥΡΑΣ ΣΤΗΝ  ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ ΠΕΡΙΟΧΗ - CEFALOU- ΠΙΘΑΝΑ ΡΩΜΑΪΚΟ

 Συγκεκριμένα:
Η πιο κάτω σειρά, των 54 θαλαμίων κάθονταν σε ένα επίπεδο λίγο πάνω από την ίσαλο γραμμή.
 Η δεύτερη σειρά, των 54 ζυγίων κάθονταν σε ένα επίπεδο που βρίσκονταν πάνω από το προηγούμενο, στο μέσο ύψος των ώμων των θαλάμιων.
 Η τελευταία σειρά των 62 θρανιτών βρίσκονταν σε ένα επίπεδο πάνω και έξω από το προηγούμενο και πάλι στο μέσο ύψος των ώμων των ζυγίων. 
Τα κουπιά διέφεραν από κατηγορία σε κατηγορία, αλλά είχαν το ίδιο μήκος: 4,2 - 4,4 μέτρα. Η διαφορά ήταν στη γωνία που σχημάτιζαν με το επίπεδο της θάλασσας. Τα κουπιά των θαλαμίων έπεφταν σχεδόν οριζόντια, αφού ήταν πολύ κοντά στο νερό, ενώ εκείνα των θρανιτών σχεδόν κάθετα. Η άγκυρα [Επεξεργασία] 
Δεν έχουν διασωθεί υπολείμματα και γι' αυτό δεν εξακριβώθηκε η μορφή της άγκυρας της τριήρους. Στο ναύσταθμο της Ζέας, μέσα στη θάλασσα, βρέθηκαν πολλά λίθινα κατασκευάσματα σε σχήμα κόλουρης πυραμίδας, με οριζόντια διαμπερή οπή στα πλάγια και ορειχάλκινο κρίκο στην κορυφή. Μάλλον ήταν σταθερές άγκυρες πρόσδεσης.
Εικάζεται πάντως ότι και το ίδιο το πλοίο είχε και δική του άγκυρα, μάλλον μεταλλική και μάλλον σιδερένια, γιατί ο ορείχαλκος, ως ελαφρύτερος, είναι λιγότερο κατάλληλος. Ακόμη όμως και ξύλινη άγκυρα με πέτρινο αντίβαρο θα έκανε το καθήκον της.
ΕΜΒΟΛΟ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΒΑΡΟΣ 465 ΚΙΛΑ  ΜΗΚΟΣ 2,26 ΕΚ. ΥΨΟΣ 95 ΕΚ. ΝΑΥΤΙΚΟ-ΜΟΥΣΕΙΟ ΧΑΪΦΑΣ  ΙΣΡΑΗΛ. 
ΟΠΛΙΣΜΟΣ
Η τριήρης ήταν σχεδιασμένη για πολεμική δράση και διέθετε από κατασκευής της ιδιαίτερο οπλισμό: το έμβολο: Μια ξύλινη, επιμεταλλωμένη ή ολομεταλλική προεξοχή μήκους ως 2 μέτρων. Αποτελούσε φυσική προέκταση της τρόπιδας. Το βάρος του εκτιμάται ότι έφτανε περίπου τα 200 κιλά. Μερικές φορές πρόσθεταν και ένα δεύτερο μικρότερο έμβολο πάνω από το κύριο. Το βασικό έμβολο ποίκιλλε σε σχήμα κι άλλοτε έφερε δυο - τρεις οδοντώσεις και άλλοτε είχε μορφή ζώου ή θαλάσσιου τέρατος.
Η χρησιμοποίηση εμβόλου δεν ήταν νεωτερισμός που πρωτοεμφανίστηκε στην τριήρη. Οι πεντηκόντοροι, από τη Μινωική Περίοδο επίσης έφεραν έμβολο, όπως και οι διήρεις.
Ωστόσο η χρήση του ποτέ δε γενικεύτηκε στις ναυμαχίες. Αντίθετα σπάνια μαρτυρείται ή εννοείται η χρήση του και αυτό έγινε αφορμή να αμφισβητηθεί εντελώς από ορισμένους ερευνητές η πολεμική χρήση του, αλλά χωρίς επαρκή επιχειρήματα.
Κατά τη μαρτυρία του Ηροδότου το έμβολο πρωτοχρησιμοποιήθηκε στη Ναυμαχία της Αλαλίας το 540 π.Χ., μεταξύ Ελλήνων αποίκων της Κορσικής και συμμαχίας Καρχηδονίων - Τυρρηνών που ήθελαν να τους εκδιώξουν, ώστε να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τα πλούσια κοιτάσματα σιδήρου του νησιού. Οι Έλληνες νίκησαν στη ναυμαχία αυτή, αλλά με μεγάλες απώλειες και μεγάλες ζημίες και στα πλοία που διασώθηκαν, ιδίως στα έμβολά τους. Οι αντίπαλοι στόλοι δεν αποτελούνταν μόνο από τριήρεις.
Από άλλη αναφορά του Ηροδότου και του Ιππωάνακτα του Εφέσιου, το 525 π.Χ. ο τύραννος της Σάμου Πολυκράτης διέθετε στόλο με εμβολοφόρες τριήρεις. Από αυτόν και μετά η χρήση εμβολοφόρων τριηρών γενικεύτηκε ως το τέλος του 6ου π.Χ. αιώνα.
Η χρήση εμβόλου ενίσχυε παραπέρα το ισχυρότερο πολεμικό της κλασσικής εποχής και επέτρεψε την πλήρη αξιοποίησή του.
Άλλες ναυμαχίες στις οποίες αναφέρεται σαφώς η χρήση και των εμβόλων από τριήρεις είναι: η Ναυμαχία της Λάδης, η Ναυμαχία του Αρτεμίσιου, η Ναυμαχία της Σαλαμίνας και η Ναυμαχία του Ευρυμέδοντα.
Από τις τελευταίες τρεις το Αθηναϊκό Ναυτικό απέκτησε μεγάλη φήμη και παγίωσε τις σχετικές επιτυχημένες τακτικές μεθόδους.
Ο εμβολισμός απαιτούσε μεγάλη εμπειρία και ικανότητα ελιγμών, ώστε να βρεθεί το κατάλληλο αδύνατο σημείο και γωνία προσβολής (ποτέ κάθετα) του αντιπάλου πλοίου για να πετύχει. Κάτι τέτοιο ήταν σχετικά σπάνιο να συμβεί, γιατί προϋπέθετε αρκετά μεγάλη διαφορά εμπειρίας και ικανότητας των δυο κυβερνητών και των πληρωμάτων τους ή κάποιο σαφές μειονέκτημα του στόχου, όπως π.χ. να ήταν πολύ φορτωμένο με επιβάτες, ώστε να μη συμφέρει και το ρεσάλτο.
Γενικά πάντως ήταν παρακινδυνευμένη ενέργεια, γιατί και όταν πετύχαινε υπήρχε κίνδυνος μη απεμπλοκής, οπότε συμπαρασύρονταν και τα δυο πλοία σε βύθιση.
Κατά το δεύτερο μισό του 5ου π.Χ. αιώνα οι αντίπαλοι της Αθήνας, που δεινοπάθησαν περισσότερο από την ικανότητα εμβολισμού των τριηρών της, επιχείρησαν να αναζητήσουν κατάλληλη τροποποίηση της πλώρης και του εμβόλου των δικών τους τριηρών, ώστε να λειτουργεί ως «αντιέμβολο», ως αντίδοτο δηλαδή.
Αυτό ήταν σχεδόν μια χαριστική βολή στη χρήση του εμβόλου ως όπλου, αν και συνέχιζε να τοποθετείται τόσο στις τριήρεις, όσο και στα μεγαλύτερα ξαδέρφια της τετρήρεις, πεντήρεις, κ.τ.λ..
Ουσιαστικά πάντως ποτέ δεν υπήρξε το κύριο όπλο της τριήρους, αλλά και μόνο η ύπαρξη και η απειλή χρήσης του έπαιζε το ρόλο της στις Ναυμαχίες της Κλασσικής Εποχής στη Μεσόγειο.
Πλήρωμα και διοίκηση [Επεξεργασία]
Όλες οι υπάρχουσες αρχαίες πηγές (Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, Δημοσθένης, κ.τ.λ.) συμφωνούν ως προς τον κανονικό αριθμό του πληρώματος της τριήρους: 200 άνδρες, οι οποίοι και κατανέμονταν ως ακολούθως:
Αξιωματικοί 7:
Τριήραρχος: Ο γενικός διοικητής της τριήρους, του πληρώματος και της υποστήριξης του πλοίου. Στην περίπτωση της Αθήνας ανήκε στην τάξη των «πεντακοσιομεδίμνων» ο οποίος και αναλάμβανε μαζί με την εξέχουσα αυτή θέση και την υποχρέωση της καταβολής του κόστους κατασκευής της τριήρους και όλων των εξόδων μισθοδοσίας του πληρώματος και της πάσης φύσεως συντήρηση, τροφοδοσίας και εξοπλισμού του σκάφους.
Κυβερνήτης: Ήταν ο υπεύθυνος για τον ασφαλή πλού. Χειρίζονταν το πηδάλιο.
Κελευστής: Ήταν ο υπεύθυνος για την εκπαίδευση των κωπηλατών. Διεύθυνε τους κωπηλάτες.
Πρωράτης: Συνήθως στέκονταν στην πλώρη, παρατηρώντας και αναφέροντας στους δυο παραπάνω ότι σημαντικό έβλεπε, (καθήκοντα οπτήρα)
Πεντηκόνταρχος: Το όνομα είναι απομεινάρι από την εποχή των πεντηκοντόρων, αλλά στις τριήρεις είχε καθήκοντα γραμματέα, ταμία και φροντιστή, ήταν υπεύθυνος για τα πάσης μορφής εφόδια.
Ναυπηγός: Ήταν ο υπεύθυνος των τεχνικών θεμάτων του σκάφους που περιλάμβαναν επισκευές και επιδιορθώσεις όταν απαιτούνταν, και ο
 Τριηραυλίτης: Χρησιμοποιούσε αυλό και ήταν υπεύθυνος του ρυθμού της κωπηλασίας.
 Nαύτες γενικών καθηκόντων: 9 - 10
 Ερέτες (κωπηλάτες): 170, εκ των οποίων 62 "θρανίτες", 54 "ζυγίτες" και 54 "θαλαμίτες", και
 Επιβάτες (πεζοναύτες): 14 (10 οπλίτες-ακοντιστές + 4 τοξότες).
Στην Αθήνα οι 10 οπλίτες ανήκαν στην τάξη των ζευγιτών και άρα τυπικά ανέφεραν μόνο στον τριήραρχο, μια που οι υπόλοιποι αξιωματικοί, οι τοξότες, οι ναύτες και οι ερέτες ανήκαν στην κατώτερη τάξη των θητών. Οι τοξότες κανονικά έπαιρναν θέση στην πρύμνη, προστατεύοντας τον κυβερνήτη. Όταν χρειάζονταν όμως, οι επιβάτες αυξάνονταν ως τους 80.
Γενικά οι ναύτες στις ελληνικές τριήρεις ήταν πολίτες και όχι δούλοι ή κατάδικοι. Αν χρειάζονταν η απασχόληση δούλων, τότε αυτοί απελευθερώνονταν πρώτα. Επίσης δεν ήταν δεμένοι στις θέσεις τους και αντίθετα συνήθως ήταν οπλισμένοι, ιδίως οι θρανίτες και έπαιρναν μέρος στη μάχη καταστρώματος σε περίπτωση ρεσάλτο.
Κατά τους κλασικούς χρόνους μισθοδοτούνταν αντί τριών οβολών ημερησίως και αργότερα αντί μιας δραχμής λαμβάνοντας και τροφοδοτική μερίδα σε είδος.
Untitled-1τ

Σε ένα τμήμα μιας πρωτοαττικής πήλινης πλάκας αφιερωμένης στην Αθηνά του Σουνίου απεικονίζονται ναύτες πάνω σε ένα καράβι καθώς και ο τιμονιέρης. 
Ποτέ δε χρησιμοποιήθηκαν οι ελληνικές τριήρεις ως καταναγκαστικά έργα καταδίκων, όπως για παράδειγμα έγινε στις ρωμαϊκές τριήρεις και άλλες γαλέρες.
Αυτό δεν είναι απολύτως αληθινό. Στην περίοδο του πελοποννησιακού πολέμου οι Αθηναίοι κατηγορούνται για εγκλήματα πολέμου, καθώς σε κάποιες περιπτώσεις έκοβαν τους αντίχειρες των αιχμαλώτων, έτσι ώστε να μπορούν να κωπηλατούν στα πλοία τους, αλλά να μην μπορούν να χειρίζονται δόρυ ή ξίφος. 
Σημειώσεις  
 Το αξίωμα του Τριηράρχου στην αρχαία Αθήνα θεωρούνταν επίζηλος τίτλος αφού αποτελούσε συνήθως τον ασφαλέστερο προθάλαμο για τα ανώτερα της Πολιτείας αξιώματα.
Στο σύστημα αυτό της ναυτολόγησης της αθηναϊκής τριήρους αναφέρεται και ο Άγγλος ναύαρχος Κούστανς στο σύγγραμμά του "Μια σπουδή πολέμου" στο οποίο εξαίρει την υπεροχή της τριήρους στην εποχή της.
Η ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ ΜΕ ΠΕΖΟΝΑΥΤΕΣ- ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΙΚΤΥΟ

Ο ΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΤΡΙΗΡΩΝ 
Οι τριήρεις ήταν πολεμικά πλοία, είχαν δηλαδή το καθήκον να μάχονται με εχθρικές ναυτικές μονάδες και να τις εξουδετερώνουν, συνήθως πολλές μαζί, οργανωμένες σε μοίρες και στόλους.
Η πιο απλή και συνηθισμένη αποστολή τους ήταν να περιπολούν κατά μήκος των ακτών της κρατικής οντότητας που αποκαλούσαν πατρίδα και να αποτρέπουν εχθρικές ενέργειες κατά των ακτών αυτών και των φίλιων εμπορικών και αλιευτικών σκαφών.
Αντίθετα, μπορούσαν να αναλάβουν το ρόλο των επιδρομικών κατά εχθρικής ακτής, καταδιώκοντας ή και καταβυθίζοντας την εχθρική εμπορική ναυτιλία και αποβιβάζοντας αγήματα επιδρομών στην ξηρά. Το μικρό βύθισμα έκανε την τριήρη ικανή να πλέει σχεδόν μέχρι την εχθρική ακτή, ευνοώντας την αποβίβαση των επιδρομικών αγημάτων.
Αυτό διευκολύνονταν ακόμη περισσότερο στις καταδρομές κατά οργανωμένων λιμένων, όπου υπήρχαν προβλήτες ή μόλοι προσάραξης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Καταδρομή στον Πειραιά από τους Λακεδαιμόνιους και τους Αιγινίτες υπό τον Τελευτία το Καλοκαίρι του 387 π.Χ..
Τα κυριότερα πλεονεκτήματα των τριηρών για ναυμαχίες σχετικά κοντά σε ακτές ήταν: 
Συνολικά ελαφριά κατασκευή (συνολικό βάρος με πλήρη εξοπλισμό περίπου 45 t), που επέτρεπε σχετικά εύκολη ανέλκυσή της στην ξηρά και ταυτόχρονα ταχεία καθέλκυση, για να αντιμετωπιστεί κάποια έκτακτη ναυτική απειλή.
Σημαντική για την εποχή ταχύτητα: Μόνο με τα ιστία της έφτανε τους 5 κόμβους. Αν χρησιμοποιούσε μόνο τα κουπιά της γύρω στους 8. Τέλος με ούριο άνεμο και πλήρη κωπηλατική ισχύ («θειν και ελαύνειν») τους 10 κόμβους.
Μεγάλη ευελιξία.
Μπορούσε να διαλυθεί χωρίς να βυθιστεί. Έτσι εξηγείται και η απουσία ναυαγίων τριηρών. Το μεγαλύτερο μέρος ακόμη και των εμβολισμένων τριηρών παρέμενε στην επιφάνεια, έστω και ως συντρίμμια. Τα έμβολα των κατεστραμμένων τριηρών κατά παράδοση λαμβάνονταν από τους νικητές τριήραρχους. Αν οι ηττημένοι συνάδερφοί τους ζούσαν είχαν την υποχρέωση να τα παραδώσουν οι ίδιοι μαζί με το ξίφος τους. 
Τα κυριότερα μειονεκτήματα τώρα ήταν: 
Δεν ήταν ασφαλή πλοία στην κακοκαιρία, γιατί ήταν ρηχά κι άρα ασταθή. Αυτό επέβαλε την μη απομάκρυνση από ακτές και έτσι περιόριζε την τακτική και στρατηγική χρήση της.
Είχαν σχετικά μικρή αποθηκευτική χωρητικότητά της για εφόδια μακρινού ταξιδιού, καθώς και τη σχετικά μικρή χωρητικότητα σε πεζοναύτες. Αυτά τα δυο μείωναν τη δυνατότητα για στρατηγικές αποβάσεις βαθιά πίσω από τις εχθρικές γραμμές, εκτός (κι αυτό συνέβαινε όταν χρειάζονταν) και αν συνοδεύονταν από μεταγωγικά ή και εμπορικά σκάφη, τα οποία όμως ήταν ευάλωτα σε επιθέσεις από εχθρικές τριήρεις.
Σχετικά μικρή διάρκεια ζωής (σε 3 μόλις χρόνια αποκαλούνταν «παλιά») και έντονη ανάγκη συντήρησης. Η αποτυχία και καταστροφή της Αθηναϊκής Εκστρατείας στη Σικελία οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό στα παραπάνω.
Το σχετικά μεγάλο κόστος κατασκευής και συντήρησής της. Η μακριά ξυλεία για την κατασκευή και επιδιόρθωσή της και η πίσσα για το καλαφάτισμα ήταν συνήθως εισαγόμενα είδη για τα περισσότερα ελληνικά κράτη.

ΤΑΚΤΙΚΕΣ ΣΤΙΣ ΝΑΥΜΑΧΙΕΣ
Όταν ένας τουλάχιστον από τους δυο αντίπαλους στόλους είχε την πρόθεση να χρησιμοποιήσει τον εμβολισμό (όταν πίστευε ότι υπερείχε σε εμπειρία των απαραίτητων ελιγμών ή ότι υπερείχαν σαφώς τα σκάφη του ή τέλος όταν ήξερε ότι υστερούσε σε επιβάτες για να εφαρμόσει ρεσάλτο), δυο ήταν οι κυρίαρχες τακτικές μέθοδοι ώστε να το επιτύχει στην ευρεία κλίμακα που το επιθυμούσε:
Διέκπλους (δηλαδή πλους διαμέσου): Προέβλεπε την εισχώρηση του στόλου διαμέσου των κενών του εχθρικού σχηματισμού, στροφή και προσβολή των εχθρικών πλοίων λοξά στο πλάι, ή στην πρύμνη του. Ποτέ όμως κάθετα στο μέσο του, γιατί τότε ήταν εξαιρετικά δύσκολη η απεμπλοκή της επιτιθέμενης τριήρους από τραυματισμένο κουφάρι της άλλης. Σύμφωνα με σύγχρονους υπολογισμούς η ελάχιστη επαρκής ταχύτητα για επιτυχή εμβολισμό ήταν 4 κόμβοι κατά της πλώρης και 8 κόμβοι κατά της πρύμνης.
Περίπλους (δηλαδή πλους περί τον εχθρό): Προέβλεπε την πλεύση γύρω από τον αντίπαλο σχηματισμό, σπειροειδώς, έτσι ώστε τα αντίπαλα πλοία να υποχρεωθούν να υποχωρήσουν τόσο ώστε να αρχίσουν να συγκρούονται μεταξύ τους, ή και να αποδιοργανωθούν ώστε να καταστούν σχετικά εύκολοι στόχοι.
  Οι παραπάνω τακτικές βέβαια δεν πετύχαιναν πάντα.Υπήρχε και μια άλλη τακτική, η προσβολή κατά μέτωπο, ώστε να αχρηστευθούν τα έμβολα του αντιπάλου και να διεξαχθεί η ναυμαχία με ρεσάλτο και πεζομαχία καταστρώματος.

 
ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΤΡΙΗΡΩΝ 
Αν και κανονικά οι τριήρεις ήταν πολεμικά πλοία ναυμαχίας, υπήρξαν μη μόνιμες παραλλαγές τους σε μεταγωγικά, βοηθητικά σκάφη. Δυο ήταν οι συνηθισμένες παραλλαγές: 
 Οπλιταγωγός τριήρης : Με επένδυση της παρεξαιρεσίας με ξύλο και στεγανό φράξιμο των ανοιγμάτων των κουπιών των δυο κάτω επιπέδων και αντικατάσταση των 108 θαλαμιτών και ζυγιτών με 80 οπλίτες, ψιλούς και εφόδια η μεταφορική δυνατότητα της τριήρους ανέρχονταν από 80 σε 160 συνολικά άνδρες, με σχετικά μικρή πτώση της πλευστότητας και της μέγιστης ταχύτητας.
Ιππαγωγός τριήρης : Με παρόμοια τροποποίηση και επιπλέον κλείσιμο ανοιγμάτων για λόγους ασφαλείας μια τριήρης μπορούσε να μεταφέρει μέχρι 30 άλογα για το ιππικό.
    Υπήρχαν ακόμη και οι τριήρεις ειδικών αποστολών:
    Ταχυδρομικές: Μετέφεραν αγγελιοφόρους ή και μηνύματα.
    Πρεσβευτικές: Μετέφεραν πρέσβεις και γενικά διπλωμάτες σε διπλωματικές αποστολές.
    Ιερές: Μετείχαν σε ιερές τελετουργίες ή μετέφεραν το μήνυμα της Ολυμπιακής Εκεχειρίας. 

ΤΟ ΚΥΚΝΕΙΟ ΑΣΜΑ ΤΩΝ ΤΡΙΗΡΩΝ 
Η τελευταία γνωστή ναυμαχία στην οποία χρησιμοποιήθηκαν τριήρεις με (αποτυχημένο) σκοπό τον εμβολισμό του εχθρού ήταν η Ναυμαχία της Αμοργού, το 322 π.Χ.: Οι αντίπαλοι των Αθηναίων Μακεδόνες είχαν ισχυρότερα, αλλά λιγότερο ευέλικτα πλοία, κυρίως τετρήρεις και πεντήρεις. Εδώ, ο εμβολισμός ήταν μονόδρομος για τη νίκη των Αθηναίων, γιατί οι μεγαλύτεροι αντίπαλοι πλεονεκτούσαν πολύ σε επιβάτες. Η αποτυχία να επιτύχουν μαζικούς εμβολισμούς και εξανάγκασή τους σε μάχη καταστρώματος έβαλε τελεία και παύλα στους στόλους τριηρών.
Στο εξής οι πλούσιες αυτοκρατορίες κατασκεύαζαν και παρέτασσαν πολυήρεις (τετρα- και πάνω) και τα μικρότερα κράτη και οι πειρατές μικρότερα ευέλικτα σκάφη.

Η ΑΝΑΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ «ΟΛΥΜΠΙΑΔΟΣ» 
ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΕΣ 
Δυστυχώς δε σώζεται καμιά αυθεντική τριήρης γιατί το υλικό της, το ξύλο, δεν αντέχει πολύ στο χρόνο. Ακόμη και οι γραφικές αναπαραστάσεις της είναι σχετικά σπάνιες και συνήθως ανακριβείς, πιθανόν λόγω της δυσκολίας της σωστής απόδοσης της πολύπλοκης κατασκευής της.
Η σπουδαιότερη αναπαράσταση που σώθηκε είναι αυτή του περίφημου ανάγλυφου Λένορμαν, στην Ακρόπολη των Αθηνών, που χρονολογείται στο διάστημα 410 π.Χ. - 400 π.Χ..
Υπάρχουν όμως και μερικές ζωγραφικές παραστάσεις σε αγγεία, όπως η αναπαράσταση πρύμνης στον αμφορέα του Τάλω.
Επίσης, στην επιτάφια στήλη του Δημοκλείδη (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο) εικονίζεται εμβολοφόρο περίγραμμα πλώρης, ενώ στην επιτάφια στήλη του Δημητρίου (Γλυπτοθήκη Μονάχου) εικονίζεται και πάλι εμβολοφόρα πλώρη, σε αντίθετη όμως φορά και με επωτίδα και παρεξειρεσία.
Εξάλλου, οι νεώσοικοι στο Ναύσταθμο της Ζέας στον Πειραιά παρέχουν στους μελετητές δεδομένα για τον προσδιορισμό διαφόρων μεγεθών του πλοίου.
Η Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, τέλος, παρέχει σημαντικές αναφορές σε έργα του Ηροδότου, του Σαλαμινομάχου Αισχύλου, του Θουκυδίδη, του Πλουτάρχου κ.ά..
Επίσης υπάρχουν επιγραφές σε διάφορα αρχειακά κείμενα, όπως εκείνα των επιμελητών του νεωρίου και στη σκευοθήκη του Φίλωνα.
Η ΟΛΥΜΠΙΑΣ
 
Στη δεκαετία του 1980 κατασκευάστηκε από το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό, στο πλαίσιο της πειραματικής αρχαιολογίας, πειραματική τριήρης με το όνομα «Ολυμπιάς». Τα σχέδια του πλοίου βασίστηκαν σε σχετικές μελέτες των Βρετανών Κόουτς και Μόρισον, αλλά η ακρίβεια των υπολογισμών τους αμφισβητήθηκε έντονα από άλλους ερευνητές.
 Ωστόσο η διαδικασία κατασκευής του πλοίου και αργότερα η πρακτική χρήση του, πρόσθεσαν χρήσιμη εμπειρία στους ερευνητές γενικά, δίνοντας τέλος στις διάφορες αντιγνωμίες. Η κυριότερη διχογνωμία αφορούσε το μήκος του πλοίου, καθώς υπήρχε σύγχυση ως προς το πρέπον μετρικό σύστημα, το κλασσικό ή το ελληνιστικό. 
Τελικά επιλέχθηκε το μήκος των 37 μέτρων με βύθισμα 1,3 μέτρα. Καθελκύστηκε στις 23 Ιουλίου του 1987. Το αποτέλεσμα ήταν το σκάφος να έχει μέγιστη ταχύτητα με κωπηλασία 7 κόμβων. Οι διαφωνούντες ερευνητές υπολογίζουν ότι θα έπρεπε να ΄χει μήκος 40 μέτρων.
 
Εκτός των άλλων, πάντως, η Ολυμπιάς αποτέλεσε και αξιοθέατο και χρησιμοποιήθηκε σε εξαιρετικές τελετές, όπως π.χ. για τη μεταφορά της Ολυμπιακής Φλόγας στον Πειραιά κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004. 
Πηγές
·         el.wikipedia.org
·         Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών.
·         «Ναυτική Ιστορία», ομώνυμο άρθρο του Παπαδημητρίου Κωνσταντίνου, τ.1, Εκδόσεις Περισκόπιο.
·         «Ναυτική Ιστορία», «Μινωικό Ναυτικό» του Δεληγιάννη Περικλή, τ.10, Εκδόσεις Περισκόπιο.
·         «Ναυτική Ιστορία», «Πεντήρης» του Δεληγιάννη Περικλή, τ.12, Εκδόσεις Περισκόπιο.
·         ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΙΚΤΥΟ

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΟΥ ΤΡΩΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΣΤΗΝ ΙΛΙΑΔΑ


https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiKMrZaibHLcFOvV-87rdiIIAvVhvqoMn2jCysVqr6fdeUqONBSgVyGb1anuSCMNBSr3XPNAOMkcvggNyoC_2pE1vytip-094J7GdDSp7hhkMvoICCdU-tkeXpztjRGmQircrAzLpq3u70/s1600/troy-epic-story.jpg

Η Τροία (ή Ίλιον), είναι η πόλη-θέατρο του Τρωικού πολέμου, μέρος του οποίου περιγράφεται στην Ομήρου Ιλιάδα. Ένα αρχαιοελληνικό έπος, του 9ου ή 8ου π.Χ. αιώνα. (Ιλιάς σημαίνει "έπος του Ιλίου").

Η απαρχή της ιστορίας των Τρώων μπλέκει με μύθους και θρύλους. Σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία, οι Τρώες ήταν αρχαίοι πολίτες της πόλεως της Τροίας στην περιοχή της Τρωάδος, στη χώρα της Φρυγίας, στη γη της Μικράς Ασίας. Η Τροία ήταν γνωστή για τα πλούτη της, που κέρδιζε από το λιμενικό εμπόριο με ανατολή και δύση, τα ωραία ρούχα, την παραγωγή σιδήρου, και τα τεράστια αμυντικά της τείχη. Η βασιλική οικογένεια της Τροίας ανάγεται στην Ηλέκτρα και 
τον Δία, τους γονείς του Δαρδάνου. Η Ηλέκτρα ανέθρεψε το Δάρδανο στο παλάτι της στη νήσο Σαμοθράκη. Ο βασιλεύς Τρως ονόμασε το λαό Τρώες και τη χώρα Τρωάδα, από το όνομά του. Ο Ίλος ίδρυσε την πόλη του Ιλίου δίδοντάς της το όνομά του. Ο Ζευς έδωσε στον Ίλο το Παλλάδιον. Ο Ποσειδών και ο Απόλλων έκτισαν τα τείχη και τις οχυρώσεις γύρω από την Τροία για το Λαομέδοντα, γιο του Ίλου του νεώτερου. Όταν ο Λαομέδων αρνήθηκε να πληρώσει, ο Ποσειδών πλημμύρισε τη χώρα και απαίτησε τη θυσία της Ησιόνης σε ένα θαλάσσιο τέρας. Ενέσκυψε πανώλη και το θαλάσσιο τέρας άρπαζε τους ανθρώπους της πεδιάδος.

Μία γενιά πριν τον Τρωϊκό Πόλεμο, ο Ηρακλής κατέλαβε την Τροία και σκότωσε το Λαομέδοντα και τους γιους του, εκτός από το νεαρό Πρίαμο. Ο Πρίαμος αργότερα έγινε βασιλιάς. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, οι Μυκηναίοι Έλληνες εισέβαλαν και κατέλαβαν την Τροία στα χρόνια του Τρωϊκού Πολέμου. Τόσο ο Τρωϊκός όσο και ο Μυκηναϊκός πολιτισμός κατεστράφησαν. Οι Τρώες Αινείας, Βρούτος, και Έλυμος διέφυγαν της καταστροφής και έγιναν ιδρυτές της Άλβα Λόνγκα (γειτονική πόλη της Ρώμης), της Βρετανίας, και της Ελύμης, μιας χώρας της Σικελίας. Οι Μαξυανοί ήταν μια φυλή στη δυτική Λιβύη που ισχυρίζονταν ότι ήταν απόγονοι των Τρώων, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο. Τα Τρωϊκά πλοία μεταφορφώθηκαν σε Ναϊάδες, που ευφραίνονταν να δουν το ναυάγιο του πλοίου του Οδυσσέως.
Η ΙΛΙΑΔΑ ΚΑΙ Ο ΤΡΩΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

Η Ιλιάδα (Ιλιάς) είναι ένα από τα ομηρικά έπη και σώζεται ολόκληρη στις μέρες μας. Η σύνθεσή της, που κατά την παράδοση έγινε από τον Όμηρο, τοποθετείται στον 8ο αιώνα π.Χ. και βασίζεται στην παράδοση προφορικής σύνθεσης και απαγγελίας ηρωικών ποιημάτων που είχε αναπτυχθεί τους προηγούμενους αιώνες. Το ποίημα, που περιγράφει κάποια γεγονότα του δέκατου και τελευταίου χρόνου της πολιορκίας της Τροίας (Ιλίου) από τους Αχαιούς, είναι γραμμένο σε δακτυλικό εξάμετρο και έχει 15.692 στίχους. Αρκετό καιρό μετά την δημιουργία του, κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους, χωρίστηκε σε 24 ραψωδίες (κεφάλαια) και με μικρές αλλαγές έφτασε σε αυτή την μορφή στις μέρες μας. Καθεμία από τις ραψωδίες δηλώνεται με ένα κεφαλαίο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, ενώ οι ραψωδίες της Οδύσσειας με ένα μικρό.
Τα ομηρικά έπη μαζί με τα ορφικά είναι τα παλαιότερα διασωθέντα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και στην αρχαία Ελλάδα θεωρούνταν τα σημαντικότερα έργα της, και χρησιμοποιούνταν στην εκπαίδευση. Ως κύριο θέμα των ραψωδών, η απαγγελία τους ήταν βασικό μέρος των Ελληνικών θρησκευτικών γιορτών.

Τα γεγονότα του τρωικού πολέμου που αφηγείται η Ιλιάδα διαδραματίζονται στον δέκατο χρόνο του πολέμου και εκτυλίσσονται σε περίπου 51 ημέρες. Αρχή του ποιήματος είναι η μ
νις, η οργή του Αχιλλέα, μετά από διαφωνία με τον Αγαμέμνονα για τη διανομή των λαφύρων από τις μάχες, που οδηγεί στην αποχώρηση του Αχιλλέα από τις πολεμικές επιχειρήσεις. Στην Ιλιάδα περιλαμβάνονται τα γεγονότα που ακολουθούν την αποχώρηση του Αχιλλέα και οι επιτυχίες των Τρώων, η είσοδος του Πάτροκλου στον πόλεμο με τον οπλισμό του Αχιλλέα, ο θάνατος του Πάτροκλου, η επιστροφή του Αχιλλέα στην μάχη για εκδίκηση, ο θάνατος του Έκτορα και η βεβήλωσή του από τον Αχιλλέα.Τέλος η παράδοση του νεκρού Έκτορα στους Τρώες για την ταφή του. Τα επεισόδια που έχουν προηγηθεί στα δέκα χρόνια του πολέμου, καθώς και η προϊστορία του πολέμου, περιλαμβάνονται στα Κύπρια έπη, ενώ τα γεγονότα μετά την ταφή του Έκτορα μέχρι και την άλωση της Τροίας περιέχονται στα επόμενα έργα του τρωικού κύκλου, Αιθιοπίς, Μικρά Ιλιάς, Ιλίου πέρσις.
Υπόθεση και δομή της Ιλιάδας

Η διαφωνία Αχιλλέα και Αγαμέμνονα και η οργή του Αχιλλέα
Την πρώτη μέρα της δράσης, ο Τρώας Χρύσης, ιερέας του Απόλλωνα και πατέρας της Χρυσηίδας, αιχμάλωτης του Αγαμέμνονα, προσήλθε στο στρατόπεδο των Αχαιών και ζήτησε την απελευθέρωση της κόρης του. Όμως ο Αγαμέμνονας ήταν ανυποχώρητος και προσέβαλε βάναυσα τον ιερέα, ο οποίος προσευχήθηκε στον Απόλλωνα να πάρει εκδίκηση για την απαράδεκτη αυτή συμπεριφορά (ύβρις). Ο Απόλλωνας ανταποκρίθηκε και τιμώρησε με εξοντωτικό λοιμό τον αχαϊκό στρατό. Μετά από εννιά ημέρες ασθένειας, συγκαλείται συνέλευση του στρατού και ζητείται από τον μάντη Κάλχα να αποκαλύψει την αιτία της οργής των θεών. Ο Αγαμέμνονας αρχικά αρνείται να επιστρέψει την κοπέλα, λογομαχεί έντονα με τον Αχιλλέα και τελικά πείθεται να την επιστρέψει με την προϋπόθεση να πάρει για αντάλλαγμα ένα από τα λάφυρα του Αχιλλέα, την Βρισηίδα. Ο Αχιλλέας αναγκάζεται να υποχωρήσει, αλλά προσβεβλημένος αρνείται να συνεχίσει να μάχεται και παρακαλά τη μητέρα του, Θέτιδα, να ζητήσει από το Δία να ενισχύσει τους Τρώες στις μάχες ώστε να τιμωρηθούν οι Αχαιοί. Η συνάντηση της Θέτιδας με τους Θεούς καθυστερεί την επιθυμία του γιου της για δώδεκα ημέρες, επειδή ο Δίας απουσιάζει στη χώρα των Αιθιόπων.


 
Η εξέλιξη των αναμετρήσεων μέχρι την πρώτη πρεσβεία στον Αχιλλέα
Στη δεύτερη ραψωδία, ο Δίας στέλνει όνειρο στον Αγαμέμνονα για να υποκινήσει επίθεση εναντίον των Τρώων, με την παραπλανητική πληροφορία ότι οι θεοί υποστηρίζουν τους Αχαιούς. Ο Αγαμέμνονας συγκαλεί συνέλευση και μετά από διαφωνίες οι Αχαιοί ετοιμάζονται για μάχη. Όταν οι Τρώες το πληροφορούνται ξεκινούν και αυτοί τις ετοιμασίες. Στα γεγονότα παρεμβάλλεται ο κατάλογος των αντιπάλων δυνάμεων και των ελληνικών πλοίων. Οι δύο στρατοί αποφασίζουν να κριθεί η έκβαση της μάχης σε μονομαχία μεταξύ Πάρη και Μενέλαου. Ο Μενέλαος επικρατεί, αλλά η θεά Αφροδίτη διασώζει τον Πάρη. Οι αντίπαλοι αποφασίζουν ανακωχή, αλλά οι θεοί σε συνέλευση αποφασίζουν να προκαλέσουν την παραβίασή της από τους Τρώες ώστε να συνεχιστεί ο πόλεμος. Οι μάχες αρχίζουν, ξεχωρίζει η παρουσία του Διομήδη που τραυματίζει ακόμα και τον θεό Άρη, οι δύο πλευρές έχουν σημαντικές απώλειες, αλλά οι Τρώες βρίσκονται σε δυσκολότερη θέση. Ο Έκτορας εγκαταλείπει προσωρινά τη μάχη για να ζητήσει από τις Τρωαδίτισσες να κάνουν δέηση στην Αθηνά. Όταν επιστρέφει, μονομαχεί με τον Αίαντα αλλά δεν υπάρχει νικητής. Οι εχθροπραξίες διακόπτονται επειδή νυχτώνει (η ημέρα αυτή κάλυψε τις ραψωδίες Β έως και Η) και αποφασίζεται ανακωχή για την ταφή των νεκρών, ενώ οι Αχαιοί ενισχύουν την περιτείχιση του στρατοπέδου τους. Στη ραψωδία Θ περιγράφεται άλλη μία ημέρα μαχών, στις οποίες επικρατούν οι Τρώες, και στις δύο επόμενες η νύχτα που ακολουθεί τη μάχη, κατά την οποία οι Αχαιοί ζητούν χωρίς επιτυχία από τον Αχιλλέα να επιστρέψει στον πόλεμο.

Η επέλαση των Τρώων
Η ραψωδία Λ αρχίζει με νέες μάχες. Αν και αρχικά διακρίνεται ο Αγαμέμνονας και απωθεί τους Τρώες μέχρι τα τείχη τους, οι θεοί ενθαρρύνουν τον Έκτορα και, καθώς στη συνέχεια τραυματίζονται πολλοί αρχηγοί των Ελλήνων (Αγαμέμνονας, Διομήδης, ο γιατρός Μαχάονας), οι Τρώες προχωρούν, πιέζουν τους Αχαιούς σε υποχώρηση και γκρεμίζουν τα τείχη του στρατοπέδου τους (ραψωδίες Λ και Μ). Στις ραψωδίες Ν-Π συνεχίζεται η μάχη γύρω από τα πλοία των Αχαιών, οι οποίοι βρίσκονται σε δεινή θέση. Τότε ο Πάτροκλος πείθει τον Αχιλλέα να του δώσει τα όπλα του και να τον αφήσει να ηγηθεί του στρατού των Μυρμιδόνων ώστε να παραπλανήσουν τους Τρώες και να περιορίσουν τον ενθουσιασμό τους.



Η αριστεία και ο θάνατος του Πάτροκλου
Η ραψωδία Π συνεχίζεται με την είσοδο του Πάτροκλου στη μάχη. Παρά τη συμβουλή του Αχιλλέα να περιοριστεί στην απομάκρυνση των Τρώων από το στρατόπεδο και να μην τους καταδιώξει μέχρι την πόλη, ο Πάτροκλος αντεπιτίθεται και τους κυνηγά μέχρι τα τείχη, όπου μόνο με την επέμβαση του Απόλλωνα ήταν δυνατή η απόκρουση της επίθεσης των Αχαιών. Κατά τις συγκρούσεις ο Πάτροκλος, πάνω στον ενθουσιασμό του πλησίασε αρκετά στα τείχη της πόλης, ακολούθησε μονομαχία με τον Έκτορα, ο οποίος τον σκότωσε με τη βοήθεια του Απόλλωνα. Στη ραψωδία Ρ γίνεται μάχη για το σώμα του Πάτροκλου, στην οποία διακρίνεται ο Μενέλαος. Τελικά ο Αίαντας καταφέρνει να αποσπάσει το νεκρό από τους Τρώες, αλλά ο Έκτορας κρατά τον οπλισμό. Φορώντας τον οπλισμό του Αχιλλέα, ο Έκτορας επιχειρεί ξανά να πάρει το σώμα του Πάτροκλου, χωρίς επιτυχία. Στη ραψωδία Σ ο Αχιλλέας θρηνεί για το θάνατο του φίλου του και αποφασίζει να τον εκδικηθεί. Η Θέτιδα ζητά από τον Ήφαιστο να κατασκευάσει νέα όπλα και η ραψωδία ολοκληρώνεται με την εκτενή περιγραφή της ασπίδας που κατασκευάζεται.


Η επιστροφή του Αχιλλέα
Στη ραψωδία Τ ο Αχιλλέας παραλαμβάνει τα νέα όπλα του και συγκαλεί συνέλευση των Αχαιών. Συμφιλιώνεται με τον Αγαμέμνονα, αφού οι δύο παραδέχονται ότι οδηγήθηκαν σε σύγκρουση από θεϊκές παρεμβάσεις, και επιστρέφεται η Βρισηίδα, την οποία ο Αγαμέμνονας ορκίζεται ότι δεν είχε αγγίξει. Μετά τη συνέλευση ο Αχιλλέας θρηνεί τον Πάτροκλο και αναχωρεί για τη μάχη. Στη ραψωδία Υ αρχίζουν οι συγκρούσεις, στις οποίες συμμετέχουν και θεοί. Ο Αχιλλέας μονομαχεί με τον Αινεία, που σώζεται από τον Ποσειδώνα. Ο Αχιλλέας πολέμησε με τον ποτάμιο θεό Σκάμανδρο και καταδίωξε τους Τρώες μέχρι τα τείχη τους (ραψωδία Φ). Οι Τρώες κατέφυγαν στην πόλη, εκτός από τον Έκτορα, ο οποίος παρέμεινε στο πεδίο της μάχης για να αντιμετωπίσει τον Αχιλλέα (ραψωδία Χ). Η Αθηνά τον παραπλάνησε υποσχόμενη βοήθεια, αλλά τελικά υποστήριξε τον Αχιλλέα που καταφέρνει να τον σκοτώσει. Ο Αχιλλέας δεν δέχεται να παραδώσει τον Έκτορα στους Τρώες. Αντιθέτως, τον δένει στο άρμα του και τον σέρνει. Η ραψωδία τελειώνει με τους θρήνους της οικογένειας του Έκτορα.


 Η παράδοση του Έκτορα και η ταφή του
Τις μέρες μετά τον θάνατο του Έκτορα οι Αχαιοί ολοκλήρωσαν τις νεκρώσιμες τελετουργίες για τον Πάτροκλο, έκαψαν το σώμα του και διοργάνωσαν αγώνες προς τιμήν του (ραψωδία Ψ). Η τελευταία ραψωδία αρχίζει με τις δώδεκα ημέρες βεβήλωσης του πτώματος του Έκτορα από τον Αχιλλέα. Τη δωδέκατη ημέρα οι θεοί κάνουν συνέλευση και στέλνουν την Θέτιδα να πείσει τον Αχιλλέα να παραδώσει το νεκρό και την Ίριδα να παρακινήσει τον Πρίαμο να ικετεύσει τον Αχιλλέα. Το βράδυ γίνεται η συνάντηση του Πρίαμου με τον Αχιλλέα, ο οποίος αποδέχεται τα λύτρα και επιστρέφει το νεκρό και αποφασίζεται ανακωχή για την τελετή της καύσης. Ακολουθούν δέκα ημέρες θρήνων και προετοιμασιών και την ενδέκατη ημέρα γίνεται η καύση και η ταφή του Έκτορα, με την οποία τελειώνει το έργο.
 
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ  .COM